Από τον Παναγιώτη Δημητρά
Άννα Φραγκουδάκη, Ο εθνικισμός και η άνοδος της Ακροδεξιάς, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013
Δεν είναι τα κοινωνικοπολιτικά αίτια αυτά που κυρίως έδωσαν ώθηση στη Χρυσή Αυγή, υποστηρίζει στο νέο βιβλίο της για την άνοδο της Ακροδεξιάς η Άννα Φραγκουδάκη. Αντίθετα, ιδεολογικές αιτίες, όπως ο απομονωτικός εθνικισμός της μεταπολίτευσης, που μετατράπηκε σε...
αντιευρωπαϊκό φανατισμό, συνέβαλαν πιο καθοριστικά στη γιγάντωση ενός κόμματος οι βασικές θέσεις του οποίου για το έθνος, τον πατριωτισμό και τη σύγχρονη θέση της Ελλάδας κυκλοφορούν ευρύτατα ανάμεσά μας. [ΤΒJ]
Πώς σε μιαν εκπαιδευμένη και δημοκρατική, ευρωπαϊκή κοινωνία με σχετική οικονομική ευημερία όπως η Ελλάδα του 21ου αιώνα αναδείχθηκαν και επιβιώνουν ως μόνιμοι παράγοντες της πολιτικής ζωής ακροδεξιά κόμματα όπως το ΛΑΟΣ και στη συνέχεια η Χρυσή Αυγή (ΧΑ); Η Άννα Φραγκουδάκη υποστηρίζει ότι το μεταναστευτικό ζήτημα, η κρίση νομιμότητας των κομμάτων, ή η παγκοσμιοποίηση και η οικονομική κρίση, που πολλοί θεωρούν κύριες αιτίες αυτού του φαινομένου, δεν είναι οι βασικές αιτίες. Τα ιδεολογικά αίτια είναι ισχυρότερα από τα κοινωνικοπολιτικά: η ελληνική κοινωνία σταδιακά εγκλωβίστηκε σε έναν απομονωτικό εθνικισμό, παραδοσιακό και ανεπίκαιρο, φανατικό, ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό, άρα καταστροφικό για τα εθνικά συμφέροντα. Κι αυτό εξηγεί γιατί δεν πρόβαλε αντίσταση στις ιδέες της Ακροδεξιάς δείχνοντας, αντίθετα, απεριόριστη ανοχή στην άνοδό της.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου της Άννας Φραγκουδάκη αναλύονται οι θέσεις, η ιδεολογία και οι πολιτικοί στόχοι του ΛΑΟΣ και της ΧΑ. Χαρακτηριστικά και των δύο κομμάτων είναι ο φανατικός εθνικισμός, ο αυταρχισμός, ο αντισημιτισμός και η ξενοφοβία. Είναι αξιοσημείωτη η λεπτομερής ανάλυση της ιδεολογίας της ΧΑ με βάση επίσημα μετεκλογικά ιδεολογικά της κείμενα που θεμελιώνουν τον φυλετικό ρατσισμό, τον φιλοναζισμό και τη συνωμοσιολογία της, και έρχονται σε αντίθεση με την εικόνα των ακτιβίστικων δράσεών της οι οποίες χαρακτηρίζονται από λαϊκισμό παραπλήσιο των άλλων κομμάτων (με την προσθήκη φυσικά της βίας).
Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζονται τα βασικά αίτια της ακροδεξιάς ανόδου, κοινωνικά και πολιτικά από τη μια και ιδεολογικά από την άλλη. Ερμηνεύοντας το ρόλο του κοινωνικού αιτίου του μεταναστευτικού προβλήματος, η συγγραφέας τονίζει πως ο καλλιεργούμενος από την εκπαίδευση μύθος της εθνικής ομοιογένειας είχε καταστήσει την ελληνική κοινωνία τελείως ανέτοιμη να διαχειριστεί το μεταναστευτικό φαινόμενο και να συνειδητοποιήσει το ρατσισμό. Ο ρατσισμός άλλωστε δεν υπάρχει στο DNA του Έλληνα, όπως είπε πρόσφατα και ο Αντώνης Σαμαράς μπροστά σε ελληνικό και διεθνές εβραϊκό ακροατήριο που αποχαυνωμένο τον χειροκρότησε… Με την αυταπάτη πως θα εμποδίσουν διαρροές προς τη ρατσιστική ακροδεξιά, τα μεγάλα κόμματα δεν πολέμησαν ιδεολογικά τον αντιευρωπαϊκό και φανατικό εθνικισμό της ΧΑ, τονίζει η Φραγκουδάκη: αυτή η λαϊκιστικής προέλευσης υποχώρηση, αντίθετα, ενδυνάμωσε την Ακροδεξιά ενισχύοντας τις φοβίες τις οποίες αυτή καλλιέργησε. Πάντως, τα ποσοστά της Ακροδεξιάς δεν ήταν ανάλογα της συγκέντρωσης μεταναστευτικού πληθυσμού, γεγονός που δείχνει πως άλλα ήταν τα βαθύτερα αίτια της ανόδου της. Από την ανάλυση των αιτίων δεν απουσιάζει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις για την ιθαγένεια με βάση την επιστημονικά ασύστατη αντίληψη πως η καταγωγή –δηλαδή η βιολογική συγγένεια– αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για την ιθαγένεια.
Πολιτικό αίτιο ήταν η κρίση νομιμότητας των κομμάτων που τράφηκε από τις θέσεις και πράξεις των κομμάτων εξουσίας τα οποία διευκόλυναν τον αντικοινοβουλευτισμό της Ακροδεξιάς. Κοινωνικό και πολιτικό αίτιο ήταν η οικονομική κρίση που αντιμετωπίστηκε από όλα τα κόμματα με τρόπο λαϊκιστικό και οδήγησε σε αποτυχία διαχείρισής του, μια χιονοστιβάδα που μετέτρεψε την κρίση νομιμότητας των κομμάτων εξουσίας σε κρίση του κοινοβουλευτισμού.
Η ΝΕΑ ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗ
Η ενδελεχής ανάγνωση του συγγράμματος της Άννας Φραγκουδάκη θα ξαφνιάσει το αναγνωστικό κοινό και θα ενοχλήσει ιδιαίτερα όσους και όσες κατονομάζονται ότι συνέβαλαν στα ιδεολογικά αίτια. Όλα τα ΜΜΕ μετέτρεψαν τα άγνωστα στελέχη της Ακροδεξιάς σε «περιζήτητες τηλεπερσόνες», και μάλιστα για τα «εθνικά θέματα», συμβάλλοντας καθοριστικά στην κοινοτοπία της ακροδεξιάς ιδεολογίας και στην απουσία αντίστασης στην κοινωνία. Ακόμα και πετυχημένοι δημοσιογράφοι, όταν έπαιρναν συνέντευξη από ακροδεξιούς, δεν είχαν αντίλογο στην προσπάθειά των τελευταίων να εξωραΐσουν την εικόνα τους και να αποκρύψουν τη βαθιά μισαλλόδοξη ιδεολογία τους. Πολιτικοί από όλα τα κόμματα δεν είχαν αντίρρηση να εμφανίζονται σε τηλεοπτικές συζητήσεις με ακροδεξιούς, ακόμα και όταν η εκλογική δύναμή τους ήταν ασήμαντη. Καθοριστική επιρροή είχε η ανοικτή, σχεδόν προνομιακή, υποστήριξη του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου προς τον Γιώργο Καρατζαφέρη, καθώς και μητροπολιτών προς τη Χρυσή Αυγή, και ας ήταν γνωστή η ιστορική, ενίοτε υβριστική, αντίθεσή της στον «Ιουδαιοχριστιανισμό». Κορυφαία όμως «συμβολή» του Χριστόδουλου στην ενδυνάμωση του ανορθολογισμού και του απομονωτικού εθνοκεντρισμού ήταν η εκστρατεία για τη μη απάλειψη της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, μέσα από την οποία προβλήθηκαν, στο όνομα της θρησκευτικής πίστης, θέσεις βλαβερές για τη δημοκρατία (π.χ., «Οι Νόμοι όταν ο Λαός δεν θέλει δεν εφαρμόζονται») και βαθύτατα αντιευρωπαϊκές. Και μετά τον Χριστόδουλο όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία συνέχισε τη συμβολή στον απομονωτικό εθνικισμό, με κορυφαία την «ανακοίνωση προς το λαό» τον Φεβρουάριο 2010 για τον κίνδυνο αφελληνισμού της «υπό κατοχή Ελλάδας» που έθρεψε την άκρα Δεξιά.
Διαμορφώθηκε επίσης στην ελληνική κοινωνία μια «νέα εθνικοφροσύνη» που κυριάρχησε ως ιδεολογία σε μέρος των οπαδών όλων των κομμάτων, μέχρι και στην κομμουνιστική και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το κίνημα των νεορθόδοξων, όπου συμπορεύτηκαν αριστεροί διανοούμενοι (Κ. Μοσκώφ, Κ. Ζουράρις, Στ. Ράμφος. Δ. Σαββόπουλος, Γ. Καραμπελιάς) με ακροδεξιούς στοχαστές (με πρώτο τον Χ. Γιανναρά). Συγκροτήθηκε «εθνική σταυροφορία για τη σωτηρία της ελληνικής γλώσσας» (Γ. Μπαμπινιώτης, Ο. Ελύτης, Α. Νικολαΐδης, Γ. Ντεγιάννης, Α. Σκιαδάς, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γ. Χειμωνάς με στήριξη από Χ. Σαρτζετάκη, Α. Τρίτση, Γ. Σουφλιά, Δ. Σαββόπουλο). Το 1985, οργανώθηκαν συζήτηση στη Βουλή για το θέμα, με την πρωτοβουλία του Γ. Πεσμαζόγλου, και δημόσια εκδήλωση σε στάδιο με 4.000 άτομα από το ΚΚΕ Εσωτερικού. Πραγματικό τους διακύβευμα δεν ήταν η γλώσσα αλλά το έθνος: «η γλώσσα του λαού και η επιβίωση του έθνους αλληλοσυνδέονται», κατά το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Γενικεύθηκε στην Ελλάδα η ανοχή στην αντιποίηση αρχής ακόμα και στην εξωτερική πολιτική, όπου κάθε μεμονωμένος πολίτης αποφάσιζε και εφάρμοζε την εξωτερική πολιτική που θεωρούσε πατριωτική, υποκαθιστώντας τις κυβερνητικές, εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές οι οποίες απλώς το ανέχονταν, και μετά αναγορευόταν σε ηρωική φυσιογνωμία: από τον Βρακά που πέταξε με αεροπλάνο πάνω από την Αλβανία μέχρι τη μεταφορά του Οτσαλάν στη Νέα Μάκρη. Σήμερα αντιποίηση αρχής για την εφαρμογή «πατριωτικά σωστής» πολιτικής κάνουν γενικευμένα τα στελέχη της Χρυσής Αυγής με επιθέσεις και ξυλοδαρμούς.
Τέλος, υπενθυμίζονται οι πολλές «συνωμοσίες για τον αφελληνισμό της ιστορίας από αναθεωρητές ιστορικούς σε άμεση συνεργασία ή ταύτιση με ξένα κέντρα για την αποδόμηση του ελληνικού έθνους», που καταγγέλθηκαν και οδήγησαν όλες με επιτυχία σε απόσυρση από τα σχολεία βιβλίων ιστορίας του Λ. Σταυριανού, του Β. Κρεμμυδά, του Γ. Κόκκινου και της Μ. Ρεπούση. Στις αντιπαραθέσεις κυριάρχησε η θέση της νέας εθνικοφροσύνης κατά της Δύσης και του Διαφωτισμού, και με αναφορά στην απειλή κατά του ελληνισμού, της ελληνικής ταυτότητας και του ελληνικού έθνους από «ξένους πράκτορες και εσωτερικούς εχθρούς». Αυτά αποτέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της ιδεολογίας της Ακροδεξιάς.
«ΕΥΡΩΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ»
Στο τρίτο μέρος η συγγραφέας παρακολουθεί το νήμα των επιπτώσεων της ιδεολογικής σύγχυσης στην πορεία των πολιτικών γεγονότων που ακολουθούν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Καθοριστικό γεγονός είναι ότι η κρίση της εθνικής ταυτότητας θα οδηγήσει διανοούμενους από όλο το πολιτικό φάσμα στην κατασκευή ενός ιδεολογήματος περί κινδύνων αλλοίωσης και εξαφάνισης που υποτίθεται πως απειλούν το ελληνικό έθνος. Στο ιδεολόγημα αυτό θα αποδώσουν νομιμότητα διανοούμενοι από όλα τα πολιτικά κόμματα, καθώς και η παρέμβαση της Εκκλησίας στο πεδίο της πολιτικής, με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί κοινωνική δεκτικότητα στις ιδέες της Ακροδεξιάς.
Την ιδεολογική αυτή οπισθοδρόμηση προκάλεσε η υιοθέτηση ενός «ευρωκεντρικού ρατσισμού» που θεωρεί ανώτερο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και κατώτερο τον ελληνικό, μύθος που καλλιεργείται από το ελληνικό σχολείο. Εκεί διδάσκεται η αδιάλειπτη συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα, που οδηγεί στην εσωτερίκευση μιας ταυτότητας ενός έθνους θύματος των άλλων και ενός λαού ανεύθυνου για τη μοίρα του. Η συγγραφέας παρουσιάζει εκτενέστατα και με ποσοτική τεκμηρίωση πώς το εκπαιδευτικό σύστημα, καθηλωμένο σε μια ανεπίκαιρη εθνική ιδεολογία άλλων εποχών, διαμορφώνει εθνική ταυτότητα εύθραυστη, αμφίθυμη και ανασφαλή, που μεταμφιέζει σε αντιπαράθεση ανάμεσα σε πατριώτες και προδότες την πολιτική σύγκρουση ιδεών για όλα τα διακυβεύματα της εποχής της ΕΕ και της παγκοσμιοποίησης. Η αναπαραγόμενη ελληνική ιδεολογία βασίζεται στον εθνικισμό του 19ου αιώνα που είναι ανεπίκαιρος, επειδή σημαίνει πόλεμο.
Εξαιρετικά χρήσιμη είναι και η παράθεση ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ελλήνων πολιτών έχει εκπαιδευτεί να θεωρεί πως ο ρατσισμός είναι η δημόσια και ρητή αναγνώριση μιας κατωτερότητας που είναι αντικειμενικά δεδομένη. Αντιρατσισμός δε είναι μια χριστιανική συμπεριφορά ή ένας αλτρουισμός, μια φιλανθρωπική συμπάθεια προς συνανθρώπους με κατώτερα χαρακτηριστικά.
Σε τέτοιο υπόβαθρο, η βαθύτατη πολιτική κρίση επέτρεψε να συγκλίνουν από τη μια δεξιά άκρη του πολιτικού φάσματος έως την αριστερή άλλη άκρη δυνάμεις που θα ονομαστούν αντιμνημονιακές. Η πολιτική σύγκρουση, με αντικείμενο τη διαχείριση και τη διαπραγμάτευση της οικονομικής κρίσης, θα ονομαστεί αντιπαράθεση για την εθνική «ανεξαρτησία». Αυτό το φαινόμενο καλλιέργησε τη συναίνεση ανοχής στην Ακροδεξιά.
Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υπέρβαση της κρίσης της κοινοβουλευτικής νομιμότητας είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της οικονομικής όσο και της πολιτικής κρίσης αλλά και για την επιστροφή της Ακροδεξιάς στην περιθωριακή θέση που της ανήκει στην ελληνική κοινωνία. Η συγγραφέας ως πανεπιστημιακή δασκάλα αποφεύγει όμως να αναφέρει τι πιθανότητες υπάρχουν να επιτευχθεί αυτή η υπέρβαση. Ο γράφων τις θεωρεί ελάχιστες, γιατί πιστεύει πως οι ερμηνευτικοί λόγοι της εγκαθίδρυσης της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα, που εξηγεί διεξοδικά η Φραγουδάκη, εξηγούν επίσης γιατί η ΧΑ –και άλλα δορυφορικά ακροδεξιά σχήματα– θα μακροημερεύσουν.
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑΣ
Το βιβλίο έχει αδυναμίες, που δεν αλλάζουν σε τίποτε όμως τα βασικά συμπεράσματα. Η συγγραφέας, χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση, δεν συμπεριλαμβάνει στη μεταπολιτευτική ακροδεξιά την Εθνική Παράταξη, που συγκέντρωσε 6,8% το 1997 και εξέλεξε πέντε βουλευτές ούτε την ιδρυθείσα από τον έγκλειστο δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο Εθνική Πολιτική Ένωση (ΕΠΕΝ) που συγκέντρωσε 2,3% το 1984, εξέλεξε ευρωβουλευτή και από την οποία ξεπήδησαν οι Βορίδης και Μιχαλολιάκος. Δεν συμπεριλαμβάνει ούτε το Κόμμα Προοδευτικών που με 2% εξέλεξε ευρωβουλευτή το 1981. Κυρίως, όμως, η Άννα Φραγκουδάκη δεν περιλαμβάνει στα σύγχρονα ακροδεξιά κόμματα τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που έχουν ιδεολογία παραπλήσια του ΛΑΟΣ, με κυρίαρχο τον φανατικό απομονωτικό εθνικισμό, τον αυταρχισμό, τον αντιευρωπαϊσμό και την ξενοφοβία. Έτσι καταλήγει στο εσφαλμένο συμπέρασμα πως μέχρι πρόσφατα (δηλαδή μέχρι την εμφάνιση του ΛΑΟΣ) δεν υπήρχε στην Ελλάδα ακροδεξιό φαινόμενο, αφού η κατ’ αυτήν Ακροδεξιά ήταν περιθωριακή και η πολιτική παρουσία της ανύπαρκτη, καθώς η συγγραφέας περιόριζε την Ακροδεξιά στα κόμματα του Κώστα Πλεύρη, του Μάκη Βορίδη και του Νίκου Μιχαλολιάκου.
Επίσης, για το θέμα της απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής, αρκείται στην παράθεση μιας άποψης που διαφωνεί με την απαγόρευση, αλλά δεν αναφέρει τις αντίθετες απόψεις ούτε τις συστάσεις των οργάνων του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης οι οποίες βασίζονται στις υπερνομοθετικής ισχύος διεθνείς συμβάσεις. Εξ άλλου, θεωρεί, σωστά, ως προσπάθεια ελέγχου των αυθαιρεσιών αστυνομικών οργάνων τη θεσμοθέτηση «Γραφείου αντιμετώπισης περιστατικών αυθαιρεσίας της αστυνομίας» που δεν λειτούργησε, αλλά προσθέτει ότι νεότερη πρωτοβουλία στο θέμα αυτό είναι η δημιουργία τμημάτων αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας στην ΕΛΑΣ, τα οποία όμως δεν ελέγχουν αστυνομικές αυθαιρεσίες αλλά ρατσιστική βία σε βάρος πολιτών από άλλους πολίτες, ενίοτε αστυνομικούς.
Επίσης, μόνη αδυναμία που επηρεάζει την ανάλυση είναι η παντελής απουσία αναφοράς στις εθνοτικές μειονότητες (Τούρκους, Πομάκους, Μακεδόνες, Ρομά), η αντίληψη των Ελλήνων απέναντι στις οποίες αποτελεί την αποκορύφωση του απομονωτικού εθνικισμού. Γι’ αυτό άλλωστε ο Κων. Μητσοτάκης είχε πει πως το «Μακεδονικό» έγινε στην ουσία για να μην αναγκαστεί να αναγνωρίσει η Ελλάδα την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας, μια διάσταση που απουσιάζει από την επισκόπηση του προβλήματος αυτού στο βιβλίο.
Αυτά δεν αναιρούν όμως τη διαπίστωση πως η Άννα Φραγκουδάκη μας έδωσε μια μοναδική σε βάθος ερμηνεία της εμφάνισης, ανόδου και μακροημέρευσης της ακροδεξιάς στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, πρώτα με το ΛΑΟΣ και μετά με τη Χρυσή Αυγή. Αν δεν κατανοηθεί η ανάλυσή της δεν θα γίνει ποτέ δυνατή η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής ενώ θα διαιωνίζεται η ανοχή προς τους νεοναζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου