Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

άρθρο Π. Κοσμά: Συνέδριο ΣΥΡΙΖΑ: η «επόμενη μέρα»

του Πάνου Κοσμά


 
Προεδρική «πυγμή» που γύρισε «μπούμερανγκ», τετελεσμένα σοσιαλδημοκρατικοποίησης, αλλά και ισχυροποίηση της Αριστερής Πλατφόρμας
 
Η «μάχη του ΣΥΡΙΖΑ» παραμένει ανοιχτή, και είναι μάχη που αφορά όλο το κίνημα και...
την Αριστερά!
 
 
 
Συνέδριο ΣΥΡΙΖΑΤο Σάββατο το απόγευμα της πενθήμερης διαδικασίας του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ (Τετάρτη έως Κυριακή, 10-14 Ιουλίου) και ενώ συζητιούνται τα θέματα της «αυτοδιάλυσης» των συνιστωσών και των λιστών εκλογής στην Κ.Ε., στο βήμα ανεβαίνει ο Αλέξης Τσίπρας. Μόλις αναγγέλλεται από το προεδρείο και σηκώνεται από την καρέκλα του, ξεσπάει θυελλώδες χειροκρότημα πριν καν ανέβει στο βήμα και πει ό,τι ήθελε να πει. Στη συνέχεια, ανεβαίνει στο βήμα ο Μανόλης Γλέζος. Σε σημεία της ομιλίας του ένα μέρος της «πλατείας» τον γιουχάρει και τον προπηλακίζει λεκτικά! Λίγο αργότερα, σε παρέμβαση του Παναγιώτη Λαφαζάνη, η «πλατεία» ξεσπάει σε μαζικούς προπηλακισμούς και γιουχαΐσματα! Διαλέγουμε αυτά τα στιγμιότυπα όχι απλώς για να μεταφέρουμε «κλίμα», αλλά γιατί είναι αποκαλυπτικοί σπασμοί σοσιαλδημοκρατικοποίησης: στον ΣΥΡΙΖΑ έχουμε πλέον γενναίες δόσεις σοσιαλδημοκρατικοποίησης, και μάλιστα πολύ εκφυλιστικές της εκδοχές. Τα γιουχαΐσματα, οι εκδηλώσεις «πολιτικού χουλιγκανισμού» της «πλατείας» και οι έντονες όψεις «προσωπολατρίας» και αυτονόμησης της σχέσης «αρχηγού» - «κομματικού ακροατηρίου» ήταν τα πιο εμφανή και εύγλωττα δείγματα. Δεν ήταν όμως μόνο αυτά.
 
Αν όμως τα τετελεσμένα στην κατεύθυνση της σοσιαλδημοκρατικοποίησης ήταν η μία -και κυρίαρχη- πλευρά, η άλλη πλευρά ήταν ότι ο αριστερός συσχετισμός, όπως εκφράζεται από την Αριστερή Πλατφόρμα, ενισχύθηκε σημαντικά, τόσο στις εκλογές για την Κ.Ε. (όπου το ποσοστό της ξεπέρασε το 30%, από 25% στις αντίστοιχες εκλογές στη Συνδιάσκεψη των αρχών Δεκεμβρίου 2012) όσο και ουσιαστικά πολιτικά. Η «πυγμή» της ηγεσίας, που διακινδύνευσε ακόμη και διάσπαση στο όνομα της… ενότητας και του «κόμματος των μελών», γύρισε μπούμερανγκ: οι θέσεις, το καταστατικό και οι οργανωτικές αποφάσεις υπερψηφίστηκαν, αλλά αυτό κόστισε βαριά τραύματα στην πολιτική δυναμική, τη συνοχή και το συσχετισμό δύναμης για το στρατόπεδο της προεδρικής πλειοψηφίας.
Πέρα από το γενικό πολιτικό «ισοζύγιο» του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στην προεδρική πλειοψηφία και την Αριστερή Πλατφόρμα, στα συγκεκριμένα επίδικα του συνεδρίου ο απολογισμός είναι συνοπτικά ο εξής:
Διακήρυξη και πολιτική απόφαση: Υπερψηφίστηκαν τα κείμενα της πλειοψηφίας. Από άποψη πολιτικοϊδεολογικού πλαισίου, επικυρώθηκε ένα πλαίσιο που είναι σαφώς αριστερότερα της «πραγματικής γραμμής» η οποία εκφωνείται από τον Αλέξη Τσίπρα και κεντρικά περί αυτόν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα είναι κυρίως για εσωκομματική χρήση και επιτρέπει στην «πραγματική γραμμή» να εμφανίζεται σαν θεμιτή ερμηνεία αυτού του πλαισίου. Οι εναλλακτικές εκδοχές (τροπολογίες) της Αριστερής Πλατφόρμας (για τη νέα ριζοσπαστικοποίηση, για το ευρώ, για την κυβέρνηση της Αριστεράς και τις πολιτικές συμμαχίες, για την εθνικοποίηση τραπεζών, ΔΕΚΟ και στρατηγικής σημασίας τομέων της οικονομίας υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο) καταψηφίστηκαν με ποσοστά που κυμαίνονταν από 60-70%. Έτσι, επικυρώθηκε μια δεξιά μετατόπιση στο πρόγραμμα και την πολιτική γραμμή, αλλά χωρίς να επιβληθεί καθαρά το πολιτικό πλαίσιο το οποίο εκφωνεί και με με βάση το οποίο λειτουργεί η ηγεσία. Η υποστήριξη των 4 εναλλακτικών εκδοχών-τροπολογιών της Αριστερής Πλατφόρμας από το 30-40% των συνέδρων σε ένα συνέδριο όπου όλοι οι όροι διεξαγωγής του ήταν δυσμενείς γι’ αυτήν, δείχνει ότι οι αντιστάσεις ενάντια στη σοσιαλδημοκρατικοποίηση έχουν ισχυρό έρεισμα μέσα στο κόμμα.
 
Εκλογή του προέδρου από το συνέδριο και όχι την Κ.Ε.: Ήταν το σημείο όπου ο Αλέξης Τσίπρας -και ό,τι εκπροσωπεί μέσα στο κόμμα- πέτυχε την πιο καθαρή νίκη, αλλά όχι χωρίς τραυματισμούς για το στρατόπεδό του. Όταν γινόταν η ψηφοφορία για τον τρόπο εκλογής του προέδρου, έλειπαν μαζικά από την αίθουσα οι δυνάμεις της Αριστερής Πλατφόρμας, που έκαναν έκτακτη συνέλευση εξαιτίας των «οριακών» καταστάσεων που είχαν προηγηθεί στη συζήτηση και τις ψηφοφορίες για τις συνιστώσες και τις λίστες εκλογής στην Κ.Ε. Παρ’ όλα αυτά, τα χέρια που σηκώθηκαν για να υποστηρίξουν την εκλογή του προέδρου από την Κ.Ε. ήταν πολλά… Στη συνέχεια, η κάλπη έβγαλε ένα αποτέλεσμα -για τον μοναδικό υποψήφιο Αλέξη Τσίπρα- που τον τραυματίζει: εκλέχτηκε με 72,5% των εγκύρων ψηφοδελτίων εξαιτίας μια μάζας λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων διαμαρτυρίας που ανήλθαν σε ποσοστό 27,5%. Η πιο σημαντική ωστόσο νίκη του Αλέξη Τσίπρα ήταν η οικοδόμηση μιας προσωπικής πολιτικής σχέσης με σημαντικό τμήμα των συνέδρων που επικύρωσε και ενίσχυσε το «φαινόμενο» του προεδρικού βοναπαρτισμού. Συνέπεια αυτού ήταν και η ισχυροποίηση -σε σχέση με τη Συνδιάσκεψη του Δεκεμβρίου 2012- του συσχετισμού του προεδρικού κομματιού στο μπλοκ της πλειοψηφίας, όπως καταγράφηκε στην εκλογή της Κ.Ε.
 
«Αυτοδιάλυση» συνιστωσών: Με τα φευδεπίγραφα προπαγανδιστικά σχήματα «κόμμα των μελών», «όχι κόμματα μέσα στο κόμμα», «πάλη ενάντια στους μηχανισμούς μέσα στο κόμμα», η επίθεση ενάντια στις συνιστώσες ήταν στην πραγματικότητα επίθεση ενάντια σε όλη την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Η απόφαση να ολοκληρωθεί η διαδικασία «αυτοδιάλυσης» σε «εύλογο» χρόνο και ύστερα από «διαβούλευση» επιδέχεται πολλών αναγνώσεων, αλλά το «νόημά» της θα κριθεί πλέον από τις εξελίξεις και το συνολικό συσχετισμό δύναμης. Η ηγεσία πήρε την καταρχήν απόφαση που ήθελε, αλλά δεν ε.ίχε το συσχετισμό για να προχωρήσει -όπως θα ήθελε- στην αυτοδιάλυση εδώ και τώρα», η δε τελική υλοποίηση της απόφασης δεν είναι αυτονόητη ούτε «περίπατος».
Λίστες και τάσεις: Η προεδρική «πυγμή» επιχείρησε τον περιορισμό των τάσεων με κατάργηση των διαφορετικών λιστών εκλογής στην Κ.Ε., έκανε έναν εκβιαστικό ελιγμό επισείοντας σαν απειλή τα διαφορετικά ψηφοδέλτια και στο τέλος «εισέπραξε» όχι δύο λίστες σε ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο αλλά 6 διαφορετικά ψηφοδέλτια, από τα οποία το ψηφοδέλτιο της Αριστερής Πλατφόρμας αύξησε τα ποσοστά του από το 25% στο 30%! Ο ορισμός της πλήρους αποτυχίας!
 
Νέος εσωκομματικός συσχετισμός: Όλα αυτά «συνοψίστηκαν» πρωταρχικά στην ισχυροποίηση της Αριστερής Πλατφόρμας απέναντι στο μπλοκ της προεδρικής πλειοψηφίας και δευτερευόντως στην ισχυροποίηση του προεδρικού πόλου μέσα στην πλειοψηφία - οι δύο όψεις, πρωτεύουσα και δευτερεύουσα, της οξείας πολιτικής πόλωσης μέσα στο κόμμα.
Πώς μπορούν να συνοψιστούν όλα αυτά; Καταρχήν, έχουμε μια αντιφατική εικόνα: προεδρική «πυγμή» που γύρισε «μπούμερανγκ», τετελεσμένα σοσιαλδημοκρατικοποίησης (πολιτικά και οργανωτικά), αλλά και ισχυροποίηση της Αριστερής Πλατφόρμας. Σε αυτή τη γενική εικόνα, για να βγάλουμε ένα συνολικό συμπέρασμα πρέπει να προσθέσουμε τρία ποιοτικά στοιχεία:
 
Πρώτο, τη ριζοσπαστικοποίηση των θέσεων της Αριστερής Πλατφόρμας σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα (χρέος, ευρώ, κυβέρνηση της Αριστεράς, μαζικές εθνικοποιήσεις με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο κ.λπ.).

Δεύτερο, την ουσιαστική πολυδιάσπαση της πλειοψηφίας μετά το συνέδριο («ξύρισμα» ΠΑΣΟΚογενών και «Πλατφόρμας 2000» των Μπαλάφα - Δούρου κ.λπ. στις εκλογές για την Κ.Ε., διάσπαση της Αρ.Εν. μεταξύ προεδρικών και «αριστερής ΑΡ.ΕΝ.», μια μάλλον χαώδης, αντιφατική και γεμάτη αντιθέσεις διαδικασία εσωτερικής «ανασύνθεσης» στο χώρο της πλειοψηφίας).
Τρίτο, τη συρρίκνωση των «ενδιάμεσων» δυνάμεων προσυνεδριακά (όπως η ΑΝΑΣΑ) και την αδυναμία τους να καταγράψουν ουσιαστική διακριτότητα μέσα στο συνέδριο. Ως αποτέλεσμα της οξείας πολιτικής πόλωσης μέσα στο κόμμα, οι όποιες διαφοροποιήσεις κάποιων «ενδιάμεσων» ήταν θεωρητικού και «αξιακού» χαρακτήρα και δεν πήγαιναν στο «ταμείο»: με την εξαίρεση του τρόπου εκλογής του προέδρου, στις ψηφοφορίες για όλα τα επίμαχα πολιτικά ζητήματα οι «ενδιάμεσοι» ψήφισαν όλες τις βασικές θέσεις της πλειοψηφίας.

Συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω, το ουσιαστικό συμπέρασμα είναι ότι η «μάχη του ΣΥΡΙΖΑ» παραμένει ανοιχτή! Αυτό είναι η ουσιαστική νίκη της αριστερής πτέρυγας μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τα «καλά νέα» για όλο το κίνημα και όλη την Αριστερά. Από τη στιγμή που στο «λογαριασμό» του ΣΥΡΙΖΑ έχει «πιστωθεί» ένα σημαντικό κεφάλαιο πολιτικής εκπροσώπησης εργατικών και λαϊκών στρωμάτων αλλά και η προοπτική μιας πολιτικής ανατροπής της οποίας η έκβαση θα κριθεί στην ταξική πάλη, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα από τα «κλειδιά» της ταξικής πάλης, και η έκβαση της μάχης για τη φυσιογνωμία και τον πολιτικό του προσανατολισμό δεν είναι υπόθεση μόνο της αριστερής πτέρυγας μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ (της Αριστερής Πλατφόρμας και ευρύτερα του αριστερού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και όλης της Αριστεράς και όλου του κινήματος. Αν χαθεί αυτή η μάχη, θα είναι ήττα για όλους. Αν κερδηθεί, θα είναι νίκη για όλους!
Ας δούμε λοιπόν, υπ’ αυτό το πρίσμα, συνοπτικά τα κρίσιμα ζητήματα και αντιπαραθέσεις.

Το μνημόνιο, το χρέος και οι δανειακές συμβάσεις

Η θέση για κατάργηση του μνημονίου παραμένει σταθερή σε όλα τα επίσημα ντοκουμέντα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εσωκομματική αντιπαράθεση διεξάγεται πάνω στις προϋποθέσεις και τις συνέπειες που έχει μια τέτοια θέση – αν την εννοούμε πραγματικά, αν η όποια διαπραγμάτευση θα είναι το μέσον και όχι ο σκοπός, υπό ποιες προϋποθέσεις θα είμαστε σε θέση να υπερασπιστούμε και να υλοποιήσουμε μέχρι τέλους την κατάργηση του μνημονίου. Έτσι, από την πλευρά της Αριστερής Πλατφόρμας μπήκαν οι θέσεις «καταγγελία δανειακών συμβάσεων» (και όχι «αναδιαπραγμάτευση» και κατάργηση των «επαχθών όρων» τους, όπως ήταν η θέση της πλειοψηφίας), «στάση πληρωμών στο χρέος» και «διαγραφή όλου του χρέους», με την αυτονόητη εξαίρεση του χρέους προς τα ασφαλιστικά ταμεία (και όχι αναδιαπραγμάτευση και ευρωπαϊκή λύση του προβλήματος με βάση το υπόδειγμα της Γερμανίας του ’53, δηλαδή διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους και αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης).
 
Τα στελέχη της πλειοψηφίας χρησιμοποίησαν ένα βασικό προπαγανδιστικό τρικ: ότι οι θέσεις της Πλατφόρμας συνιστούν ανέξοδο μαξιμαλισμό όσον αφορά το ποσοστό του χρέους που θα διαγραφεί. Ωστόσο, είναι φανερό ότι το βασικό ζήτημα δεν είναι αυτό αλλά κάτι άλλο: αν η λύση θα είναι συναινετική με τους απέναντι (οπότε θα συνδυαστεί αναπόφευκτα με μνημονιακές πολιτικές) ή θα πάρει τη μορφή μονομερών ενεργειών μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Γιατί απλούστατα στάση πληρωμών θα έχουμε με το πρώτο ομόλογο που δεν θα αποπληρωθεί στη λήξη του και με το πρώτο ευρώ τόκων που δεν θα πληρωθεί στην ώρα του, κι όχι με το τελευταίο ή με τη διαγραφή του συνόλου του χρέους! Ακόμη και το 0,001% του χρέους αν διαγράψουμε μονομερώς, έχουμε κάνει στάση πληρωμών!

Είτε λοιπόν θα αποφευχθεί η στάση πληρωμών με τη συνεπή συνέχιση της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (δηλαδή θα συνεχίσουν να καταβάλλονται κανονικά τόκοι και χρεολύσια) οπότε η όποια διαγραφή χρέους θα είναι συναινετική (άρα δεν θα διαφέρει και πολύ από το «κούρεμα» που έκαναν ο Βενιζέλος και ο Παπαδήμος στα τέλη του 2011, που σημαίνει ότι ξαναπέφτουμε στην αγκαλιά των μνημονίων) είτε θα πάμε σε στάση πληρωμών (σαν διαπραγματευτικό όπλο αλλά κυρίως για λόγους ουσίας), σε καταγγελία των δανειακών συμβάσεων και σε διαγραφή του χρέους, με όρους ρήξης με την τρόικα, τους τραπεζίτες και τους καπιταλιστές.
Ήταν πολύ σημαντική στιγμή συνολικά για την ελληνική Αριστερά ότι η Αριστερή Πλατφόρμα έβαλε καθαρά τέτοιες θέσεις όχι σε μειοψηφικά ακροατήρια πρωτοπόρων αγωνιστών αλλά σε ένα συνέδριο μαζικού κόμματος της Αριστεράς! Με λίγα λόγια, όπως και σε όλα τα άλλα κεντρικά ζητήματα του συνεδρίου, ξεπρόβαλλε αδυσώπητο το δίλημμα: συναίνεση και άρα μνημόνιο ή ρήξη και ανατροπή – μέσος δρόμος δεν υπάρχει!

Το ευρώ και η Ευρωζώνη

Η εμπειρία της Κύπρου έδωσε μεγάλη ώθηση και ξεκαθάρισε τις διαφορετικές γραμμές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτό το μεγάλο ζήτημα. Η Αριστερή Πλατφόρμα έθεσε το ζήτημα με τη «σωστή σειρά»: η κατάργηση του μνημονίου και η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων θα έχουν αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη μετωπική ρήξη με την Ευρωζώνη. Και αντίστροφα: χωρίς αποφασιστικότητα και ετοιμότητα για τη μετωπική ρήξη με την Ευρωζώνη, περιλαμβανομένου και ενός σχεδίου εξόδου από το ευρώ, οι θέσεις για κατάργηση του μνημονίου και καταγγελία των δανειακών συμβάσεων δεν μπορούν να υλοποιηθούν! Ενδεχόμενο ο Σόιμπλε και οι όμοιοί του να χρηματοδοτήσουν (χάρη σε μια «σκληρή» ή «επιτυχημένη» ή «έξυπνη» διαπραγμάτευση!) ένα πρόγραμμα κατάργησης του μνημονίου και ανατροπής της λιτότητας στην Ελλάδα δεν υπάρχει, και αντίθετα είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσουμε διλήμματα και εκβιασμούς όπως αυτά στα οποία βρέθηκε η Κύπρος πρόσφατα! Η μετωπική ρήξη με την Ευρωζώνη σημαίνει σχέδιο και προετοιμασία για πολλά ενδεχόμενα, αυτονόητα και για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα (πάντως, να προσθέσουμε εν παρόδω ότι η τακτική διαχείρισης της ρήξης με την Ευρωζώνη έχει τεράστια σημασία). Μια τέτοια επιστροφή στο εθνικό νόμισμα δεν παραπέμπει σε άλλο πρόγραμμα, άλλες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, άλλο προσανατολισμό.
 
Έτσι η μετωπική ρήξη με την Ευρωζώνη και η έξοδος από το ευρώ, δηλαδή η ρήξη με το ευρωπαϊκό και διεθνές καπιταλιστικό - ιμπεριαλιστικό σύστημα:
Είναι συνέπεια της ρήξης σε εθνικό επίπεδο, με το «δικό μας» καπιταλισμό, συνέπεια μιας ρήξης με ταξικό περιεχόμενο (κατάργηση μνημονίων και πολιτικών λιτότητας), κι όχι το αντίθετο!
Δεν παραπέμπει σε μια πολιτική αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού μέσα από την ανάκτηση των εργαλείων εθνικής οικονομικής πολιτικής (νόμισμα και ανταγωνιστικές υποτιμήσεις του), αλλά σε μια πολιτική κοινωνικού μετασχηματισμού, καθώς η ρήξη με τα διεθνή στηρίγματα του ελληνικού καπιταλισμού και η βέβαιη μεγάλη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος θα παροξύνουν και κλιμακώσουν την πάλη για την εξουσία, οικονομική και πολιτική, στην ίδια την Ελλάδα.

Τα δύο τελευταία συμπεράσματα θέλουν ακόμη πολλή δουλειά από τις δυνάμεις της Αριστερής Πλατφόρμας, αλλά οι καταρχήν βάσεις για τη «σωστή σειρά» και την ένταξη της εξόδου από το ευρώ σε μια μεταβατική πολιτική ρήξης με τον ελληνικό καπιταλισμό και πάλης για την οικονομική και πολιτική εξουσία έχουν τεθεί.

Από το μέτωπο της ετερόκλητης πλειοψηφίας εκτέθηκαν (στην προσυνεδριακή διαδικασία και στο συνέδριο) οι θέσεις του αριστερού ευρωπαϊσμού: η θέση του κόμματος είναι «καμιά θυσία για το ευρώ», άρα η απάντηση στους εκβιασμούς της Ευρωζώνης είναι δεδομένη, ευρωπαϊκή η κρίση - ευρωπαϊκή και η λύση, όχι στην πάλη των εθνών - ναι στην πάλη των τάξεων, έξοδος από το ευρώ σημαίνει νέα υποτίμηση της εργασίας προς όφελος των εξαγωγικών επιδόσεων του ελληνικού καπιταλισμού σε έναν ανταγωνισμό με την τιμή της εργατικής δύναμης και άρα με τους εργαζόμενους σε άλλες χώρες, έξοδος από το ευρώ σημαίνει στρατηγική σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα.
 
Αυτή η κίβδηλα «ταξική» και «διεθνιστική» πολιτική παίρνει πληρωμένες απαντήσεις:
Η θέση της πλειοψηφίας (επομένως και του ΣΥΡΙΖΑ) δεν είναι καν το «καμιά θυσία για το ευρώ»! Το σχετικό εδάφιο λέει επί λέξει: «Όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα ‘‘καμιά θυσία για το ευρώ’’,, απόλυτη προτεραιότητα για εμάς είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και όχι η υποταγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν υποθηκεύοντας τη χώρα. Δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε τις ενδεχόμενες απειλές και τους εκβιασμούς των δανειστών με όλα τα δυνατά όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε, ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε με τη δυσμενέστερη εξέλιξη, σίγουροι ότι ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει». Στην πράξη, στο δημόσιο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ (όπως εκφωνείται προνομιακά από κεντρικά στελέχη του προεδρικού μπλοκ) η θέση είναι «Όχι πάση θυσία στο ευρώ» - που προφανώς δεν είναι το ίδιο με το «Καμιά θυσία για το ευρώ»...
  • Ακριβώς επειδή η κρίση είναι ευρωπαϊκή (και, ακόμη παραπέρα, διεθνής), η «πάλη των εθνών», δηλαδή μεταξύ των επιμέρους καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών χωρών, οξύνεται. Έτσι, οι μόνες ρεαλιστικές ευρωπαϊκές και διεθνείς «λύσεις» είναι αυτές που ξέρουμε: «λύσεις» μνημονιακής ταξικής εκμετάλλευσης και «λύσεις» ιμπεριαλιστικής επιβολής και εκμετάλλευσης. Οπότε, είναι ακριβώς οι ευρωπαϊκές και διεθνείς λύσεις που υπακούουν στον κανόνα της «πάλης των εθνών», που είναι λύσεις ταξικής εκμετάλλευσης. Και αντίθετα: οι λύσεις από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης, οι λύσεις που υπακούουν στον κανόνα της πάλης των τάξεων, υπακούουν αναπόφευκτα και στο δεύτερο γνωστό κανόνα, του «αδύναμου κρίκου»: οι ρήξεις πραγματοποιούνται σε εθνικό επίπεδο και σταθεροποιούνται-νικούν με την επέκτασή τους σε διεθνές. Η πραγματικά ταξική πολιτική και ο πραγματικός διεθνισμός στηρίζονται ακριβώς σ’ αυτή τη σχέση, σ’ αυτή τη διαλεκτική της πάλης σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Ο αριστερός ευρωπαϊσμός, καταργεί αυτή τη σχέση και στους δύο πόλους της διαλεκτικής της με το να προβάλλει ένα σχέδιο «αλλαγής» που ξεκινάει με συναινετικές «λύσεις» με το διεθνές σύστημα.
  • Υποτίμηση της εργασίας, εντός ευρώ και στο όνομα της παραμονής στο ευρώ, έχουμε ήδη. Και θα συνεχίσουμε να έχουμε υποτίμηση της εργασίας και στο ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ αν δεν αλλάξουν οι όροι της ταξικής κυριαρχίας. Διότι απλούστατα το αν υπάρχει υποτίμηση της εργασίας δεν εξαρτάται από το νόμισμα αυτό καθαυτό αλλά από το ποια τάξη κυριαρχεί ώστε να υλοποιήσει ή να ανατρέψει την πολιτική υποτίμησης της εργασίας. Κατά παράδοξο τρόπο, οι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής «λύσης», της κατάργησης του μνημονίου και της ανατροπής της λιτότητας εντός ευρώ, που θεωρούν ρεαλιστική μια τέτοια «συναινετική αλλαγή», ταυτόχρονα θεωρούν ότι σε πιθανή έξοδο από το ευρώ τα βάρη της υποτίμησης λόγω υποτίμησης του νομίσματος θα φορτωθούν «εξ ορισμού» στην εργατική τάξη! Ίσως επειδή, ούτως ή άλλως, αποκλείουν οποιαδήποτε λύση στο μόνο πραγματικά ρεαλιστικό έδαφος: της ανατροπής της εξουσίας της αστικής τάξης – γιατί, χωρίς αυτή την προϋπόθεση, είτε εντός είτε εκτός ευρώ, η μοίρα της εργατικής τάξης θα είναι η υποτίμησης της εργατικής της δύναμης!
  • Η αντικειμενική θέση και η πολιτική που ακολουθεί μια χώρα στις διεθνείς σχέσεις δεν καθορίζεται από το νόμισμα ούτε από το αν αυτό υποτιμάται ή ανατιμάται. Όποιος το βλέπει έτσι, ασκεί μια νομισματική και όχι ταξική πολιτική. Μια σοσιαλιστική χώρα, για παράδειγμα, δεν έχει δικαίωμα «νόμιμης ύπαρξης» από τη σκοπιά του διεθνισμού παρά μόνο αν το νόμισμά της έχει σταθερή ισοτιμία έναντι όλων των άλλων νομισμάτων (κάτι εξ ορισμού ανέφικτο!) – αλλιώς, συμμετέχει στην παγκόσμια «πάλη των εθνών» για την με νομισματικά μέσα υποτίμηση της εργασίας;!! Μη ξεχνάμε ότι η Ρωσία είχε ρούβλι και επί τσάρου και επί Μπολσεβίκων και επί Στάλιν και επί Μπρέζνιεφ και σήμερα επί Πούτιν – και ποτέ η ισοτιμία του με τα άλλα νομίσματα δεν ήταν σταθερή. Αντίθετα, είναι οι πολιτικές θέσεις της πλειοψηφίας που, παραπέμποντας σε «ευρωπαϊκές λύσεις», οδηγούν αναπόφευκτα σε συμβιβασμό και σε διατήρηση της υποτίμησης της εργασίας, άρα και σε μια διαδικασία επιδότησης των εξαγωγικών επιδόσεων των Ελλήνων καπιταλιστών με τη διαρκή μείωση του εργατικού κόστους! Στην πραγματικότητα μια τέτοια προσέγγιση είναι «νομισματική» και όχι ταξική, καθώς κάνει αφαίρεση του βασικού: ποια τάξη και άρα ποια πολιτική κυριαρχεί στη χώρα που έχει επιστρέψει στο εθνικό νόμισμα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται (όπως και τμήματα του «αντι-Ε.Ε.» χώρου) ότι η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα σε συνθήκες μετωπικής ρήξης με τον ελληνικό καπιταλισμό και το διεθνές σύστημα, για το κρίσιμο πρώτο διάστημα θα οδηγήσει σε μια συνθήκη όπου το εθνικό νόμισμα σε μεγάλο βαθμό δεν θα γίνεται αποδεκτό στις διεθνείς συναλλαγές, μέχρι η ανατροπή να εμπεδωθεί ή να… ανατραπεί.
  • Η κατηγορία ότι έξοδος από το ευρώ σημαίνει εξ ορισμού στρατηγική «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» είναι η πιο αστήρικτη απ’ όλες - στα όρια της πολιτικής σοφιστείας. Εδώ, δύο τινά μπορούν να συμβαίνουν: είτε (για να είναι «νόμιμη» από διεθνιστική άποψη) η ανατροπή πρέπει να ξεσπάσει ταυτόχρονα σε πολλές χώρες είτε θα ξεκινήσει σε εθνικό επίπεδο και θα επεκταθεί διεθνώς. Σε όλες τις συζητήσεις στρατηγικού χαρακτήρα μέσα στην Αριστερά, η ιδέα της ταυτόχρονης διεθνούς ρήξης δεν υπάρχει! Η συζήτηση ήταν άλλη: αν ο δρόμος για το σοσιαλισμό θα ανοίξει πρώτα στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (που θα «τραβήξουν» στο δρόμο του σοσιαλισμού και τις πιο καθυστερημένες) ή μπορεί αυτή η «επετηρίδα» να παρακαμφθεί. Σε αυτή τη συζήτηση η Ιστορία απεφάνθη οριστικά ότι ο Λένιν είχε δίκιο και ο Κάουτσκι άδικο. Η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδέχεται ρητά την ιδέα περί ταυτόχρονης διεθνούς ανατροπής, την αποδέχεται όμως έμμεσα διατυπώνοντας τον ισχυρισμό ότι ρήξη σε εθνικό επίπεδο σημαίνει «σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα»! Προφανώς τους πέφτει κομμάτι δύσκολο να υιοθετήσουν τη λενινιστική θεωρία του «αδύναμου κρίκου»: η ανατροπή ξεκινάει σε εθνικό επίπεδο και νικάει - εμπεδώνεται με την επέκτασή της σε διεθνές.
Τελικά, το ευρώ «μας λέει όλη την αλήθεια» και υποβάλλει τα πολιτικά σχέδια στην Αριστερά σε σκληρή δοκιμασία: κατάργηση μνημονίου - ανατροπή πολιτικών λιτότητας - μεταβατικό πρόγραμμα πάλης για την οικονομική και πολιτική εξουσία σαν τη μόνη απάντηση στην υποτίμηση της εργασίας («κινεζοποίηση») είτε εντός είτε εκτός ευρώ.

Η κυβέρνηση της Αριστεράς

Η συζήτηση για την κυβέρνηση της Αριστεράς χαρακτηρίστηκε από απόπειρες προπαγανδιστικής διαστρέβλωσης των θέσεων της Πλατφόρμας, από τακτικίστικους αφορισμούς («αφού το ΚΚΕ αρνείται τη συμμαχία της Αριστεράς, οι θέσεις της Πλατφόρμας είναι μετέωρες») και από πολιτική φυγομαχία (όλος ο μπαξές των θέσεων της προηγούμενης περιόδου για κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», για συμμαχίες με όλο το φάσμα των δυνάμεων πλην Χρυσής Αυγής και σαμαρικής Δεξιάς, για «στροφή στο Κέντρο» κ.λπ. παραμερίστηκε φρονίμως…). Έτσι, δεν έγινε συζήτηση γι’ αυτό που βρίσκεται στο φόντο: αν η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν εντάσσεται σε ένα σχέδιο μετάβασης, τότε σε ποιο σχέδιο εντάσσεται;

Όλες οι κρίσιμες συζητήσεις στον ΣΥΡΙΖΑ είναι συζητήσεις πολιτικές, προγραμματικές και τακτικής. Η συζήτηση για το πώς εντάσσονται όλα αυτά σε ένα στρατηγικό πλάνο είναι υποτυπώδης. Η αναφορά στο σοσιαλισμό είναι γενικόλογη και «αξιακού» χαρακτήρα. Έτσι, ο τρόπος σύνδεσης του τωρινού πολιτικού σχεδίου με το στρατηγικό στόχο (το σοσιαλισμό) είναι θεωρητικού χαρακτήρα και αποδίδεται με φράσεις όπως «με κατεύθυνση το σοσιαλισμό», «στην προοπτική του σοσιαλισμού» κ.λπ. Το ερώτημα πώς εντάσσονται τα τωρινά μας πολιτικά καθήκοντα, το πολιτικό σχέδιο, το πρόγραμμα κ.λπ. σε μια μεταβατική σοσιαλιστική στρατηγική, μένει αναπάντητο. «Πίσω από τις γραμμές» των κειμένων και των λόγων, προβάλλει ξεκάθαρα η λογική της θεωρίας των σταδίων: τα καθήκοντα «αυτής της φάσης» αποσυνδέονται από το σοσιαλισμό, καθώς τώρα προέχει η κάλυψη των άμεσων, θεμελιωδών αναγκών των ανθρώπων – «πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ανθρωπιστική καταστροφή», «να δώσουμε ψωμί στον κόσμο» κ.λπ. Αναπόφευκτα, αυτού του τύπου τα «άμεσα καθήκοντα» εμπνέουν έναν «ουτοπικό ρεαλισμό» που προβάλλει την πεποίθηση ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν από την κυβέρνηση της Αριστεράς οι ζωτικές ανάγκες της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας κ.λπ. για ένα ολόκληρο «στάδιο» ή «φάση» χωρίς να αμφισβητηθεί -σε «αυτή τη φάση»- η εξουσία της αστικής τάξης! Η αποσύνδεση των άμεσων καθηκόντων από το σοσιαλισμό σημαίνει έτσι την αποσύνδεση της «σωτηρίας του λαού» από την πάλη και την αμφισβήτηση της εξουσίας της αστικής τάξης. Ωσάν να μπορεί αυτή η εξουσία να ουδετεροποιηθεί γι’ «αυτή τη φάση», να μπει σε παρένθεση, επιτρέποντας στην κυβέρνηση της Αριστεράς να αντιμετωπίσει τα ζωτικά προβλήματα του κόσμου παρακάμπτοντας το γεγονός ότι αυτά τα ζωτικά προβλήματα είναι αποτέλεσμα της βαθιάς κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, της διεθνούς ιμπεριαλιστικής «λύσης» που έχει επιβληθεί, των μνημονίων σωτηρίας του ελληνικού καπιταλισμού, πάνω απ’ όλα του γεγονότος ότι η αστική τάξη κρατάει τα «κλειδιά» της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και κανοναρχεί τις πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης. Και, εν τέλει, ωσάν να μπορείς να αναδιανείμεις τον πλούτο χωρίς να τον κατέχεις ή ωσάν να μπορείς να ελέγξεις τις δημόσιες επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν ενώ αυτές ανήκουν στους καπιταλιστές. Μόνο αν πιστεύει ότι οι καπιταλιστές είναι «καλοί άνθρωποι» και θα συνεργαστούν με την κυβέρνηση της Αριστεράς για το καλό της εργατικής τάξης, δηλαδή θα πάψουν να επενδύουν και να παράγουν για το κέρδος, μπορεί να έχει κανείς τέτοιες φαντασιώσεις…

Εθνικοποιήσεις με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο

Καθώς η θεωρία των σταδίων δεν στηρίζεται θεωρητικά, δεν προβάλλεται καν ανοιχτά, λαθροβιοί μέσα από τακτικού χαρακτήρα εμπνεύσεις και αναφορές, οι συνέπειές της «ανιχνεύονται» σε διάφορα σημεία του προγράμματος, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση των εθνικοποιήσεων με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο. Η βασική θέση της πολιτικής απόφασης για το ζήτημα της πάλης ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις ήταν η ανάκτηση του «δημόσιου ελέγχου» πάνω στις ΔΕΚΟ και σε δημόσιες επιχειρήσεις που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή είναι σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης ή θα ιδιωτικοποιηθούν. Ούτε λόγος για δημόσια ιδιοκτησία ή εθνικοποίηση. Η πλειοψηφία δεν μας εξήγησε ποια καλή ιδέα έχει ώστε να αποκτηθεί ο «δημόσιος έλεγχος» των επιχειρήσεων αυτών όταν παραμένουν στην ιδιοκτησία των καπιταλιστών! Ούτε μας εξήγησε πώς μπορεί να ασκηθεί αριστερή πολιτική, να προσφερθούν φτηνές ή δωρεάν υπηρεσίες στον κόσμο που πεινάει, πώς τελικά μπορεί να σταθεί έστω μια κυβέρνηση της Αριστεράς όταν όλος ο τομέας των μαζικών θεμελιωδών υπηρεσιών μαζικής λαϊκής κατανάλωσης (θα) έχει ιδιωτικοποιηθεί και θα παραμείνει στα χέρια των καπιταλιστών.
   
Η πολιτική απόφαση, ωστόσο, μιλούσε για ανάκτηση του «δημόσιου ελέγχου και ιδιοκτησίας» στις τράπεζες. Παρ’ όλα αυτά, από τα συμφραζόμενα της θέσης συμπεραίνεται σαφώς ότι αυτό θα επιδιωχθεί στη βάση των τετελεσμένων της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών (δεν υπήρχε λέξη ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει και θα καταργήσει αυτά τα τετελεσμένα): αφού ανακεφαλαιώθηκαν με δημόσιο (δανεικό) χρήμα, το Δημόσιο δικαιούται να πάρει κοινές μετοχές και να αποκτήσει την ιδιοκτησία. Υπάρχει όμως η «λεπτομέρεια»: οι τράπεζες ανήκουν πλέον στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, πρακτικά στα χέρια της τρόικας. Πώς λοιπόν θα τις αποσπάσουμε από τα χέρια της τρόικας αν όχι με μονομερείς ενέργειες που θα ακυρώνουν τα τετελεσμένα της ανακεφαλαίωσης; Σε αυτό το ενοχλητικό ερώτημα, όχι μόνο δεν υπήρξε απάντηση από την πλειοψηφία, αλλά αποφεύχθηκε φρονίμως οποιαδήποτε αναφορά!

Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί γιατί ενώ για όλες τις υπόλοιπες δημόσιες επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν ή θα ιδιωτικοποιηθούν γίνεται λόγος μόνο για «δημόσιο έλεγχο», στις τράπεζες γίνεται λόγος επιπλέον και για «δημόσια ιδιοκτησία»: εννοούν την («αυτοδίκαιη»!) απόκτηση από το Δημόσιο κοινών μετοχών στη βάση των τετελεσμένων της ανακεφαλαίωσης!
Τουλάχιστον στη συζήτηση στο συνέδριο δεν ακούσαμε το «επιχείρημα» που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην προσυνεδριακή διαδικασία, βάσει του οποίου η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος θα συνιστούσε εθνικοποίηση των ζημιών των τραπεζών επειδή όλες έχουν κεφαλαιακές «τρύπες» και «σάπιο» ενεργητικό! Θα μπορούσε τότε να απαντήσει κανείς απλά: ε, τότε, ας αφήσουμε τις τράπεζες στους καπιταλιστές και την τρόικα – θα ήταν μια μεγαλοφυής ιδέα για την κυβέρνηση της Αριστεράς…

Σε αντίθεση με την πλειοψηφία, η Αριστερή Πλατφόρμα όχι μόνο έθεσε το στόχο της καταγγελίας των τετελεσμένων ανακεφαλαίωσης των τραπεζών και της εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του, της επανεθνικοποίησης όλων των ΔΕΚΟ και δημόσιων επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιήθηκαν ή θα ιδιωτικοποιηθούν, αλλά έθεσε και τέσσερα ποιοτικά στοιχεία στρατηγικής σημασίας:

Πρώτο, την εθνικοποίηση στρατηγικής σημασίας τομέων της οικονομίας (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές κ.λπ.), κι όχι απλώς επιμέρους επιχειρήσεων.

Δεύτερο, την εθνικοποίηση υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.

Τρίτο, την επέκταση του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Τέταρτο, την ένταξη ενός τέτοιου προγράμματος εθνικοποιήσεων υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο στην κατεύθυνση της πλήρους κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής.

Οικοδομώντας έτσι έναν αποφασιστικό κρίκο πολιτικής στο σήμερα που φτιάχνει «γέφυρες» συγκεκριμένα και πρακτικά κι όχι αφηρημένα και θεωρητικά, με την αμφισβήτηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής, το σοσιαλισμό. (Εδώ υπάρχουν οι απαρχές ενός σοσιαλιστικού σχεδίου, σε αντίθεση με τα κεϊνσιανά σχέδια που εντάσσουν να πρόγραμμα εθνικοποιήσεων σε μια στρατηγική μικτής καπιταλιστικής οικονομίας. Ωστόσο, μένει ακόμη πολλή αν όχι όλη η δουλειά για να γίνει στιβαρό και συγκεκριμένο ένα τέτοιο σχέδιο.)

Ο μεγάλος απών: η ναζιστική Χρυσή Αυγή

Ενώ στα παραπάνω βασικά ζητήματα υπήρξε και συζήτηση και αντιπαράθεση (με σοβαρά ελλείμματα κατά περίπτωση), στο ζήτημα της Χρυσής Αυγής, δηλαδή της σημασίας της ανόδου του ναζιστικού ρεύματος και του κινδύνου που αντιπροσωπεύει, δεν έγινε καν συζήτηση! Σαν να μην αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο ή σαν να μην πρόκειται να αντιμετωπίσουμε το ναζισμό στην πάλη για την εξουσία. Σαν να μπορούν να υλοποιηθούν τόσο μεγάλα σχέδια, όπως κυβέρνηση της Αριστεράς, κατάργηση του μνημονίου, σύγκρουση με την Ευρωζώνη κ.λπ. χωρίς να βρούμε στο δρόμο μας τη Χρυσή Αυγή!
Δυστυχώς το συγκεκριμένο ζήτημα δεν ιεραρχήθηκε ψηλά ούτε από την Πλατφόρμα ούτε από άλλες δυνάμεις που έχουν δείξει ευαισθησία στον αγώνα ενάντια στο φασισμό (ΑΝΑΣΑ, «Αριστερή ΑΡ.ΕΝ.»). Μια τροπολογία που επρόκειτο να κατατεθεί προς ψήφιση υπογεγραμμένη από συνέδρους του ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ και της ΑΝΑΣΑ δεν κατατέθηκε τελικά λόγω υπαναχώρησης της ΑΝΑΣΑ.

Οι προοπτικές

Χαρακτηρίσαμε τον ΣΥΡΙΖΑ ένα από τα σημαντικά «κλειδιά» της ταξικής πάλης. Χαρακτηρίσαμε ήδη την πάλη στο εσωτερικό του για τον πολιτικό του προσανατολισμό, τεράστιας σημασίας για το κίνημα και την Αριστερά συνολικά. Και διατυπώσαμε την εκτίμηση ότι η μάχη αυτή παραμένει ανοιχτή.
Ποια είναι η σημασία αυτής της μάχης; Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδηθεί στην προοπτική ενός σχεδίου ρήξης, ώστε η «κυβέρνηση της Αριστεράς» να πυροδοτήσει μια «ανοιχτή» διαδικασία αμφισβήτησης του συστήματος. Ή αν, αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα «καταναλωθεί» από το σύστημα στην προσπάθειά του να ξεπεράσει την κρίση του. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πολιτικός ηγεμόνας, με την γκραμσιανή έννοια, για λογαριασμό της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων ή θα σοσιαλδημοκρατικοποιηθεί, πολιτικά και οργανωτικά.
Αυτή η μάχη δεν αφορά μόνο την Αριστερή Πλατφόρμα και ευρύτερα το αριστερό δυναμικό μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όλη την Αριστερά.

1 σχόλιο:

Resist-gr blogger είπε...

Νομίζω ότι ο σ.Πάνος Κοσμάς κάνει κάποια λαθάκια..Τον Μανόλη Γλέζο-καθώς ήμουν στο συνέδριο-δεν θυμάμαι να τον γιούχαρε κανείς, αντιθέτως χειροκροτήθηκε λίγο λιγότερο από τον Τσίπρα...Τον Λαφαζάνη τον είχαν γιουχάρει κάποιοι (και όχι όλοι) όταν δεν καταλήγαμε στο θέμα των λιστών και όλοι είχαμε αγανακτήσει γιατί περιμέναμε πολύ ώρα και ο σ.Λαφαζάνης ανέβηκε πολλές φορές πάνω στο βήμα.Ωστόσο από πολλούς χειροκροτήθηκε.Το γεγονός ότι υπάρχει αυτή η προσωπολατρία απέναντι στον πρόεδρο (που για μένα δεν θα έπρεπε να υπάρχει πρόεδρος)είναι εμφανής και ΑΚΡΩΣ δυσάρεστη από ορισμένους.