Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Ο δημοκρατικός χαρακτήρας της επανάστασης του 1821

του
Κώστα Παλούκη

Ο χαρακτηρισμός της φυσιογνωμίας μιας επανάστασης είναι βέβαια αναγκαίος και ως προς τα πολιτικά-ιδεολογικά, αλλά και ως προς τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Οι πολλαπλές αναγνώσεις του 1821 είτε προκρίνουν τη λατρεία των στρατιωτικών αρχηγών είτε των πολιτικών και των κοτζαμπάσηδων συνήθως εμμένουν αποκλειστικά στην ...
εθνική ή κοινωνική πλευρά της επανάστασης. Πολλές φορές η επανάσταση φαντάζει σαν μια διαδικασία σύγκρουσης πελατειακών και συγγενικών συσσωματώσεων χωρίς αρχές με σκοπό αποκλειστικά την εξουσία και το κέρδος, ή σαν ένα διπλωματικό παιχνίδι των ξένων δυνάμεων και των υποτελών τους ξενικών κομμάτων ή σε πιο πρόσαφατες αναγνώσεις σαν μια ατελείωτη εκατόμβη νεκρών. Αυτό συνήθως συμβαίνει διότι το 21 προσφέρεται κυρίως για ιδεολογικοποίηση των πολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών όλων των ρευμάτων και των κομμάτων σε κάθε συγκυρία. Ωστόσο παρά τις πολλές διαφοροποιήσεις οι αναγνώσεις του 1821 διατηρούν έναν κοινό τόπο, δηλαδή την υποτίμηση του δημοκρατικού και ριζοσπαστικού χαρακτήρα της επανάστασης.

Ο μαρξιστικός λόγος στην Ελλάδα εμφανίστηκε επανερμηνεύοντας την ελληνική επανάσταση, όπως π.χ. Το Κοινωνικό Ζήτημα του Γ. Σκληρού, ή ακόμη περισσότερο Η κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821 του Γ. Κορδάτου. Και οι δύο, παρότι σχηματοποιούμε τις απόψεις τους, εστίαζαν στον αστικό χαρακτήρα της επανάστασης με την έννοια ότι η επανάσταση πραγματοποιήθηκε από μια ελληνική αστική τάξη. Αν και θεωρούν πως οι αστοί τελικά ηττήθηκαν στην επανάσταση από τους κοντζαμπάσιδες, ωστόσο και οι δύο αναγνωρίζουν ότι μέχρι το 1880 επιτεύχθηκε σταδιακά η ολοκλήρωση του αστικού μετασχηματισμού του νέου ελληνικού κράτους. Μια τέτοια αναγνώριση έθετε ως επιταγή για την αριστερά το επόμενο βήμα, δηλαδή την μετάβαση στον σοσιαλισμό. Όταν όμως το κομμουνιστικό κίνημα άλλαξε στρατηγικό προσανατολισμό στα μέσα της δεκαετίας του 1930, άλλαξε και τον τρόπο πρόσληψης του 1821: δεν είναι οι αστοί πλέον, αλλά ο λαός με τους λαοπρόβλητους στρατιωτικούς ηγέτες που έκανε την επανάσταση όχι μόνο ενάντια στους οθωμανούς, αλλά και ενάντια στους αστούς και τους προδότες κοντζαμπάσιδες. Αυτή η ανάγνωση πιστεύει πως ο αστικός δημοκρατικός χαρακτήρας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ στην Ελλάδα, συνεπώς θεωρήθηκε καθήκον του προλεταριάτου να οργανώσει μια αστικοδημοκρατική επανάσταση που θα μετατραπεί αμέσως σε σοσιαλιστική. Κύριος ιδεολογικός εκφραστής του σχήματος αυτού ήταν ο Γιάννης Ζεύγος.

Και τα δύο αυτά γενικά σχήματα ενέχουν σοβαρές αδυναμίες – κυρίως το δεύτερο – αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν πολλά χρήσιμα θετικά στοιχεία. Αυτό το οποίο απουσιάζει γενικά από τις περισσότερες επίσημες ή αριστερές αναγνώσεις του 1821 είναι η συστηματική παρακολούθηση του λόγου των ίδιων των υποκειμένων με βάση τις διατυπωμένες αρχές και θέσεις τους. Εδώ θα προσπαθήσω να παρουσιάσω πλευρές του πολιτικού, ριζοσπαστικού και δημοκρατικού χαρακτήρα της επανάστασης.

Με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ενσωματώνεται ως κατακτημένη και βρίσκεται πράγματι με όρους ομηρείας, αλλά εσωτερικά άθικτη η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μαλιστα, τα πολυδιασπασμένα τμήματα της Αυτοκρατορίας επανενοποιούνται και θα έλεγε κανείς πως η αυτοκρατορία επανασυστήνεται ως κατακτημένο μιλλέτ κάτω από την πατριαρχική πλέον και όχι αυτοκρατορική μήτρα. Μέχρι τον 17ο αιώνα η οποιαδήποτε ιδέα «απελευθέρωσης» από τον Σουλτάνο αφορά την ανασύσταση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όχι μέσα από μια επανάσταση, αλλά μέσα από μια κατάκτηση από έναν άλλο ομόδοξο βασιλιά. Αυτή ήταν η πολιτική ουσία του μύθου για το ξανθό γένος. Ουσιαστικά δηλαδή ευαγγελίζεται την ίδρυση ενός βασιλείου τύπου Παλαιού Καθεστώτος. Συνεπώς, η διατήρηση και η αναθέρμανση του μύθου βρίσκεται σε εντελώς άλλη κατεύθυνση από εκείνη της εθνικής και αστικής-δημοκρατικής επανάστασης που θα καταλήξει σε ένα κοσμικό εθνικό και αστικο δημοκρατικό κράτος. Ωστόσο είναι μια υπαρκτή ιδεολογία η οποία πράγματι διατηρεί με λανθάνοντα τρόπο στους ορθόδοξους την ελπίδα ενός είδους «απελευθέρωσης».

Ωστόσο μέσα στα πλαίσια της φαντασιακής ρωμαιόρθοδοξης κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμφανίζονται νέες ιδεολογικές τάσεις οι οποίες σταδιακά δημιουργούν έναν κοσμικό πόλο στο εσωτερικό της και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εκκοσμίκευση και εθνικοποίηση του αμιγώς θρησκευτικού χαρακτήρα της. Συγκεκριμένα, αναπτύσσεται από τα τέλη του 17ου αιώνα και σε όλο τον 18ο αιώνα στα πλαίσια ανάπτυξης ενός ισχνού καπιταλισμού μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μια ρωμαιορθόδοξη κοσμική εμπορική αστική τάξη, αλλά και μια ρωμαιορθόδοξη βιοτεχνική αστική τάξη. Ταυτόχρονα, στα ηγετικά κλιμάκια διαμορφώνεται μια τάξη ρωμαιορθόδοξων διανοουμένων Φαναριωτών κρατικών αξιωματούχων η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με την ιερατική ελίτ και ως εκ τούτου με το αμιγώς θρησκευτικό πρόσημο στην ρωμαίικη ταυτότητα. Σε αυτούς τους νέους φορείς η συνείδηση του Ρωμιού αποκτά έναν νέο κοσμικό χαρακτήρα, ενώ συγκροτείται και προοωθείται ένα πολιτικό σχέδιο ανασύστασης του ρωμαϊκού βασιλείου με τα χαρακτηριστικά της «πεφωτισμένης δεσποτείας», αν και πάντα βέβαια με την υποστήριξη των Ρώσων.

Η πιο σημαντική τομή όμως έρχεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Τότε μια νέα ριζοσπαστική μεσαία ελίτ διανοουμένων εμπνευσμένων από τον γαλλικό διαφωτισμό, την γαλλική επανάσταση και το διαφωτιστικό αρχαιοελληνικό ιδεώδες υιοθετεί ένα επαναστατικό αστικό δημοκρατικό σχέδιο για όλη την ρωμαίικη χριστιανική κοινότητα. Συνδέει όμως την τελευταία με την Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα με την αμεσοδημοκρατική κλασσική Αθήνα. Έτσι όχι μόνο την εκκοσμικεύει, αλλά και την ελληνοποιεί. Το σχέδιο αυτό αποτυπώνεται στα κείμενα του ελληνικού διαφωτισμού και συγκεκριμένα στο σχέδιο του Ρήγα για μια ελληνική δημοκρατία στην οποία όμως θα μετέχουν «Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί». Ο διανοούμενος όμως ο οποίος θα καθορίσει κομβικά αυτό το σχέδιο θα είναι ο Αδαμάντιος Κοραής.

Τα νέα αυτά ριζοσπαστικά στρώματα έρχονται σε ιδεολογική αντίθεση με την προηγούμενη φαναριώτικη ελίτ η οποία συντηρητικοποιείται και συμμαχεί ανοιχτά με το εκκλησιαστικό και οθωμανικό εξουσιαστικό σύστημα. Η διαμάχη ανάμεσα στους διαφωτιστές και τους πατριαρχικούς είναι βαθειά πολιτική και ιδεολογική, αλλά και συνειδησιακή, καθώς ένας νέος κοσμικός πόλος με αστικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά πιέζει για μια συνολική επανανοηματοδότηση της ρωμαιο-ορθόδοξης φαντασιακής κοινότητας. Η τοποθέτηση των αγροτικών και λαϊκών στρωμάτων απέναντι σε αυτήν την διαμάχη είναι αντιφατική. Για παράδειγμα στην περίπτωση της Σμύρνης μάλλον τα συντεχνιάζοντα εργατικά στρώματα τοποθετούνται εχθρικά στην ιδέα του δημοκρατικού διαφωτισμού, καθώς ταυτίζεται με τα σχέδια της σμυρναίικης ελληνικής αστικής τάξης για την αποδιάρθρωση του βιοτεχνικού συντεχνιακού συστήματος. Γι΄αυτό η εξέγερση των κατώτερων εργατικών στρωμάτων στα 1819 είναι αντιδιαφωτιστική, φιλορθόδοξη και αντι-αστική. Υπερασπίζεται τις αξίες και ως εκ τούτου το μοντέλο του Παλαιού Καθεστώτος.

Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας από μεσαία αστικά στρώματα στην Οδησσό σηματοδοτεί μια νέα προσπάθεια μπολιάσματος των ελληνικών εθνικών αστικών δημοκρατικών ιδεωδών σε ηγετικές, αλλά και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες της ρωμαιορθόδοξης κοινότητας. Μέχρι το 1820 η Εταιρεία αποκτά μια θεαματική μαζικοποίηση διαδίδοντας το επαναστατικό μήνυμα και διαμορφώνοντας ελληνικές επαναστατικές συνειδήσεις σε εμπόρους, προεστούς, αρματολούς, άνεργους από τους ναπολεόντιους πολέμους στρατιωτικούς, σε κατώτερα εκκλησιαστικά στρώματα και σε λίγους επισκόπους. Δημιουργείται μια κοινωνική συμμαχία που μιλά για επανάσταση και οραματίζεται ένα φιλελεύθερο ελληνικό εθνικό κράτος. Σε αυτήν την προσπάθεια σημειώνεται ένας συμβιβασμός ανάμεσα σε ένα επαναστατικό μοντέλο τύπου γαλλικής επανάστασης και ένα παραδοσιακό μοντέλο «απελευθέρωσης» από τον ρώσο ορθόδοξο μονάρχη, καθώς η δεύτερη εκδοχή προσαρμόζεται σε ένα σενάριο όπου ξεσπά πρώτα η επανάσταση και στη συνέχεια επεμβαίνει η Ρωσία. Το μήνυμα της επανάστασης αρχικά γίνεται ενθουσιωδώς δεκτό από το περισσότερο θιγόμενο οικονομικά τμήμα, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους της νότιας Βαλκανικής. Τελικά, πείθονται και οι προεστοί και η επανάσταση, ενώ ξεκινά στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τελικά επικρατεί στα 1821-4 στην Στερεά Ελλάδα, νησιά και Πελοπόννησο. Σε αυτό βέβαια κατραλυτικό ρόλο έπαιξε ο πόλεμος των Οθωμανών με τον Αλή Πασά.

Μετά τις πρώτες επιτυχίες, την απελευθέρωση πολλών περιοχών και πόλεων, τις μαζικές σφαγές χιλιάδων τούρκων και τον εγκλεισμό της τουρκικής ηγεσίας στην Τριπολιτσά τίθεται επειγόντως το ζήτημα της διακυβέρνησης. Όσα σχέδια πολιτικής οργάνωσης των επαναστατημένων κατατίθενται, έχουν έναν κοινό παρανομαστή, την συγκρότηση αντιπροσωπευτικών δομών. Ταυτόχρονα, η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας εκφράζοντας τα αστικά κοινοβουλευτικά ιδεώση εισέρχονται και υποκαθιστούν ή πλευρίζουν και συνυπάρχουν με την έννοια ενός θρησκευτικού πολέμου που εκφράζει το ιδεώδες ενός ορθόδοξου μονάρχη.

Στην Πελοπόννησο δημιουργείται εξαρχής ένα τεταμένο κλίμα ανάμεσα σε προεστούς και στρατιωτικούς της Φιλικής Εταιρείας. Ήδη πριν την άφιξη του Υψηλάντη οι πελοποννήσιοι είχα φτιάξει δικά τους κυβερνητικά όργανα. Στις 26 Μαΐου 1821 34 πελοποννήσιοι αντιπρόσωποι στην πλειονότητα δεύτερης τάξης άρχοντες, αλλά και ιερωμενοι και στρατιωτικοί σχήματισαν την Πελοποννησιακή Γερουσία. Αρχιστράτηγος ορίστηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ο οποίος μαζί με τα μέλη της θα διοικούσε σύμφωνα με τις αρχές της αρμονίας και της ευταξίας. Πρόκειται για ένα ολογαρχικό πολιτικό σύστημα το οποίο επιβεβαιώνει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των μωραιτών αρχόντων. Απέναντι σε αυτό ο υψηλάντης συγκρότησε μια δική του καγκελαρία συσπειρώνοντας τους στρατιωτικούς με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη. Η διάσταση μεταξύ τους έλαβε τον χαρακτήρα έντασης όταν ο Υψηλάντης διεκδίκησε να έχει αυτός την ηγεσία αντί της γερουσίας.

Ήδη από την αρχή της επανάστασης φάνηκε ότι οι παραδοσιακές πελατειακές δομές στην Πελοπόννησο διαταράχτηκαν και ότι οι αντάρτες αντιπαρατέθηκαν σαν αυτόνομη δύναμη απέναντι στους κοτζαμπάσηδες, δηλαδή τους επικεφαλής των πελατειακών ενώσεων. Ο Κολοκοτρώνης διαμαρτύρεται ότι οι άρχοντες της Πελοποννήσου ήθελαν να ελέγξουν το στράτευμα «όχι δια να πολεμήσουν, αλλά δια να υπερασπισθούν τα πλούτη των και κοντά εις τούτο σφετερίζονται και όλα της πατρίδος τα δικαιώματα». Μάλιστα κυκλοφορούσαν εκατέροθεν φήμες για εκτελέσεις των αντιπάλων. Από την άλλη ο Κανέλλος Δεληγιάννης χαρακτήριζε τους οπαδούς της Φιλικής που περιέβαλλαν τον κούφιο και ανόητο Υψηλάντη σαν «τυχοδιώκτες, φυγάδες, εξόριστους, απάτριδες, αναρχικούς καταστροφείς της πατρίδας. Πολλοί διέδιδαν ότι ο Υψηλάντης είχε έρθει για να απελευθερώσει τον λαό όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους χειρότερους συνεργάτες τους, δηλαδή τους κοτζαμπάσηδες. Πράγματι η αντίθεση μεταξύ αρχόντων και στρατιωτικών αποκτούσε μια κοινωνική διάσταση, καθώς οι εκδηλώσεις υπέρ του Υψηλάντη προέρχονταν από ένοπλους από αγροτικό περιβάλλον όπου βάραινε η ακτημοσύνη. Η ελπίδα ότι η εξέγερση θα οδηγούσε σε διανομή της γης των μουσουλμάνων και ο φόβος ότι οι γιαοκτήμονες θα την αγόραζαν δυναμίτιζαν αυτήν την ένταση. Υπάρχουν πολλές δηλώσεις αρχόντων μέσα από τις οποίες ηχεί ο δικός τους φόβος απέναντι στα κατώτερα στρώματα.

Η αντιπαράθεση αυτή εκφράστηκε με δύο διαφορετικά πολιτικά σχέδια. Το σχέδιο των προεστών προέβλεπε ότι ο λαός των πόλεων και των χωριών κάθε επαρχίας θα εξέλεγε τα αξιώτερα μέλη που με τη σειρά τους θα όριζαν τους εφόρους των περιφερειών . Από αυτούς ο αξιώτερος θα εκπροσωπούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του στην Πελοποννησιακή Γερουσία. Με λίγα λόγια θα σε κάθε επίπεδο θα εκλεγόταν ένας άρχοντας ως αξιώτερος και έτσι θα σταθεροποιούταν το υπάρχον σύστημα. Η Πελοποννησιακή Γερουσία μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και με πρόεδρο τον Υψηλάντη θα συγκυβερνούσαν. Κατά το σχέδιο του Υψηλάντη για ένα Γενικό Καταστατικό Χάρτη θα εκλέγονταν εκλέκτορες μόνο από τους προεστώτες των πόλεων και αυτοί θα εξέλεγαν πέντε εφόρους σε κάθε περιφέρεια. Οι τέσσερις θα διοικούσαν την περιφέρεια και ο πέμπτος θα αντιπροσώπευε την περιφέρεια σε ένα εθνικό κοινοβούλιο το οποίο θα ήταν ταυτόχρονα εκτελεστικό, βουλευτικό και δικαστικό σώμα. Η επιμονή του να στηρίζεται το νέο σύστημα στην εκλογική βάση των πόλεων και όχι της υπαίθρου εκτόπιζε εκ των πραγμάτων τους γαιοκτήμονες, ενώ το όραμά του ήταν πανεθνικό. Γενικά ο Υψηλάντης απαιτούσε να συγκεντρώσει στα χέρια του την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και να στηριχτεί γενικά στο αστεακό στοιχείο. Οι γαιοκτήμονες απέναντι σε αυτές τις βοναπαρτιστικές τάσεις προέβαλαν αντίσταση απαιτώντας ένα συλλογικό αυτοδιοικούμενο όργανο υιοθετώντας τα αστικοδημοκρατικά ιδεώδη. Η διάσταση βοναπαρτισμός έναντι αστικοδημοκρατικών δομών αποτελούσε το κύριο πολιτικό διακύβευμα σε όλη την πορεία της επανάστασης.

Η συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας που συνήλθε από τις 4 έως τις 9 Νοέμβρη 1821 στο Μεσολόγγι ενέκρινε σύνταγμα που προέβλεπε ως κυβερνητικό όργανο γερουσία με μονοετή θητεία, την οποία θα εξέλεγαν οι έφοροι των πόλεων και των περιφερειών καθώς και οι στρατιωτικοί. Οι έφοροι θα εκλέγονταν από τους προεστώτες και αυτοί με τη σειρά τους στα χωριά από τους γηραιότερους και τους επιφανείς πολίτες. Ωστόσο την πρώτη γερουσία διόρισε η ίδια η περιφερειακή συνέλευση. Η συνέλευση της Ανατολικής Στερεάς που συνήλθε στα Σάλωνα (Άμφισσα) από τις 15 έως τις 20 Νοεμβρίου 1821 ενέκρινε ένα πολύ λεπτομερές σύνταγμα που είχε συντάξει ο Θεόδωρος Νέγρης, σύμφωνα με το οποίο η ίδια η συνέλευση θα εξέλεγε την περιφερειακή διοίκηση της Ανατολικής Στεράς, τον Άρειο Πάγο, με επίσης μονετή θητεία. Και τα δύο συντάγματα έκαναν λόγο για μελλοντικό Εθνικό κοινοβούλιο και δεν άφηναν αμφιβολία για την υποταγή των στρατιωτικών στα εκλεγμένα πολιτικά όργανα. Οι διενέξεις μεταξύ στρατιωτικών και των τοπικών κυβερνήσεων δεν απέκτησαν στην κεντρική Ελλάδα ποτέ ούτε την έκταση ούτε την ένταση που έλαβαν στην Πελοπόννησο.

Στην Ύδρα έλαβε χώρα μια μοναδική περίπτωση έντονης κοινωνικής πόλωσης ανάμεσα από τη μία στους εφοπλιστές και εμπόρους και από την άλλη τους ανέργους κατά πλειονότητα ναύτες. Οι τελευταίοι πίεζαν για γρήγορη και ενεργητική παρέμβαση στον πόλεμο τηςε ανεξαρτησίας. Ο πλοίαρχος Αντώνιος Οικονόμος βασισμένος στους ναύτες ανέτρεψε προσωρινά το παραδοσιακό σύστημα της τοπικής αυτοδιοικητικής αντιπροσώπευσης και κατέκτησε την εξουσία. Ωστόσο οι προεστώτες του νησιού κατάφεραν με μια αντεπίθεση να παλινορθώσουν το παλαιό σύστημα. Και σε άλλα νησιά προέκυψαν παρόμοια γεγονότα τα οποία όμως δεν πήραν ανάλογη έκταση.

Η Α΄ Εθνοσυνέλευση συγκροτήθηκε στην Πιάδα της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου έως 15 Ιανουαρίου) και αποτελούταν από 59 βουλευτές οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν ήταν εκλεγμένοι, αλλά είχαν αποσταλεί από τις περιφερειακές κυβερνήσεις. Η Εθνοσυνέλευση βρισκόταν υπό την κυρίαρχη επιρροή των αρχόντων. Στον Υψηλάντη δεν δόθηκε κανένα αξίωμα και έτσι στη θέση του αναδείχθηκε ο πιο μετριοπαθής Κολοκοτρώνης ο οποίος κατόρθωσε να ενώσει το κόμμα των στρατιωτικών υπό την ηγεσία του, αλλά και να γίνει αποδεκτός από τους Πελοποννήσιους ως αρχιστράτηγος.

Η ψήφιση του εκλογικού νόμου εν όψει της Β΄ Εθνοσυνέλευσης θα κάνει ένα ακόμη μεγαλύτερο βήμα προς τον εκδημοκρατισμό. Οι εκλογές για τους αντιπροσώπους έγιναν με το πρωτόγνωρο διεθνώς σύστημα του δικαιώματος της καθολικής ψηφοφορίας, παρότι οι αντιπρόσωποι εκλέγονταν σε δύο στάδια. Οι κάτοικοι των εκλογικών περιφερειών (χωριά) εξέλεγαν έναν αριθμό εκλεκτόρων ανάλογα με τον αριθμό οικογενειών. Αυτοί οι εκλέκτορες εξέλεγαν τους αντιπροσώπους και συγκεκριμένα έναν για κάθε επαρχία. Είναι βέβαιο ότι το σύστημα λειτούργησε υπέρ των αρχόντων, αλλά το γεγονός ότι αναγνωριζόταν η μειοψηφία και μάλιστα αποτελούσε προϋπόθεση η συνυπογραφή της για την αναγνώριση του αποτελέσματος έδινε τεράστια σημασία στην διατήρηση της νομιμότητας της διαδικασίας. Σε πολλές περιπτώσεις ενδεχομένως να υπήρχαν πολώσεις ανάμεσα σε διαφορετικά πρόσωπα. Όχι τυχαία λοιπόν στην Β΄ Εθνοσυνέλευση που συνήλθε στις από τις 29 Μαΐου έως τις 18 Απριλίου η αντιπροσώπευση των στρατιωτικών ήταν πιο πολυάριθμη. Στο νέο σύνταγμα πάντως οι φιλελεύθερες απόψεις επικράτησαν. Το Βουλευτικό ενισχύθηκε έναντι του Εκτελεστικού ενώ διευρύνθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι αντιπρόσωποι χωρίστηκαν αμέσως σε δύο στρατόπεδα οδηγώντας στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο. Οι διενέξεις αφορούσαν το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίαςε των αρχόντων και κυρίως της απαίτησης της κεντρικής κυβέρνησης να στρατολογεί με δική της απόφαση και να διευθύνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η άλλη διάσταση της αντιπαράθεσης αφορούσε την πώληση της έγγειας ιδιοκτησίας των εκδιωχθέντων ή φονευθέντων Τούρκων. Το ζήτημα αυτό παρακάμφθηκε με πρωτοβουλία των στρατιωτικών. Και τα δύο στρατόπεδα συμφώνησαν στην διάλυση των περιφερειακών κυβερνήσεων. Το σημαντικότερο ωστόσο πολιτικό πρόβλημα ήταν η πραγματική ενοποίηση των περιφερειών σε ένα ενιαίο πολιτικό κράτος. Η διάσταση ανάμεσα σε ένα υπερτοπικό κράτος και σε ένα περιφερειακό σύστημα ήταν η κύρια πραγματική αντιπαράθεση. Από τη μία υπέρ ενός υπερτοπικού κράτους τοποθετούνταν οι έλληνες της διασποράς και εναντίον του οι ντόπιοι. Σημαντική πλευρά σε αυτήν την αντιπαράθεση ήταν η ισοδύναμη κατανομή των βαρών, αλλά και των κερδών από τις λείες σε όλες τις περιοχές. Η νέα οξυμμένη σύγκρουση με τη δημιουργία δύο βουλευτικών και δύο εκτελεστικών οργάνων θα πρέπει να ειδωθεί κάτω από αυτό το πρίσμα, παρότι στον έναν πόλο κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί και στον άλλο οι πολιτικοί, γιατί οι διαφορετικές πολιτικές στάσεις διέλυσαν παραδοσιακούς δεσμούς και παλαιές πελατειακές ενώσεις.

Μια ενδιαφέρουσα ταξική πλευρά στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο ήταν η δράση της Μυστικής Αδελφότητας. Ήταν έναν μυστικός σύνδεσμος που είχε δημιουργηθεί στην Τριπολιτσά και σε αυτόν ανήκαν τεχνίτες και πιθανόν επαγγελματίες των πόλεων. Εξεγέρθηκαν εναντίον του Εκτελεστικού των Στρατιωτικών πιέζοντας για περιορισμό της φορολογίας. Τελικά οι στρατιωτικοί κατέστειλαν την εξέγερση μεταφέροντας αγροτικούς πληθυσμούς στις πόλεις. Ωστόσο φαίνεται πως οι στρατιωτικοί είχαν απωλέσει την κοινωνική τους γείωση, ενώ ταυτόχρονα το Εκτελεστικό των πολιτικών πέτυχε την επίσημη αναγνώρισή του στο εξωτερικό με την σύναψη των δανείων.

Στον δεύτερο εμφύλιο που ακολούθησε η ιδέα του συγκεντρωτικού κράτους επικράτησε της αρχικά διακρινόμενης ομοσπονδιακής δομής του υπό διαμόρφωση κοινού των ελλήνων. Οι εντάσεις ωστόσο μεταξύ των περιοχών, δηλαδή οι τοπικότητες, παρέμειναν και επιδρούσαν ανασχετικά στη διαδικασία της ολοκλήρωσης και στη διαμόρφωση εθνικών κομμάτων. Τελικά, όμως επιτυγχάνονται κομματικές αποκρυσταλλώσεις γύρω από τα τρία κόμματα: το Αγγλικό, το Ρωσικό και το Γαλλικό.

Η κυρίαρχη αφήγηση θέλει τα τρία κόμματα να είναι αποτέλεσμα της παρέμβασης των ξένων πρεσβειών και των διπλωματικών παιχνιδιών και ως εκ τούτου οι ηγέτες τους προσδοκώντας την βοήθεια από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις παρέμεναν πιστά προσκολλημμένοι σε αυτές. Ο Gunnar Hering δίνει μια εντελώς διαφορετική διάσταση σε αυτούς τους μύθους ανανεώνοντας ουσιαστικά την ιστοριογραφία. Ο γερμανός ιστορικός τονίζει και αποδεικνύει με όλο του το έργο πως στην συγκρότηση των τριών κομμάτων οι παραδεδομένες ή νέες πελατειακές δομές που αναπτύχθηκαν αρχικά είτε διαλύθηκαν ή μειώθηκε η σημασία τους για τις πολιτικές αποφάσεις. Αλλά ακόμη και εάν τα τρία κόμματα είχαν αναπτυχθεί έως έναν βαθμό πάνω στις δομές των φατριών και των πελατειακών ενώσεων, διατύπωσαν συμφέροντα και πολιτικές απόψεις που θα είχαν αναπτυχθεί και δίχως αυτήν την βάση. Συνεπώς, οι τρεις παρατάξεις ήταν κατά βάση κόμματα αρχών. Το Ρωσικό Κόμμα επεδίωκε ένα ορθόδοξο μοναρχικό κράτος, το Γαλλικό Κόμμα εκφράζοντας τους στρατιωτικούς ένα λαϊκό συνταγματικό πολίτευμα, ενώ το Αγγλικό ένα συγκεντρωτικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα.

Η Γ’ Εθνική Συνέλευση συνήλθε σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου αρχικά το 1825 και συνεχίστηκε το 1827 αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως “Κυβερνήτη της Ελλάδας” για επταετή θητεία, ψήφισε και το “Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος”. Η Συνέλευση ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και αστικές φιλελεύθερες ιδέες. Διατύπωνε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κατοχύρωνε την προστασία της ιδιοκτησίας εμπεριέχει την αρτιότερη- πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών κλπ Το Σύνταγμα αυτό αποτελείτο από 150 άρθρα και θεωρείται από τα πιο φιλελεύθερα και ριζοσπαστικά της εποχής. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας προσπάθησε να συνδυάσει την ανάγκη ισχυρής κεντρικής εξουσίας με την ύπαρξη αστικών δημοκρατικών δομών, η ισχύς του όμως ανεστάλη λίγο μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Ιανουάριο του 1828.

Aν ανατρέξουμε στα τρία επαναστατικά Συντάγματα, αλλά και στα προηγούμενα τοπικά συντάγματα, διαπιστώνουμε ότι κατοχυρώνουν σε διαφορετικό βαθμό το καθένα και με πορεία ριζοσπαστικοποίησης τις βασικές ατομικές ελευθερίες. Η ελευθερία του προσώπου και η απαγόρευση της δουλείας, η θρησκευτική ελευθερία παρά την θεσμοθέτηση της ορθοδοξίας ως επίσημου δόγματος, της ελευθερίας του τύπου κατοχυρώνονται μαζί με τις έννοιες της κυριαρχίας του λαού, του ελληνικού έθνους, του πολίτη, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Ο δημοκρατικός και απελευθερωτικός χαρακτήρας της επανάστασης δεν είναι όμως απλά μια μεταγραφή των πολιτειακών δομών σε μια καθυστερημένη πολιτικά και ανώριμη κοινωνία που επιβάλλεται από τους μορφωμένους αστούς διανοούμενους στους αγροίκους αγρότες και βοσκούς ραγιάδες, όπως για παράδειγμα υποστηρίζουν οι σημερινοί εκσυγχρονιστές τύπου Βερέμη. Αντίθετα, είναι μια συνειδητή ριζοσπαστική ιδεολογία διάχυτη σε όλους τους επαναστατημένους, ακόμα και στους κλεφταρματωλούς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος σε επιστολή του προς τον Αδαμάντιο Κοραή λέει : «ο αγών μας είναι υπέρ της Χριστιανικής πίστεως και υπέρ των ανθρωπίνων δικαίων».

Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως της πρωτοπορίας των επαναστατικών Συνταγμάτων διεθνώς είναι η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας, η οποία αποτέλεσε σταθερή πολιτική επιλογή καθ’ όλη της διάρκεια της επαναστατικής περιόδου και έως την έλευση των Βαυαρών. Οι ιδεολογικές και θεσμικές της ρίζες θα πρέπει να αναζητηθούν στο δημοκρατικό σύστημα οργάνωσης των κοινοτήτων το οποίο προϋπήρχε και λειτουργούσε, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη δημοκρατία. Η «πάνδημος» εκλογή επικρατούσε κυρίως σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, αν και σε ορισμένες πόλεις το εκλογικό σώμα ήταν πολύ στενό και αποτελούταν από τους ισχυρούς οικογενειάρχες. Ολιγαρχικό ήταν συνήθως ήταν το σύστημα αντιπροσώπευσης σε δεύτερο βαθμό, δηλαδή σε επαρχιακό επίπεδο. Βέβαια πέρα από την τυπική διάσταση ενός συστήματος εκλογής, ελέγχεται κατά πόσο και πάντοτε η «πάνδημος» εκλογή ήταν πάντοτε ελεύθερη.

Η πάνδημη λαϊκή στράτευση εναντίον του εχθρού, δηλαδή η μαζική συμμετοχή του λαού στον αγώνα, η ριζοσπαστικοποίηση και η πολιτικοποίησή του ενεργοποίησε αυτήν την παράδοση της καθολικής συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες, ώστε να είναι αδύνατον η εξαίρεση του λαϊκού παράγοντα από τα επαναστατικά συντάγματα και το νέο πολιτειακό μοντέλο. Επιπλέον αυτή η παράδοση ενσωματώθηκε στις ριζοσπαστικές ιδέες που κυριάρχησαν στην επαναστατημένη Ελλάδα με την επίδραση του ελληνικού διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης. Με άλλα λόγια η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας για άντρες θεωρήθηκε περίπου ως αυτονόητη συνέπεια και φυσιολογικό επακόλουθο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Οι ιδέες του φυσικού δικαίου, οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της ισότητας και της ελευθερίας δεν αντιγράφτηκαν λοιπόν από χάρτινα πρότυπα. Είχαν γίνει αποδεκτές πολύ πιο πριν, είχαν αναπτυχθεί από επαναστάτες και διαφωτιστές και είχαν συνδεθεί με ντόπιες παραδόσεις.

Συγκεκριμένα τα Συντάγματα εξέφρασαν την εξισορρόπηση μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού, μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας, μεταξύ των ατάκτων και της κυβέρνησης των πολιτικών. Αποκρυσταλλώθηκαν κάτω από τον φόβο των αρχόντων για την αυτονομία των εξεγερμένων λαϊκών στρωμάτων, αλλά και την πίεση των λαϊκών στρωμάτων για ενεργό ρόλο και εκπροσώπηση των συμφερόντων τους. Οι έλληνες πειραματίζονταν σε μεγάλο βαθμό, έκαναν συμβιβασμούς και γνώριζαν ότι δεν είχαν βρει την οριστική λύση. Η εκσυγχρονιστική και βαθειά απαξιωτική υπόθεση ότι οι ρυθμίσεις που προέβλεπαν τα συντάγματα δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν επειδή ενείχαν ξένα στοιχεία είναι αστήριχτη και σαθρό ιδεολόγημα.

Ο ιστορικός της επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης αρνείται με επιμονή ότι οι προεστώτες ήθελαν να εφαρμόσουν ένα ολιγαρχικό σύστημα. Η επικράτηση των πολιτικών έναντι των στρατιωτικών έγινε με όπλο τις δημοκρατικές αρχές. Μπορεί από τη μία στις συγκρούσεις του Υψηλάντη με τους προεστώτες να διαμορφωνόταν ένας βοναπαρτιστικός πόλος βασισμένος στην λαϊκή υποστήριξη με κατεύθυνση τη διαμόρφωση αυταρχικών μορφών εξουσίας, αλλά από την άλλη οι προεστώτες όχι μόνο είχαν συμφέρον, αλλά μπορούσαν να αντιληφθούν ως αναγκαία μια αποτελεσματική και ταυτόχρονα συλλογική κεντρική διοίκηση που θα ενσωμάτωνε μέσω των αντιπροσωπευτικών δομών και των πελατειακών δικτύων τις λαϊκές διεκδικήσεις κυρίως βέβαια των αγροτικών στρωμάτων που κυριαρχούσαν παραγωγικά και αριθμητικά. Έτσι, αναπτύχθηκε η κοινωνική και υλική βάση για μια κοινοβουλευτική αγροτική δημοκρατία με βάση την καθολική ψηφοφορία. Πρόκειται μάλλον για ένα εξαιρετικά πρωτότυπο αστικό δημοκρατικό μοντέλο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που δε συναντάται στην Ευρώπη ούτε στην Ανατολή.

Η ελληνική επανάσταση ήταν εθνική με την έννοια της συμμαχίας διαφορετικών κατεκτημένων κοινωνικών τάξεων εναντίον των οθωμανών. Είχε αστικά κοινωνικά χαρακτηριστικά εξαιτίας της συμμετοχής των αστικών, στρατιωτικών και γαιοκτημονικών στρωμάτων, αλλά ενείχε και αγροτικά κοινωνικά χαρακτηριστικά εξαιτίας της συμμετοχής των αγροτικών στρωμάτων. Η ελληνική επανάσταση δεν είχε πληβειακό «εργατικό» χαρακτήρα, αφού δεν υπήρχαν μεγάλα αστικά και βιοτεχνικά κέντρα στην περιοχή, και ως εκ τούτου δεν εμφανίστηκε μια πιο ριζοσπαστική και πληβειακή πτέρυγα που θα έθετε πειροσσότερα λαϊκοδημοκρατικά αιτήματα, όπως ήταν το κίνημα των ξεβράκωτων στο Παρίσι. Εκτός όμως από εθνική είναι αστική δημοκρατική με όχι με την έννοια ότι πραγματοποιήθηκε από μία αστική τάξη, αλλά με την έννοια ότι αντιπαρατίθεται στην οθωμανική απολυταρχία και εγκαθιδρύει ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.

Η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε έναν πολιτικό σεισμό μέσα σε μια Ευρώπη βαθειά συντηρητική και αντιδραστική. Το κίνημα του φιλελληνισμού δεν ήταν παρά η ανάταση των φιλελεύθερων ιδεών και η διεθνιστική αλληλεγγύη όλων των ριζοσπαστών και επαναστατών της Ευρώπης. Πιάνοντας το νήμα από την γαλλική επανάσταση το επέστρεψε στην Ευρώπη, καθώς ακολουθεί στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο μια νέα σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Όλο τον 19ο αιώνα τα εθνικά, επαναστατικά, διεθνιστικά και ριζοσπάστικά κινήματα προσέβλεπαν στην Ελλάδα. Οι ιταλοί επαναστάτες ενσωμάτωναν στα δικά τους σχέδια μια νέα ελληνική ή βαλκανική επανάσταση που θα αποτελείωνε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για παράδειγμα στις κρητικές εξεγέρσεις πάντα προσέτρεχαν ξένοι αλληλέγγυοι επαναστάτες. Στο σημείο αυτό λοιπόν θα πρέπει να αναφερθούμε στην Μεγάλη Ιδέα η οποία κυριαρχούσε σε όλο το πολιτικό σύμπαν της Ελλάδας. Ακόμη και εάν υπήρχε ένας κοινός παρανομαστής, δηλαδή η απελευθέρωση των ελλήνων, η διαδικασία, δηλαδή το μέσο, ήταν μια ουσιώδης διαφορά που διέκρινε τα επαναστατικά και ριζοσπαστικά ρεύματα από τα αντιδραστικά. Οι μεν φαντασιώνονταν μια φιλελεύθερη διεθνιστική παμβαλκανική επανάσταση, οι δε έναν ιμπεριαλιστικό επεκτατικό πόλεμο ή ακόμη χειρότερα μια εσωτερική κατάκτηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Όλο τον 19ο αιώνα το βασικό διακύβευμα μέσα στην ελληνική κοινωνία ήταν η ολοκλήρωση των αιτημάτων της επανάστασης. Η δολοφονία του Καποδίστρια ήταν αποτέλεσμα ενός αγώνα ενάντια σε έναν τύραννο που κατήργησε την κατεκτημένη δημοκρατία. Η αντεπανάσταση που επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις μέσω της Βαυαροκρατίας ανατράπηκε το 1843, αν και μόνο εν μέρει, με κεντρικό σύνθημα «Σύνταγμα». Από το 1844 η Ελλάδα έχει ωστόσο κοινοβούλιο με δικαίωμα καθολικής ψηφοφορίας για τους άντρες. Η έξωση του Όθωνα και η Οκτωβριανή επανάσταση του 1862 είναι η τομή εκείνη που πιάνει ξανά το νήμα του 21. Ολοκληρώνει σε μεγάλο βαθμό τα δημοκρατικά αιτήματα και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επίλυση των κοινωνικών αιτημάτων του 1821, δηλαδή την διανομή της γης στους αγρότες που πραγματοποιείται το 1870.

Το σύνταγμα του 1864 είναι το πραγματικό παιδί του 1821 και αποτελούσε την μεγαλύτερη πολιτειακή πρωτοπορία κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα σε μια εποχή που η υπόλοιπη Ευρώπη δεν είχε τόση δημοκρατία. Την δεκαετία 1864-1874 ο βασιλιάς Γεώργιος σχεδιάζει στηριγμένος σε μια χρηματιστική αστική τάξη την εγκατάσταση δικτατορίας, ενώ καταφέρνει βασιλιάς διαρκώς την υπέρβασή του με συνταγματικές εκτροπές. Ο Τρικούπης επιχειρεί να υπερβεί το Σύνταγμα μέσω του δικομματισμού και να περιορίσει πολλά από τα δημοκρατικά στοιχεία του. Ο αστικός εκσυγχρονισμός στάθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός της συνταγματικής δημοκρατίας και της καθολικής ψηφοφορίας, καθώς τον εμπόδιζε να εμβαθύνει τις καπιταλιστικές σχέσεις. Οι πελατειακές σχέσεις δε που κατηγορούνται από σύμπασα την φιλελεύθερη κεντροαριστερά και κεντροδεξιά, ας τις πούμε καλύτερα πολιτικές συναλλαγές, ήταν, απόντων σωματείων και συνδικάτων, τότε περισσότερο ένας δημοκρατικός κοινοβουλευτικός μηχανισμός αντιπροσώπευσης και έκφρασης των κατώτερων αγροτικών στρωμάτων. Εναντίον στο πρωθυπουργικοκεντρικό μοντέλο του Τρικούπη των ισχυρών κυβερνήσεων καιπειθαρχημένων κομματικών ομάδων στάθηκε ο Θεόδωρος Δεληγιάννης και πολλοί ριζοσπάστες και φιλελεύθεροι πολιτικοί.

Ολοκληρώνοντας σημειώνουμε πως η επανάσταση του 1821 έθεσε την Ελλάδα στο κέντρο της Ευρώπης. Το Ανατολικό Ζήτημα ήταν το μεγαλύτερο ζήτημα του 19ου αιώνα και η επίλυσή τους, δηλαδή οι Βαλκανικοί πόλεμοι προετοίμασαν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και αργότερα μια νίκη του εαμικού κινήματος ενδεχομένως να άνοιγε διαφορετικούς δρόμους στην επανάσταση στην Ευρώπη μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε τον ψυχρό πόλεμο. Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στο διεθνές επίκεντρο. Αυτή τη φορά μέσω ενός πρωτόγνωρου αντιδραστικού πειράματος σε βάρος του εργαζόμενου λαού. Τα μνημόνια της ΕΕ, του ΔΝΤ και της εγχώριας αστικής τάξης απειλούν ή καταργούν όλες εκείνες τις αστικές δημοκρατικές και λαϊκές κατακτήσεις για τις οποίες πάλεψαν και ως ένα μικρό βαθμό πέτυχαν οι πρόγονοί μας σε όλη την ελληνική ιστορία από 1821, από το 1843, από το 1862, από το 1909, τον μεσοπόλεμο, από το ΕΑΜ, τον εμφύλιο μέχρι το 114, το Πολυτεχνείο και τη μεταπολίτευση. Όλοι οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές καταλαβαίνουν πολύ καλά πως η στάση του ελληνικού λαού καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την επιτυχία ή όχι αυτού του βάρβαρου σχεδίου για να το εφαρμόσουν σε όλη την Ήπειρο. Η αναπτυσσόμενη ελληνική αντίσταση που ήδη εμπνέει και αφυπνίζει τους ευρωπαϊκούς λαούς, πιάνει με τη σειρά της το νήμα των ελληνικών εξεγερτικών παραδόσεων. Μια νέα ελληνική επανάσταση, μια αντικαπιταλιστική επανάσταση μπορεί να είναι η ταφόπλακα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Η ευθύνη μας ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μεγάλη… Ενδεχομένως η μεθαυριανή εορτή της 25ης Μαρτίου να είναι, κάτω από τη σκιά της επανάστασης του 1821, ένας νέος μεγάλος σταθμός αυτής της μακράς αντίστασης.

Πηγή: Raskolnikov

Δεν υπάρχουν σχόλια: