του Χρ. Κεφαλή* |
Δεν πάει πολύς καιρός που αναλύαμε, σε κείμενο που καταχωρήθηκε στην Ίσκρα, το Πολιτικό Καφενείο και σε μερικά ακόμη σάιτ1, το χαρακτήρα και τις προοπτικές του κόμματος του κ. Καμμένου. Εκεί είχαμε προσδιορίσει το κόμμα αυτό ως την «αριστερή» εκδοχή της ακροδεξιάς, ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην παραδοσιακή φιλελεύθερη δεξιά τύπου Νέας Δημοκρατίας και την επιθετική και φασιστική ακροδεξιά τύπου ΛΑΟΣ και Χρυσής Αυγής. Σημειώναμε δε ότι ο Καμμένος μοιάζει να κινείται σε...
μια συγχρονιζέ, διαδικτυακή εκδοχή της λεγόμενης Λαϊκής Δεξιάς και της ακροδεξιάς, που ενώ διατηρεί τα ορόσημα του χώρου (εθνικισμός, ορθοδοξία, αντιμεταναστευτισμός, κ.λπ.) τα λειαίνει ώστε να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινωνικό ακροατήριο. Σε αυτή τη συνάφεια συγκρίναμε το νέο κόμμα με τα ακροδεξιά κόμματα που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, σημειώνοντας ότι λόγω των στενών περιθωρίων του ελληνικού καπιταλισμού δεν μπορεί να έχει ανάλογα υψηλές προοπτικές ποσοστών της τάξης του 15-20% που πετυχαίνουν τα παραπάνω κόμματα.
Οι εξελίξεις στο διάστημα που μεσολάβησε επιβεβαίωσαν σε γενικές γραμμές αυτές τις εκτιμήσεις. Ιδιαίτερα η προσχώρηση στους «Ανεξάρτητους Έλληνες» προσωπικοτήτων όπως ο Τ. Κουίκ, ο Χ. Ζώης, η Ε. Κουντουρά, τονίζει το «συγχρονιζέ» προφίλ του νέου κόμματος, αλλά και την ικανότητά του να συγκεντρώσει δυσαρεστημένα στοιχεία από το προσωπικό του συστήματος που επιζητούν να εκπληρώσουν έναν πιο ενεργό ρόλο. Ταυτόχρονα όμως αναδείχτηκαν μερικά νέα δεδομένα, από τα οποία πιο σημαντικό είναι η φημολογούμενη συνεργασία του Καμμένου με το Άρμα Πολιτών του Δημαρά και το ΕΠΑΜ του Καζάκη, ίσως δε και το ΕΛΛΑΔΑ του Μίκη Θεοδωράκη. Αν κάτι τέτοιο υλοποιηθεί – πράγμα καθόλου βέβαιο και υποθετικό για την ώρα – θα πρόκειται για μια επικίνδυνη εξέλιξη, μια προσπάθεια συγκρότησης ενός ψευδούς αντιμνημονιακού πόλου, του οποίου η πραγματική στόχευση θα είναι η Αριστερά.
Αυτό το περιστατικό μας αναγκάζει να επανέλθουμε στο θέμα. Όχι βέβαια για να το εξαντλήσουμε ούτε για να δώσουμε κάποια οριστική εκτίμηση: τα γεγονότα τρέχουν και οι οι ίδιες οι καταιγιστικές εξελίξεις που ανατρέπουν συχνά την επόμενη μέρα ό,τι θεωρούνταν βέβαιο την προηγούμενη δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Αλλά για να εκτιμήσουμε κυρίως τα πιθανά πολιτικά σενάρια και ενδεχόμενα, από τα οποία μπορεί να αντληθούν σημαντικά διδάγματα σχετικά με την τωρινή κατάσταση αλλά και τις προοπτικές της, ακόμη και αν κάποια από αυτά τελικά δεν υλοποιηθούν.
Η πρώτη εμφάνιση του κ. Καμμένου στο Δίστομο περιείχε μια διάσταση την οποία δεν είχαμε θίξει στο προηγούμενο άρθρο μας: την επίκληση της Εθνικής Αντίστασης ως πρότυπο για την αντίσταση ενάντια στους «νέους κατακτητές», τους σύγχρονους επεκτατιστές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό εμπεριείχε ως πρόθεση και μια προσπάθεια αποστασιοποίησης από την ακραία και φασιστική δεξιά, δεδομένου ότι γινόταν αναφορά σε ένα αντιναζιστικό κίνημα.
Αυτή η διάσταση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αντιπροσωπεύει ένα κομβικό σημείο στο οποίο θα συμπέσουν ο Καμμένος με τους άλλους νέους «αντιστασιακούς» τύπου Δημαρά και Καζάκη και γύρω από το οποίο θα κτιστεί η προσέγγιση και η συνεργασία τους, αν τελικά επιτευχθεί.
Ας παραδεχτούμε ότι ο κ. Καμμένος ήταν, υποκειμενικά, εντελώς ειλικρινής στις διακηρύξεις του. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: μπορεί διακηρύξεις αυτού του τύπου, να ανοίγουν ένα πραγματικά διαφορετικά δρόμο από την τωρινή κατάσταση και υπάρχει κάτι στο νέο κόμμα που να επιτρέπει ή να δικαιολογεί μια τέτοια εκτίμηση;
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Το νέο κόμμα, αν εξαιρέσει κανείς τις ηχηρές διακηρύξεις γύρω από την ανάγκη να τιμωρηθούν «οι πρωταίτιοι της εθνικής προδοσίας» (θέμα στο οποίο έδωσε επίσης μεγάλη έμφαση στο Δίστομο και δίνει γενικά βάρος ο κ. Καμμένος), χαρακτηρίζεται από πλήρη ασάφεια στις κοινωνικές του θέσεις, όπου δεν λέει απολύτως τίποτα συγκεκριμένο. Ακριβώς ανάλογα ισχύουν δε για τις πολιτικές του δεσμεύσεις, όπου πέρα από τις επικλήσεις στη βοήθεια της Παναγίας2, δεν λένε τίποτα για το τι θα κάνουν και πώς θα αντιπαρατεθούν στις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πιστή τήρηση των όρων του Μνημονίου 2. Στις συνθήκες αυτές, οι ηχηρές αναφορές στην Αντίσταση, κ.λπ., δεν μπορεί να έχουν κάτι παραπάνω από το χαρακτήρα ενός φύλλου συκής, μιας προσπάθειας να καλυφθεί η γύμνια και η έλλειψη προοπτικής των συντηρητικών «κριτικών» του συστήματος.
Οι αποκαλύψεις των τελευταίων μηνών έφεραν σε φως την έκταση και την καθολικότητα της σήψης του ελληνικού πολιτικού συστήματος και της αστικής οικονομικής και διοικητικής ελίτ. Πέρα από τα γνωστά παλιά σκάνδαλα, Βατοπέδι, Ζίμενς, Χρηματιστήριο, για τα οποία δεν πλήρωσε και δεν τιμωρήθηκε κανείς από τους ενόχους, κάθε μέρα που περνά προσθέτει νέα: μανιπουλάρισμα των στοιχείων του προϋπολογισμού για να δικαιολογηθεί η εμπλοκή του ΔΝΤ και η επιβολή των μνημονίων, λεηλασία των δημόσιων ταμείων και οργανισμών με κάθε λογής καταχρήσεις, υπεξαιρέσεις τεράστιων ποσών από δημόσιους αξιωματούχους, παχυλές «αναπτυξιακές» μίζες, κοκ. Όλα δείχνουν ότι κάθε νοητή κομπίνα και απάτη που μπορούσε να διαπραχτεί, διαπράχτηκε τις πρόσφατες δεκαετίες. Μερικά ψίχουλα από το χορό της ρεμούλας (όπως οι «σικέ» συντάξεις τυφλών και αναπηρίας) τα καρπώθηκαν τα μικροαστικά στρώματα που σήμερα καταστρέφονται – ένα σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε, καθώς μερίδες τους στρέφονται σήμερα σε κόμματα όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες». Η μερίδα του λέοντος όμως πήγε στους μεγαλοαπατεώνες επιχειρηματίες τύπου Λαυρεντιάδη και σε υψηλά ιστάμενους λειτουργούς του συστήματος, που είχαν άμεση πρόσβαση στον «κρατικό κορβανά» και σε κονδύλια της ΕΕ. Άλλωστε ήταν οι τελευταίοι και όχι οι παράνομα λαβαίνοντες τα επιδόματα αναπηρίας που έβγαλαν τα δις στις ελβετικές τράπεζες.
Ο κ. Καμμένος και οι συνεργάτες του θεωρούν πως καταδικάζοντας το Μνημόνιο και καλώντας σε τιμωρία των υπευθύνων για τις ασύμφορες εθνικά συμφωνίες και για τα σκάνδαλα υιοθετούν μια θαρραλέα εξυγιαντική στάση. Όμως, αυτό που οι ίδιοι θεωρούν επαρκές και πολύ, είναι στην πραγματικότητα πολύ λίγο.
Η εμπειρία δείχνει ότι όλα αυτά τα φαινόμενα που φραστικά καταγγέλλουν είναι στην πραγματικότητα αποτελέσματα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Τα προκαλεί η βαθιά κρίση και η παρακμή του, σε χώρες δε όπως η Ελλάδα τα επιτείνει ως τον παροξυσμό η καθυστερημένη, παρασιτική δόμησή του. Αυτός είναι ο λόγος που η διαφθορά και το επαπειλούμενο ξεπούλημα της χώρας δεν μπορεί να ελεγχθούν έστω και στοιχειωδώς μέσα στις δομές και τις διαδικασίες του ίδιου του ελληνικού καπιταλισμού. Η μόνη δύναμη ικανή να τα αποτρέψει είναι οι άμεσα θιγόμενοι, δηλαδή οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Και για να γίνει αυτό απαιτούνται βαθιές κοινωνικές αλλαγές: εθνικοποιήσεις τραπεζών, εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, μονομερής παύση πληρωμών και ακύρωση ενός μεγάλου μέρους του χρέους.
Χωρίς αυτούς τους μίνιμουμ όρους είναι αδύνατη μια πραγματική εξυγίανση: απλά μπορεί να υπάρξει μια αντικατάσταση του τωρινού προσωπικού του συστήματος με κάποιους παραγκωνισμένους ως τώρα εκπροσώπους του, που μόλις βγουν στον αφρό θα ξεχάσουν τις «εξυγιαντικές» τους κορώνες και θα φανούν ακόμη πιο αντιδραστικοί από τους προκατόχους τους. Η ιστορική εμπειρία, με το παράδειγμα της επιχείρησης «καθαρά χέρια» και του μπερλουσκονισμού στην Ιταλία, το επιβεβαιώνει. Ακόμη περισσότερο, ο φασισμός στην Ιταλία και τη Γερμανία στη φάση της ανόδου του πρόβαλλε συστηματικά ανάλογα νεφελώδη αιτήματα κάθαρσης, κ.λπ., τα οποία στην περίπτωσή του συνδυάζονταν μάλιστα με μια σχετικά προχωρημένη κοινωνική δημαγωγία. Έτσι, ο Μουσολίνι ζητούσε το 1920 τη δίκη και την εκτέλεση του τότε πρωθυπουργού Τζιολίτι και την απομάκρυνση του βασιλιά για εσχάτη προδοσία. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον ίδιο τον Μουσολίνι να κατέβει σε μπλοκ ένα χρόνο μετά με το «Κόμμα της Τάξης» του Τζιολίτι στις εκλογές και με τον επάρατο βασιλιά αργότερα.
Εδώ, κατά τη γνώμη μας, βρίσκεται το μυστικό του κόμματος του κ. Καμμένου: ότι ο αντιμνημονιακός λόγος του περιορίζεται σε μια καθαρή φρασεολογία χωρίς σαφείς δεσμεύσεις, η οποία θα είναι πολύ εύκολο να αναιρεθεί στη συνέχεια. Αυτό το διαισθάνονται οι πολύπειροι δημοσιογράφοι όπως ο κ. Κουίκ, που ανέλαβε εσχάτως εκπρόσωπος τύπου στο κόμμα, και ζητούν να κρατηθούν χαμηλοί τόνοι μεταξύ των κομμάτων που είναι εναντίον του μνημονίου, κ.λπ. Στην πράξη, επιδιώκουν έτσι να μην εκτεθεί η γύμνια του αντιμνημονιακού λόγου του νέου κόμματος, ώστε να διευκολυνθεί η στροφή προς αυτό εκείνων των στρωμάτων που αναζητούν μια εύκολη, ανώδυνη και άμεση «λύση».
Η ασάφεια αποτελεί τον κοινό παρανομαστή του Κάμμενου με προσωπικότητες τύπου Δημαρά, Καζάκη, κ.λπ., και τη βάση στην οποία θα γίνει δυνατή η συνεργασία τους, αν και με όποιους από αυτούς τελικά επιτευχθεί. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για τον Δημαρά, του οποίου η κριτική στα μνημόνια εκπορεύεται από μια ανάλογη συντηρητική μικροαστική σκοπιά. Είναι νωπές ακόμη οι μνήμες από τις δημοτικές εκλογές του 2010 όταν συνδύαζε σε συνεντεύξεις του την αντιμνημονιακή ρητορική με μια πεισματική άρνηση να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση για το πώς θα αγωνιστεί εναντίον του Μνημονίου 1. Με τον Δ. Καζάκη, βέβαια, τα πράγματα φαίνεται να διαφέρουν, αλλά αυτό μόνο επιφανειακά. Ο Καζάκης είχε την τελευταία χρονιά μια καιροσκοπική πορεία, που συνδύαζε ένα δημαγωγικά «ριζοσπαστικό» λόγο εναντίον της «ξένης κατοχής» με συνεργασίες με κάθε λογής εθνικιστικές ομάδες στο στιλ του Άρδην και προτάσεις για ανάληψη της εξουσίας από τα σώματα ασφαλείας ώστε να διωχθούν οι «δοσίλογοι». Το έδαφος λοιπόν για μια συνεργασία μεταξύ αυτών των δυνάμεων κατ’ αρχήν υπάρχει. Και η τυχόν επίτευξή της, όντας μια νοσηρή εξέλιξη, θα δώσει τη δυναμική και τη «ριζοσπαστική» χροιά για να επιτευχθεί σε υπολογίσιμο βαθμό η μαζική απήχηση που δεν μπορεί ακόμη να αποκτήσει μόνο του το κόμμα του Καμμένου, αλλά και οι υπόλοιποι.
Μπαίνει το ερώτημα: Ποια είναι η βάση για τη δυνατότητα να βρίσκουν κινήσεις αυτού του είδους μια μαζική ανταπόκριση σε συνθήκες κρίσης και πώς μπορεί να αντισταθμιστούν από τη μεριά της μαχόμενης και γνήσια ριζοσπαστικής Αριστεράς;
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μας, θα βρεθεί στην απότομη επιδείνωση της κατάστασης των μεσοστρωμάτων, των οποίων η συνείδηση καθυστερεί σε σχέση με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ύπαρξής τους. Αυτή η επιδείνωση είναι πολλές φορές χειρότερη από εκείνη που υφίστανται οι εργατικές οικογένειες. Όχι ότι και οι τελευταίες δεν θίγονται – εντελώς το αντίθετο – αλλά τουλάχιστον και στο παρελθόν ήταν μαθημένες σε ένα λιτό τρόπο ζωής, που επιτρέπει μια στοιχειώδη προσαρμογή στις νέες δυσκολίες. Αν μια εργατική οικογένεια υπολόγιζε σε δυο μισθούς των 900 ευρώ και τώρα υπολογίζει σε δυο των 700 ή σε ένα μισθό και ένα επίδομα ανεργίας, μπορεί εν μέρει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της ύπαρξής της, περικόβοντας παραπέρα τις δαπάνες της και βρίσκοντας ίσως μια προσωρινή αναπλήρωση σε κάποιο είδος άσχημα αμειβόμενης μερικής απασχόλησης. Αλλά ένας μικρομεσαίος επιχειρηματίας που καταστράφηκε και φορτώθηκε χρέη από την κρίση ενώ πριν ήταν συνηθισμένος σε ένα μηνιαίο εισόδημα 3000 ευρώ, ένας μάνατζερ ή ανώτερο στέλεχος που απολύθηκε μετά τη χρεοκοπία μιας επιχείρησης, κ.ά., δεν έχουν καν αυτή τη δυνατότητα. Αυτά τα στρώματα ήταν συνηθισμένα σε ένα υψηλό επίπεδο ζωής με ανάλογες υποχρεώσεις, δάνεια, κ.λπ., και σήμερα βρίσκονται αντιμέτωπα με κατασχέσεις, χωρίς να είναι ικανά να βρουν οποιαδήποτε δουλειά που θα ανακούφιζε κάπως την κατάστασή τους. Άλλες ομάδες, όπως οι υψηλά αμειβόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, μπορεί να μην έχουν φτάσει ακόμη σε μια εξίσου δεινή θέση, οπωσδήποτε όμως ήδη μετρούν σημαντικές απώλειες σε μισθούς, εφάπαξ, κ.λπ., ενώ βιώνουν μια έντονη ανασφάλεια για το αύριο.
Η καταστροφή των μεσοστρωμάτων αντικειμενικά τα φέρνει κοντά στην εργατική τάξη. Η οργή τους από την απότομη αλλαγή της κατάστασής τους είναι δικαιολογημένη και τείνει να τα ριζοσπαστικοποιεί. Από την άλλη μεριά, όμως, η παγιωμένη λογική τους, που είχε διαμορφωθεί για δεκαετίες πάνω στο βόλεμα και τον καταναλωτισμό, αντιστέκεται στο να βγάλουν τα αναγκαία συμπεράσματα. Αυτά τα στρώματα όχι μόνο δεν έχουν καμιά αντίληψη για το πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός, αλλά έτειναν να θεωρούν την προσωρινή και επισφαλή βολική θέση τους ως κάτι μόνιμο και απαραβίαστο. Ενώ αντικειμενικά βρίσκονταν στο περιθώριο του συστήματος, θεωρούσαν τη μικρή, ήσυχη γωνιά τους ως κέντρο του κόσμου και εκτιμούν τώρα την άλωσή της ως μια εκτροπή από την κανονική τάξη πραγμάτων.
Δεν θα πρέπει βέβαια να διαφύγει της προσοχής, ούτε να αφεθεί ασχολίαστο, το γεγονός ότι ενώ αυτές οι λογικές κυριαρχούν στην ανώτερη μερίδα των μικροαστών, δεν αφήνουν ανεπηρέαστα και ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Η πολιτική διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη, με τις κατά καιρούς παλινωδίες της, αν έχει κάποια αξία, είναι γιατί ακριβώς αποτυπώνει τα σκαμπανεβάσματα της λαϊκής ψυχής: τα «πάνω» και τα «κάτω» της, τις αναζητήσεις και τις συγχύσεις της, τις βλέψεις για ένα καλύτερο αύριο αλλά και τις ψευδαισθήσεις για το πώς αυτό μπορεί να επέλθει. Η γενικά θετική συμβολή του Μίκη την τελευταία περίοδο αντανακλά την ανοδική τάση της λαϊκής συνείδησης στην παρούσα στιγμή. Αλλά η συσπείρωση γύρω του αμφίβολων και σκοτεινών εθνικιστικών κύκλων, τους οποίους κατάγγειλε ο Στ. Ληναίος όταν αποχώρησε από την Σπίθα, φανερώνει τις αντιδραστικές προσμείξεις της και θα ήταν ένα πραγματικό πατατράκ για το κίνημα και μια τραγωδία για τον ίδιο τον Θεοδωράκη αν πρόσφερε το κύρος του στο να καλύψει ένα ανεδαφικό και εκ των προτέρων χρεοκοπημένο εγχείρημα.
Ποια θα πρέπει να είναι η στάση της μαχόμενης Αριστεράς απέναντι στους κινδύνους φασιστικοποίησης των μικροαστών;
Οπωσδήποτε η Αριστερά οφείλει να πάρει υπόψη και να ενσωματώσει προγραμματικά τα συμφέροντα αυτών των στρωμάτων, όχι με την έννοια της επιστροφής στην προηγούμενη κατάστασή τους, η οποία έχει οριστικά παρέλθει, αλλά της εξασφάλισης ενός στοιχειωδώς ικανοποιητικού επίπεδου διαβίωσης για όλους. Και πρέπει επίσης να διεξάγει μια συστηματική εργασία διαφώτισης για τη φύση του αναδυόμενου νεοφασισμού και της ακροδεξιάς, πείθοντας για τη δέσμευσή τους στην αντίδραση και την ανικανότητά τους να ικανοποιήσουν πραγματικά τα συμφέροντα ομάδων στο όνομα των οποίων μιλούν.
Όμως ούτε οι προγραμματικές προτάσεις, ούτε η διαφώτιση θα αρκέσουν από μόνες τους. Η πορεία των γεγονότων θα κριθεί από την ικανότητα της Αριστεράς να τεθεί τολμηρά επικεφαλής και να ενώσει το σύνολο των πηγαίων ριζοσπαστικών διαμαρτυριών και κινημάτων που αναπτύσσονται σε όλη τη χώρα λόγω της κρίσης, πάνω σε μια προοπτική που ξεκινώντας από την άρνηση πληρωμής του χρέους και τον αγώνα για την ανατροπή των μνημονίων θα φτάνει τελικά στην αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλισμού. Για να γίνει αυτό, παράλληλα με την κριτική των συγχύσεων, είναι αναγκαία μια πολιτική ενιαίου μετώπου στη βάση και την κορυφή, ώστε να ξεχωριστούν και να συγκεντρωθούν τα πιο μαχητικά και προοδευτικά στοιχεία των κινημάτων, που δραστηριοποιούνται σήμερα σκόρπια και ασυντόνιστα, και να τραβήξουν πίσω τους υπόλοιπους.
Σε συνθήκες μεγάλων οικονομικών κρίσεων, ο κίνδυνος της στροφής των μικροαστών στο φασισμό αυξάνεται κατακόρυφα, καθώς οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες που τους ωθούν προς τα εκεί αποκτούν μια ισχυρή δυναμική. Βέβαια, η δυναμική του κινήματος μπορεί τελικά να αποδειχτεί ισχυρότερη, αλλά μόνο με τον όρο ότι θα αναπτυχθεί με συνέπεια, τόλμη και επινοητικότητα, ώστε να αντισταθμίσει και να υπερκεράσει στις κρίσιμες στιγμές τις αντίρροπες πιέσεις. Εδώ ακριβώς, η ηγεσία του ΚΚΕ, με το να συκοφαντεί τις πιο ελπιδοφόρες (παρά τις αδυναμίες τους) αντιστάσεις, όπως τα κινήματα των πλατειών, ως «κατευθυνόμενες», και να αρνείται την ενιαιομετωπική δράση και τις συμμαχίες, εκπληρώνει σήμερα έναν εγκληματικό, επονείδιστο ρόλο. Γιατί, όπως το έδειξε κλασικά και η σταλινική πολιτική στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, μια τέτοια προσέγγιση κάνει κάθε τι αναγκαίο για να εμποδίσει τη συγκέντρωση των δυνάμεων του κινήματος, προσφέροντας στο πιάτο την νίκη στην άκρα αντίδραση και το φασισμό.
Στο άρθρο του «Ενιαίο εργατικό μέτωπο ενάντια στο φασισμό – γράμμα στο γερμανό κομμουνιστή εργάτη, μέλος του Γερμανικού ΚΚ» ο Τρότσκι συνόψισε διορατικά τις δυνατότητες της τότε κατάστασης:
«Αν τοποθετήσει κανείς μια σφαίρα στην κορυφή μιας πυραμίδας», έγραφε, «τότε το παραμικρότερο σπρώξιμο μπορεί να την κάνει να κυλήσει είτε δεξιά είτε αριστερά. Σε μια τέτοια κατάσταση πλησιάζει τώρα από ώρα σε ώρα η Γερμανία. Υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν να κυλήσει η σφαίρα προς τα δεξιά και να σπάσει τη ραχοκοκαλιά της εργατικής τάξης. Υπάρχουν δυνάμεις που επιθυμούν να μείνει η σφαίρα στην κορυφή. Αυτό είναι μια ουτοπία. Η σφαίρα δεν μπορεί να κρατηθεί στην κορυφή της πυραμίδας. Οι κομμουνιστές θέλουν να κυλήσει η σφαίρα αριστερά και να σπάσει τη ράχη του καπιταλισμού. Αλλά δεν φτάνει να θέλεις. Πρέπει να ξέρεις και πώς»3.
Δεν χρειάζεται ανώτερη πολιτική διάνοια για να αντιληφθεί κανείς ότι από μια τέτοια κρίσιμη στιγμή περνάμε τώρα στην ελληνική πολιτική ιστορία. Τα παραδοσιακά κόμματα του κατεστημένου, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, αγωνίζονται για να κρατήσουν τη σφαίρα στην κορυφή. Τα κόμματα αυτά αντικειμενικά, παρά τις όποιες αναλαμπές, είναι καταδικασμένα σε μια ανέλπιδη και αδιέξοδη πορεία αποσύνθεσης. Η ακροδεξιά, στις διάφορες παραλλαγές της, προσπαθεί για να κυλήσει τη σφαίρα δεξιά και να τσακίσει το εργατικό κίνημα, εκεί που η αριστερά φιλοδοξεί ασφαλώς να την κυλήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, εδώ επιβεβαιώνεται η οξυδερκής κρίση της Κλάρας Τσέτκιν – κρίση διατυπωμένη το 1923, σε μια εποχή όπου τα πράγματα στο κομμουνιστικό κίνημα λέγονταν με το όνομά τους, ακριβώς γιατί υπήρχαν ηγέτες με το αναγκαίο ιστορικό ανάστημα για να τα λένε – ότι «Η κυρίαρχη αστική τάξη είναι δυστυχώς πολύ σοφότερη και πιο έμπειρη στην εκτίμηση της κατάστασης και στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων της από το ευρισκόμενο κάτω από το ζυγό προλεταριάτο»4. Αυτό το περιστατικό, και η οργανωμένη υποστήριξη του κατεστημένου, εξηγεί τη θέση υπεροχής που μπόρεσε να καταλάβει στην αρχή της κρίσης η άκρα αντίδραση, μια θέση που όχι μόνο επιβεβαιώνεται άμεσα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά τείνει έμμεσα να εκφραστεί με τον περιορισμό της αρχικής ριζοσπαστικής δυναμικής, λόγω και της λαθεμένης τακτικής μέρους της Αριστεράς, ιδιαίτερα του νεοσταλινικού ΚΚΕ, στη χώρα μας.
Η ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών δίνει μια εικόνα έντονης κινητικότητας στον ακροδεξιό χώρο: η Χρυσή Αυγή βρίσκει ήδη πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης, καθώς δήθεν «αντιπολιτευόμενοι» ταγοί του συστήματος όπως ο Τράγκας καλούν τον επικεφαλής της Μιχαλολιάκο στο κανάλι τους· το ΛΑΟΣ ανακοίνωσε την προσχώρηση του γνωστού και μη εξαιρετέου Μαντούβαλου, «ρεφάροντας» κάπως τις απώλειες των Βορίδη-Γεωργιάδη· η τελευταία δημοσκόπηση της VPRC δίνει στο κόμμα του Καμένου ένα επιβλητικό 11%, ενώ η συνεργασία του με τον Δημαρά θεωρείται από κιτρινιστικά, φίλα προσκείμενα σε αυτό δεξιά σάιτ ήδη συμφωνημένη και δεδομένη5. Ακόμη και αν δεν επιτευχθεί η συνεργασία του Καμμένου με τους Δημαρά, Καζάκη, κ.ά., από μόνες τους αυτές οι εξελίξεις πρέπει να αποτελούν σοβαρό λόγο ανησυχίας για κάθε προοδευτικό, σκεπτόμενο άνθρωπο.
Μια τέτοια κατάσταση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την εφησυχασμένη, εθελότυφλη λογική που απηχεί η δήλωση της Α. Παπαρήγα στη χτεσινή συγκέντρωση του ΚΚΕ στο Σύνταγμα, «Ανίσχυρη αστική κυβέρνηση σημαίνει ισχυρός λαός που θα της κάνει τη ζωή δύσκολη»6. Κάτι τέτοιο δεν συνάγεται καθόλου αυτόματα από τα πράγματα.
Όταν ένα φανάρι χαλά, αυτό μπορεί να σημαίνει ελευθερία διέλευσης στην απέναντι μεριά αν ο δρόμος είναι ελεύθερος, μπορεί όμως να σημαίνει και κίνδυνο να σκοτωθείς, αν περνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα αυτοκίνητα με μεθυσμένους και ασυνείδητους οδηγούς, που δεν υπολογίζουν καθόλου τη ζωή των πεζών.
Η ιστορία γνωρίζει περιπτώσεις όπου – ακριβώς όπως τείνει να συμβεί σήμερα – οι αστικές κυβερνήσεις και ο κοινοβουλευτισμός ήταν ανίσχυρες, αλλά αυτό δεν σήμαινε καθόλου ισχυρό λαό. Στο Μεσοπόλεμο, οι κυβερνήσεις στη Γερμανία και την Ιταλία παρέπαιαν και έτειναν να παραμεριστούν, αλλά αυτό έφερε στο προσκήνιο όχι το λαό, αλλά το φασισμό, τους Χίτλερ και τους Μουσολίνι.
Η παραπάνω δήλωση της Α. Παπαρήγα σημαίνει λοιπόν δυο πράγματα. Πρώτον ότι η ΓΓ του ΚΚΕ θεωρεί δεδομένο ότι σε όλες τις περιπτώσεις από το κενό εξουσίας που είναι πολύ πιθανό να προκύψει από τις επερχόμενες εκλογές θα ωφεληθεί ο λαός, αρνούμενη να πάρει υπόψη τον κίνδυνο να ωφεληθεί η αντίδραση και να υπολογίσει ακόμη την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου όταν αυτός είναι ολοφάνερος. Και δεύτερο, ότι εφόσον αρνείται ακόμη και να αναλογιστεί τον κίνδυνο, αρνείται επίσης πεισματικά να εξετάσει τους όρους για την αντιμετώπισή του και το κατά πόσο τους εκπληρώνει η τωρινή πολιτική του ΚΚΕ. Στην πράξη, όσοι υιοθετούν μια παρόμοια προσέγγιση σε στιγμές όπως οι τωρινές, πιστοποιούν πως είναι εντελώς άχρηστοι και ανίκανοι να συνεισφέρουν σε οτιδήποτε, εκτός από το να θέτουν εμπόδια.
Με δεδομένη τη στάση του ΚΚΕ, η μόνη άμεση θετική δυνατότητα να δημιουργηθεί ένα αντίβαρο στις ανησυχητικές εξελίξεις φαίνεται να είναι η διενέργεια μιας σοβαρής συζήτησης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πάνω στο θέμα της εκλογικής συνεργασίας. Αυτή η συζήτηση, χωρίς εκ των προτέρων όρους και με θετικό πνεύμα, δεν έχει δυστυχώς γίνει ως τώρα. Ίσως να μην είναι ακόμη αργά.
Σημειώσεις
1. Βλέπε Χρ. Κεφαλή, «Το νέο κόμμα του Π. Καμμένου και οι προοπτικές της ελληνικής ακροδεξιάς», 12/3, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=2095.
2.«Τη βοήθεια της Παναγίας ζήτησε ο Καμμένος», www.pieria-gr.blogspot.com, 26/2/2012. Όπως εύστοχα σημειώνεται στο ίδιο σάιτ, όταν πολιτικοί όπως ο Καμμένος ζητούν «την βοήθεια από τον Θεό ή την Παναγιά τότε, επί της ουσίας, παραδέχονται ότι είναι αδύναμοι και ανίκανοι να φέρουν εις πέρας το έργο που υποτίθεται ότι έχουν αναλάβει».
3. Λεόν Τρότσκι, Γερμανία, ο Φασισμός και το Εργατικό Κίνημα, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, σελ. 57.
4. Κλάρα Τσέτκιν, «Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό», στο υπό έκδοση αφιερωμένο στο φασισμό τεύχος της Μαρξιστικής Σκέψης, τόμ. 5, σελ. 18.
5. «Δημοσκόπηση: Πρώτη αλλά πτωτική η ΝΔ. ΠΑΣΟΚ - ΚΚΕ στα ίσα και ο ΣΥΡΙΖΑ- Πτωτική η ΔΗΜΑΡ, σαρώνει ο Καμμένος», http://xronika05.blogspot.com/2012/03/blog-post_6632.html. Σχετικά με τις συναντήσεις Καμμένου-Δημαρά και την επικείμενη συμφωνία τους, βλέπε π.χ. στα http://www.inews.gr/203/esfixan-ta-cheria-kammenos-kai-dimaras.htm και http://troktiko.eu/2012/03/ta-briskoun-kammenos-dhmaras/. Για σελίδες όπου περιλαμβάνουν στο σχήμα και τον Καζάκη, κάνοντας λόγο και για στήριξή του από τον Μίκη Θεοδωράκη, βλέπε «Ενώνονται Καμμένος, Δημαράς, Καζάκης (;)», http://anti-ntp.blogspot.com/2012/03/blog-post_8430.html.
6. «Ριζοσπάστης», 21/4/2012.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός, μέλος της ΣΕ της «Μαρξιστικής Σκέψης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου