του
Ηλία Ιωακείμογλου
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε μια πρωτότυπη συγκυρία που συνδυάζει την διατήρηση ενός μεγάλου ελλείμματος στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, την συνέχιση και την όξυνση της κρίσης χρέους, την τετραετή θεαματική μείωση των εισοδημάτων των εργαζόμενων τάξεων και του προϊόντος, την αδυναμία της...
Ελλάδας να χρησιμοποιήσει τα παραδοσιακά εργαλεία της οικονομικής πολιτικής που θα είχε στη διάθεσή της εάν διέθετε εθνικό νόμισμα, την ανάδειξη ατελειών στην αρχιτεκτονική της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, και την εφαρμογή μιας πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης η οποία δεν έχει οδηγήσει ακόμη την οικονομία σε ανάκαμψη, παρά τα όσα είχαν αρχικά διακηρυχθεί ως προς τις δυνατότητες αυτής της πολιτικής.
ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣΗΣ
Η αποτυχία της εσωτερικής υποτίμησης σχετίζεται με το θεωρητικό σχήμα επί του οποίου βασίζεται.
Προνομιακή θέση σε αυτό το θεωρητικό σχήμα κατέχει ο μηχανισμός προσαρμογής της οικονομίας, δηλαδή ο μηχανισμός ο οποίος ενεργοποιείται όταν αυτή βρίσκεται σε ανισορροπία και ο οποίος αναλαμβάνει να την επαναφέρει σε κατάσταση ισορροπίας. Ο μηχανισμός αυτός είναι ο δίαυλος της ανταγωνιστικότητας τιμής (competitiveness channel), που συγκροτείται από την διαδικασία σχηματισμού των μισθών (wage setting), την διαδικασία σχηματισμού των τιμών (price setting) και την επίπτωση της ανταγωνιστικότητας τιμής στην συνολική ζήτηση. Πιο συγκεκριμένα, το θεωρητικό σχήμα της εσωτερικής υποτίμησης προβλέπει ότι μια οικονομία μπορεί, μειώνοντας τους μισθούς, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά τιμής, να αυξήσει έτσι τις εξαγωγές της και την συνολική ζήτηση, άρα και την παραγωγή, και να οδηγηθεί σε ένα νέο επίπεδο ισορροπίας στο οποίο θα υπάρχει αφενός μεν πληθωρισμός σταθερός και ίσος προς τον πληθωρισμό των ανταγωνιστριών χωρών, αφετέρου δε βελτιωμένο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών.
Η πορεία αυτής της οικονομίας, σύμφωνα με το θεωρητικό σχήμα της εσωτερικής υποτίμησης, είναι αναγκαστική, χωρίς εναλλακτική λύση, διότι η οικονομία έλκεται από ένα σημείο βαρυτικής έλξης, έναν σημειακό ελκυστή, στον οποίο μοιραία θα καταλήξει ανεξάρτητα από τον δρόμο που θα ακολουθήσει. Ο ελκυστής αυτός έχει γίνει γνωστός με το όνομα του nairu (ποσοστό ανεργίας σταθερού πληθωρισμού), και παλαιότερα με το όνομα του "φυσικού ποσοστού ανεργίας".
Οι πραγματικές δυνατότητες της εσωτερικής υποτίμησης να οδηγήσει την οικονομία σε ένα νέο επίπεδο ισορροπίας μπορούν να είναι πολύ διαφορετικές από τις διακηρυγμένες δυνατότητές της. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν διαδικασίες σωρευτικής αιτιότητας, οι οποίες δημιουργούν διαδοχικούς κύκλους φθίνουσας συσσώρευσης κεφαλαίου που είναι σε θέση να παρεμποδίζουν, πρόσκαιρα ή για μια ολόκληρη δεκαετία ή περισσότερο, την προσαρμογή της οικονομίας και να την κρατούν σε κατάσταση ύφεσης για πολύ καιρό πριν οι διορθωτικοί μηχανισμοί της αγοράς, δηλαδή ο δίαυλος της ανταγωνιστικότητας τιμής, επαναφέρει την οικονομία σε ισορροπία, δηλαδή στον ελκυστή που ορίζεται ως το ποσοστό ανεργίας σταθερού πληθωρισμού (nairu).
Οι διαδικασίες αυτές, που απομακρύνουν την οικονομία από το nairu, έχουν γίνει γνωστές στην βιβλιογραφία με τον όρο της υστέρησης. Όταν παρατηρούμε φαινόμενα υστέρησης, το nairu είναι ένας αδύναμος ελκυστής. Αυτό σημαίνει ότι ανάλογα με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του παραγωγικού συστήματος, της κατανάλωσης και των επενδύσεων, των θεσμών των αγορών προϊόντων και της αγοράς εργασίας, η οικονομία μπορεί να ακολουθήσει μια ταχεία προσαρμογή σαν και αυτή που προβλέπεται από το νέο κεϊνσιανό υπόδειγμα σταθερής ισορροπίας (σημειακού ελκυστή), ενδέχεται όμως, η προσαρμογή να είναι εξαιρετικά βραδεία (μερική υστέρηση) ή να μην πραγματοποιηθεί καθώς η οικονομία θα παρασύρεται στο μονοπάτι που χαράσσουν οι εξωτερικές διαταραχές τις οποίες δέχεται (πλήρης υστέρηση).
Επομένως, ανάλογα με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μιας χώρας, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης μπορεί να επιτύχει τους στόχους της γρήγορα ή μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί όμως και να μην τους επιτύχει καθόλου. Ο επικεφαλής των οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Olivier Blanchard, γνωρίζει ότι στην περίπτωση της Ελλάδας η εσωτερική υποτίμηση μπορεί να απαιτήσει περισσότερα από δέκα έτη.
ΣΤΗ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ Η ΥΦΕΣΗ
Στην βραχυχρόνια διάρκεια οι μισθοί και οι τιμές δεν μεταβάλλονται, αλλά πραγματοποιείται η προσαρμογή της παραγωγής στην ζήτηση. Η πολιτική περιστολής των δημοσίων δαπανών μειώνει την συνολική ζήτηση και μέσω αυτής τον όγκο της παραγωγής. Ένα μεγαλύτερο μέρος του εγκατεστημένου παραγωγικού δυναμικού αργεί. Η μείωση της παραγωγής επιτυγχάνεται εν μέρει με μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και εν μέρει με μείωση της απασχόλησης (επομένως, με αύξηση του ποσοστού ανεργίας). Η μείωση της απασχόλησης επιφέρει μια πρόσθετη μείωση της συνολικής ζήτησης εξαιτίας της απώλειας εισοδήματος των ανέργων. Στο νέο, χαμηλότερο, επίπεδο χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού και της απασχόλησης, μειώνεται η απόδοση του παγίου κεφαλαίου (δηλαδή η κερδοφορία) επειδή έχουν μειωθεί οι πωλήσεις και συνακόλουθα τα κέρδη. Με
αυτές τις αλλαγές ολοκληρώνεται η βραχυχρόνια διάρκεια και αρχίζει η μεσοπρόθεσμη προσαρμογή της οικονομίας.
ΣΤΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ H ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΜΙΣΘΩΝ ΚΑΙ ΤΙΜΩΝ
Στην πρώτη περίοδο της μεσοπρόθεσμης διάρκειας αρχίζει η προσαρμογή των μισθών. Η αύξηση του ποσοστού ανεργίας έχει αποδυναμώσει την διαπραγματευτική θέση των μισθωτών και των σωματείων τους, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν χαμηλότερους ονομαστικούς μισθούς (που αντιστοιχούν σε χαμηλότερους πραγματικούς μισθούς με δεδομένες τις ισχύουσες τιμές κατά την στιγμή της διαπραγμάτευσης).
Μετά την μείωση των ονομαστικών μισθών, έχει επέλθει μεταβολή του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (που είναι το κλάσμα του μέσου ονομαστικού μισθού προς την παραγωγικότητα της εργασίας και μετράει πόσο κοστίζει σε μισθούς η παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος). Στην περίπτωση κατά την οποία το μοναδιαίο κόστος εργασίας θα παρέμενε σταθερό ή θα αυξανόταν, η εσωτερική υποτίμηση θα είχε ακυρωθεί πλήρως, διότι τότε οι επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να μειώσουν τις τιμές τους (όπως προβλέπει η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης). Η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν είναι προφανής διότι η ύφεση μειώνει τους ονομαστικούς μισθούς αλλά και την παραγωγικότητα, δηλαδή και τον αριθμητή και τον παρονομαστή του κλάσματος. Με άλλα λόγια, η μείωση της παραγωγικότητας μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε να αντισταθμίσειτην μείωση των ονομαστικών μισθών.
Η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης έχει φτάσει τώρα σε ένα πρώτο σημείο διακλάδωσης: εάν μειωθεί και μάλιστα σημαντικά το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η εσωτερική υποτίμηση μπορεί να συνεχιστεί, αλλιώς θα έχει ακυρωθεί. Ας υποθέσουμε όμως ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε. Οι επιχειρήσεις αντιδρούν τώρα στην μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας έτσι ώστε να μετατρέψουν ένα μέρος από το όφελός τους σε μείωση των τιμών τους, δηλαδή της ανταγωνιστικότητάς τους, και το υπόλοιπο μέρος σε κέρδος. Αυτό γίνεται με μείωση των τιμών που είναι μικρότερη από την μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Σε ποιο βαθμό επιλέγουν οι επιχειρήσεις το ένα ή το άλλο όφελος εξαρτάται από την ισχύ τους στην αγορά προϊόντων, από την μικρή ή μεγάλη ανάγκη ρευστότητας που έχουν κ.ά. Η εσωτερική υποτίμηση φτάνει εδώ σε ένα δεύτερο σημείο διακλάδωσης: εάν οι τιμές δεν μειωθούν ή μειωθούν λίγο, η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης ακυρώνεται. Ενδέχεται π.χ. οι ανάγκες των επιχειρήσεων όσον αφορά την ρευστότητά τους να είναι εξαιρετικά μεγάλες (όπως συμβαίνει στην διάρκεια της τρέχουσας κρίσης) ώστε να προτιμήσουν να μετατρέψουν ολόκληρο το όφελός τους από την μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε αύξηση των κερδών.
ΣΤΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ Η ΣΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗΣ
Ας υποθέσουμε, όμως, ότι μειώνονται οι τιμές. Αυτό θα μειώσει περαιτέρω τους ονομαστικούς μισθούς (αφού η διαπραγμάτευση γίνεται με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή) και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και τις τιμές. Οι δύο πλευρές συνεχίζουν να μειώνουν τις τιμές και τους μισθούς και εγκαθίσταται, έτσι, μια καθοδική σπείρα μισθών και τιμών, μια σπείρα υποτίμησης. Επειδή οι εγχώριες τιμές μειώνονται διαρκώς, αυξάνεται σταδιακά η ανταγωνιστικότητα τιμής.
Ως αποτέλεσμα αυξάνονται οι εξαγωγές, ενώ οι εισαγωγές μειώνονται επειδή υπάρχει, πρώτον, μειωμένη εσωτερική ζήτηση, και δεύτερον, αυξημένη ανταγωνιστικότητα τιμής. Αυξάνεται έτσι η εξωτερική ζήτηση, και θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς, μειώνεται η ανεργία. Η διαδικασία αυτή, της αλληλεπίδρασης του εξωτερικού εμπορίου με την σπείρα μισθών και τιμών οδηγεί, ceteris paribus, σε μια νέα ισορροπία: αυξάνεται σταδιακά η εξωτερική ζήτηση και μαζί με αυτήν η συνολική ζήτηση και η παραγωγή. Στο τέλος της προσαρμογής, ο δίαυλος της ανταγωνιστικότητας τιμής έχει οδηγήσει την οικονομία σε κατάσταση ισορροπίας και η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης έχει ολοκληρωθεί.
ΣΤΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΕΙ Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ
Οι μειώσεις των μισθών και της απασχόλησης στην πρώτη φάση της μεσοπρόθεσμης διάρκειας (αφού δηλαδή η αρχική μείωση των δημοσίων δαπανών έχει βυθίσει την οικονομία σε ύφεση) συρρικνώνουν το διαθέσιμο πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών που προέρχεται από εργασία. Επειδή η ροπή προς κατανάλωση των νοικοκυριών των μισθωτών είναι υψηλή, θα υπάρξει, θεωρώντας τους άλλους παράγοντες σταθερούς, μια ισχυρή μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Το διαθέσιμο πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών που προέρχεται από διανεμόμενακέρδη μειώνεται εξαιτίας της μείωσης του προϊόντος και της πραγματικής υποτίμησης που καθιστά ακριβότερα τα εισαγόμενα προϊόντα και παρά το γεγονός ότι η μείωση των μισθών ευνοεί τα κέρδη. Μειώνεται έτσι η ιδιωτική κατανάλωση και μέσω αυτής η εσωτερική ζήτηση, η παραγωγή και η απασχόληση και επιτείνεται η σπείρα της ύφεσης. Κατά την πρώτη περίοδο της μεσοπρόθεσμης διάρκειας, η απόδοση παγίου κεφαλαίου έχει πιθανότατα μειωθεί κυρίως επειδή μειώθηκαν οι πωλήσεις. Βεβαίως, η απόδοση κεφαλαίου αυξάνεται όταν μειώνεται ο μισθός. Η απόδοση κεφαλαίου ενδέχεται να παρουσιάζει αύξηση υπό τον όρο ότι η μείωση του μισθού θα είναι τόσο μεγάλη ώστε να υπερβαίνει την αρνητική επίπτωση που έχουν όλοι οι άλλοι παράγοντες επί της κερδοφορίας.
Εάν θα συμβεί ή δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο εξαρτάται από τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του παραγωγικού συστήματος και της αγοράς εργασίας. Αυτό αποτελεί και το τρίτο σημείο διακλάδωσης του συστήματος: εάν η κερδοφορία αυξηθεί, η εσωτερική υποτίμηση μπορεί να ακολουθήσει τον δρόμο της, αλλιώς θα ακυρωθεί. Διότι, η μείωση της κερδοφορίας και η αύξηση του αργούντος παραγωγικού δυναμικού οδηγούν σε μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και σε περισσότερη ύφεση. Όταν μειώνεται η κερδοφορία έχουμε αποεπένδυση (όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου μειώνεται το καθαρό απόθεμα παγίου κεφαλαίου).
Αυτό συρρικνώνει το παραγωγικό δυναμικό, αυξάνει τον βαθμό χρησιμοποίησης του εναπομείναντος παραγωγικού δυναμικού, ενισχύει έτσι την ολιγοπωλιακή ισχύ των επιχειρήσεων στις αγορές προϊόντων και εμποδίζει την πτώση των τιμών. Τα αποτελέσματα αυτά εγκαινιάζουν έναν νέο κύκλο φθίνουσας συσσώρευσης κεφαλαίου. Εγκαθίσταται έτσι μια διαδικασία διαδοχικών κυμάτων συρρίκνωσης της παραγωγής, των επενδύσεων, της ιδιωτικής κατανάλωσης και της συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου. Τα αποτελέσματα της συσσώρευσης κεφαλαίου τείνουν να ανατρέψουν (και υπό συνθήκες πράγματι ανατρέπουν) την δυναμική της προσαρμογής μέσω των εξαγωγών. Τα αποτελέσματα της συσσώρευσης αναχαιτίζουν την εσωτερική υποτίμηση.
Στην σπείρα της εσωτερικής υποτίμησης αντιπαρατίθεται η σπείρα της αποεπένδυσης. Η πρώτη σπείρα πασχίζει να βρει τον δρόμο της προς την αύξηση της παραγωγής χάρη στις μειώσεις των μισθών και των τιμών, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της εξωτερικής ζήτησης, ενώ η δεύτερη μειώνει διαρκώς την εσωτερική ζήτηση. Έτσι, τι θα συμβεί στην συνολική ζήτηση (που είναι το άθροισμα εσωτερικής και εξωτερικής ζήτησης) εξαρτάται από την σχετική ισχύ των δύο σπειρών.
Ό,τι κερδίζει η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης σε αύξηση της εξωτερικής ζήτησης, μπορεί να το χάνει διπλά μειώνοντας την εσωτερική ζήτηση. Ανάλογα με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του παραγωγικού συστήματος, των θεσμών των αγορών προϊόντων και της αγοράς εργασίας, η οικονομία μπορεί να ακολουθήσει μια ταχεία προσαρμογή σαν και αυτή που προβλέπεται από την καθεστωτική οικονομική θεωρία, ενδέχεται όμως, η προσαρμογή να είναι εξαιρετικά βραδεία, να διαρκέσει δεκαετίες ή να μην πραγματοποιηθεί καθόλου καθώς η οικονομία θα παραμένει καθηλωμένη στην ύφεση.
ΣΤΗΝ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Ο ανταγωνισμός μεταξύ της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης και της διαδικασίας της συσσώρευσης κεφαλαίου μπορεί να διαρκέσει πολύ. Η οικονομία μπορεί να παραμένει σε κατάσταση ύφεσης ή βραδείας ανάπτυξης επί δεκαετίες. Στο σημείο αυτό αναφύεται το γνωστό ερώτημα, για ποιο λόγο η εξουσία και οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι επιμένουν σε μια πολιτική που τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να επιτύχει τους διακηρυγμένους στόχους της.
Η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που ισχύει στην μακροχρόνια διάρκεια: Αυτό που μεσοπρόθεσμα είναι ανταγωνισμός, μακροπρόθεσμα γίνεται συνεργασία: η φθίνουσα συσσώρευση κεφαλαίου βυθίζει την οικονομία στην ύφεση που καταστρέφει ακόμη περισσότερο την διαπραγματευτική ισχύ των μισθωτών, αποδυναμώνει τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις,
μειώνει ακόμη περισσότερο τους μισθούς. Μακροχρόνια, η όλη διαδικασία αποκτά την λογική του οικονομικού δαρβινισμού, την λογική της εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών ή λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων και των μη ανταγωνιστικών ανθρώπων ώστε η οικονομία, αν και συρρικνωμένη, να βρει, τελικά, έναν καινούργιο δρόμο υψηλών επιδόσεων
μέσω μιας διαδικασίας δημιουργικής καταστροφής.
Αναμφισβήτητα, αυτό μπορεί να συμβεί εάν δεν υπάρξουν κοινωνικές δυνάμεις που θα σταματήσουν με πολιτική απόφαση την εσωτερική υποτίμηση. Αλλιώς μεγάλες μερίδες των υποτελών κοινωνικών τάξεων, συμπεριλαμβανομένων των μικροαστών, θα έχουν προσφερθεί θυσία στον Μολώχ του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
πηγή:http://aristeroblog.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου