του Βασίλη Σωτηρόπουλου*
Είμαι κατά της λεγόμενης υποχρέωσης "αυτοσυγκράτησης" των δικαστών, κατά την οποία η Δικαιοσύνη δεν πρέπει να παρεμποδίζει τις άλλες κρατικές λειτουργίες κρίνοντας αντισυνταγματικές τις αποφάσεις τους. Οι δικαστές έχουν υποχρέωση (όχι "δικαίωμα") να μην εφαρμόζουν νόμο,....
οι διατάξεις του οποίου αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (βλ. άρθρο 93 παρ. 4 Σ.). Από τη στιγμή που η Πολιτεία αποφασίζει να εντάξει μια απόφασή της σε νομικό κείμενο, η απόφαση τίθεται σε εν δυνάμει δικαστικό έλεγχο.
Η κρίση των δικαστών όμως πρέπει να βασίζεται στο Σύνταγμα και στο υπερκείμενο διακρατικό δίκαιο (όπως είναι το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο) κι όχι στις προσωπικές και υποκειμενικές απόψεις τους για τα πράγματα. Οι δικαστές, έχοντας εκ της θέσεώς τους την δυνατότητα να επιβάλλουν κυριαρχικά τις απόψεις τους με το διατακτικό των αποφάσεών τους, πείθουν ότι όντως ενέργησαν με μόνο γνώμονα το Σύνταγμα όταν η ερμηνεία του Συντάγματος βασίζεται σε συγκεκριμένες μεθόδους που αποτελούν κτήματα της νομικής επιστήμης. Εάν οι απόψεις τους δεν παρουσιάζουν τέτοια επιστημονικά ερείσματα, τότε οι αποφάσεις καθίστανται αυθαίρετες διαταγές που επιβάλλονται με τον μανδύα μιας νομιμοφανούς, αλλά τελικά αντιδημοκρατικής και αυθαίρετης εξουσιασίας. Γι' αυτό το Σύνταγμα επιβάλλει κάθε δικαστική απόφαση να είναι "ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη" (βλ. άρθρο 93 παρ. 3 Σ.). Ορισμένοι δικαστικοί λειτουργοί θεωρούν ότι η "ειδική κι εμπεριστατωμένη" αιτιολογία περιορίζεται σε πολυσέλιδες προσωπικές θεωρήσεις και υποκειμενικές ερμηνείες που επινοούν εκ των υστέρων, έχοντας προαποφασίσει το διατακτικό της απόφασής τους με βάση την γενική "αίσθηση" που έχουν για το δίκαιο. Γι' αυτό θα πρέπει κάποτε να προβλεφθεί ότι οι δικαστές έχουν υποχρέωση στην αιτιολόγηση των αποφάσών τους να μνημονεύουν ρητά τους συγκεκριμένους επιστημονικούς κανόνες που εφαρμόζουν κατά την ανάλυση τους.
Με την απόφαση 350/2011 του Δ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Δικαστήριο υπέβαλε σε έλεγχο συνταγματικότητας το νόμο 3838/2010, που προβλέπει το νέο τρόπο κτήσης της Ελληνικής ιθαγένειας και τη συμμετοχή αλλοδαπών τρίτων χωρών (εκτός ΕΕ) στις δημοτικές εκλογές (βλ. εδώ).
Με την απόφαση αυτή, το Τμήμα έκρινε ότι μια επιλογή του προϊσχύοντος δικαίου, η αρχή του "jus sanguinis" ("δίκαιο του αίματος"), κατά την οποία η κτήση της ιθαγένειας απορρέει αποκλειστικώς και μόνον από την ιδιότητα των γονέων ως Ελλήνων, δεν μπορούσε να τροποποιηθεί με τον νεότερο νόμο 3838/2010. Ωστόσο, οι μόνες αρχές που δεν μπορούν να τροποποιηθούν από τον κοινό νομοθέτη είναι αυτές που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα. Στο Σύνταγμα δεν υπάρχει καμία αναφορά στο "δίκαιο του αίματος", οπότε ο κοινός νομοθέτης του Ν.3838/2010 σαφώς και μπορούσε να τροποποιήσει και να καταργήσει το "jus sanguinis".
Το Τμήμα, προκειμένου να υποστηρίξει ότι το "jus sanguinis" αποτελεί κανόνα συνταγματικής περιωπής, άρα ότι αποτελεί αρχή που ανατρέπεται μόνον με αναθεώρηση του Συντάγματος, επικαλείται ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος, όπως το άρθρο 1 παρ. 3, κατά το οποίο "όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα". Από αυτή τη φράση, το Τμήμα ξεχωρίζει την λέξη "Έθνος", στην οποία δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα από τον "Λαό" και από το "ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα". Κατά το Τμήμα, "το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες, όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική". Με βάση λοιπόν αυτή την προσέγγιση του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος, το Τμήμα έρχεται να ελέγξει κατά πόσον η συγκεκριμένη κρατική πολιτική του Ν.3838/2010 υπηρετεί τα συμφέροντα των "παρελθουσών και μελλοντικών γενεών", τα οποία τόσο καλά γνωρίζει το Δικαστήριο.
Αρχικά, το Τμήμα αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του Κράτους να ορίζει κυριαρχικά (δηλαδή χωρίς να του το επιβάλλει το διακρατικό δίκαιο) το δίκαιο της ιθαγένειας. Στην αρμοδιότητα όμως του κοινού νομοθέτη που θεσπίζει το δίκαιο της ιθαγένειας, το Τμήμα "βρίσκει" έναν άνωθεν περιορισμό: "το δίκαιο αυτό, εξ επόψεως εσωτερικών ορίων, πρέπει να μην προσβάλλει τις ως άνω συνταγματικές αρχές, δηλαδή ούτε να επιτρέπει την είσοδο στη λαϊκή κοινότητα (λαός) αλλοδαπών προσώπων χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό με αυτή - ιδίως με την πρόβλεψη αθρόων πολιτογραφήσεων - εις τρόπον ώστε να συγκροτείται αυθαιρέτως το συνθετικό στοιχείο του Κράτους (λαός) και το ανώτατο αυτού όργανο (λαός - εκλογικό σώμα και, εν τέλει, να αποσυντίθεται η έννοια του έθνους, ούτε και να θέτει διατάξεις που να επιτρέπουν ευχερή αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας".
Από αυτή την αιτιολογική σκέψη, τίποτε δεν αναγράφεται στο Σύνταγμα. Το μόνο που αναφέρει το Σύνταγμα για το δίκαιο της ιθαγένειας είναι ότι αυτό καθορίζεται από τον κοινό νομοθέτη κι ότι αφαίρεση της ιθαγένειας επιτρέπεται μόνον όταν "κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη στα ελληνικά συμφέροντα" και πάλι όμως μόνο "με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος" (βλ. άρθρο 4 παρ. 3 του Συνταγματος). Με δυο λόγια, το Σύνταγμα επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να κάνει ό,τι θέλει με την απονομή της ιθαγένειας, αρκεί να προβλέψει τους δύο αυτούς μόνους λόγους για την αφαίρεσή της, αλλά και πάλι με προϋποθέσεις που θα αποφασίσει η Βουλή.
Επομένως, ο κοινός νομοθέτης έχει την συνταγματικά απονεμηθείσα ευχέρεια ακόμη και να επιτρέψει την πολιτογράφηση "προσώπων χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό" με τον ιθαγενή Λαό, αφού αν το Σύνταγμα το απαγόρευε, θα το ανέφερε ρητά, όπως στην περίπτωση της αφαίρεσης της ιθαγένειας. Όσον αφορά την "αποσύνθεση" του Έθνους, το Τμήμα υποπίπτει στην κραυγαλέα αντίφαση του να αποδέχεται αφενός ότι στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται και οι μελλοντικές γενιές, από τις οποίες αίφνης θεωρεί ότι εξαιρούνται αυτοδικαίως και δια παντός και εκ των προτέρων οι αλλοδαποί - είτε πολιτογραφηθούν, είτε δεν πολιτογραφηθούν ποτέ! Λες και οι παρελθούσες γενιές του Έθνους κατηγοριοποιούνται ως τέτοιες από την θεσμική αναγνώριση της Ελληνικής ιθαγένειας των μελών τους. Το ίδιο το Σύνταγμα κάνει μια σαφή διάκριση: ο Λαός (το εκλογικό σώμα), είναι μια συλλογικότητα με νομική αναγνώριση, ενώ το Έθνος είναι μια ιστορική και πραγματολογική έννοια, πέρα από το νομικό status του κάθε μέλους του. Αν θεωρήσουμε ότι Έθνος θα είναι μόνο ό,τι έχει αναγνωριστεί ως εκλογικό σώμα, θα έχουμε παραγνωρίσει απολύτως την εν λόγω ρητή συνταγματική διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες. Το Τμήμα δεν μας εξηγεί με ποιες ερμηνευτικές μεθόδους της νομικής επιστήμης έχει ξεπεράσει αυτή τη διάκριση και πόθεν απορρέει ο συνταγματικός κανόνας των φραγμών στην αναγνώριση της ιθαγένειας χάριν μιας αιματολογικής συνέχειας. Το Τμήμα θεωρεί προφανώς ότι η έννοια του Έθνους ταυτίζεται με την έννοια της φυλής, μιας ομάδας με κοινή βιολογική καταγωγή, της οποίας η καθαρότητα πρέπει να συντηρηθεί πάση θυσία, απομακρύνοντας κάθε αντίθετο νομικό εμπόδιο που απειλεί αυτή την σωματική διαδοχή. Το Σύνταγμα όμως, θεσπισμένο μετά τις ναζιστικές θηριωδίες και μετά την ελληνοχριστιανική δικτατορία, δεν αναφέρει τίποτε απ' όλ' αυτά.
Περαιτέρω, η απόφαση αναφέρεται στην διάταξη του άρθρου 16 του Συντάγματος, κατά το οποίο η εκπαίδευση πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη εθνικής συνειδήσεως. Από αυτήν την συνταγματική επιταγή, το Τμήμα εξάγει το συμπέρασμα ότι δήθεν ο συνταγματικός νομοθέτης αποβλέπει στη "συνέχεια" του Έθνους βάσει του αίματος. Ενώ βέβαια, αυτή ακριβώς η διάταξη βασίζεται στην ακριβώς αντίθετη παραδοχή: η εθνική συνείδηση αναπτύσσεται με την εκπαίδευση, κι επομένως Έλληνας γίνεσαι μέσα από μία οργανωμένη πνευματική διαδικασία κι όχι αποκλειστικώς και μόνον βάσει του αίματός σου, όπως περιέργως υποστηρίζει το Τμήμα ότι επιβάλλει το Σύνταγμα.
Βάζοντας το Σύνταγμα στο search, η τρίτη συνάντηση της λέξης "Έθνος" είναι το άρθρο 21 για την προστασία της οικογένειας, το οποίο επίσης αναφέρει το Τμήμα στην απόφασή του. Εκεί αναφέρεται ότι "η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία, τελούν υπό την προστασία του Κράτους". Δεν λέει βέβαια ότι το θεμέλιο είναι "η αποκλειστικώς ελληνική οικογένεια, δηλαδή εκείνη που αποτελείται από μια αδιάσειστη σειρά εθνικής διαδοχής που το γενεαλογικό της δέντρο θα φτάσει μέχρι τον Περικλή". Το Σύνταγμα αναγνωρίζει απλώς την υποχρέωση του Κράτους για κοινωνικές παροχές σε κάθε οικογένεια, επειδή αναγνωρίζει την σημασία του θεσμού στην συγκροτηση του κοινωνικού ιστού στη χώρα μας, όπως και σε κάθε χώρα. Γι΄αυτό και το άρθρο 21 εντάσσεται στο κεφάλαιο των "κονωνικών δικαιωμάτων" του συντάγματος.
Παρ' όλ' αυτά, το Τμήμα έκρινε ότι αυτές οι διατάξεις ("υπέρ αυτού και του Έθνους", "ανάπτυξη εθνικής συνείδησης" και "θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους") αποτελούν τη συνταγματική βάση για την υποδοχή της αρχής του jus sanguinis και της αναγνώρισης περιορισμένων εξαιρέσεων για τους αλλογενείς. Το γεγονός όμως ότι η αρχή του jus sanguinis δεν είναι αντίθετη σε δυο - τρεις αόριστες, μη συστηματοποιημένες συνταγματικές φράσεις που βρίσκονται διασκορπισμένες εδώ κι εκεί στον καταστατικό χάρτη, δεν σημαίνει και ότι είναι ένας συνταγματικός κανόνας από τον οποίο δεν μπορεί να αποκλείνει ο κοινός νομοθέτης. Το Σύνταγμα αναφέρει στο άρθρο 4 παρ. 3 αναφέρει μόνο ότι "Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που αναφέρει ο νόμος", άρα η προσθήκη που θέτει σε αυτήν την φράση, το Τμήμα είναι "αρκεί ο νόμος να μην παραβιάζει την αρχή του jus sanguinis". Ένα Δικαστήριο όμως δεν έχει αρμοδιότητα να αναθεωρεί το Σύνταγμα, αλλά μόνο να το εφαρμόζει, ακολουθώντας τις γνωστές επιστημονικές μεθόδους ερμηνείας, οι οποίες απουσιάζουν από το κείμενο αυτής της απόφασης.
Έπειτα, το Τμήμα ανακαλύπτει κι άλλη μια "προϋπόθεση" που -κατά την κρίση του- απορρέει από το άρθρο 1 του Συντάγματος: "πολιτογράφηση μπορεί να γίνει μόνο ύστερα από εξατομικευμένη κρίση". Δηλαδή δεν αρκούν τα αντικειμενικά κριτήρια όπως η γέννηση σε Ελληνικό έδαφος, η παραμονή στο έδαφος αυτό για χρόνια, η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και η μη καταδίκη. Το Τμήμα θέλει ο νόμος να εξετάζει και άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου που ζητά να πολιτογραφηθεί, πιο εσωτερικά, άρα και πιο υποκειμενικά. Διότι, αλλιώς, λέει, ο νόμος υποστηρίζει την "αθρόα πολιτογράφηση", άλλη έννοια που παρουσιάζεται ως απαγορευτική για τον κοινό νομοθέτη, ενώ το Σύνταγμα δεν περιέχει τέτοια απαγόρευση.
Το Τμήμα όμως εκθέτει και εντελώς εξωνομικές απόψεις όσον αφορά την ιθαγένεια: "η ιδιότητα της ελληνικής ιθαγένειας, στην περίπτωση που απονέμεται αθρόως πρέπει να αποτελεί το τελικό στάδιο της ενσωμάτωσης των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία και όχι το μέσο για την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία αλλοδαπών μη εχόντων εισέτι απκτήσει την ελληνική συνείδηση". Πρόκειται για μια φράση που ενώ βρίσεται σε δικαστική απόφαση, ασκεί ευθέως κριτική σε μια εφαρμοζόμενη πολιτική, εντελώς πέρα και έξω από κάθε έννοια ελέγχου νομιμότητας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας σε αυτό το σημείο ελέγχει μόνο την σκοπιμότητα της συγκεκριμένης διαδικασίας, δηλαδή προβαίνει απροκάλυπτα σε πολιτική κριτική, πέρα από κάθε αρμοδιότητά του και χωρίς να βασίζει την κρίση του σε κάποια αντικειμενικά δεδομένα, όπως μελέτες, στατιστικές ή άλλα επικαλούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Όπως ο κλασικός τύπος στο καφενείο που σχολιάζει αρνητικά την μία ή την άλλη κυβερνητική πολιτική, λέγοντας τι θα έκανε ο ίδιος εάν ήταν πρωθυπουργός. Κατά την άποψη μάλιστα ενός συμβούλου που συμμετείχε σε αυτήν την δικαστική σύνθεση του Τμήματος αναφέρει ότι "ούτε η επιτυχής παρακολούθηση έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα διασφαλίζουν άνευ ετέρου την ένταξη του ενδιαφερόμενου στην ελληνική κοινωνία ως φορέα των αξιών του Ελληνικού έθνους". Μόνο το αίμα!!!
Υπήρξε ωστόσο κι ένας (1) Σύμβουλος του Τμήματος (από τους επτά) που υποστήριξε ότι οι νέες διατάξεις του Κώδικα Ιθαγένειας δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα.
Έπειτα η απόφαση λέει ότι οι αλλοδαποί στους οποίους δεν έχει απονεμηθεί η Ελληνική Ιθαγένεια δεν πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου ή υποψηφιότητας στις δημοτικές εκλογές, διότι αυτό απαγορεύεται τάχα από το Σύνταγμα. Τις απαγορεύσεις εντοπίζουν οι Σύμβουλοι του Τμήματος στο άρθρο 102 παρ 2 του Συντάγματος ("οι αρχές τους εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία όπως νόμος ορίζει"), στο άρθρο 52 του Συντάγματος που όμως είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο "Βουλή" κι αφορά την ανάδειξη της νομοθετικής εξουσίας χωρίς καλπονοθείες ("η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση") και στο άρθρο 1 παρ. 2 που αναφέρει ότι η δημοκρατία βασίζεται στις λαϊκές αποφάσεις. ("θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία"). Από αυτές τις διατάξεις, μόνο μία αφορά το θέμα των δημοτικών εκλογών: η διάταξη του άρθρου 102 παρ. 2 που αναφέρει ότι οι δημοτικές αρχές εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία. Δεν λέει πουθενά το Σύνταγμα ότι απαγορεύεται η αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου στους αλλοδαπούς.
Όταν το Σύνταγμα απαιτεί την ιδιότητα του πολίτη για την ενάσκηση ενός συνταγματικού δικαιώματος, το αναφέρει ρητά. Για παράδειγμα στο άρθρο 29: "Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα που η οργάνωση και η δράση τους εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος". Το Σύνταγμα επιφυλάσσει ρητώς στους Έλληνες το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικού κόμματος. Επίσης στο άρθρο 55 αναφέρεται ότι "για να εκλεγεί κανείς βουλευτής πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο της ηλικίας του κατά την ημέρα της εκλογής". Στο άρθρο 51 επίσης αναφέρεται ότι το δικαίωμα του εκλέγειν ασκείται "από τους πολίτες". Καμία από αυτές τις προϋποθέσεις περιέχεται στο άρθρο 102 που αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση. Επομενως, ο κοινός νομοθέτης έχει κάθε ευχέρεια να αναγνωρίσει το δικαίωμα ψήφου σε κάθε κάτοικοι δήμου, είτε είναι Έλληνας πολίτης είτε όχι, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου. Συνεπώς, καμία απαγόρευση στο Σύνταγμα για το δικαίωμα ψήφου των αλλοδαπών στις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η απόφαση, επειδή τοποθετείται σε ένα ζήτημα συνταγματικότητας, παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η οποία θα πρέπει να αποφανθεί εάν η αιματολαγνεία του Τμήματος έχει προσβάλλει κι άλλες πτέρυγες του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας ή υπάρχουν και δικαστές που ξεδιψούν με απλό νερό.
To πρόβλημα με τα ανώτατα δικαστήρια της Ελλάδας είναι ότι δεν έχουν καθιερώσει κάποιες κοινές συντεταγμένες που αποτελούν τα κριτήρια για το τεστ συνταγματικότητας. Ενώ για την αρχή της αναλογικότητας, σταδιακά διαμορφώθηκε ένα σχετικό τριπλό τεστ, όπως ίσως και για την αρχή της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 43, τα ανώτατα δικαστήρια απέχουν για την διαμόρφωση κριτηρίων στις λεγόμενες hard cases, με μια παγερή αδιαφορία για την συστηματοποίηση της νομολογίας τους και μια αδικαιολόγητη εμμονή στην περιπτωσιολογική και τελικά υποκειμενική κρίση των υποθέσεων. Η δε νομολογία χρησιμεύει το πολύ ως "υπόδειγμα", για να μην κουράζονται οι δικαστές κι όχι ως ένας ακόμη πυλώνας της ισότητας και της ασφάλειας δικαίου στην οποία μπορεί να βασιστεί ο πολίτης.
*Νομικός
Είμαι κατά της λεγόμενης υποχρέωσης "αυτοσυγκράτησης" των δικαστών, κατά την οποία η Δικαιοσύνη δεν πρέπει να παρεμποδίζει τις άλλες κρατικές λειτουργίες κρίνοντας αντισυνταγματικές τις αποφάσεις τους. Οι δικαστές έχουν υποχρέωση (όχι "δικαίωμα") να μην εφαρμόζουν νόμο,....
οι διατάξεις του οποίου αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (βλ. άρθρο 93 παρ. 4 Σ.). Από τη στιγμή που η Πολιτεία αποφασίζει να εντάξει μια απόφασή της σε νομικό κείμενο, η απόφαση τίθεται σε εν δυνάμει δικαστικό έλεγχο.
Η κρίση των δικαστών όμως πρέπει να βασίζεται στο Σύνταγμα και στο υπερκείμενο διακρατικό δίκαιο (όπως είναι το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο) κι όχι στις προσωπικές και υποκειμενικές απόψεις τους για τα πράγματα. Οι δικαστές, έχοντας εκ της θέσεώς τους την δυνατότητα να επιβάλλουν κυριαρχικά τις απόψεις τους με το διατακτικό των αποφάσεών τους, πείθουν ότι όντως ενέργησαν με μόνο γνώμονα το Σύνταγμα όταν η ερμηνεία του Συντάγματος βασίζεται σε συγκεκριμένες μεθόδους που αποτελούν κτήματα της νομικής επιστήμης. Εάν οι απόψεις τους δεν παρουσιάζουν τέτοια επιστημονικά ερείσματα, τότε οι αποφάσεις καθίστανται αυθαίρετες διαταγές που επιβάλλονται με τον μανδύα μιας νομιμοφανούς, αλλά τελικά αντιδημοκρατικής και αυθαίρετης εξουσιασίας. Γι' αυτό το Σύνταγμα επιβάλλει κάθε δικαστική απόφαση να είναι "ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη" (βλ. άρθρο 93 παρ. 3 Σ.). Ορισμένοι δικαστικοί λειτουργοί θεωρούν ότι η "ειδική κι εμπεριστατωμένη" αιτιολογία περιορίζεται σε πολυσέλιδες προσωπικές θεωρήσεις και υποκειμενικές ερμηνείες που επινοούν εκ των υστέρων, έχοντας προαποφασίσει το διατακτικό της απόφασής τους με βάση την γενική "αίσθηση" που έχουν για το δίκαιο. Γι' αυτό θα πρέπει κάποτε να προβλεφθεί ότι οι δικαστές έχουν υποχρέωση στην αιτιολόγηση των αποφάσών τους να μνημονεύουν ρητά τους συγκεκριμένους επιστημονικούς κανόνες που εφαρμόζουν κατά την ανάλυση τους.
Με την απόφαση 350/2011 του Δ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Δικαστήριο υπέβαλε σε έλεγχο συνταγματικότητας το νόμο 3838/2010, που προβλέπει το νέο τρόπο κτήσης της Ελληνικής ιθαγένειας και τη συμμετοχή αλλοδαπών τρίτων χωρών (εκτός ΕΕ) στις δημοτικές εκλογές (βλ. εδώ).
Με την απόφαση αυτή, το Τμήμα έκρινε ότι μια επιλογή του προϊσχύοντος δικαίου, η αρχή του "jus sanguinis" ("δίκαιο του αίματος"), κατά την οποία η κτήση της ιθαγένειας απορρέει αποκλειστικώς και μόνον από την ιδιότητα των γονέων ως Ελλήνων, δεν μπορούσε να τροποποιηθεί με τον νεότερο νόμο 3838/2010. Ωστόσο, οι μόνες αρχές που δεν μπορούν να τροποποιηθούν από τον κοινό νομοθέτη είναι αυτές που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα. Στο Σύνταγμα δεν υπάρχει καμία αναφορά στο "δίκαιο του αίματος", οπότε ο κοινός νομοθέτης του Ν.3838/2010 σαφώς και μπορούσε να τροποποιήσει και να καταργήσει το "jus sanguinis".
Το Τμήμα, προκειμένου να υποστηρίξει ότι το "jus sanguinis" αποτελεί κανόνα συνταγματικής περιωπής, άρα ότι αποτελεί αρχή που ανατρέπεται μόνον με αναθεώρηση του Συντάγματος, επικαλείται ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος, όπως το άρθρο 1 παρ. 3, κατά το οποίο "όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα". Από αυτή τη φράση, το Τμήμα ξεχωρίζει την λέξη "Έθνος", στην οποία δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα από τον "Λαό" και από το "ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα". Κατά το Τμήμα, "το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες, όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική". Με βάση λοιπόν αυτή την προσέγγιση του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος, το Τμήμα έρχεται να ελέγξει κατά πόσον η συγκεκριμένη κρατική πολιτική του Ν.3838/2010 υπηρετεί τα συμφέροντα των "παρελθουσών και μελλοντικών γενεών", τα οποία τόσο καλά γνωρίζει το Δικαστήριο.
Αρχικά, το Τμήμα αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του Κράτους να ορίζει κυριαρχικά (δηλαδή χωρίς να του το επιβάλλει το διακρατικό δίκαιο) το δίκαιο της ιθαγένειας. Στην αρμοδιότητα όμως του κοινού νομοθέτη που θεσπίζει το δίκαιο της ιθαγένειας, το Τμήμα "βρίσκει" έναν άνωθεν περιορισμό: "το δίκαιο αυτό, εξ επόψεως εσωτερικών ορίων, πρέπει να μην προσβάλλει τις ως άνω συνταγματικές αρχές, δηλαδή ούτε να επιτρέπει την είσοδο στη λαϊκή κοινότητα (λαός) αλλοδαπών προσώπων χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό με αυτή - ιδίως με την πρόβλεψη αθρόων πολιτογραφήσεων - εις τρόπον ώστε να συγκροτείται αυθαιρέτως το συνθετικό στοιχείο του Κράτους (λαός) και το ανώτατο αυτού όργανο (λαός - εκλογικό σώμα και, εν τέλει, να αποσυντίθεται η έννοια του έθνους, ούτε και να θέτει διατάξεις που να επιτρέπουν ευχερή αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας".
Από αυτή την αιτιολογική σκέψη, τίποτε δεν αναγράφεται στο Σύνταγμα. Το μόνο που αναφέρει το Σύνταγμα για το δίκαιο της ιθαγένειας είναι ότι αυτό καθορίζεται από τον κοινό νομοθέτη κι ότι αφαίρεση της ιθαγένειας επιτρέπεται μόνον όταν "κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη στα ελληνικά συμφέροντα" και πάλι όμως μόνο "με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος" (βλ. άρθρο 4 παρ. 3 του Συνταγματος). Με δυο λόγια, το Σύνταγμα επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να κάνει ό,τι θέλει με την απονομή της ιθαγένειας, αρκεί να προβλέψει τους δύο αυτούς μόνους λόγους για την αφαίρεσή της, αλλά και πάλι με προϋποθέσεις που θα αποφασίσει η Βουλή.
Επομένως, ο κοινός νομοθέτης έχει την συνταγματικά απονεμηθείσα ευχέρεια ακόμη και να επιτρέψει την πολιτογράφηση "προσώπων χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό" με τον ιθαγενή Λαό, αφού αν το Σύνταγμα το απαγόρευε, θα το ανέφερε ρητά, όπως στην περίπτωση της αφαίρεσης της ιθαγένειας. Όσον αφορά την "αποσύνθεση" του Έθνους, το Τμήμα υποπίπτει στην κραυγαλέα αντίφαση του να αποδέχεται αφενός ότι στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται και οι μελλοντικές γενιές, από τις οποίες αίφνης θεωρεί ότι εξαιρούνται αυτοδικαίως και δια παντός και εκ των προτέρων οι αλλοδαποί - είτε πολιτογραφηθούν, είτε δεν πολιτογραφηθούν ποτέ! Λες και οι παρελθούσες γενιές του Έθνους κατηγοριοποιούνται ως τέτοιες από την θεσμική αναγνώριση της Ελληνικής ιθαγένειας των μελών τους. Το ίδιο το Σύνταγμα κάνει μια σαφή διάκριση: ο Λαός (το εκλογικό σώμα), είναι μια συλλογικότητα με νομική αναγνώριση, ενώ το Έθνος είναι μια ιστορική και πραγματολογική έννοια, πέρα από το νομικό status του κάθε μέλους του. Αν θεωρήσουμε ότι Έθνος θα είναι μόνο ό,τι έχει αναγνωριστεί ως εκλογικό σώμα, θα έχουμε παραγνωρίσει απολύτως την εν λόγω ρητή συνταγματική διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες. Το Τμήμα δεν μας εξηγεί με ποιες ερμηνευτικές μεθόδους της νομικής επιστήμης έχει ξεπεράσει αυτή τη διάκριση και πόθεν απορρέει ο συνταγματικός κανόνας των φραγμών στην αναγνώριση της ιθαγένειας χάριν μιας αιματολογικής συνέχειας. Το Τμήμα θεωρεί προφανώς ότι η έννοια του Έθνους ταυτίζεται με την έννοια της φυλής, μιας ομάδας με κοινή βιολογική καταγωγή, της οποίας η καθαρότητα πρέπει να συντηρηθεί πάση θυσία, απομακρύνοντας κάθε αντίθετο νομικό εμπόδιο που απειλεί αυτή την σωματική διαδοχή. Το Σύνταγμα όμως, θεσπισμένο μετά τις ναζιστικές θηριωδίες και μετά την ελληνοχριστιανική δικτατορία, δεν αναφέρει τίποτε απ' όλ' αυτά.
Περαιτέρω, η απόφαση αναφέρεται στην διάταξη του άρθρου 16 του Συντάγματος, κατά το οποίο η εκπαίδευση πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη εθνικής συνειδήσεως. Από αυτήν την συνταγματική επιταγή, το Τμήμα εξάγει το συμπέρασμα ότι δήθεν ο συνταγματικός νομοθέτης αποβλέπει στη "συνέχεια" του Έθνους βάσει του αίματος. Ενώ βέβαια, αυτή ακριβώς η διάταξη βασίζεται στην ακριβώς αντίθετη παραδοχή: η εθνική συνείδηση αναπτύσσεται με την εκπαίδευση, κι επομένως Έλληνας γίνεσαι μέσα από μία οργανωμένη πνευματική διαδικασία κι όχι αποκλειστικώς και μόνον βάσει του αίματός σου, όπως περιέργως υποστηρίζει το Τμήμα ότι επιβάλλει το Σύνταγμα.
Βάζοντας το Σύνταγμα στο search, η τρίτη συνάντηση της λέξης "Έθνος" είναι το άρθρο 21 για την προστασία της οικογένειας, το οποίο επίσης αναφέρει το Τμήμα στην απόφασή του. Εκεί αναφέρεται ότι "η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία, τελούν υπό την προστασία του Κράτους". Δεν λέει βέβαια ότι το θεμέλιο είναι "η αποκλειστικώς ελληνική οικογένεια, δηλαδή εκείνη που αποτελείται από μια αδιάσειστη σειρά εθνικής διαδοχής που το γενεαλογικό της δέντρο θα φτάσει μέχρι τον Περικλή". Το Σύνταγμα αναγνωρίζει απλώς την υποχρέωση του Κράτους για κοινωνικές παροχές σε κάθε οικογένεια, επειδή αναγνωρίζει την σημασία του θεσμού στην συγκροτηση του κοινωνικού ιστού στη χώρα μας, όπως και σε κάθε χώρα. Γι΄αυτό και το άρθρο 21 εντάσσεται στο κεφάλαιο των "κονωνικών δικαιωμάτων" του συντάγματος.
Παρ' όλ' αυτά, το Τμήμα έκρινε ότι αυτές οι διατάξεις ("υπέρ αυτού και του Έθνους", "ανάπτυξη εθνικής συνείδησης" και "θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους") αποτελούν τη συνταγματική βάση για την υποδοχή της αρχής του jus sanguinis και της αναγνώρισης περιορισμένων εξαιρέσεων για τους αλλογενείς. Το γεγονός όμως ότι η αρχή του jus sanguinis δεν είναι αντίθετη σε δυο - τρεις αόριστες, μη συστηματοποιημένες συνταγματικές φράσεις που βρίσκονται διασκορπισμένες εδώ κι εκεί στον καταστατικό χάρτη, δεν σημαίνει και ότι είναι ένας συνταγματικός κανόνας από τον οποίο δεν μπορεί να αποκλείνει ο κοινός νομοθέτης. Το Σύνταγμα αναφέρει στο άρθρο 4 παρ. 3 αναφέρει μόνο ότι "Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που αναφέρει ο νόμος", άρα η προσθήκη που θέτει σε αυτήν την φράση, το Τμήμα είναι "αρκεί ο νόμος να μην παραβιάζει την αρχή του jus sanguinis". Ένα Δικαστήριο όμως δεν έχει αρμοδιότητα να αναθεωρεί το Σύνταγμα, αλλά μόνο να το εφαρμόζει, ακολουθώντας τις γνωστές επιστημονικές μεθόδους ερμηνείας, οι οποίες απουσιάζουν από το κείμενο αυτής της απόφασης.
Έπειτα, το Τμήμα ανακαλύπτει κι άλλη μια "προϋπόθεση" που -κατά την κρίση του- απορρέει από το άρθρο 1 του Συντάγματος: "πολιτογράφηση μπορεί να γίνει μόνο ύστερα από εξατομικευμένη κρίση". Δηλαδή δεν αρκούν τα αντικειμενικά κριτήρια όπως η γέννηση σε Ελληνικό έδαφος, η παραμονή στο έδαφος αυτό για χρόνια, η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και η μη καταδίκη. Το Τμήμα θέλει ο νόμος να εξετάζει και άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου που ζητά να πολιτογραφηθεί, πιο εσωτερικά, άρα και πιο υποκειμενικά. Διότι, αλλιώς, λέει, ο νόμος υποστηρίζει την "αθρόα πολιτογράφηση", άλλη έννοια που παρουσιάζεται ως απαγορευτική για τον κοινό νομοθέτη, ενώ το Σύνταγμα δεν περιέχει τέτοια απαγόρευση.
Το Τμήμα όμως εκθέτει και εντελώς εξωνομικές απόψεις όσον αφορά την ιθαγένεια: "η ιδιότητα της ελληνικής ιθαγένειας, στην περίπτωση που απονέμεται αθρόως πρέπει να αποτελεί το τελικό στάδιο της ενσωμάτωσης των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία και όχι το μέσο για την ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία αλλοδαπών μη εχόντων εισέτι απκτήσει την ελληνική συνείδηση". Πρόκειται για μια φράση που ενώ βρίσεται σε δικαστική απόφαση, ασκεί ευθέως κριτική σε μια εφαρμοζόμενη πολιτική, εντελώς πέρα και έξω από κάθε έννοια ελέγχου νομιμότητας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας σε αυτό το σημείο ελέγχει μόνο την σκοπιμότητα της συγκεκριμένης διαδικασίας, δηλαδή προβαίνει απροκάλυπτα σε πολιτική κριτική, πέρα από κάθε αρμοδιότητά του και χωρίς να βασίζει την κρίση του σε κάποια αντικειμενικά δεδομένα, όπως μελέτες, στατιστικές ή άλλα επικαλούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Όπως ο κλασικός τύπος στο καφενείο που σχολιάζει αρνητικά την μία ή την άλλη κυβερνητική πολιτική, λέγοντας τι θα έκανε ο ίδιος εάν ήταν πρωθυπουργός. Κατά την άποψη μάλιστα ενός συμβούλου που συμμετείχε σε αυτήν την δικαστική σύνθεση του Τμήματος αναφέρει ότι "ούτε η επιτυχής παρακολούθηση έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα διασφαλίζουν άνευ ετέρου την ένταξη του ενδιαφερόμενου στην ελληνική κοινωνία ως φορέα των αξιών του Ελληνικού έθνους". Μόνο το αίμα!!!
Υπήρξε ωστόσο κι ένας (1) Σύμβουλος του Τμήματος (από τους επτά) που υποστήριξε ότι οι νέες διατάξεις του Κώδικα Ιθαγένειας δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα.
Έπειτα η απόφαση λέει ότι οι αλλοδαποί στους οποίους δεν έχει απονεμηθεί η Ελληνική Ιθαγένεια δεν πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου ή υποψηφιότητας στις δημοτικές εκλογές, διότι αυτό απαγορεύεται τάχα από το Σύνταγμα. Τις απαγορεύσεις εντοπίζουν οι Σύμβουλοι του Τμήματος στο άρθρο 102 παρ 2 του Συντάγματος ("οι αρχές τους εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία όπως νόμος ορίζει"), στο άρθρο 52 του Συντάγματος που όμως είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο "Βουλή" κι αφορά την ανάδειξη της νομοθετικής εξουσίας χωρίς καλπονοθείες ("η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση") και στο άρθρο 1 παρ. 2 που αναφέρει ότι η δημοκρατία βασίζεται στις λαϊκές αποφάσεις. ("θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία"). Από αυτές τις διατάξεις, μόνο μία αφορά το θέμα των δημοτικών εκλογών: η διάταξη του άρθρου 102 παρ. 2 που αναφέρει ότι οι δημοτικές αρχές εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία. Δεν λέει πουθενά το Σύνταγμα ότι απαγορεύεται η αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου στους αλλοδαπούς.
Όταν το Σύνταγμα απαιτεί την ιδιότητα του πολίτη για την ενάσκηση ενός συνταγματικού δικαιώματος, το αναφέρει ρητά. Για παράδειγμα στο άρθρο 29: "Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα που η οργάνωση και η δράση τους εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος". Το Σύνταγμα επιφυλάσσει ρητώς στους Έλληνες το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικού κόμματος. Επίσης στο άρθρο 55 αναφέρεται ότι "για να εκλεγεί κανείς βουλευτής πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο της ηλικίας του κατά την ημέρα της εκλογής". Στο άρθρο 51 επίσης αναφέρεται ότι το δικαίωμα του εκλέγειν ασκείται "από τους πολίτες". Καμία από αυτές τις προϋποθέσεις περιέχεται στο άρθρο 102 που αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση. Επομενως, ο κοινός νομοθέτης έχει κάθε ευχέρεια να αναγνωρίσει το δικαίωμα ψήφου σε κάθε κάτοικοι δήμου, είτε είναι Έλληνας πολίτης είτε όχι, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου. Συνεπώς, καμία απαγόρευση στο Σύνταγμα για το δικαίωμα ψήφου των αλλοδαπών στις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η απόφαση, επειδή τοποθετείται σε ένα ζήτημα συνταγματικότητας, παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η οποία θα πρέπει να αποφανθεί εάν η αιματολαγνεία του Τμήματος έχει προσβάλλει κι άλλες πτέρυγες του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας ή υπάρχουν και δικαστές που ξεδιψούν με απλό νερό.
To πρόβλημα με τα ανώτατα δικαστήρια της Ελλάδας είναι ότι δεν έχουν καθιερώσει κάποιες κοινές συντεταγμένες που αποτελούν τα κριτήρια για το τεστ συνταγματικότητας. Ενώ για την αρχή της αναλογικότητας, σταδιακά διαμορφώθηκε ένα σχετικό τριπλό τεστ, όπως ίσως και για την αρχή της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 43, τα ανώτατα δικαστήρια απέχουν για την διαμόρφωση κριτηρίων στις λεγόμενες hard cases, με μια παγερή αδιαφορία για την συστηματοποίηση της νομολογίας τους και μια αδικαιολόγητη εμμονή στην περιπτωσιολογική και τελικά υποκειμενική κρίση των υποθέσεων. Η δε νομολογία χρησιμεύει το πολύ ως "υπόδειγμα", για να μην κουράζονται οι δικαστές κι όχι ως ένας ακόμη πυλώνας της ισότητας και της ασφάλειας δικαίου στην οποία μπορεί να βασιστεί ο πολίτης.
*Νομικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου