του Δημήτρη Αρβανιτάκη
Να το ερώτημα που από το Σάββατο 29 Ιανουαρίου, την επομένη της «αναίμακτης εξόδου» των μεταναστών από τη Νομική, βασανίζει τα αγωνιώδη πρωτοσέλιδα των Νέων. Υποψιάζομαι ότι όποιος θελήσει να διαβάσει την παραπάνω φράση μεγαλόφωνα θα πρέπει να ρίξει αποφασιστικά τον τόνο στο «επιτέλους». Που σημαίνει:
«Δεν πάει άλλο», «αρκετά», «φτάνει πια»! Φτάνει πια με τι; Φτάνει πια με τις «καταχρήσεις» των δικαιωμάτων, με τις «υπερβολές» των διεκδικήσεων, με τον «μη σεβασμό» στον άλλον, με τον «θόρυβο» των μειοψηφιών, με την «έλλειψη κατανόησης της κατάστασής μας», με την «αντίδραση στα μέτρα που θα βοηθήσουν την οικονομία μας». Φτάνει πια… Πότε επιτέλους θα σοβαρευτούμε; Πότε επιτέλους θα δείξουμε την κατανόηση που επιβάλλεται; Πότε επιτέλους θα συμπεριφερθούμε υπεύθυνα;
Έχει όρια η υποκρισία; Όχι, δεν έχει! Γιατί, σε ποια ακριβώς ερώτηση καλούμαστε να απαντήσουμε; Αν ήμουνα στην τάξη που εκφωνήθηκε αυτό το θέμα, θα παρακαλούσα τους επιτηρητές μου να τηλεφωνήσουνε στο Υπουργείο για διευκρινιστικές ερωτήσεις, τουλάχιστον για να αποσαφηνιστεί το υποκείμενο του «έχουμε». Δίχως αυτή τη διευκρίνιση, πώς να γράψουμε καλά στο διαγώνισμα της Αγωγής του Πολίτου; Κι αν έχει πάρει άλλες οδηγίες ο διορθωτής από το Υπουργείο, πράγμα πολύ πιθανό; Αλλά εδώ η διευκρίνιση δεν εθεωρήθηκε απαραίτητη. Μέσα σε αυτό τον πολτό που κινούμαστε και ανασαίνουμε, εύκολο και βολικό είναι να γενικεύουμε, εύκολο και βολικό είναι να συσκοτίζουμε, εύκολο και βολικό είναι να θολώνουμε τα νερά.
Κράτος, τράπεζες, Τύπος –με τη σωστή σειρά: τράπεζες, Τύπος, κράτος–, οι εξουσίες μας εκνευρίζονται, σηκώνουν το δάχτυλο να μας νουθετήσουν. Γιατί δεν πρέπει να θυμηθούμε ότι είναι οι ίδιες που τόσα χρόνια μας έπειθαν ότι ο δρόμος ήταν προς τα εκεί που ήθελαν να μας κατευθύνουν· ότι είναι οι ίδιες που γαλουχούσαν, που διαπαιδαγωγούσαν, που ψήφιζαν νόμους, που έφτιαχναν συνειδήσεις, που έχτιζαν την «ισχυρή Ελλάδα», που την έκαναν «υπολογίσιμη στην Ευρώπη», που την έβγαζαν «από τη γωνία», που της έδιναν «τη θέση που της αξίζει», που την «έβαζαν στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης», που κατάφερναν τη Νέα Μεγάλη Ιδέα: την Ολυμπιάδα «μας»· ότι είναι και πάλι οι ίδιες, οι ίδιες ακριβώς –δεν λείπει κανείς, κανείς, ως και τα πρόσωπα είναι τα ίδια!– που ανακάλυψαν τον Καιάδα στον οποίο μας έχουν ρίξει, το αδιέξοδο στο οποίο έφεραν την «ισχυρή χώρα».
Ο Αριστοφάνης που επέστρεψε στα θυμαράκια
Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Α, ναι, αυτό το ξέρουμε! Το κράτος αποφασίζει: η κοινωνία είναι ο εχθρός. Το κράτος πρέπει να ξεφορτωθεί χιλιάδες υποχρεώσεις, χιλιάδες πλεονάζοντες, πρέπει να εκμηδενίσει ανθρώπους δίχως όνομα, πρέπει να γίνει ευέλικτο… Το κράτος αποφασίζει και ο Τύπος υφαίνει το δίχτυ ασφαλείας για να προστατευτεί η πιο βίαιη μεταπολεμική κοινοβουλευτική εξουσία, για να κρατηθούν τα κοινοβουλευτικά προσχήματα μιας στυγνής δικτατορίας του κεφαλαίου: σπέρνει τον φόβο και ενισχύει την αδράνεια μιας κοινωνίας που πάει να διαλυθεί.
Ποια δημοκρατία «έχουμε», λοιπόν; Tο ερώτημα στις δαγκάνες του οποίου θέλουν να μας παγιδέψουν δεν χωράει μόνο μία απάντηση. Γιατί, αν είναι αυτονόητο ότι πρέπει να απαντήσουμε πως η δημοκρατία προϋποθέτει τον διάλογο, τον αλληλοσεβασμό, την ισονομία, τις ίσες ευκαιρίες κλπ., άλλο τόσο αυτονόητο είναι ότι μπορούμε –με την άδειά τους– να γελάσουμε με όλα αυτά: Μπλα μπλα μπλα δημοκρατία, μπλα μπλα μπλα με εκλέξανε, που έλεγε κι ο Αριστοφάνης εκείνος που είχε γυρίσει από τα θυμαράκια, στα οποία και επέστρεψε! Γιατί αναμφισβήτητα αυτό που «έχουμε» είναι μια δημοκρατία που γεννάει όλα αυτά από τα οποία βοούν καθημερινά οι τηλεοράσεις και οι εφημερίδες «μας»· που γεννάει όλες τις πληγές που κακοφορμίζουν και που όσο και να τις καταγγέλλουν οι πολιτικοί «μας» και οι δημοσιογράφοι «μας», δεν λένε να θεραπευτούν. «Έχουμε» μια δημοκρατία που, δεκαετίες τώρα, καλλιέργησε το πιο βαθύ πελατειακό σύστημα, που κονιορτοποίησε την αγροτική οικονομία, που έχτισε το μέγα ψέμα της «ισχυρής» χώρας, που άφησε –ή μήπως όχι;– να γιγαντωθούν στάσεις και νοοτροπίες, τις οποίες σήμερα δείχνει με το δάχτυλο, λέγοντας: δεν πάει άλλο! «Έχουμε» μια δημοκρατία που γαλούχησε όλον αυτόν τον κόσμο που τώρα η ίδια πετάει στον δρόμο. Κι αυτή η δημοκρατία «μας» σήμερα, διά στόματος των υπεύθυνων εφημερίδων «μας», ανησυχεί, αγωνιά. Σήμερα που είναι απαραίτητη η σύμπνοια, πότε επιτέλους θα συμμορφωθούμε; Για να το πούμε καθαρότερα, η δημοκρατία «μας» και οι εφημερίδες «μας» μας ρωτάνε: Πότε επιτέλους θα συμμορφωθείτε;
Ποια δημοκρατία «έχουμε», λοιπόν; Δεν ξέρω ποια δημοκρατία έχουν αυτοί. Εμείς σίγουρα έχουμε μια δημοκρατία που έχει πάρει την πιο σκληρά ταξική μορφή, μια δημοκρατία που δίχως αναστολές αλαφραίνει το κράτος από οποιαδήποτε υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία, μια δημοκρατία που μεταμορφώνει αδυσώπητα τον άνθρωπο του κοινωνικού συμβολαίου σε μοναχικό και ανυπεράσπιστο άτομο, που καταστρέφει ρητά και με τον νόμο κάθε έννοια συλλογικότητας, που εξουδετερώνει κάθε κοινωνικό ανάχωμα και ελπίζει στον κοινωνικό αυτοματισμό: ελπίζει να φάμε μεταξύ μας τις σάρκες μας.
Ξέρω ότι εκείνοι που υπαγορεύουν το ερώτημα «τι δημοκρατία έχουμε, επιτέλους;» κοιτάζουν όλους εκείνους που περιθωριοποιούνται, όλους εκείνους που συνθλίβονται, όλους εκείνους που στερούνται κάθε έννοια αξιοπρέπειας του μεροκάματου ώστε να ζήσει η δημοκρατία «τους». Κοιτάζω κι εγώ όλους εμάς που στεκόμαστε απέναντι από τη δημοκρατία «τους» και ξέρω ότι ακόμα δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε απέναντι. Ξέρω πόσο παμπάλαιο όπλο είναι η τρομοκρατία και ο ευνουχισμός των συνειδήσεων. Αλλά, τι θα γίνει αν τρελαθούν οι τρομοκρατημένοι; Τι θα γίνει αν παρανοήσει –για να μην πω: αν συνειδητοποιηθεί– όλος αυτός ο περιφρονημένος κόσμος; Τι θα γίνει αν απελπιστούν τελείως οι απελπισμένοι; Τότε τι θα τα κάνει τα σενάρια για «σχέδια ταραχών και ανατροπών» ο κύριος διάδοχος του κυρίου Πολύδωρα; Τότε τι δημοκρατία θα έχουμε — επιτέλους;
Τώρα που άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου, τώρα που σκορπίστηκαν οι αέρηδες εναντίον μας, τώρα που εμείς καλύτερα από τον Παζολίνι μπορούμε να πούμε «ξέρουμε και τα ονόματά τους», τώρα που ολόκληρη η κοινωνία νιώθει παρείσακτη απέναντι σε μία σκληροπυρηνική εξουσία, εμείς δεν μπορούμε καν να ξανασφυρίξουμε εκείνες τις ηρωικές αυταπάτες τού: «Μα οι μέρες τους όμως μετρήθηκαν πια…». Δεν μπορούμε και ξέρουμε γιατί δεν μπορούμε.
Δεν πεθαίνουν όμως οι κοινωνίες, δεν είναι μηχανή ο άνθρωπος: αν δεν το ξέρουμε εμείς, το ήξερε ο Μπρεχτ. Σήμερα ο άνθρωπος σωπαίνει γιατί είναι αλαλιασμένος, γιατί έχασε και τα μεγάλα όνειρα και τα μεγάλα λόγια και βρέθηκε δίχως απαντήσεις και στα μικρά και στα μεγάλα ερωτήματα. Σήμερα ο άνθρωπος είναι φοβισμένος, είναι χαμένος. Εκεί ελπίζουν αυτοί που μας ρωτάνε τι δημοκρατία «έχουμε». Μετράνε για να δούνε, τρομοκρατούν κι άλλο τον φοβισμένο για να μη μπορέσει να βγει από το ζόφο που του πλέκουν: θέλουν να μην το καταλάβουμε. Αλλά μήπως τους ξεφεύγει ότι ο φοβισμένος άνθρωπος, ακόμα κι αν δεν αλλάζει συνείδηση, μέρα με την ημέρα εξαθλιώνεται; Γιατί εξαθλίωση είναι να ζεις τη ζωή σου μέρα με την ημέρα, εξαθλίωση είναι να μην έχεις να φας, εξαθλίωση είναι να συνειδητοποιήσεις ότι έχασες τα πάντα κι ότι έμεινες μόνος απέναντι στο αβέβαιο μεροκάματο, εξαθλίωση είναι να ζεις δίχως αξιοπρέπεια, δίχως να ελπίζεις σε τίποτα· κι απέναντί σου να ξέρεις –να ξέρεις!– ότι σε κοροϊδεύουν οι Πόντιοι Πιλάτοι. Σήμερα οι σκλάβοι είναι έρμαια, σήμερα οι σκλάβοι εξαθλιώνονται, σήμερα οι σκλάβοι βυθίζονται όλο και πιο βαθιά, σήμερα οι σκλάβοι παρηγορούνται ελπίζοντας ότι θα σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι… Αλλά, αύριο; Τι θα γίνει αύριο, όταν οι σκλάβοι αρχίσουν να βλέπουν το κάθε χτες σαν παράδεισο. Τι θα γίνει αύριο;
Και το πλοίο φεύγει
Θυμάστε εκείνη τη σκηνή από την ταινία «Και το πλοίο φεύγει»; Ένα καράβι ταξιδεύει μέσα στη χρυσωμένη μεγαλοπρέπεια αστών και ευγενών, που με λεπτεπίλεπτη μελαγχολία διασχίζουν την Αδριατική για να σκορπίσουν τελετουργικά τις στάχτες της νεκρής τραγουδίστριας της όπερας στο ορισμένο σημείο. Μέρες και νύχτες, μέρες και νύχτες, μέρες και νύχτες: μονότονη επανάληψη, τίποτα δεν ραγίζει τη γιγάντια σύμβαση ενός από αιώνες καλά εμπεδωμένου κοινωνικού φέρεσθαι: είναι η κορυφή της πυραμίδας. Ξάφνου, σε μια στιγμή, εκεί που η φιλότεχνη αφρόκρεμα της κοινωνίας παίρνει το πρωινό της, εκεί στο βάθος, ο φακός πιάνει κάτι άγνωστες μορφές· έξω, στο κατάστρωμα. Πώς; Ποιοι είναι αυτοί; Κανείς μας δεν το ξέρει: ούτε εμείς ούτε οι πρωταγωνιστές. Όμως γρήγορα μαθαίνουμε ότι τη νύχτα –δίχως να το αντιληφθούμε ούτε εμείς ούτε οι πρωταγωνιστές!– ανέβηκαν στο καράβι ένα τσούρμο διωγμένοι άνθρωποι… Τίνος πολέμου είναι θύματα; Μα είχαν πόλεμο εκείνοι οι φιλότεχνοι φιλάνθρωποι χρυσοκάνθαροι; Μα είχαν πόλεμο; Και με ποιους; Αυτοί οι διωγμένοι ξεβράκωτοι ήταν εχθροί τους; Πώς άραγε, αφού αυτοί αγνοούσαν ακόμα και την ύπαρξή τους; Σε λίγο, ένα τερατώδες κατασκεύασμα, ένα πολεμικό της Αυστροουγγαρίας, απαιτεί να κατέβει το τσούρμο από το καράβι, οι άνθρωποι μπαίνουν στις βάρκες, μία βάρκα πλησιάζει στο τερατώδες πολεμικό, ένας νεαρός πετάει μία χειροβομβίδα που πέφτει στο εσωτερικό του τέρατος, εκρήγνυται ο εφιάλτης: είναι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος… Ακούστε τη φωνή του αφηγητή-Φελλίνι: «Είναι σχεδόν αδύνατο να αναπαραστήσουμε την ακριβή σειρά των γεγονότων. Φαίνεται ότι όλα ξεκίνησαν από την αστόχαστη κίνηση του σέρβου τρομοκράτη που πέταξε μια χειροβομβίδα στο πολεμικό καράβι. Αλλά είναι δυνατόν μία τόσο απλοϊκή, μία τόσο πρόχειρη χειροβομβίδα να προκαλέσει μία ιστορική καταστροφή; Αλλά είμαστε απολύτως σίγουροι ότι ήτανε ο νεαρός που την έριξε;…».
Εσείς που ρωτάτε ανήσυχα για το τι δημοκρατία «έχουμε», σκεφτείτε καλύτερα: εκείνο που έχουμε δεν είναι ποτέ αυτό που υπάρχει· έτσι λέει ο ανθρώπινος νόμος. Εκείνο που έχουμε είναι πάντα εκείνο που έρχεται, είναι πάντα εκείνο που γεννιέται· εκείνο που έχουμε είναι πάντα εκείνο που φυτρώνει από κείνο που σπέρνουμε. Μια δημοκρατία που σπέρνει τον τρόμο δεν θα αργήσει να καταλάβει ότι απέναντί της έχει ανθρώπους τρομαγμένους και τρομοκρατημένους, δηλαδή ανθρώπους ανεξέλεγκτους. Τρως, τρως Μινώταυρε· είναι σάρκες αυτές, δεν είναι αέρας… Ο τρόμος έχει πολλά παιδιά. Κι αν ένα από αυτά είναι η οργή; Κι αν η οργή αυτή είναι τυφλή;
Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι ιστορικός.
Αναδημοσίευση από τα Ενθέματα των ΝΕΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου