Το «άμετρο και άχρηστο» έγκλημα το οποίο «δεν υπολογίζει την ανθρώπινη ζωή» προβληματίζει ως νέο ποιοτικό στοιχείο στην ελληνική κοινωνία τον καθηγητή Εγκληματολογίας Γιάννη Πανούση, ο οποίος στον απόηχο πρόσφατων γεγονότων που...
στιγμάτισαν την καθημερινότητα στην Αθήνα παρατηρεί και στηλιτεύει τη «λογική της συμψηφιστικής βίας».
Μέχρι πρότινος η Αθήνα θεωρείτο μία από τις ασφαλέστερες μεγαλουπόλεις διεθνώς. Έχει ανατραπεί αυτό το δεδομένο κατά τη γνώμη σας;
Έχει ανατραπεί εδώ και πολλά χρόνια, παρόλο που αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική πρωτεύουσα είναι η χειρότερη από άποψη ασφάλειας. Μην νομίζετε, δηλαδή, ότι αντίστοιχα προβλήματα είναι λυμένα στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη ή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Εδώ, όμως, αφήσαμε στο έλεος των συμμοριών το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, το σημείο πολιτισμού, ελεύθερης συνάντησης και πρόσβασης σε όλο τον κόσμο. Δεν είναι γενικώς η Αθήνα επικίνδυνη πόλη. Είναι η συγκεκριμένη περιοχή η οποία έχει επιβαρυνθεί.
Πότε θεωρείτε ότι «χάθηκε η μπάλα» με την εγκληματικότητα στην Αθήνα;
Από τα έτη 1996-97. Με τα πρώτα κύματα της αθρόας μετανάστευσης, η κατεύθυνση των οποίων ουδέποτε ελέγχθηκε. Από πριν η συγκεκριμένη περιοχή είχε παρακμάσει (ήταν πεσμένα και τα ενοίκια). Εκείνη την εποχή έφυγαν και οι τελευταίοι Έλληνες κάτοικοι και έπειτα είχαμε τη γνωστή εξέλιξη.
Άρα είναι ξεκάθαρο κατά τη γνώμη σας ότι η αύξηση της εγκληματικότητας, τουλάχιστον στο ιστορικό κέντρο, οφείλεται στη δράση μεταναστών;
Οφείλεται σε μία συνάντηση παραγόντων. Είναι άλλο πράγμα το παραεμπόριο και κάποια εγκλήματα -αν θέλετε- επιβίωσης και είναι άλλο πράγμα το οργανωμένο έγκλημα στο οποίο συμμετέχουν και μετανάστες, και μαφίες (π.χ. ρωσική, ουκρανική), και Έλληνες λωποδύτες, και χρήστες, και πόρνες. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα συνδυασμό πολύ αρνητικών παραγόντων.
Θα χαρακτηρίζατε την εγκληματικότητα σήμερα στην Ελλάδα περισσότερο αναπόφευκτο αποτέλεσμα φτώχειας και εξαθλίωσης ή προϊόν γενικευμένης αίσθησης ανομίας και ανεπαρκούς αστυνόμευσης;
Θα έλεγα ότι η ανομία δεν οδηγεί κατευθείαν στο έγκλημα, αλλά διαμορφώνει μία συνείδηση του τύπου «όλα επιτρέπονται, όλα συμψηφίζονται, όλα συγχωρούνται, τίποτα δεν τιμωρείται». Άρα, δημιουργεί μεν ένα κίνητρο γενικά να κοιτά κανείς προς το έγκλημα, αλλά όχι και να το διαπράττει. Παράγοντες όπως η φτώχεια δεν έχουν άμεση σχέση με το έγκλημα. Ειδάλλως, αν έχουμε 20-25% ανεργία θα έπρεπε να έχουμε και 20-25% εγκληματικότητα, πράγμα που δεν ισχύει, διότι υπάρχουν άλλες θωρακίσεις. Και εν πάση περιπτώσει, αν η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός οδηγούσαν στο έγκλημα, δεν θα οδηγούσαν σε οποιοδήποτε έγκλημα. Δεν βιάζει ή σκοτώνει κάποιος επειδή είναι φτωχός. Συνεπώς, όλα αυτά συνδυάζονται με διάφορους τρόπους σε διάφορα κοινωνικά υποστρώματα και σε διάφορα άτομα. Δεν υπάρχει ένας παράγοντας που οδηγεί στο έγκλημα, ώστε να τον απομονώσουμε και να πούμε: «από εδώ και πέρα τα πράγματα ελέγχονται».
Κάνετε λόγο για ποιοτικές διαφορές στη βία την οποία αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία. Σε τι αφορούν;
Αφορούν σε έναν παροξυσμό βίας, με την έννοια ότι πρόκειται για βία χωρίς όρια. Άμετρη, άσκοπη, άχρηστη. Μπορείς να σκοτώσεις κάποιον με έναν πυροβολισμό, αλλά το κάνεις με 28 πυροβολισμούς. Μπορείς να ληστέψεις κάποιον με το να τον χτυπήσεις, ωστόσο, επιλέγεις να τον σκοτώσεις. Αυτό συνιστά έναν παροξυσμό βίας.
Εισαγόμενο στοιχείο κατά τη γνώμη σας;
Σε μεγάλο βαθμό. Και «δένει» με το έτερο στοιχείο της αντιαξιακής βίας, που σημαίνει πως ενώ το έγκλημα που διαπράττει κανείς είναι μικρό (π.χ. κλοπή, διάρρηξη), ο ίδιος σκοτώνει, επειδή δεν πιστεύει στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Έπειτα, εμφανίζεται και η συμψηφιστική βία. Δηλαδή, όταν σκοτώνει ένας μελαμψός κάποιον λευκό, στη συνέχεια ένας λευκός θα σκοτώσει κάποιον μελαμψό. Υπάρχουν, λοιπόν, κάποια ρατσιστικά φαινόμενα τα οποία θέτουν πλέον ζήτημα δημοκρατίας, όχι ζήτημα εγκληματικότητας.
Με βάση την εικόνα που έχετε, το πρόβλημα είναι κυρίως αθηναϊκό ή ευρύτερα ελληνικό;
Είναι ευρύτερα ελληνικό, αλλά από τη στιγμή που η Αθήνα φιλοξενεί το μισό πληθυσμό, και προσφέρει σε μεγάλη κλίμακα εικόνες που αφορούν στην καθαριότητα, την υγιεινή ή τον πολιτισμό οδηγώντας στην εγκληματοφοβία και τη θυματοφοβία, τότε δίνει το χρώμα και το μέγεθος. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και στην ελληνική επαρχία. Απλώς εκεί υπάρχει πιο έντονο το στοιχείο του κοινωνικού ελέγχου. Πιο δύσκολα διαπράττει κανείς έγκλημα, γιατί δεν υπάρχει και η ανωνυμία -ακόμη και οι μετανάστες έχουν κάπως ενταχθεί, γνωρίζονται με τους γηγενείς κλπ. Άλλωστε, δεν υπάρχουν οι ίδιες «ευκαιρίες», καθώς όλο το σύστημα του οργανωμένου εγκλήματος έχει συγκεντρωθεί αυτή τη στιγμή στο κέντρο της Αθήνας.
Είστε σε θέση να περιγράψετε με λίγες λέξεις τη στάση των κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια στο ζήτημα της εγκληματικότητας; Ποια ήταν η κατεύθυνση των πολιτικών, αν αυτές υπήρξαν.
«Κάτω από το χαλί». Δηλαδή «άφησέ το, δεν είναι να ασχοληθούμε με αυτό, δεν εκπονούμε μακροχρόνιους σχεδιασμούς». Το άφησαν πολύ. Ουδέποτε υπήρξαν σοβαρές μελέτες και στοιχεία για το χειρισμό μιας εισαγόμενης εγκληματικότητας, μιας αύξησης της βίας. Θεώρησαν ότι θα λυθεί μόνο με την αστυνομία, η οποία δεν μπορούσε να αναλάβει όλο το βάρος. Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες δεν ήταν έτοιμοι να χειριστούν από κοινού με την αστυνομία μία αντεγκληματική συμμετοχική πολιτική.
Όσα συζητάμε για το ιστορικό κέντρο είναι περισσότερο θέμα κεντρικής εξουσίας ή και δημοτικής αρχής;
Είναι τέσσερα τα επίπεδα: το κράτος, η τοπική κοινωνία, η κοινωνία αυτή καθ’ εαυτήν, και ο καθένας από εμάς. Χρειάζεται συνεργασία και συντονισμός. Άλλωστε, δεν μπορεί όταν για παράδειγμα λείπει ο γείτονας, να μην έχεις λίγο το μυαλό σου στο σπίτι του και να περιμένεις από την αστυνομία να δει τι γίνεται εκεί. Πρέπει και ο ένας να προσέχει τον άλλον σε αυτή την πόλη. Και οι λεγόμενες κοινωνίες των πολιτών πρέπει και αυτές να ρίχνουν ένα βλέμμα για το τι συμβαίνει στην πλατεία, για το αν πωλούνται ναρκωτικά έξω από το σχολείο, κ.ο.κ. Πρέπει να συνεργαστούν όλοι οι φορείς. Στην Ελλάδα, όμως, τα αναθέτουν και τα ρίχνουν όλα στην αστυνομία, χωρίς κανείς να μπαίνει σε μια λογική συμμετοχής (ασφαλώς με την έννοια των ρόλων και όχι με όπλα ή ο,τιδήποτε άλλο). Χρειάζεται, λοιπόν, και ένα είδος πρόληψης σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας.
Ως προς τα πρόσφατα πογκρόμ στην ευρύτερη περιοχή της οδού Ηπείρου;
Πρόκειται για τη λογική της συμψηφιστικής βίας. Από τη μία πλευρά έχουμε επιθέσεις ακροαριστερών. Από την άλλη πλευρά έχουμε επιθέσεις ακροδεξιών. Συνέβη και το γεγονός με τη δολοφονία του 44χρονου από μελαμψούς, την οποία αποφάσισαν να εκδικηθούν οι... «καθαρόαιμοι» Έλληνες. Μπροστά σε όλα αυτά, πού είναι το κράτος; Πού είναι το δίκαιο; Πού είναι οι θεσμοί; Κοιτάζουν απλώς αυτούς τους αλληλοσκοτωμούς;
Όσον αφορά στη λεγόμενη πολιτική βία, η οποία συνήθως σημειώνεται στο περιθώριο διαδηλώσεων, εντάσσεται κατά τη γνώμη σας στο πεδίο της εγκληματικότητας ή πρέπει να το αντιμετωπίζει κανείς ως κάτι διαφορετικό;
Αυτό θέλει πολλή συζήτηση στην Ελλάδα. Πρέπει να καταλάβουμε τι είναι η συνολική ευταξία, τι είναι η πολιτική ανυπακοή και τι είναι ο ένοπλος αγώνας. Η δημοκρατία μας αντέχει την πολιτική ανυπακοή. Είναι άλλο πράγμα, κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης, κάποιοι να ερεθιστούν από κάποιους άλλους και να μαλώσουν, σπάζοντας δυο τζάμια, ή αν θέλετε και ένα κεφάλι, και είναι άλλο πράγμα να βγαίνει κάποιος από το σπίτι του με βενζίνη για να κάψει ανθρώπους. Αυτό είναι έγκλημα.
Πώς ερμηνεύετε τα φαινόμενα αστυνομικής αυθαιρεσίας τα οποία βρίσκουν το φως της δημοσιότητας;
Είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται μελέτη. Παλιότερα, η αστυνομία είχε πολιτικό ρόλο στην εκτροπή της ελληνικής ιστορίας. Οι αστυνομικοί ήταν τα παιδιά των αστυνομικών και κουβαλούσαν και κάποια αντίστοιχη κουλτούρα. Ανήκαν σε ένα παρακράτος. Αυτή τη στιγμή, οι αστυνομικοί προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Είναι και πολίτες δημοκρατικοί, και αριστεροί, κ.ο.κ. Από πού και ως πού αποκτούν ξαφνικά την αίσθηση ότι μπορούν να ασκούν βία, ενώ είναι υποχρεωμένοι να προστατεύουν. Αυτό, λοιπόν, θέλει μια μελέτη. Γιατί έχουμε πλέον 37 χρόνια μεταπολίτευση. Δεν μπορείς να χρεώνεις την αστυνομία συνέχεια στον εμφύλιο ή στη χούντα. Οι κυβερνήσεις και οι αρμόδιοι υπουργοί, που επί 37 χρόνια χειρίστηκαν τα ζητήματα της αστυνομίας, πρέπει να απολογηθούν για όσα έκαναν ώστε να λειτουργεί η αστυνομία με αυτόν τον τρόπο.
*Με την ιδιότητά του ως στελέχους της ΔΗΜΑΡ, ο καθηγητής Πανούσης παρουσίασε πρόσφατα προτάσεις για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και γενικότερα της βίας, όπως η ίδρυση Ανεξάρτητου Ινστιτούτου Αντεγκληματικής Πολιτικής, η δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Αστυνόμευσης για την άσκηση δημοκρατικού ελέγχου επί της λειτουργίας της αστυνομίας, η συνδρομή κοινωνικών λειτουργών στην αστυνόμευση της πόλης, η ανάθεση σε έναν πληρεξούσιο της γενικής ευθύνης και η συνεργασία με τους τοπικούς φορείς και τους μεταναστευτικούς συλλόγους.
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου