Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Προδημοσίευση από τον Ροσινάντε του Μάη που κυκλοφορεί εντός των ημερών
Στο διάμεσο της θρησκευτικής κατάνυξης των Ορθοδόξων, κατά την επονομαζόμενη Μεγάλη Εβδομάδα, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την επίσημη ανακοίνωση της ελεγχόμενης χρεωκοπίας του ελληνικού Κράτους και της υπαγωγής του στον λεγόμενο Μηχανισμό Στήριξης –που συνηθίσαμε να αποκαλούμε Τρόικα. Η γκροτέσκα εικόνα του πρωθυπουργού να εξηγεί τότε από τηλεοράσεως τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα προσέφευγε στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, μπροστά από καραβάκια στον όρμο του Καστελόριζου,....
όμοιος κακόγουστος πίνακας πάνω από σεμεδάκι, δημιούργησε την αίσθηση πως ό,τι συμβαίνει δεν είναι πολύ σοβαρό και σε κάθε περίπτωση δεν θα κρατήσει πολύ. Δώδεκα μήνες μετά, η διαπίστωση ότι η αντίδραση που ακολούθησε ήταν αναντίστοιχη της δράσης, δεν αποτελεί δα και κάποια πολύ σπουδαία ανακάλυψη. Το πλέον ανησυχητικό άλλωστε δεν είναι τόσο αυτό, όσο η αίσθηση ότι η αντίδραση αυτή σε γενικές γραμμές, βαίνει μειούμενη. Όσο οξύνεται η επίθεση των πολιτικών του Μνημονίου –δηλαδή του ελληνικού Κράτους- ενάντια στην Εργασία, τόσο αμβλύνεται (και πάντως αποκλιμακώνεται) η οργάνωση των εργαζομένων, περιορίζονται, διασκορπίζονται και τελικά απομονώνονται οι κινητοποιήσεις τους και κυρίως, συρρικνώνεται η επίδρασή τους στον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων. Είναι ίσως πιο θεαματικό να συγκρίνει κανείς την πανεργατική απεργία του περασμένου Μαΐου με εκείνην του Φλεβάρη που προηγήθηκε, αλλά είναι μάλλον ακόμα πιο ουσιώδες να μετρήσει τις απεργιακές κινητοποιήσεις της περιόδου εκείνης με τις σημερινές. Οπωσδήποτε, τίποτα στον κόσμο δεν υπάρχει από μόνο του. Η τρομακτική προβοκάτσια της 5ης Μάη του 2010, λειτούργησε το δίχως άλλο ανασχετικά στη διάχυση της κοινωνικής οργής, αποκοίμισε τα λιγότερο πρόθυμα τμήματα του εργατικού κινήματος και αιφνιδίασε τα πιο ριζοσπαστικά του. Οποιαδήποτε δυναμική δοκίμασε να αναπτυχθεί εκείνο το διάστημα των πρώτων μηνών, κατακάθισε υπό το βάρος ενός σοκ πρωτόγνωρου για το ελληνικό κοινωνικό κίνημα.Δεν είναι τούτο αρκετό ωστόσο για να εξηγήσει την καθίζηση που εμφανίστηκε στη συνέχεια, όχι μόνο στον δρόμο αλλά και μέσα στους εργασιακούς χώρους, ακόμα και στα ίδια τα εργατικά σχήματα. Αποτελεί εθελοτυφλία πλέον να μην ομολογείται ότι το ελληνικό εργατικό κίνημα έχει ένα πελώριο, ένα πολύ ιδιαίτερο πρόβλημα δομών και προτεραιοτήτων. Η «προτεραιότητα της πολιτικής πάλης», που δεν είναι στην πραγματικότητα παρά κυριαρχία δομών έξω από της Εργασία έχει οδηγήσει σε ουσιαστικό εκφυλισμό τις άμεσες οργανώσεις των εργαζομένων, που είναι τα σωματεία τους. Χωρίς την έμπρακτη εργατική αλληλεγγύη, που συνιστά ο ταξικός συνδικαλισμός, είναι ίσως εφικτό να διατηρείται ζωντανός ένας ορισμένος «ακτιβισμός των διοδίων», είναι πιθανό να αναπτύσσεται ένα –συχνά κακόγουστο- ρεύμα αυτοδικίας στις μούρες των αστών πολιτικών, είναι σίγουρα δυνατό να συζητιέται για πάντα η ενότητα, η ανασύνθεση ή η επαναξαναμετίδρυση της «Αριστεράς» σε μέτωπα ή σε σαγόνια, αλλά είναι εντελώς αδύνατο να αντιπαλευτεί η πολιτική του Κεφαλαίου. Καθώς η «εποχή του Μνημονίου» μπαίνει στο δεύτερο χρόνο της κι έχει βγάλει πια μια καλή στρώση δόντια, ένα είναι σίγουρο: είτε η μάχη ενάντια σε αυτό θα δοθεί μέσα στα σωματεία είτε θα αποτελέσει σεγκόντο στον χαβά της ήττας. Η επανοικειοποίηση του συνδικαλισμού από τους ίδιους τους εργαζομένους, η συγκρότηση δηλαδή άμεσων οργανώσεων μέσα στους χώρους δουλειάς και η ομοσπονδιακή κατοχύρωση της αλληλεγγύης και της κοινής δράσης τους αποτελεί για το εργατικό κίνημα το μονοπάτι εξόδου από τον μονόδρομο της υποταγής και της υποχώρησης. Οποιαδήποτε άλλη συζήτηση στη σημερινή περίοδο δεν συνιστά απλά κυνήγι της ίδιας της ουράς μας. Συμβαίνει κιόλας το κυνήγι αυτό να μας απασχολεί ενώ ήμαστε καιρό τώρα κολοβοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου