Του Σ. Παπαθανασίου* |
'Η Αριστερά πρέπει να πρωταγωνιστήσει στο να ξαναγίνει η Ευρώπη, με νέους όρους, ο χώρος των κοινωνικών προσδοκιών. Μέσα από ένα τέτοιο αγώνα θα είναι χρήσιμη δύναμη αλλά θα μπορεί να φιλοδοξεί και για την αναγκαία αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών.'
Η Ε.Ε βρίσκεται στη δίνη της κρίσης. Αν δεν δώσει μια πανευρωπαϊκή λύση μεγίστης ισχύος θα αρχίσει για αυτήν η αντίστροφη μέτρηση. Βεβαίως σε μια τέτοια περίπτωση κανείς δε θα διατηρήσει τη...θέση που έχει σήμερα , διότι αυτή προέκυψε και από τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής στην Ε.Ε και την ευρωζώνη. Αυτό αφορά και τα «επιτυχημένα» κράτη της ευρωζώνης που αν επιλέξουν την προτεραιότητα των κρατικών τους συμφερόντων, τότε είναι σαν να επιλέγουν στρατηγικά το ρόλο της μικρομεσαίας δύναμης στο διεθνή καταμερισμό.
Όμως τα πράγματα δε θα κινηθούν εύκολα προς τη συνεκτική πανευρωπαϊκή λύση.
Οι πολιτικές ελίτ των ισχυρών κρατών της Ευρωζώνης σε πρώτη φάση επέδειξαν ένα πνεύμα χαμηλής αλληλεγγύης με πακέτα διάσωσης που βοηθούσαν τις χώρες υπό το πρίσμα όμως της διάσωσης των τραπεζών, με τοκογλυφικές παρεκκλίσεις (βλέπε πρόταση Γαλλίας για συμμετοχή εθελοντών με επιτόκιο 8,5%) και με καθυστέρηση στη λήψη μέτρων ( με σκοπό την απαλλαγή των δικών τους τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα ; ). Στη συνέχεια βεβαίως η επίθεση των αγορών και ο καταφανής κίνδυνος μεταφοράς της κρίσης στις δικές τους χώρες τους ώθησε στο να επιλέξουν ένα μεγαλύτερο πακέτο μέτρων για την Ελλάδα. Όμως ούτε αυτό φαίνεται αποτελεσματικό, αφενός διότι η κρίση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα οπότε δεν πρόκειται να κοπάσει η επίθεση των ασύδοτων αγορών και αφετέρου διότι η λύση δεν μπορεί να έρθει στο πλαίσιο μιας περιοριστικής οικονομικής πολιτικής που δεν ενισχύει την αναπτυξιακή διαδικασία.
Η κρίση στρατηγικής στην Ε.Ε είναι καταφανής. Μία από τις εκφράσεις της είναι οι εντάσεις μεταξύ των διαφόρων οργάνων ή και άτυπων κλιμακίων λήψης αποφάσεων, με χαρακτηριστικές τις διαφοροποιήσεις Βρυξελλών και Βερολίνου. Μία άλλη σημαντικότερη είναι ότι μετά από κάθε σύνοδο Κορυφής και τη ανακοίνωση μέτρων η κρίση ενδυναμώνει.
Αποδεικνύεται ότι η “μισή” πολιτική δεν έχει μεγάλο βάθος και ότι η τακτική του «βλέποντας και κάνοντας» δεν επιφέρει αναστροφή πορείας, ούτε ανακόπτει τις επιθέσεις των αγορών.
Η πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης χρέους δεν μπορεί να είναι αναποτελεσματική αν δεν είναι συνολική (σε έκταση και σε βάθος). Για να είναι συνολική πρέπει να περιλαμβάνει:
α) Πλήρη δημοσιονομική αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης (ευρωομόλογο, ισχυροποίηση χρηματοδοτικού μηχανισμού στήριξης κ.λ.π).
β) Αναμόρφωση του συστήματος χρηματοδότησης των κρατών μελών με περιορισμό των δυνατοτήτων των αγορών να σπεκουλάρουν.
γ) Επανασχεδιασμό του ευρωπαϊκού μοντέλου ανάπτυξης με συσσωμάτωση σύγχρονων μορφών κοινωνικής προστασίας , ενίσχυση της ζήτησης και προσαρμογές στις νέες παραμέτρους που θέτει η λογική της αειφόρου ανάπτυξης.
Ένα τέτοιο πλέγμα πολιτικών απαιτεί συντονισμό με άλλους σημαντικούς πόλους του παγκόσμιου συστήματος, που δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ενδεικτική είναι η προσήλωση των ρεπουμπλικάνων των ΗΠΑ στην υποστήριξη της πλήρους ελευθερίας των αγορών και άρα η συνεπαγόμενη δυσκολία να συμφωνήσουν σε μέτρα ελέγχου.
Όμως αυτός είναι ο ρόλος της Ευρώπης. Σε ένα κόσμο που τα μοντέλα ανάπτυξης δοκιμάζονται και ανταγωνίζονται, η Ευρώπη πρέπει να αρθρώσει τη δική της αφήγηση – πρόταση για το μέλλον του κόσμου, που θα αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού και θα ανανεώνει της δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον του 21ου αιώνα.
Η μονοκρατορία των ΗΠΑ – μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ - δεν επέφερε την αναγκαία κοινωνική και πολιτισμική ισορροπία, ούτε επιβεβαίωσε την επαγγελία της διαρκούς ανάπτυξης. Παρήγαγε ένταση της κοινωνικής κρίσης και ανισορροπίες στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις και στη σχέση παραγωγής και κατανάλωσης. Στον ανταγωνισμό με τον κινέζικο γίγαντα απέτυχε πλήρως, γεγονός που οδηγεί στην πολλαπλή υπονόμευση των κοινωνικών κεκτημένων των δυτικών χωρών. Στη σχέση της πολιτικής με την οικονομία και τις δυνάμεις της καθαγιασμένης αγοράς απέτυχε οικτρά,, αφού έδωσε ελευθερία και προνόμια που οδήγησαν στην αδιέξοδη τρομακτική αύξηση της πλασματικής οικονομίας και εν τέλει στην χρηματοοικονομική κρίση.
Μια νέα αφήγηση της Ευρώπης για τον κόσμο έρχεται να απαντήσει ακριβώς σε αυτήν την κρίση της στρατηγικής που εφαρμόστηκε με επίκεντρο τις ΗΠΑ, στην οποία βεβαίως και η ίδια παρείχε πολιτική υποστήριξη. Αυτή η νέα αφήγηση πρέπει να πραγματώνει μια νέα μεγάλη ρύθμιση που θα συμπεριλαμβάνει οπωσδήποτε διαδικασίες ελέγχου των αγορών και διαδικασίες ελέγχου της παγκοσμιοποίησης.
Για να προωθηθεί μια νέα ρύθμιση θα χρειαστεί να υποστηριχθεί ένα είδος αναθεώρηση της παγκοσμιοποίησης μέσω του ελέγχου των ροών κεφαλαίου, εμπορευμάτων, εργασίας με στόχο να υπάρχουν οικονομικά μέσα πίεσης για τη διεθνή ενίσχυση των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων στις αναδυόμενες οικονομίες.
Μια νέα αφήγηση της Ευρώπης δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε ένα νέο μοντέλο αειφόρου ανάπτυξης που χωρίς να δημιουργεί ελλείμματα θα αναιρεί την κρατούσα περιοριστική λογική που μειώνει τους μισθούς και την κοινωνική προστασία. Η προσέγγιση που υποστηρίζει τη μεταφορά της εκδοχής των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών για ανάπτυξη μέσω της επίτευξης ανταγωνιστικότητας και εξαγωγών, δε μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα όταν κριθεί ως μέσο γενικής εφαρμογής (αφού στο τέλος δεν υπάρχει χώρος για νέες εισαγωγές ). Για αυτό ένα νέο μοντέλο ευρωπαϊκής ανάπτυξης δε μπορεί παρά να στηρίζεται στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης εντός των κρατών μελών που έχουν πλεονάσματα.
Μια νέου τύπου ανάπτυξη στην Ευρώπη δε μπορεί παρά να είναι διαφορετική από αυτήν της Αμερικής που στηρίζεται σε πήλινα πόδια (βλέπε άνευ ορίων αύξηση της ποσότητας χρήματος αξιοποιώντας τη χρήση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού και αύξηση του κρατικού χρέους). Αντίθετα η Ευρώπη έχει ανάγκη από ένα ισχυρό κύμα επενδύσεων με υψηλό πολλαπλασιαστή (οικονομικά και κοινωνικά) σε ελεγχόμενα έργα και μέσα από αυστηρά σχεδιασμένες διαδικασίες.
Μια τέτοια λύση θα αναπαράγει την αξία του πλεονάσματος του Βορρά και δεν θα το μετατρέψει σε απλή κάλυψη των ελλειμμάτων του Νότου ή σε μια νέα καταναλωτική έξαρση στηριγμένη σε δανεικά. Επίσης θα μειώσει τις διαφορές και θα δημιουργήσει προϋποθέσεις για την επίτευξη της αναγκαίας οικονομικής συνοχής στην ευρωζώνη.
Χωρίς μια τέτοια αλληλέγγυα πολιτική το ευρώ δεν θα είναι βιώσιμο και η Ε.Ε θα εκπέσει σε ένα θεσμό συνεργασίας κρατών που ακολουθούν διαφορετικό και ανταγωνιστικό δρόμο. Χωρίς μια νέα πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει μια εξέλιξη που δε θα συνιστά κοινωνική οπισθοδρόμηση – τουλάχιστον για τις χώρες της Δύσης.
Η Αριστερά πρέπει να πρωταγωνιστήσει στο να ξαναγίνει η Ευρώπη, με νέους όρους, ο χώρος των κοινωνικών προσδοκιών. Μέσα από ένα τέτοιο αγώνα θα είναι χρήσιμη δύναμη αλλά θα μπορεί να φιλοδοξεί και για την αναγκαία αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών.
*Mέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και συντονιστής της Δημοκρατικής Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη. (11-8-2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου