Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Τι αληθώς σημαίνει "πένθος για τους νεκρούς του Άουσβιτς"; / Γ. Τσιάκαλος

Η ομιλία του καθηγητή Γιώργου Τσιάκαλου στις 27 Απριλίου 2014 , Ημέρα Πένθους για το Ολοκαύτωμα των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης (τις σχετικές εκδηλώσεις οργάνωσε η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, Συναγωγή Μοναστηριωτών) με θέμα “Πένθος για τους νεκρούς του Άουσβιτς” ανήκει σε εκείνες τις (δυστυχώς ελάχιστες) περί πένθους ομιλίες που αληθώς “πονάνε” (για) το θέμα τους. Σε εποχές όπου το αληθές πένθος για τον ανθρώπινο πόνο έχει επικοινωνιακά μεταλλαχτεί σε ψευδεπίγραφες επιδείξεις πόνου για το ανθρώπινο πένθος, η ομιλία του Γιώργου Τσιάκαλου κρίνεται από μας ως παραδειγματική. Την αναδημοσιεύουμε αυτούσια.


Λίγες μέρες μετά το θάνατο της γυναίκας του και προαισθανόμενος το δικό του θάνατο, αφού δε μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς εκείνη, καθώς είχαν...
γνωριστεί και είχαν αγαπηθεί πολύ νέοι, σχεδόν παιδιά ακόμη, στο γκέτο της Βαρσοβίας, μαζί δραπέτευσαν, κατάφεραν μαζί να βγουν ζωντανοί από τη Μεγάλη Καταστροφή και να φτάσουν μαζί στην ηλικία των 91 ετών,  
λίγες μέρες, λοιπόν, μετά το θάνατο της γυναίκας του, και προαισθανόμενος το δικό του θάνατο, ο μεγαλύτερος κριτικός  λογοτεχνίας παγκοσμίως, όπως έγραψε μια μεγάλη βρετανική εφημερίδα, ο Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι, γύρισε και είπε στο γιο του: «Είναι κάτι εντελώς καινούριο στην πρόσφατη ιστορία της οικογένειάς μας να έχουμε τάφο όταν πεθάνουμε. Ούτε οι γονείς μου, ούτε οι γονείς της μητέρας σου, ούτε τ’ αδέλφια μας, ούτε οι γονείς των γονιών μας δεν βρήκαν τάφο όταν έφυγαν απ’ αυτή τη ζωή».
Έτσι ήταν, πράγματι, όλοι τους είχαν θανατωθεί στους θαλάμους αερίων, τα σώματά τους κάηκαν στους φούρνους του Άουσβιτς, το τελευταίο που είδε κανείς από τους συγγενείς τους ήταν ένα καπνός να βγαίνει από τις καμινάδες των κρεματορίων.

Γι’ αυτό, τα λόγια «εμείς όμως θα έχουμε τάφο όταν πεθάνουμε»  ήταν τα πιο παρηγορητικά λόγια που μπορούσε να πει ένας πατέρας με αυτή την ιστορία στο γιο του μπροστά στην πιο σκληρή και αναπότρεπτη δοκιμασία που όλοι οι άνθρωποι κάποτε έρχεται η στιγμή να βιώσουμε: το θάνατο ενός στενού συγγενικού αγαπημένου προσώπου.
Είναι μια στιγμή απόλυτου κενού γύρω μας και η γη χάνεται κάτω από τα πόδια μας. Ενός κενού μέσα μας, που πλημμυρίζει σιγά-σιγά από ανείπωτη, απερίγραπτη, μοναδική στο είδος της  λύπη. Και μιας αίσθησης προσωπικής ευθύνης, συνήθως άδικα, ότι δεν κάναμε όσα έπρεπε για ν’ αποτρέψουμε το κακό. Αυτό ονομάζουμε πένθος. Μια κατάσταση, που αντέχεται τις πρώτες ώρες μόνο με τη συμμετοχή στην κηδεία, δηλαδή την πράξη τελευταίας φροντίδας για το νεκρό, πράξη που μας επιτρέπει να είμαστε ακόμη μαζί και ταυτόχρονα να ετοιμάζουμε με αγάπη τον αιώνιο αποχωρισμό. Το πένθος είναι κάτι που παραμένει για πάντα στη ζωή μας, αλλά από κενό στην αρχή, που γεμίζει μόνο με λύπη, μεταβάλλεται χρόνο με το χρόνο  σε αγαπημένη ανάμνηση και νοσταλγία, πραγμάτωση της συλλυπητήριας ευχής προς τους τεθλιμμένους σε κάθε  κηδεία «να ζήσετε για να τους θυμάστε και να τους μνημονεύετε».

Αυτή την ύπαρξη πένθους, επιτέλους ξανά στην ιστορία της εβραϊκής οικογένειάς τους, κατέγραψε παρήγορα ο Ράιχ Ρανίτσκι μπροστά στο θάνατο της αγαπημένης του Τόσια, κι αυτό το ίδιο επανέλαβε δυο χρόνια αργότερα ο γιος του στην κηδεία του πατέρα του, του ίδιου του Ράιχ Ρανίτσκι, μιλώντας τώρα στη δική του κόρη. Έτσι, η οικογένειά τους ενσωματώθηκε και πάλι σ’ αυτό που είναι η φυσική μοίρα, η πορεία και η εμπειρία των ανθρώπων από τότε που υπάρχει πολιτισμός.

Πένθος, κηδεία, αγαπημένη ανάμνηση και νοσταλγία είναι οι έννοιες που ορίζουν την αρχή του ανθρώπινου πολιτισμού.  Συγκίνηση κατέλαβε τους επιστήμονες πριν πολλά χρόνια όταν σε μια σπηλιά στο Shanidar του Βόρειου Ιράκ εξετάζοντας λείψανα ανθρώπων που ανήκαν στο είδος του Νεάνταρταλ και έζησαν πριν περίπου 50 χιλιάδες χρόνια, διαπίστωσαν ότι είχαν κηδευτεί με πολλή αγάπη όπως αποδείκνυαν τα λουλούδια που είχαν αποτεθεί στον τάφο ενός παιδιού.

Πως όμως πενθεί και ποιος πενθεί εκατοντάδες χιλιάδες  οικογένειες που χάθηκαν χωρίς ν’ αφήσουν κανέναν πίσω τους και που δεν αξιώθηκαν ούτε μια σπιθαμή γης για να ισχύει και γι’ αυτές τουλάχιστον η φράση των Αρχαίων «πάσα γη τάφος»; Ποιος αισθάνεται, έστω και άδικα, προσωπική ευθύνη για το ότι δεν έκανε τα πάντα ώστε ν’ αποτραπεί το κακό;
Αυτή την απάντηση καλούμαστε να δώσουμε εμείς και η κοινωνία ολόκληρη την Ημέρα Πένθους για το Ολοκαύτωμα των έξι εκατομμυρίων δολοφονημένων Εβραίων της Ευρώπης -κι ανάμεσά τους πενήντα χιλιάδες δικοί μας άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη-  που δε γνώρισαν κηδεία και οι περισσότεροι από αυτούς δεν άφησαν ούτε έναν συγγενή πίσω τους για να τους θυμάται και να τους μνημονεύει, αλλά ούτε ένα,  έστω ορφανό και χορταριασμένο, μνήμα με το όνομά τους για να μας τους θυμίζει.

Πολλές φορές στάθηκα με δέος στο εβραϊκό νεκροταφείο της Πράγας. Μνήματα αιώνων, με τις επιτύμβιες πλάκες τη μια πάνω στην άλλη και τα ονόματα των νεκρών σε απόσταση μεταξύ τους μόνο μερικών εκατοστών να θυμίζουν πόσοι άνθρωποι έζησαν, δούλεψαν, δημιούργησαν, αγάπησαν, γέννησαν και μεγάλωσαν παιδιά, γέλασαν, έκλαψαν, υπόφεραν, πιθανόν ακόμη και να βασανίστηκαν,  σ’ εκείνο τον τόπο αλλά στο τέλος αξιώθηκαν από τους δικούς τους και την κοινότητά τους κηδεία, τάφο και πένθος.
Στη Μεγάλη Συναγωγή της Βουδαπέστης αισθάνθηκα το ίδιο δέος μπροστά στις παλιές επιτύμβιες πλάκες που είναι απλωμένες σε όλες τις γωνιές του κήπου αντίκρυ από ένα πανέμορφο δέντρο της ζωής.  Όμως εδώ είναι παρούσα η Μεγάλη Καταστροφή: στις πιο πολλές από τις νεότερες πλάκες διαφορετική, φυσικά, η ημερομηνία γέννησης των νεκρών αλλά ίδια η ημερομηνία του θανάτου τους: αυτή της μαζικής εξόντωσής τους στα στρατόπεδα του θανάτου. Κι αυτή, μόνο  για λίγα ονόματα. Πώς να γράψει κανείς, και ποιος, τα ονόματα 600.000 ανθρώπων που χάθηκαν στους θαλάμους αερίων και στα κρεματόρια μέσα σε εννέα μήνες;

Κι εδώ, στη Νέα Ιερουσαλήμ, στην Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων, που να σταθώ με σεβασμό στη μνήμη; Εδώ τι; Πως πενθεί  αυτή η πόλη, που αγόγγυστα αποδέχτηκε, πριν ακόμη χαθούν οι άνθρωποι, να χαθεί ο τόπος μνήμης των προγόνων, εβραϊκά μνήματα διπλάσια σε αριθμό από εκείνα της Πράγας, 300 έως 500 χιλιάδες τάφοι που αγκάλιαζαν για αιώνες τους νεκρούς  της αρχαιότερης εβραϊκής κοινότητας στην Ευρώπη; Πως και ποιος πενθεί εδώ; Ποιος αισθάνεται, έστω και άδικα, προσωπική ευθύνη;

Ο μεγάλος φιλόσοφος Theodor Adorno μάς άφησε παρακαταθήκη ένα ερώτημα τεράστιας σημασίας για την πορεία της ανθρωπότητας και του πολιτισμού: ποια μπορεί και ποια πρέπει να είναι η Αγωγή και η Παιδεία των ανθρώπων μετά το Άουσβιτς;  Τι ανθρώπους έρχονται να μορφώσουν τα σχολεία μας; Τι είδους πρότυπα έρχεται να τιμήσει η κοινωνία μας; Ποιες αξίες και ποιες αρχές καλούνται να καλλιεργήσουν και να υπερασπιστούν οι πολιτικοί μας θεσμοί; Τι επιστήμονες θα βγάζουν τα πανεπιστήμιά μας; Πώς θα φτιάξουμε τη ζωή μας μετά την εμπειρία ότι ακόμη και το έγκλημα που δεν μπορούσε προηγουμένως να συλλάβει ο νους κανενός ανθρώπου έγινε πραγματικότητα στο Άουσβιτς;

Άουσβιτς, όχι μόνον ως όνομα του συγκεκριμένου τόπου αλλά ως κοινή ονομασία όλων των τόπων μαρτυρίου και όλων των γεγονότων που έκαναν τις λέξεις «ολοκαύτωμα» και «Shoah» να σφραγίζουν τραγικά τον 20ο αιώνα.

Αν δεν καταλάβουμε το Άουσβιτς, αν δεν πενθήσουμε με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, δηλαδή ως βαθειά συγκίνηση, αναζήτηση προσωπικής ευθύνης και άσβεστη μνήμη, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε ποια πρέπει να είναι η Αγωγή και η Παιδεία μας μετά το Άουσβιτς. Και τότε, ως ανθρωπότητα θα είμαστε καταδικασμένοι να βιώνουμε ξανά και ξανά τη βαρβαρότητα να νικάει τον πολιτισμό και να φέρνει ανείπωτες καταστροφές στις κοινωνίες των ανθρώπων σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.

Γιατί το Άουσβιτς μάς έδειξε τι μπορεί να είναι και τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος όταν εμφορείται από τις αρχές και τις ιδέες του ρατσισμού, του ναζισμού και του αντισημιτισμού.
Μας έδειξε ανθρώπους να γυρίζουν μετά τη δουλειά στην οικογένειά τους, να φιλούν τρυφερά τη γυναίκα τους, να απολαμβάνουν την πρόοδο των παιδιών τους στη μουσική και ως αντίδωρο να απαγγέλουν από στήθους στίχους του Ομήρου στο πρωτότυπο.
«Εγγράμματοι άνθρωποι», με διπλώματα και διδακτορικά, που πριν απολαύσουν τη βραδινή  ανάπαυση στην οικογένειά τους ολημερίς δούλευαν συστηματικά, με πάθος και με γνώση για να «βελτιώσουν» –όπως οι ίδιοι έλεγαν- την απόδοση των μηχανισμών εξόντωσης αθώων ανθρώπων. Χάιδευαν και κανάκευαν τα παιδιά τους, έχοντας προηγουμένως αποφασίσει ότι, για να εξοικονομείται αέριο και χρόνος,  τα μικρά παιδιά των Εβραίων κρατουμένων  δεν χρειαζόταν να οδηγούνται προηγουμένως στους θαλάμους αερίων για να θανατωθούν αλλά μπορούσαν να ρίχνονται απευθείας στους φούρνους.   «Ρίχνονταν στους φούρνους ζωντανά, και οι κραυγές τους ακούγονταν σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο συγκέντρωσης», είπαν οι μάρτυρες στη Δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά αυτό ουδόλως ενοχλούσε την οικογενειακή γαλήνη των εγγράμματων δολοφόνων.

 «Εγγράμματοι άνθρωποι», που επινοούσαν σχέδια για να εξαπατήσουν και ν’ αποπλανήσουν ακόμη και την τελευταία στιγμή τα θύματά τους, έτσι ώστε ανεμπόδιστα να μπορέσουν να οδηγήσουν στους θαλάμους αερίων μερικές χιλιάδες  περισσότερους ανθρώπους μέσα σε μία μέρα. Με ψυχραιμία και  υπερηφάνεια κατέγραψε τα εξής ο διοικητής του Άουσβιτς Rudolf Höss: «Μία από τις βελτιώσεις μας σε σχέση με την Treblinka ήταν ότι στην Treblinka τα θύματα γνώριζαν σχεδόν πάντα ότι οδηγούνταν στην εξόντωση, ενώ εμείς στο Άουσβιτς κάναμε τον κόπο να τα ξεγελάσουμε  αφήνοντάς τα να πιστεύουν ότι πηγαίνουν σε μια διαδικασία απαλλαγής από τις ψείρες.  Φυσικά, συχνά αντιλαμβάνονταν τις πραγματικές προθέσεις μας και γι‘ αυτό μερικές φορές είχαμε ταραχές και δυσκολίες. Πολύ συχνά κάποιες γυναίκες προσπαθούσαν να κρύψουν τα παιδιά τους κάτω από τα ρούχα (που άφηναν έξω όταν ξεντύνονταν για να μπουν μετά στους θαλάμους αερίων) όμως όταν τα βρίσκαμε τα στέλναμε βεβαίως κι αυτά για να εξοντωθούν».

«Εγγράμματοι άνθρωποι», αφιερωμένοι, όπως ισχυρίζονταν, στην πρόοδο της επιστήμης, με το δικό τους τρόπο που βλέπουμε στο εξής απόσπασμα σχετικής έκθεσης: «Υπάρχουν συλλογές κρανίων σχεδόν απ’ όλες τις φυλές και όλους τους λαούς. Μόνο  από τους Εβραίους τα κρανία που έχουμε είναι τόσο λίγα, ώστε η επεξεργασία τους δεν  επιτρέπει ασφαλή επιστημονικά αποτελέσματα.  Όμως σήμερα ο πόλεμος προσφέρει την ευκαιρία να καλυφθούν αυτές οι ελλείψεις».

Με τα λόγια αυτά ο  August Hirt, καθηγητής Πανεπιστημίου,  εισηγείται στον αρχηγό των SS Heinrich Himmler, στις  9 Φεβρουαρίου 1942, τη δημιουργία συλλογής εβραϊκών κρανίων στο Reichsuniversität (στο Πανεπιστήμιο του Ράιχ) στο Στρασβούργο. Και μετά από µια λεπτομερή περιγραφή των μεθόδων και των τεχνικών που έπρεπε να ακολουθηθούν από το στρατό και την αστυνομία ώστε να βρεθεί το «κατάλληλο υλικό», καταλήγει: «Ο επιτετραμμένος µε την εξασφάλιση  του υλικού, πρέπει  να βγάλει φωτογραφίες, να πραγματοποιήσει µια σειρά καθορισμένων ανθρωπολογικών μετρήσεων και να καταγράψει την καταγωγή, την  ημερομηνία γέννησης και άλλα προσωπικά δεδομένα. Μετά, ακολουθεί η θανάτωση του  Εβραίου, κατά την οποία δεν επιτρέπεται να τραυματιστεί το κεφάλι, και κατόπιν ο  επιτετραμμένος αποχωρίζει το κεφάλι από το σώμα, το τοποθετεί σε ειδικά για το σκοπό  αυτό κατασκευασμένο μεταλλικό δοχείο που κλείνει πολύ καλά και εμπεριέχει  συντηρητικό υγρό, και το αποστέλλει στον τόπο προορισμού».

Πριν 19 χρόνια, στις 9 Μαΐου του 1995, με αφορμή τα 50 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου προσκλήθηκα για μια σχετική διάλεξη στο Δήμο Χαλάστρας. Αφιέρωσα την ομιλία μου σ’ αυτές τις θηριωδίες που από τους Ναζί ονομάστηκαν «επιστημονικά πειράματα», δείχνοντας ότι όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της ναζιστικής, ρατσιστικής και αντισημιτικής ιδεολογίας που είχε καλλιεργηθεί για πολλά χρόνια στο χώρο της επιστήμης και με το Χίτλερ έγινε κυρίαρχη στο χώρο της πολιτικής.

Όταν τέλειωσα, με πλησίασαν δύο άνδρες που βρισκόταν στο ακροατήριο και ο ένας απ’ αυτούς μου είπε: «Ήμουν εκεί, με μέτρησαν αλλά είχα την τύχη να μη με επιλέξουν». Ήταν ο κύριος Χάιντς Κούνιο και ο τόσο πρόωρα χαμένος Αλβέρτος Ναρ. Έτσι πληροφορήθηκα ότι το έγκλημα για το οποίο είχα μιλήσει τόσες φορές στους φοιτητές και στις φοιτήτριές μου, τόσο εδώ όσο και παλιότερα στη Γερμανία, μπορεί να αφορούσε και τους δικούς μου συμπατριώτες της Θεσσαλονίκης.  Λίγα χρόνια αργότερα, χάρη στις έρευνες του Hans-Joachim Lang, τα θύματα απέκτησαν όνομα, και, πράγματι, τα περισσότερα ήταν από τη δική μας πόλη.
«Γιατί, κύριε, αυτά δεν τα μαθαίνουμε στα τόσα μαθήματα που κάνουμε δώδεκα χρόνια στο σχολείο;» είναι η ερώτηση που δέχομαι κάθε φορά στις ομιλίες μου στα Λύκεια και στα Γυμνάσια της χώρας. Γιατί άραγε; Υπάρχουν τόσα πολλά σημαντικότερα θέματα στην Παιδεία ακόμη και μετά το Άουσβιτς, ώστε αυτό το θέμα να μη βρίσκει στα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων μας τη θέση που του αρμόζει;
Μερικοί θεωρούν ότι δεν είναι θέματα που αφορούν και ενδιαφέρουν τους νέους ανθρώπους και άλλοι φοβούνται ότι αυτά τα θέματα μπορεί να ξεπερνούν τις αντοχές των παιδιών. Η εμπειρία μου λέει ότι κάνουν λάθος.

Εδώ και 28 χρόνια, από τότε που ξεκίνησε τη λειτουργία του το Παιδαγωγικό Τμήμα της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του μαθήματός μου της αντιρατσιστικής εκπαίδευσης, κάθε εξάμηνο οι φοιτητές και οι φοιτήτριές μου έρχονται αντιμέτωποι με ταινίες από την απελευθέρωση του Άουσβιτς και του Buchenwald. Είναι αλήθεια ότι κι εγώ ο ίδιος αναρωτήθηκα στην αρχή, και από τότε πολύ συχνά ρωτήθηκα από άλλους, αν έχω το δικαίωμα να εκθέτω 18χρονα, 19χρονα, 20χρονα ανυποψίαστα παιδιά στις σκηνές εκείνες, παρέχοντάς τους μόνο το δικαίωμα ενός μικρού διαλείμματος μετά για να μπορέσουν ξανά να αναπνεύσουν και να διαχειριστούν τη συγκίνηση και τα δάκρυά τους. 28 γενιές φοιτητών και φοιτητριών, δηλαδή μερικές χιλιάδες δασκάλων που διδάσκουν σήμερα στα σχολεία, αντέκρουαν την προσωπική μου ανασφάλεια λέγοντας: «Το ερώτημα δεν είναι εάν έχετε το δικαίωμα να μας εκθέτετε στις βασανιστικές αυτές σκηνές του πόνου και του θανάτου, το ερώτημα είναι εάν έχετε το δικαίωμα να μας στερείτε αυτή τη γνώση κι αυτό το βίωμα, και η απάντησή μας είναι: Όχι, δεν το έχετε». Και έχουν προφανώς δίκιο, επειδή τα παιδιά έχουν δικαίωμα να βιώνουν το πανανθρώπινο πένθος που τα εντάσσει στον ανθρώπινο πολιτισμό.

Άπειρες φορές έχω συγκινηθεί ο ίδιος με τη συγκίνηση των νέων ανθρώπων όταν στο μάθημα της Εισαγωγής στην Παιδαγωγική μιλώ για τον μεγάλο Janusz Korczak -την πρώτη κιόλας μέρα που έρχονται στο Πανεπιστήμιο. Υπενθυμίζω ποιος ήταν ο Janusz Korczak.

Γνωστός και επιτυχημένος γιατρός και συγγραφέας πολλών παιδικών και νεανικών βιβλίων αφιέρωσε από πολύ νωρίς τη ζωή του στα ορφανά εβραιόπουλα της Πολωνίας. Με τη γερμανική κατοχή και το κλείσιμο του ορφανοτροφείου του συνοδεύει τα ορφανά παιδιά και ζει μαζί τους στο γκέτο της Βαρσοβίας. Στις 5 Αυγούστου 1942, όταν έρχεται η διαταγή να μεταφερθούν τα παιδιά στο Άουσβιτς, ο Korczak τα συνοδεύει στο σταθμό και ετοιμάζεται να επιβιβασθεί μαζί τους στο τρένο. Εκείνη τη στιγμή τον αναγνωρίζει ο γερμανός διοικητής και τρέχει κοντά του. «Διάβασα όλα τα βιβλία σας όταν ήμουν μικρός, και σας θαυμάζω απεριόριστα» του λέει. «Παρακαλώ κατεβείτε από το τρένο. Για εσάς δεν ισχύει η διαταγή». «Και τα παιδιά;» ρωτάει ο Korczak. «Τα παιδιά θα φύγουν. Εσείς όμως μπορείτε να μείνετε». «Απατάσθε!» αποκρίνεται ο Korczak. «Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι παλιάνθρωποι». Είπε και ανέβηκε στο βαγόνι των παιδιών.

Είναι η τελευταία τεκμηριωμένη μαρτυρία, όμως ο θρύλος που γεννήθηκε και επέζησε στο Άουσβιτς λέει ότι ο Korczak συνόδευσε τα παιδιά μέχρι το θάλαμο των αερίων και πέθανε μαζί τους το μαρτυρικό θάνατο.

Ως ανεπανάληπτο παράδειγμα ηρωικού ανθρώπου καταγράφεται στην Ιστορία της Παιδαγωγικής ο Janusz Korczak, που από την εποχή που ήμουν ακόμη φοιτητής  αποτελεί για μένα το απόλυτο πρότυπο παιδαγωγού κι ανθρώπου. Όμως εδώ και κάποια χρόνια, όσες φορές μιλώ γι’ αυτόν, η σκέψη μου στρέφεται και σε μια άλλη δασκάλα και στη δική της παρουσία στο Άουσβιτς.

Άγνωστο τ’ όνομά της μέχρι σήμερα. Πληροφορήθηκα γι’ αυτήν διαβάζοντας τη βιογραφία ενός επιζώντα του Ολοκαυτώματος με τίτλο «26 μήνες στο Άουσβιτς», του κρατούμενου με τον αριθμό 79414 Mordekhay Tsirulnitsky από το Ostrino, ο οποίος αναφέρει:
«Σ’ ένα από τα τρένα που ήρθαν από την Ελλάδα είχε παιδιά ενός  ορφανοτροφείου. Στην πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού οι άνδρες των SS θέλησαν να τα χωρίσουν από τη γυναίκα που τα συνόδευε και ήταν η δασκάλα και η κηδεμόνας τους. Εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά να εγκαταλείψει τα παιδιά, παρά το γεγονός ότι τότε πια ήταν γνωστό σε όλους τους νέο-αφιχθέντες ποια ήταν η μοίρα που τους περίμενε. Ούτε το άγριο περιβάλλον ούτε οι προσπάθειες των SS να την τρομοκρατήσουν είχαν οποιοδήποτε αποτέλεσμα επάνω της. Έτσι προχώρησε και μπήκε μαζί με τα παιδιά στο θάλαμο αερίων».

Η δική μας Korczak, χωρίς όνομα και ξεχασμένη. Η ελπίδα μου, από τότε που διάβασα γι’ αυτήν, είναι να καταφέρουν οι ιστορικοί να βρουν το όνομά της για να βαφτίσουμε μ’ αυτό την Παιδαγωγική Σχολή του Πανεπιστημίου μας –  ως τιμή στο απόλυτο πρότυπο παιδαγωγού και ανθρώπου, ως μήνυμα πώς θα πρέπει να είναι η Αγωγή και η Παιδεία μετά το Άουσβιτς, ως σύμβολο άσβεστης μνήμης των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας μέσα στον τόπο των βεβηλωμένων εβραϊκών μνημάτων αιώνων της πόλης μας. Γιατί αυτό σημαίνει πένθος μετά από τόσα χρόνια: Άσβεστη μνήμη που καθοδηγεί την κοινωνική και πολιτική πράξη.

Η ευχή «να ζήσετε για να τους θυμάστε και να τους μνημονεύετε», δηλαδή να θυμάστε και πώς καταμερίζεται η ευθύνη για το θάνατό τους, σημαίνει για τις επόμενες γενιές αναγνώριση και ανάληψη της ευθύνης των προηγούμενων γενεών, ώστε τιμώντας και πενθώντας τους νεκρούς να μπορέσουν οι επόμενες γενιές να αποφύγουν τις ίδιες παραλείψεις και τα ίδια λάθη που οδήγησαν στη Μεγάλη Καταστροφή.

Γι’ αυτό, την ημέρα πένθους δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τη νηπενθή –δηλαδή την χωρίς αίσθηση πένθους- ενασχόληση με το Ολοκαύτωμα ενός σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας, που ακόμη και όταν το θυμάται και το μνημονεύει, το κάνει θαρρείς και αποτελεί απλώς ένα λυπηρό ιστορικό επεισόδιο που αξίζει επιστημονική καταγραφή και ανάλυση, καθώς επίσης και επετειακή υπόμνηση, αλλά δεν αξιώνεται πραγματικό πένθος.
Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι ο συγκεκριμένος κυρίαρχος τρόπος αντιμετώπισης των ναζιστικών και αντισημιτικών κομμάτων και οργανώσεων στη χώρα μας, που συχνά αντιμετωπίζονται ως δυσάρεστη και ανεπιθύμητη μεν, αλλά νόμιμη και προστατευόμενη, ακόμη και χρηματοδοτούμενη από το κράτος, έκφανση της σημαντικότατης πτυχής του ανθρώπινου πολιτισμού που είναι η ελευθερία των ιδεών.

Όποιος έτσι βλέπει την επανεμφάνιση του Ναζισμού δεν πενθεί τους νεκρούς του Άουσβιτς και, συνεπώς, δεν διδάχτηκε τίποτε απ’ αυτό.

Το Άουσβιτς δεν τελείωσε την ημέρα της απελευθέρωσης των κρατουμένων –τελείωσε, και το πένθος μπόρεσε να μετατραπεί από κενό γεμάτο λύπη σε αγαπημένη ανάμνηση- μόνο με τη Δίκη της Νυρεμβέργης.

Σ’ αυτήν, η πρώτη απόφαση δεν αφορούσε άτομα, αλλά αφορούσε τις ναζιστικές οργανώσεις, για τις οποίες το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι από τη στιγμή της σύστασής τους, εξαιτίας της ιδεολογίας και του προγράμματός τους, αποτελούν εγκληματικές οργανώσεις και, συνεπώς, τα στελέχη τους ευθύνονται και είναι αυτομάτως υπόδικα για όλα τα εγκλήματα που είναι απόρροια της σύστασης και της δραστηριότητας της συγκεκριμένης οργάνωσης.

Έτσι, ο Julius Streicher, ο εκδότης της φανατικής αντισημιτικής ναζιστικής εφημερίδας Der Stürmer, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε για το ρόλο που έπαιξε στη δημιουργία του ιδεολογικού υπόβαθρου και του πολιτικού περιβάλλοντος ανοχής και αποδοχής της λεγόμενης «τελικής λύσης», δηλαδή της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι δεν κατηγορήθηκε για άμεση συμμετοχή σε εγκλήματα ή σε σχετικές συσκέψεις των ανώτερων στελεχών του Ναζιστικού κόμματος.

Οι αποφάσεις του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης υιοθετήθηκαν αμέσως από τη χώρα μας και από τις άλλες χώρες και, αργότερα, από τα Ηνωμένα Έθνη, κι έτσι αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο της πολιτικής μας παράδοσης και του νομικού μας πολιτισμού.

Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν σήμερα στη χώρα μας να θεωρείται ο ίδιος αντισημιτισμός με εκείνον του Julius Streicher ως νόμιμη και προστατευόμενη ελευθερία ιδεών κι όχι ως προετοιμασία εγκλήματος;

Μόνο μια εγγράμματη μεν, αλλά νηπενθής σε σχέση με το Άουσβιτς κοινωνία μπορεί να αποδεχτεί κάτι τέτοιο, αλλά μια κοινωνία χωρίς την έννοια του πένθους είναι μια ομάδα ανθρώπων που αποξενώνεται από τις βασικές αρχές του ανθρώπινου πολιτισμού και, συνεπώς, κινδυνεύει με διολίσθηση στη βαρβαρότητα.

Εμείς, είμαστε εδώ για να υπενθυμίσουμε: το πένθος για τους πενήντα χιλιάδες δολοφονημένους συμπολίτες μας αποτελεί προϋπόθεση ύπαρξης μιας πολιτισμένης και δημοκρατικής κοινωνίας.

Κυρίως όμως είμαστε εδώ για να υποσχεθούμε με απέραντη αγάπη στους νεκρούς μας: άσβεστη θα παραμείνει η μνήμη σας και αιώνιο το πένθος μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: