Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ολοκληρωτισμός της «μη βίας» και τα αδιέξοδα του ακραίου κέντρου

του Άκη Γαβριηλίδη

Κατά τον τελευταίο χρόνο, γνώρισε μεγάλη διάδοση στα συμβατικά και τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης και δικτύωσης, και επαναλήφθηκε διαδοχικά τόσες φορές που άρχισε να αποκτά συνοχή και πειστικότητα αφηγηματικού σχήματος, μία συγκεκριμένη γραμμή ανάγνωσης –και απόπειρα διαχείρισης- των κοινωνικών αγώνων της τελευταίας περιόδου. Πρόκειται για το αναλυτικό –και κανονιστικό- σχήμα του «ακραίου κέντρου». Το σχήμα αυτό εκφράστηκε αρχικά κυρίως από καλλιτέχνες ή δημοσιογράφους που....
πρόσκεινται σε κάποιο από τα τρία κόμματα της σημερινής κυβέρνησης, και μόνο στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των δύο προεκλογικών περιόδων, υιοθετήθηκε από πολιτικούς και τροφοδότησε σε σημαντικό βαθμό τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ. Συχνά είχε μία ευδιάκριτη διάσταση ταξικής περιφρόνησης και μνησικακίας, η οποία εξίσου συχνά μπορεί να μετατρεπόταν και σε εθνική αυτοπεριφρόνηση και αυτομαστίγωση, όπως ακριβώς το «οι ενδιάμεσοι γύφτοι» που είχε εκτοξεύσει ο Σαββόπουλος περί το 90 κατά των χυδαίων ΠΑΣΟΚων (των «Φωτόπουλων», όπως θα λέγαμε σήμερα) συνυπήρχε με το «Κωλοέλληνες». Και φυσικά, πάνω απ’ όλα, συνυπήρχε με το μίσος της ομιλούσας προς τον ίδιο τον (προηγούμενο) εαυτό της, που είχε αφεθεί να παρασυρθεί από όσα τώρα αποκηρύσσει με βδελυγμία.
Γι’ αυτό ακριβώς, όσο και αν το σχήμα αυτό αξιοποιήθηκε στην προεκλογική αντιπαράθεση, θα ήταν λάθος να το αναγάγουμε στο κομματικό παιχνίδι και να το θεωρήσουμε ως απλό προϊόν και εργαλείο του. Καταρχάς διότι οι περισσότεροι απ’ όσους το επεξεργάστηκαν και το πρότειναν, διεκδικούν για τον εαυτό τους το ρόλο της «κοινωνίας των πολιτών», της «Ελλάδας της δημιουργίας» (σε αντιδιαστολή προς το λαϊκισμό, τον παρασιτισμό, την ασυδοσία της «άλλης Ελλάδας», η οποία όμως δυστυχώς είναι η κυρίαρχη, γι’ αυτό και τη μισούμε). Αλλά επίσης, διότι ως σχήμα διαθέτει μία αυτοτέλεια και μία ελκτική δύναμη, η οποία συνδέεται με το γεγονός ότι μπορεί να προσδώσει ένα νόημα και έναν προσανατολισμό σε κάποιους, των οποίων η ύπαρξη αλλιώς θα εμφανιζόταν ως χαώδης και ανυπόφορη.
Ένα από τα βασικά σημεία «αγκύρωσης» του σχήματος αυτού στην κοινωνική πραγματικότητα, και από τα βασικά του θέματα, υπήρξε η «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Φυσικά αυτό το «όπου» συνιστά έκφραση ενός πολύ έντονου σκανδαλισμού των ακροκεντρώων για αυτό που τους φαίνεται ως ανυπόφορη χρήση «δύο μέτρων και δύο σταθμών» και ως «προνομιακή» αντιμετώπιση της αριστερής βίας σε σχέση με τη δεξιά.
Αντί πολλών άλλων δυνατών, θα παραθέσω στη συνέχεια ένα εκτενές απόσπασμα –σχεδόν το σύνολο δηλαδή- από ένα άρθρο στο Βήμα όπου όλα αυτά τα θέματα συμπυκνώνονται με διδακτική σχεδόν καθαρότητα και περιεκτικότητα. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
Προφανώς κάθε νοήμων άνθρωπος καταδικάζει τους τραμπουκισμούς τύπου Κασιδιάρη. Αυτό είναι το εύκολο. Επιτέλους, όμως, ας προσπαθήσουμε έστω για μια φορά να το πάμε παραπέρα από τον απλό αποτροπιασμό, να συνθέσουμε την πλήρη εικόνα.
Μήπως σαν κοινωνία ευνοήσαμε επί χρόνια όλα αυτά τα φαινόμενα, με γιαουρτώματα, με μούτζες, με προπηλακισμούς κτλ. “Καλά τους κάνουν” δε λέγαμε τότε; “Να καεί το μπ…λο η Βουλή” δεν κραυγάζαμε εκστασιασμένοι; Ορισμένοι θα πουν ότι συγχέω την αγανάκτηση των πολιτών με τον τραμπουκισμό ενός πολιτικού προσώπου. Μα προφανώς όλα συνδέονται με κάποιον τρόπο!
Σάμπως και η Χρυσή Αυγή με αυτό το σκεπτικό δεν υπερψηφίστηκε από μερίδα συμπολιτών μας; Για να «μπει στη Βουλή και να πλακώσει τους κακούς και διεφθαρμένους πολιτικούς»; Εξάλλου το γιαούρτωμα δεν είναι μορφή βίας; Το ξύλο στον κ. Κ. Χατζηδάκη δεν είναι βία; Αν χωρίζεις τη βία σε αποδεκτή ή μη ανάλογα από πού προέρχεται αντί να την καταδικάσεις πάραυτα, όλα γίνονται ένας χυλός που το αυτονόητο γίνεται θέμα υπό διαπραγμάτευση και εμείς εν αγνοία μας(;) ρίχνουμε νερό στο μύλο των άκρων…
Κατά βάθος είναι αυτό που λέει η Σώτη Τριανταφύλλου στην “Süddeutsche Zeitung” …
κ.λπ., κ.λπ.
Στην πλοκή αυτού του επιχειρήματος, από καθαρά λογική άποψη υπάρχει ένα στοιχείο που ξενίζει, που περισσεύει ξεκάρφωτο σαν κλωστή, και που, αν το τραβήξουμε, μπορεί να μας βοηθήσει να «ξηλώσουμε» τους κόμπους που του δίνουν νόημα –και που το βοηθούν να δώσει νόημα. Γιατί άραγε «γίνονται όλα ένας χυλός» αν «χωρίζεις τη βία σε αποδεκτή ή μη ανάλογα από πού προέρχεται αντί να την καταδικάσεις πάραυτα»;
Είναι κατανοητό ότι ο αρθρογράφος, για δικούς του πολιτικούς ή/ και ιδεολογικούς λόγους, επιθυμεί να ενοποιήσει μια σειρά από φαινόμενα και να τα θεωρήσει της ίδιας τάξεως. Σύμφωνοι. Από πού κι ως πού όμως μπορεί να ισχυρίζεται ότι εάν δεν ενοποιήσουμε αυτά τα φαινόμενα, τότε προκύπτει «χυλός»; Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει· ανέκαθεν, σε οποιαδήποτε διαδικασία παραγωγής νοήματος, από τη διαχείριση των συναισθημάτων μέχρι και την τυπική λογική, η ικανότητα να χωρίζουμε, να διακρίνουμε μεταξύ διαφόρων ατομικών περιπτώσεων, συνδεόταν με μεγαλύτερη σαφήνεια και με καλύτερη ικανότητα προσανατολισμού. Ασφαλώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι μία συγκεκριμένη διάκριση είναι εσφαλμένη, ανακριβής, αναποτελεσματική κ.ο.κ. Το να ισχυρίζεται όμως επιπλέον ότι η διάκριση «κάνει τα πάντα έναν χυλό», μάλλον αποτελεί προβολή του δικού του ανομολόγητου άγχους μήπως η άρνηση του διαχωρισμού –την οποία εισηγείται αυτός- τα κάνει όλα έναν χυλό, και της προσπάθειάς του να απαλλαγεί από αυτόν τον κίνδυνο κατάργησης του νοήματος επιρρίπτοντάς το στους αντιπάλους του, διά της μεθόδου «φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης».
Μία άλλη, ακόμα καθαρότερη και άμεση έκφραση αυτού του χυλού βρίσκουμε σε μία συνέντευξη που παραχώρησε ο («αναρχοφιλελεύθερος», σύμφωνα με τον δικό του αυτοχαρακτηρισμό) πεζογράφος Κυριάκος Αθανασιάδης στο περιοδικό Lifo. Eκεί, μετά από σχετική «πάσα» που του δίνει ο ερωτών, ο οποίος προφανώς συμμερίζεται το νοηματικό σχήμα του ακραίου κέντρου («Θεωρείς ότι νίκησε ο (συχνά ανώνυμος) λαϊκισμός του «Κρεμάλες!» και του «ΟΥΣΤ» ή υπάρχει ακόμα ελπίδα για την κοινή λογική;»), ο Αθανασιάδης απαντά:
Έχουμε χάσει, και μένει απλώς να πονέσουμε πολύ — και φυσικά να ματώσουμε. Θα έχει πολύ αίμα το μέλλον, δυστυχέστατα. Κι εγώ απεχθάνομαι και μισώ με όλη μου την ψυχή τη βία. Αλλά θα έρθει, και δε θα είναι πια μόνον λεκτική (για μένα δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση της βίας, η μούντζα είναι σφαίρα επειδή γεννά τη σφαίρα, όπως η μυϊκή πίεση στη σκανδάλη του περιστρόφου — να φοβόμαστε τα γιαούρτια απ’ όπου κι αν προέρχονται).
Η άποψη ότι «δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση της βίας» και ότι «η μούντζα είναι σφαίρα επειδή γεννά τη σφαίρα» είναι πραγματικά ανήκουστη, τερατώδης και επικίνδυνη, και είναι πολύ εύκολο να δειχθεί ότι βασίζεται σε μία σειρά από λογικές και πραγματολογικές αυθαιρεσίες. Επιπλέον, ισχυρίζομαι ότι η άποψη αυτή όχι μόνο δεν αποτελεί έκφραση κανενός φιλελευθερισμού, όπως αυτοπροβάλλεται, αλλά είναι ευθέως ολοκληρωτική.
Από καθαρά λογική άποψη, ο συλλογισμός «η μούντζα είναι σφαίρα επειδή γεννά τη σφαίρα» είναι παιδαριώδης. Αν το Α γεννά το Β, τότε προφανώς –και ευτυχώς- αυτό σημαίνει ότι το Α δεν είναι το Β. Απλώς το γεννά.
Με τη μεταφορά της γέννησης, φυσικά, ο ομιλών θέλει να υπονοήσει ότι οι μούντζες οδηγούν στις σφαίρες. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει τίποτε: όλοι ξέρουμε ότι η οδός Πειραιώς οδηγεί στην πλατεία Ομονοίας, αλλά αυτό ποτέ δεν οδήγησε κανέναν να ισχυριστεί ότι η οδός Πειραιώς είναι η πλατεία Ομονοίας!! Όλοι καταλαβαίνουμε ότι εδώ αυτό το «οδηγεί» είναι δυνητικός ενεστώτας, πράγμα που σημαίνει ότι η σύνδεση ανάμεσα στο Α και στο Β είναι ενδεχομενική και όχι νομοτελειακή: εάν κάποιος πάρει την οδό Πειραιώς, ενδέχεται να φτάσει στην Ομόνοια, αλλά προφανώς ενδέχεται και να μη φτάσει, να διασχίσει απλώς εκατό μέτρα και να μπει σε ένα σπίτι ή ένα κατάστημα, να στρίψει αριστερά ή δεξιά και να κατευθυνθεί αλλού κ.ο.κ. Η αυθαίρετη κατάργηση της απόστασης ανάμεσα στα πολλαπλά ενδεχόμενα και η μοιρολατρική συρρίκνωσή τους σε ένα και μοναδικό, είναι αυτή που προκαλεί το χυλό.
Ας κάνουμε όμως τη χάρη στο σχήμα αυτό και ας εκλάβουμε τον ισχυρισμό του ως ενδεχομενικό και όχι ως νομοτελειακό, ως a posteriori και όχι ως a priori. Εν τοιαύτη περιπτώσει, θα πρέπει να εξετάσουμε συγκεκριμένα, εν όψει κάθε ατομικής περίστασης, εάν οι μούντζες και τα «γιαούρτια απ’ όπου κι αν προέρχονται» οδήγησαν πράγματι σε σφαίρες ή όχι. Αυτή λοιπόν η εξέταση, στην περίσταση για την οποία μιλάμε, διαψεύδει πανηγυρικώς τον ισχυρισμό.
Η περίσταση αυτή είναι φυσικά οι συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, και όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο, λίγο πριν και λίγο μετά. Την περίοδο αυτή, λοιπόν, πράγματι, πάρα πολλοί άνθρωποι, δεκάδες, ίσως εκατοντάδες χιλιάδες, μούντζωναν το κοινοβούλιο. Ωστόσο, ποτέ δεν εκτοξεύθηκε έστω και μία σφαίρα. (Εκτοξεύθηκαν αντίθετα άφθονα δακρυγόνα και άλλα χημικά εναντίον αυτών που μούντζωναν, για τα οποία δεν πληροφορούμαστε τις απόψεις του ευαίσθητου και αντι-βίαιου συγγραφέα εάν εντάσσονται και αυτά στην αδιαφοροποίητη βία ή όχι). Επίσης, ρίχτηκαν κάποια γιαούρτια. Ούτε όμως αυτά «ήταν» σφαίρες, ούτε οδήγησαν στη ρίψη σφαιρών στον ένα και πλέον χρόνο που μεσολάβησε έκτοτε.
Αντιθέτως μάλιστα, έχουμε πολύ σοβαρούς λόγους να υποθέσουμε πως, αν οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν προσφύγει στις μούντζες και στα γιαουρτώματα, τότε η επιθετικότητα και η ματαίωση που είχε γεννηθεί μέσα τους πιθανότατα θα είχε αναζητήσει άλλες διεξόδους για να εκτονωθεί, στις οποίες δεν αποκλείεται να περιλαμβάνονταν και οι σφαίρες. Άρα, φαίνεται ότι σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις η λεκτική ή συμβολική έκφραση επιθετικότητας όχι μόνο δεν κλιμακώνεται ντετερμινιστικά σε ένοπλη, αλλά τη ματαιώνει και την καθιστά περιττή, λειτουργώντας ως υποκατάστατο.
Ο ισχυρισμός λοιπόν ότι τα δύο φαινόμενα τελούν σε αναγκαία σχέση αιτίου και αποτελέσματος ελέγχεται ως κραυγαλέα ανακριβής. Όποιος διαδίδει ανεύθυνα τέτοιες απόψεις, καλό θα ήταν να έφερνε και κάποιο ιστορικό παράδειγμα μούντζας ή γιαουρτώματος που να οδήγησε πράγματι σε πυροβολισμούς. Μάλλον δεν υπάρχει ούτε ένα. Ένοπλη πολιτική βία, ή και μη πολιτική φυσικά, έχει υπάρξει στο παρελθόν στην Ελλάδα, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία μούντζα και κανένα γιαούρτωμα. Και, κυρίως, το αντίστροφο, για το οποίο δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ποσοτικά δεν υπάρχει επαρκές δείγμα: ο καθένας από μας γνωρίζει ότι, εδώ και δεκαετίες, κάθε Κυριακή στα ελληνικά γήπεδα, και οποιαδήποτε άλλη μέρα στους ελληνικούς δρόμους, γινόταν και γίνεται προσφυγή στη χειρονομία της μούντζας –και ενίοτε σε άλλες χειρονομίες, ακόμη επιθετικότερες- σχεδόν ανά δευτερόλεπτο. Εάν κάθε φορά η κίνηση αυτή «γεννούσε τη σφαίρα όπως η μυϊκή πίεση στη σκανδάλη του περιστρόφου» (!!), τότε θα ήταν ένα θαύμα πώς όλοι εμείς έχουμε την τύχη να βρισκόμαστε ακόμη στη ζωή. Επίσης, τη δεκαετία του 60 οι τεντυμπόηδες γιαούρτωναν αφειδώς ο ένας τον άλλο και τους περαστικούς. Εάν ευσταθούσε η τερατολογία/ κινδυνολογία του Αθανασιάδη, θα έπρεπε να αναμένουμε ο καθένας απ’ αυτούς να πάρει μετά και ένα περίστροφο και να αρχίσει να πιέζει τη σκανδάλη. Όπως όλοι ξέρουμε, όμως, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Ακόμη και ο νόμος που κήρυσσε ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα τη δραστηριότητα αυτή, ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ από τους δικαστές και κάποια στιγμή καταργήθηκε.
Αυτή ακριβώς η σιωπηρή άρνηση των Ελλήνων δικαστών να εφαρμόσουν ένα νόμο εκδικητικό και παράλογο, και μάλιστα επί δικτατορίας, μας προϊδεάζει για τη βασική θέση που θέλω να υποστηρίξω κλείνοντας και που ίσως φανεί αιφνιδιαστική. Το αφηγηματικό και κανονιστικό σχήμα του «ακραίου κέντρου», μολονότι ρητορικά επικαλείται την αντίθεσή του στον «ολοκληρωτισμό της αριστεράς» και στο «δογματισμό της ιδεαλιστικής ουτοπίας», κατά παράδοξο τρόπο το ίδιο ακριβώς συνιστά αυτό το οποίο καταγγέλλει: βασίζεται στην αφελή πίστη ότι είναι δυνατόν να υπάρξει ανθρώπινη κοινωνία πλήρους αρμονίας χωρίς καμία επιθετικότητα, και ότι για να φτάσουμε εκεί θα πρέπει να εξαλείψουμε οποιοδήποτε δείγμα έκφρασης επιθετικότητας, όσο μικρό και αν είναι αυτό, διότι ακριβώς «δεν υπάρχει διαφοροποίηση» μεταξύ μικρών και μεγάλων. Αυτή η προσέγγιση πέφτει η ίδια θύμα του μαξιμαλισμού και της ισοπέδωσής της και μετατρέπεται στο αντίθετό της, όπως ακριβώς η ισοπεδωτική ταξινόμηση μιας σειράς ετερογενών ουσιών υπό την ετικέτα «ναρκωτικά» και η άρνηση οποιασδήποτε διάκρισης μεταξύ αυτών τελικά ευνοεί τη χρήση των πιο επιβλαβών και τη μετάβαση από π.χ. το χασίς στα σύνθετα (με βάση το σκεπτικό «αφού όλα είναι ναρκωτικά και αφού με το ένα δεν έπαθα τίποτα, ούτε με το άλλο θα πάθω»).
Όπως γνωρίζουν πολύ καλά όλοι οι σοβαροί αναλυτές της πολιτικής, της νομικής και της ψυχικής πραγματικότητας, η ζωή των υποκειμένων (είτε ατομικών είτε συλλογικών) συνίσταται στη διαχείριση και όχι την εξάλειψη της επιθετικότητας.
Εάν κανείς πάρει στα σοβαρά την πεποίθηση ότι «δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση της βίας» και προσπαθήσει να οργανώσει μία κοινωνία –και ένα δικαστικό σύστημα- με βάση αυτήν, τότε με μαθηματική ακρίβεια θα προκύψει ένας ολοκληρωτικός εφιάλτης. Κάθε φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο –για να μην πω κάθε δίκαιο γενικά, οποιασδήποτε μορφής- βασίζεται λογικά και πρακτικά στην προϋπόθεση ότι υπάρχει κατηγοριοποίηση της βίας, και μάλιστα ότι η αποστολή τού ποινικού δικαίου είναι να διενεργεί διαρκώς αυτήν ακριβώς την κατηγοριοποίηση. Εάν «η μούντζα είναι σφαίρα», τότε είναι περιττός οποιοσδήποτε ποινικός κώδικας και οποιοσδήποτε δικαστής: όποιος μουντζώνει θα έπρεπε να συλλαμβάνεται και να «καταδικάζεται πάραυτα» σε ισόβια, ή σε όποια τέλος πάντων ποινή φαντάζονται οι ευγενείς δημιουργοί που «μισούν τη βία με όλη τους την ψυχή και φοβούνται τα γιαούρτια απ’ όπου κι αν προέρχονται» –αλλά πάντοτε στην ίδια ποινή. Στον τρέχοντα οριενταλισμό της καθημερινής μας γλώσσας θα είχε κανείς την τάση να πει ότι «αυτά μόνο στο Ιράν γίνονται», αλλά ακόμα και η σαρία έχει τη δική της και μάλιστα πολύ λεπτομερή περιπτωσιολογία. Στη νεωτερικότητα, αποτελεί όρο ύπαρξης και λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης ότι αυτός που τελεί έργω εξύβριση τιμωρείται ελαφρότερα από αυτόν που τελεί ανθρωποκτονία εν προθέσεως, και ότι ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα υπάρχει μία ολόκληρη άβυσσος ενδιάμεσων ατομικών περιπτώσεων· δουλειά του δικαστή, και του νομοθέτη, είναι να οργανώσει αυτό το χάος και, ακριβώς, να χωρίσει το κάθε είδος βίας από όλα τα υπόλοιπα. Ίσως η φιλοδοξία αυτή να είναι επίσης ουτοπική ή πρακτικά τρομερά δύσκολη και ασταθής. Ωστόσο, η κατάργηση κάθε διάκρισης και κατηγοριοποίησης μόνο φαινομενικά διευκολύνει αυτό το έργο. Στην πράξη, το καθιστά άνευ νοήματος, και είναι αυτή που το οδηγεί στο χάος και την ανεξέλεγκτη βία. Τόσο αυτό, όσο και –κυρίως- την κοινωνία στην οποία καλείται να εφαρμοστεί.



http://eagainst.com/articles/totalitarianism-of-non-violence/

Δεν υπάρχουν σχόλια: