Γι’ αυτό, να μην μας εκπλήσσει η επίκληση των δημοκρατικών θεσμών από τον Καρατζαφέρη ούτε η χρήση φασιστικών μεθόδων από τους κυβερνητικούς σοσιαλιστές. Αντιθέτως, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα.
Σε επιφυλακή,
Γκαούρ
(Περίπτερο Ιδεών, 21/5/11, φ. 66)
Η προοδευτική κοινωνία δεν πρέπει να υποτιμήσει τη νομιμοποίηση της Ακροδεξιάς. Αυτή ελίσσεται σαν χέλι. Επειδή δεν έχει ούτε αρχές ούτε ηθικές αναστολές, έχει μεγάλη ευχέρεια προσαρμογής στα δεδομένα κάθε στιγμής. Ο Καρατζαφέρης πριν από την «παραίτηση» Παπανδρέου, δήλωνε παντού ότι «διώχνοντας δύο εκατομμύρια μετανάστες» όλα θα διορθωθούν! Τώρα, που τελείως αναπάντεχα συμμετέχει στην κυβέρνηση, ελέω Παπανδρέου και Σαμαρά, οι μετανάστες υποβαθμίστηκαν και το πρόβλημα της χώρας είναι οι κομμουνιστές! Ταυτόχρονα, με μια άλλη εντυπωσιακή κωλοτούμπα αναγνωρίζει με ξαφνική διάθεση αυτοκριτικής, εξ αποκαλύψεως, ότι το Ολοκαύτωμα έγινε, η απριλιανή δικτατορία δεν ήταν τόσο καλή όσο νόμιζε και ότι ο Παπανδρέου είναι «ιατρός» και όχι «απατεώνας και γομάρι» όπως τον κατονόμαζε μέχρι προχτές ο Ροντούλης του!
Αυτά όλα θα φαίνονταν απλώς ως κωμικοτραγικά στοιχεία της προσωπικότητας κάποιων εντόπιων τσαρλατάνων αν δεν αποτελούσαν μέρος μιας πανευρωπαϊκής στρατηγικής επιλογής των ακροδεξιών, που στην κυριολεξία αναρριχώνται στο δέντρο της εξουσίας σαν χαμαιλέοντες αλλάζοντας χρώμα και απόψεις ανάλογα με το περιβάλλον, χωρίς ντροπή και χωρίς δισταγμό.
Οι κωλοτούμπες του Καρατζαφέρη είναι απειλητικές όχι επειδή έχει διαφανεί ο νέος Χίτλερ ή ο νέος Μουσολίνι, ούτε επειδή στη γωνία παραφυλάει ο νέος Παπαδόπουλος (αν και τίποτα δεν αποκλείεται). Οι κωλοτούμπες είναι ανησυχητικές, γιατί επιβεβαιώνουν και ενισχύουν πανηγυρικά την πολιτική, ηθική και πολιτισμική κατρακύλα του αστικοδημοκρατικού πολιτικού κόσμου, που προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της ολιγαρχίας με την οποία έχει πλήρως και αποκλειστικά ταυτιστεί, προχωράει χωρίς καμία αναστολή όχι μόνο στην εδραίωση και διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και στην ανατροπή κάθε δημοκρατικής κατάκτησης και κάθε εθνικής αυτοτέλειας.
Κι αυτή, η ολική καταρράκωση του αστικοδημοκρατικού κόσμου, δεν θα ήταν ανεπιθύμητη εάν η κοινωνία αντιλαμβανόταν τους κινδύνους, ήταν διατεθειμένη να υπερασπιστεί δυναμικά τις κατακτήσεις της, ακόμα και να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη. Αλλά η κοινωνία εμφανίζεται πολιτικά διαβρωμένη, ηθικά διάτρητη, ιδεολογικά σε σύγχυση, πολιτισμικά σε παρακμή. Μέχρι στιγμής, η αντίδρασή της σε εξωφρενικές περικοπές μισθών και συντάξεων, καλπάζουσα ανεργία, μεγάλη ακρίβεια, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και υποθήκευση της εθνικής κυριαρχίας, είναι σπασμωδική και χλιαρή. Χορεύοντας, όλα τα προηγούμενα χρόνια, στο ρυθμό που όριζε το σύμπλεγμα ολιγαρχών, κομμάτων εξουσίας και μέσων επικοινωνίας, τώρα, η κοινωνία είναι πολύ απροετοίμαστη για τη δική της εσωτερική κάθαρση και αναγέννηση. Είναι στενάχωρα φανερό ότι χρειάζεται μεγαλύτερος πόνος, μεγαλύτερη καταστροφή και περισσότερος χρόνος ωρίμασης για να αντιδράσει η κοινωνία δυναμικά, θυμωμένα και αποφασιστικά.
Βέβαια, έχει σημασία και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Περισσότερο κι απ’ την Ελλάδα, στην Ευρώπη, η κοινωνία πολύ νωρίτερα έχαβε το χάπι της ατελείωτης ευημερίας. Και ακόμα ευκολότερα κατάπινε το σιρόπι της παραπληροφόρησης που έντεχνα συνταγογραφούσε η εξουσία.
Νομιμοποίηση των φασιστών
Στην Ευρώπη, η συνεργασία των αστικών δημοκρατικών κομμάτων με την Ακροδεξιά και τη νομιμοποίηση των νεοφασιστών μέσα από τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις συνεργασίας, έχει αρχίσει πολύ πριν από την τρέχουσα οικονομική κρίση. Γιατί η κάστα εξουσίας, για να συνεχίσει αδιατάρακτα τις πολιτικές που διασφάλιζαν τις ανισότητες στο εσωτερικό και τους πολέμους στο εξωτερικό, είχε από καιρό επιτρέψει και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενθαρρύνει την άνοδο του νεοφασισμού στην Ευρώπη. Η εφαρμογή της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού, με την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου, την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων και εθνικών περιουσιακών στοιχείων, χρειαζόταν την επιβολή ενός πλέγματος εξαγοράς, φόβου και παραπληροφόρησης των κοινωνιών. Για να το πετύχει αυτό, ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τις ΗΠΑ, ενίσχυσε τον μιλιταρισμό και εφηύρε εχθρούς στο εσωτερικό και το εξωτερικό, όπως τον πολυπολιτισμό, την τρομοκρατία, τον ισλαμισμό, τους τσιγγάνους, τους μετανάστες, τους αντιεξουσιαστές, ακόμα και τη νοσταλγία των σοσιαλιστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης.
Σ’ αυτό το σταυροδρόμι, συνέπεσαν τα συμφέροντα των αστικοδημοκρατικών κομμάτων και των νεοφασιστικών, εθνικιστικών και ρατσιστικών οργανώσεων. Η κοινοβουλευτικών αρχών αστική εξουσία χρειαζόταν την προπαγάνδα μίσους, τους χουλιγκανισμούς και τις εγκληματικές ενέργειες (δολοφονίες, εμπρησμοί, λιντσαρίσματα κ.λπ.) των νεοφασιστών που αναλάμβαναν να κατατρομοκρατήσουν τον κόσμο για λογαριασμό της. Και οι νεοφασίστες χρειάζονταν τη νομιμοποίηση που τους παρείχαν οι αστικές εξουσίες για να μπορέσουν να αναπτυχθούν μέσα στο κοινωνικό σώμα (που σε μερικές χώρες είχε ισχυρά, αλλά σε λανθάνουσα κατάσταση, φασιστικά κατάλοιπα) χωρίς τα εμπόδια που τους έβαζε η ταύτισή τους με τους ναζί. Δηλαδή, έγινε μια μεγάλη… αλλαξοκωλιά ανάμεσα στο αστικό κατεστημένο και το νεοφασιστικό συρφετό. Έτσι, μια ελεγχόμενη ανοχή εξελίχτηκε σε συμμαχικές με ακροδεξιούς κυβερνήσεις, τύπου Παπαδήμου. Υπενθυμίζοντας ότι η φασιστική δεξιά ανέκαθεν αποτελούσε το τελευταίο αποκούμπι της αστικής Δεξιάς, όταν κινδύνευαν τα συμφέροντα της ολιγαρχίας.
Όπως γράφει ο Ray McGovern, πρώην αξιωματικός της CIA, αναφερόμενος στο ημερολόγιο του αυτόπτη μάρτυρα Sebastian Haffner, «Στις εκλογές της 4ης Μαρτίου 1933, λίγο μετά τον εμπρησμό της γερμανικής Βουλής, το ναζιστικό κόμμα είχε συγκεντρώσει μόνο το 44%. Αλλά εξαιτίας της «δειλής προδοσίας» των σοσιαλδημοκρατών και άλλων κομμάτων που είχαν πάρει το 56% των ψήφων του γερμανικού λαού, μπόρεσαν οι ναζί να καταλάβουν ολοκληρωτικά την εξουσία… Το Μάη τραγουδούσαν το ναζιστικό ύμνο, τον Ιούνιο διαλύθηκε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το μεσοαστικό καθολικό κόμμα του κέντρου διαλύθηκε λίγο αργότερα και τελικά, προμήθευσε τις ψήφους που χρειάζονταν για την πλειοψηφία των δύο τρίτων που «νομιμοποίησε» τη δικτατορία του Χίτλερ… Τον Μάρτιο του 1933, εκατομμύρια άνθρωποι ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν τους ναζί, αλλά από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν χωρίς ηγέτες.»
Οι σοσιαλδημοκράτες υπέκυψαν στις συνέπειες της πολιτικής τους, ενώ η εκκλησία ακολουθώντας τη γραμμή του Βατικανού διαπραγματευόταν με τα αυταρχικά καθεστώτα προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμιά της. Έτσι στήριξαν τον Μουσολίνι, τον Χίτλερ, τον Φράνκο και τον Πετέν, διαλύοντας τα κόμματα που ήλεγχαν ή επηρέαζαν, προκειμένου να διευκολυνθεί η κυριαρχία των φασιστών.
Δυστυχώς, και σήμερα, ο εκφυλισμός των αστικών θεσμών και κομμάτων, ιδίως της Σοσιαλδημοκρατίας, ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην ακροδεξιά. Έτσι, σε πολλές χώρες, η κοινωνία πάει δεξιότερα, αυτοκτονικά. Ο εκφυλισμός της Σοσιαλδημοκρατίας σηματοδοτεί την παρακμή της καλύτερης εκδοχής του καπιταλισμού, και ίσως αποτελεί την τελευταία προέκταση του εκφυλισμού των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο φόβος του κομμουνισμού, ξανά!
Πίσω απ’ όλ’ αυτά, φαίνεται ότι ο πραγματικός εχθρός των αστικών καθεστώτων παραμένει ο κομμουνισμός. Όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο, στην Ευρώπη, φοβούνται πολύ την αναβίωση των κομμουνιστικών ιδεωδών, αν και η κομμουνιστική Αριστερά στην Ευρώπη είναι -σε γενικές γραμμές- σε κακή ή υποτυπώδη κατάσταση. Αλλά, επειδή κανένα άλλο κοινωνικό σύστημα δεν είναι τόσο εμπεδωμένο ως εναλλακτικό μέσα στο δυτικό πολιτισμό όσο το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό, οι μεγαλοαστοί έχουν σοβαρούς λόγους να ανησυχούν. Όχι τόσο γιατί οι κοινωνίες νοσταλγούν το σοβιετικό μοντέλο που είναι θολωμένο και απαξιωμένο (πλην των ανατολικών χωρών που επιβιώνει νοσταλγικά σε σημαντικά κομμάτια του πληθυσμού), όσο γιατί οι δυτικές κοινωνίες έχουν ισχυρές μνήμες και αναφορές στο σοσιαλιστικό μοντέλο του κοινωνικού κράτους το οποίο ταυτίζεται με την καλύτερη, πιο δημοκρατική, ειρηνική και ευημερούσα περίοδο της νεότερης ιστορίας της Ευρώπης. Και μόνη η τάση αναζήτησης και επιστροφής στο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, που στην κεντρική Ευρώπη εγκαταλείπεται και από τους εκφυλισμένους σοσιαλδημοκράτες, είναι ανατρεπτική για το επιβληθέν νεοφιλελεύθερο μοντέλο της πλήρους ασυδοσίας των τραπεζών και της ολιγαρχίας των αγορών. Τα κέντρα εξουσίας γνωρίζουν ότι ακόμα και αυτή η τάση επιστροφής στο κοινωνικό κράτος μπορεί να εξελιχθεί σε τσουνάμι που μπορεί να συμπαρασύρει οποιοδήποτε αστικοδημοκρατικό εμπόδιο και να οδηγήσει ακόμα και στην πλήρη αμφισβήτηση του καπιταλισμού. Κάτι που ούτε οι ίδιοι οι κομμουνιστές δεν μπορούν να διανοηθούν.
Με αυτά τα δεδομένα, ο ρόλος των νεοφασιστών για τη διατήρηση του ολιγαρχικού στάτους κβο, όχι μόνο ως μπαμπούλες και παραπλανητές της πτωχεύουσας κοινωνίας, αλλά, στη χειρότερη περίπτωση, και ως έσχατοι και βίαιοι υπερασπιστές του καπιταλισμού, εξωραΐζεται και αναβαθμίζεται συνεχώς. Η ευρωπαϊκή ολιγαρχία που ταυτίζεται ξανά με την πιο επιθετική μορφή καπιταλισμού, χρειάζεται τους νεοφασίστες σαν ισχυρή εφεδρεία σε εποχή εντεινόμενης κρίσης. Το γεγονός ότι ήδη τους χρησιμοποιεί ως ισότιμους συνομιλητές και συγκυβερνήτες φανερώνει ότι οι ολιγάρχες για να συνεχίσουν να αποκομίζουν τεράστια κέρδη θα γίνονται όλο και πιο επιθετικοί απέναντι στην ίδια τους την κοινωνία. Με τους νεοφασίστες που είναι κατάλληλοι για τις πιο βρώμικες δουλειές, συνεταιρικά, και εν ανάγκη σε ρόλο εμπροσθοφυλακής.
Αφού, σε αντίθεση με ό,τι πολλοί νομίζουν, ιστορικά, οι ολιγάρχες, προκειμένου να διασφαλίσουν την ηγεμονία και τα κέρδη τους, δεν έκλαψαν ποτέ για την αχρήστευση ούτε των αστικών κομμάτων ούτε των κοινοβουλευτικών θεσμών. Ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι, ο Χιροχίτο, ο Φράνκο και ο Σαλαζάρ για χάρη των τοπικών ολιγαρχιών πολέμησαν και καταπίεσαν τους λαούς. Όπως και ο Πινοσέτ.
Η παραδοσιακή πολιτική τάξη της Ευρώπης που μεταπολεμικά έχτισε το προφίλ της σε αντιφασιστική και αντιρατσιστική βάση, δεν διστάζει τώρα να απαρνείται τις «αξίες» της προκειμένου να διασφαλίσει την κυριαρχία της.
Στις δεκαετίες ’30 και ’40, τα φασιστικά καθεστώτα συνδέονταν μεταξύ τους με μία συμμαχία οικονομική, πολιτική, ιδεολογική και στρατιωτική περίπου αντίστοιχη με αυτή της ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ευρώπη, σχεδόν τα μισά κράτη ανήκαν στο φασιστικό άξονα!
Σήμερα, όπως γράφει ο Gary Younge, συνεργάτης της βρετανικής εφημερίδας The Guardian και του αμερικανικού περιοδικού The Nation, στο άρθρο του «Η αληθινή απειλή στην ευρωπαϊκή δημοκρατία», «Στην Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, σκληροπυρηνικά εθνικιστικά και αντιμεταναστευτικά κόμματα συνήθως παίρνουν πάνω από το 10% των ψήφων. Στη Φινλανδία το 19%, στη Νορβηγία το 22%, στη Σουηδία το 29%. Στην Ιταλία και την Αυστρία συμμετέχουν στις κυβερνήσεις, όπως και στην Ελβετία.» Για να μη μιλήσουμε για τη Ρώμη που έχει εκλεγμένο νεοφασίστα δήμαρχο. Ούτε για το φασισμό στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία ή τις βαλτικές χώρες, όπου οι ενταγμένοι στα SS Λετονοί και οι οπαδοί του ναζισμού έχουν επιβάλλει φασιστική τρομοκρατία νομοθετικά κατοχυρωμένη! Χωρίς καμία αντίδραση από τη δημοκρατική Ευρώπη που φρόντισε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του τραπεζικού τομέα, να κλείσει όλες τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και να διαλύσει την αγροτική αυτάρκεια της Λετονίας, μεταφέροντας το εξειδικευμένο προσωπικό στις εταιρίες υψηλής τεχνολογίας στη Δύση και το ανειδίκευτο υπηρέτριες στα σπίτια και χαμάληδες στα λιμάνια της Βρετανίας. Κατά συνέπεια, η (επανα)φασιστικοποίηση της Ενωμένης Ευρώπης δεν είναι ούτε ιστορικά πρωτότυπη ούτε πολιτικο-οικονομικά ανέφικτη.
Τρία ακροδεξιά κόμματα
«Τρία ακροδεξιά κόμματα» στην εξουσία, λέει ο Γιώργος Τράγκας. «Τρία κόμματα εναντίον του κομμουνισμού», συμπληρώνει ο Γιώργος Καρατζαφέρης. «Σταγονίδια ακροδεξιών στη Ν.Δ.», επισημαίνει ο Σωτήρης Χατζηγάκης. «Χούντα» αποκαλεί την κυβέρνηση ο Πάνος Καμμένος.
Τέσσερις απόψεις, όχι από την Αριστερά, που από μόνες τους περιγράφουν χωρίς μισόλογα την εξέλιξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ένα συνονθύλευμα από πρώην αριστερίζοντες σοσιαλδημοκράτες, κεντρώους, δεξιούς και νεοφασίστες!
Οι κομμουνιστοφάγοι, εβραιοφάγοι, ομοφυλοφιλοφάγοι, τουρκοφάγοι, μεταναστοφάγοι, ισλαμοφάγοι και πολυπολιτισμοφάγοι χουντοφασίστες βαφτίστηκαν υπουργοί από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ορκίστηκαν από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και ευλογήθηκαν από τον αρχιεπίσκοπο!
Οι αντιδράσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ είναι κατώτερες των περιστάσεων και δείχνουν το βάθος της αλλοτρίωσης. Ανάμεσα στη Σοφία Σακοράφα που πήγε κόντρα από την αρχή της μνημονιακής κατρακύλας και τον Τσετίν Μαντατζή από την Ξάνθη, που αρνήθηκε να ψηφίσει την κυβέρνηση Παπαδήμου-Παπανδρέου-Σαμαρά-Καρατζαφέρη, υπάρχει ένας φαρδύς ενδιάμεσος χώρος που την έκανε γαργάρα για τους χουντικούς «συνάδελφους» στην κυβέρνηση. Μόνο στα μεσαία και κατώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας υπάρχει μουρμούρα, όχι πάντα ανιδιοτελής. Η όψιμη αντίδραση κάποιων πρωτοκλασάτων συνδικαλιστών είναι θετική, αλλά όχι τόσο έγκαιρη που θα διέλυε τις αμφιβολίες για την υστεροβουλία τους.
Ο ατομισμός και ο φιλοτομαρισμός λιπαίνουν το φασισμό, ο οποίος έρχεται ύπουλα από διαφορετικούς δρόμους, κομμάτι-κομμάτι. Όχι μόνο με τα ρόπαλα του οσίου δράκουλα Βορίδη και την αρχαιοκαπηλία του αρχισαχλαμάρα Άδωνη, αλλά και με Δούρειους Ίππους, τον ήρεμο κίλερ Παπανδρέου, τον ανθρωποφάγο Πάγκαλο, τον γραφειοκράτη καριέρας Παπαϊωάννου, τους αχυρανθρώπους της Goldman Sachs Παπαδήμο, Παπακωνσταντίνου και Σια, συν τους εθνικιστές και ρατσιστές απ’ όλο το πολιτικό φάσμα που ψαρεύουν στα θολά νερά.
Οι 255 ψήφοι στη Βουλή υπέρ της κυβέρνησης Παπαδήμου σαν ρέκβιεμ ακούγονται. Αλλά να μην ξεγελιόμαστε. Το μπλοκ εξουσίας βρίσκεται σε διαδικασία αποσύνθεσης, αλλά είναι εφτάψυχο.
Οι κίνδυνοι για το λαό και τη χώρα είναι μεγάλοι, μέγιστοι. Για να μπορέσει η Αριστερά, να τους αντιμετωπίσει σε όλα τα πεδία της μάχης, για άλλη μια φορά μόνη στην υπεράσπιση του λαού και του τόπου, προϋπόθεση είναι να προωθήσουμε τολμηρά την ενότητά μας και να εμβαθύνουμε τη δημοκρατία και την αξιοκρατία στο εσωτερικό μας.
e-dromos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου