Δημήτρης Δημητούλης*
Η εμφάνιση στη δεκαετία του ’70 του ιδεολογικο-πολιτικού ρεύματος του ευρωκομουνισμού και η μετατροπή του μάλιστα σε κυρίαρχη τάση στους κόλπους ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα και έκφραση της κρίσης του παραδοσιακού «κομμουνιστικού» κινήματος, αλλά...
ταυτόχρονα και μια απόπειρα απάντησης στην κρίση αυτή. Μια κρίση που μπορεί να μην είχε πάρει ακόμα εκείνες τις αποκαλυπτικές μορφές και διαστάσεις που σήμερα την χαρακτηρίζουν, αλλά που δεν έπαυε γι’ αυτό να είναι υπαρκτή και έντονη. Και επρόκειτο για μια κρίση ολόπλευρη, που αφορούσε όχι μόνο την πολιτική γραμμή, τη στρατηγική, αλλά ήταν επίσης κρίση ενός γραφειοκρατικού, αλλοτριωτικού μοντέλου συγκρότησης και λειτουργίας, που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει ολόκληρο το ρεύμα που προέκυψε μέσα από την Γ’ Διεθνή.
Αλλά βέβαια το εγχείρημα του ευρωκομουνισμού ήταν από την γέννηση του υποθηκευμένο και «νόθο», «κουβαλούσε» μέσα του το σπέρμα της κρίσης και του αδιεξόδου. Και αυτό γιατί η ριζοσπαστική, μαρξιστική απάντηση στο αδιέξοδο του παραδοσιακού σταλινικού γραφειοκρατισμού δεν είναι η εξίσου αμείλικτη νεογραφειοκρατία που εγκαθιστούσε ο ευρωκομουνισμός. Ούτε στην κρίση στρατηγικής που αντιμετώπιζαν αυτά τα κόμματα, στην κρίση της πολιτικής τους σκέψης και πρακτικής, η απάντηση από την σκοπιά του μαρξισμού μπορούσε να ‘ταν η απαρχαιωμένη στο περιεχόμενο της θεωρία και στρατηγική των «διαρθρωτικών αλλαγών». Η υποκατάσταση δηλαδή της ρήξης με τον καπιταλισμό, από μια ορισμένη μεταρρύθμιση που αποσυνδεόταν από τη ρήξη, και η απροκάλυπτη υποταγή του εργατικού κινήματος στην αστική εξουσία. Και στην γοητεία που αυτή ασκούσε και ασκεί τόσο στην παραδοσιακή όσο και στην ευρωκομμουνιστική νεογραφειοκρατία.
Η ιστορική εμπειρία που συσσωρεύτηκε απέδειξε την ανικανότητα του ευρωκομμουνισμού να οδηγήσει στην υπέρβαση της κρίσης, απέδειξε ότι η έξοδος του «κομμουνιστικού» κινήματος από την κρίση δεν επιτυγχάνεται με την αναπαραγωγή της κρίσης, με τη χρησιμοποίηση παλιών ξεπερασμένων υλικών. Τέτοια είναι η εμπειρία του «ιστορικού συμβιβασμού» από το Ιταλικό Κ.Κ.. Η χρεοκοπία της στρατηγικής αυτής, που βρήκε και την έκφραση της στη μεγάλη εκλογική υποχώρηση, οδηγώντας το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης από το 34,4% του 1976 σε ένα ποσοστό περίπου 26%, μεταβάλλοντας έτσι την αναλογία του με τους σοσιαλιστές από 4:1 σε 2:1. Ένα κόμμα το οποίο μέσα στη δεκαετία της ευρωκομμουνιστικής του αναγέννησης 1977-1987 γνώρισε την διαρροή 400.000 μελών από τους κόλπους του. Αλλά εξίσου επιβεβαιωτική της παραπάνω διαπίστωσης είναι και η εμπειρία του Γαλλικού Κ.Κ., η εκμηδένιση του Ισπανικού Κ.Κ. κ.ά. Όπως όμως έλεγε και ο Ιρλανδός συγγραφέας Σάμουελ Μπέκετ «το τέλος του παιχνιδιού βρίσκεται μες στην αρχή»
Και μπορεί ο Σάμουελ Μπέκετ να υπήρξε ένας συγγραφέας που ανέδειξε το παράλογο αυτού του κόσμου, το οδοιπορικό όμως της μετάβασης από τον ευρωκομουνισμό στην ευρωαριστερά υπακούει σε μια «λογική» συνέχεια. Γιατί η αναζήτηση, σήμερα, της ευρωαριστεράς, η απροκάλυπτη δηλαδή σοσιαλδημοκρατικοποίηση των «κομμουνιστικών» κομμάτων ήταν εξαρχής εγγεγραμμένη στο ευρωκομμουνιστικό εγχείρημα. Βέβαια εδώ υπάρχει μια διαφορά. Η εμφάνιση του ευρωκομουνισμού και η επικράτηση του εκεί που υπήρξε, έγινε σε μια περίοδο που η επεξεργασία και η υλοποίηση της νεοσυντηρητικής στρατηγικής του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της κρίσης του, έκανε τα πρώτα της βήματα. Η επιχείρηση, αντίθετα, της ευρωαριστερής μεταμόρφωσης των «κομμουνιστικών» κομμάτων γίνεται σε συνθήκες όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων στον κόσμο έχει υποστεί μια ραγδαία αλλαγή προς όφελος του κεφαλαίου. Και σε βάρος του εργατικού κινήματος και των άλλων ριζοσπαστικών, κοινωνικών κινημάτων. Σε συνθήκες κατάρρευσης των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, καθεστώτων που αποδείχθηκαν εχθρικά προς τις αξίες του κομμουνισμού, τις αξίες της απελευθέρωσης του ανθρώπου. Η μεταμόρφωση αυτή επιχειρείται σε συνθήκες όπου η στρατηγική της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης έχει υλοποιηθεί σ’ ένα σημαντικό βαθμό και η ίδια η σοσιαλδημοκρατία έχει προχωρή¬σει στην αποδοχή των βασικών πολιτικών επιλογών του νεοσυντηρητισμού.
Στην διαδικασία αυτής της μεταμόρφωσης, που κάθε άλλο παρά ευθύγραμμη και χωρίς αντιφάσεις είναι, ο πρωταγωνιστικός ρόλος — όπως και παλιότερα με τον ευρωκομουνισμό — ανήκει στο Ιταλικό «κομμουνιστικό» κόμμα. Το όποιο μάλιστα υιοθετώντας, με πλειοψηφία των 2/3 στο τελευταίο συνέδριο του την αλλαγή του τίτλου του, θα αποφασίσει και στο συμβολικό επίπεδο — που αν και συμβολικό ασκεί την δικιά του υλική δύναμη μέσα στην ιστορία — τη ρήξη με τη μαρξιστική, την κομμουνιστική θεωρία και πολιτική. Μια ρήξη βέβαια που στην ουσία της δεν είναι πρόσφατη και δεν αφορά μόνο αυτό το κόμμα, αλλά ολόκληρο το ρεύμα που προέκυψε από την Γ’ Διεθνή και αυτοαναγορεύτηκε σε κομμουνιστικό κίνημα χωρίς να είναι. Αυτή η πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης των κομμουνιστικών κομμάτων στην Ευρώπη έχει τη δικιά της ιστορία στη μεταπολεμική περίοδο. Έτσι, π.χ. στην περίοδο 1945-1947 τα κομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Γαλλίας, συμμετέχοντας στις αστικές κυβερνήσεις των χωρών τους από κοινού με τους σοσιαλιστές, λειτούργησαν σαν οι κατ’ εξοχήν «πυροσβέστες» των ταξικών αγώνων σε μια περίοδο μάλιστα έντασης των αγώνων αυτών. Είναι τότε που ο Μορίς Τορέζ, γ.γ. του Κ.Κ. Γαλλίας, θα ζητήσει την συγχώνευση με το αντίστοιχο σοσιαλιστικό. Και αν αυτή η πρακτική των κομμάτων αυτών ήταν εναρμονισμένη με τα συμφέροντα και τις απαιτήσεις της σοβιετικής γραφειοκρατίας σταλινικού τύπου, οι σημερινές αντιλήψεις και πρακτικές του Γκορμπατσόφ μάλλον κινούνται σε μια παράλληλη τροχιά. Ο ίδιος θα υποστηρίξει: «Από αυτή την οπτική γωνιά εξετάζουμε και την πείρα της σοσιαλδημοκρατίας. Βλέπουμε και εκτιμούμε τη συμβολή της στην ανάπτυξη των αξιών του σοσιαλισμού». (Ριζοσπάστης 3/12/1989). Η τεράστια συμβολή της σοσιαλδημοκρατίας στην διαιώνιση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας θεωρείται συνεισφορά στην ανάπτυξη των αξιών του σοσιαλισμού. Και ο Ακίλε Οκέτο δεν πρωτοτυπεί όταν λέει: «Δεν πρόκειται για έξοδο από την κομμουνιστική παράδοση, για να αγκαλιαστούμε με μια άλλη, τη σοσιαλδημοκρατική». Καλά λέει ο Πιερ Μορουά — αμφισβητούνται και οι δυο παραδόσεις. Και όλες οι δυνάμεις που σχετίζονται με αυτές καλούνται να ανανεωθούν, για να γεννηθεί μια νέα ευρωαριστερά, πρωταγωνίστρια της οικοδόμησης του ευρωπαϊκού σπιτιού» (Αυγή 11/3/1990). Και βέβαια ο Οκέτο υποστηρίζει την είσοδο του πρώην «Κ.Κ.» στην σοσιαλιστική διεθνή. Αλλά ήδη ο Τζιόρτζιο Αμέντολα, μέλος του Π.Γ. του Κ.Κ. είχε υποστηρίξει από το 1965 την συνένωση των δυο κινημάτων σ’ ένα καινούριο πολιτικό σχήμα.
Η αναζήτηση της ευρωαριστεράς από τα Κ.Κ. στις σύγχρονες συνθήκες όπως πιστοποιεί και η εμπειρία του ΚΚΕ, εκφράζει μια μετατόπιση σε επιλογές πιο συντηρητικές και από εκείνες της σοσιαλδημοκρατίας στην δεκαετία του ’70. Γιατί σήμερα ο δρόμος που οδηγεί στην σοσιαλδημοκρατικοποίηση συνεπάγεται την συμμόρφωση ή τουλάχιστον τη σύγκλιση με τις βασικές επιλογές του κεφαλαίου που αφορούν την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Η τεράστια κρίση και χρεοκοπία στην οποία βρίσκονται σήμερα τόσο το ρεύμα του μικροαστικού ριζοσπαστισμού που προέκυψε μέσα από την Γ’ Διεθνή, όσο και το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα κάνουν ριζική ανάγκη την αναγέννηση της αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος. Μόνο που η αναγέννηση αυτή δεν μπορεί να γίνει με νοσταλγία για τα σκουριασμένα υλικά του παρελθόντος. Απαιτεί αντίθετα μια αναπόληση, μια νοσταλγία στραμμένη στο μέλλον. Βέβαια στον καπιταλισμό όπως θα πει και ο Μαρξ: «Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών». Η αναγέννηση αυτή «δεν μπορεί να αντλήσει την ποίηση της από το παρελθόν, αλλά μόνο από το μέλλον. Δεν μπορεί ν’ αρχίσει με τον ίδιο τον εαυτό της προτού σβήσει όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν. Για να φτάσει στο δικό της περιεχόμενο πρέπει ν’ αφήσει τους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους».
Το κείμενο έχει γραφεί το 1990, και έχει σημασία να αξιολογήσει κανείς την επικαιρότητα του. (Ααναδημοσίευση από ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου