του Βασ. Λιόση |
Η τοποθέτηση αυτή έγινε στην εκδήλωση που
συνδιοργανώθηκε από τις εκδόσεις «Εκτός Γραμμής», το «R Project» και το Σύλλογο
«Γιάννη Κορδάτο», με αφορμή την έκδοση τεσσάρων βιβλίων που σχετίζονται με την
έννοια του Μετώπου.
Δεν μπορεί να σταθεί καμία επιστήμη, αν αυτή δε
χρησιμοποιεί ορισμούς και αν δεν τους δίνει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Όπως
έλεγε ο Κομφούκιος «Αν οι ονομασίες δεν είναι σωστές, τα λεγόμενα δε συμφωνούν
με την πραγματικότητα και, αν τα λεγόμενα δε συμφωνούν με την πραγματικότητα,
οι επιχειρούμενες ενέργειες δεν επιτυγχάνουν το στόχο τους».
Βέβαια υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους ορισμούς των
κοινωνικών και των θετικών επιστημών, αλλά ας μην αναλωθώ σε.....
επιστημολογικές
παρατηρήσεις κι ας διευκρινίσω εξαρχής με ποιο τρόπο θα πρέπει κατά τη γνώμη
μου να βλέπουμε τις έννοιες της αριστεράς, της τακτικής και της στρατηγικής.
I. ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ;
Έχει γίνει πολύ συζήτηση για την εννοιολογική
αποσαφήνιση του όρου αριστερά. Όσο κι αν αναζήτησα δεν μπόρεσα να βρω έναν
αυστηρό ορισμό με διακριτές οριοθετήσεις. Κατ΄ αρχάς να θυμίσω μια κλασική
παρατήρηση. Οι όροι "Αριστερά" και "Δεξιά" έλκουν την
καταγωγή τους από τη Γαλλική
Επανάσταση και καθιερώθηκαν εξαιτίας του τρόπου που κάθονταν οι
παρατάξεις στη Γενική Συνέλευση. Αριστερά του προέδρου κάθονταν όσοι
εναντιώνονταν στη Μοναρχία και υποστήριζαν την επανάσταση και την εγκαθίδρυση
δημοκρατίας, ενώ δεξιά κάθονταν οι υποστηρικτές του Παλαιού Καθεστώτος.
Στη συνέχεια ο όρος «Αριστερά» περιέγραψε μια ποικιλομορφία κινημάτων, ιδεών
και συλλογικοτήτων. Ο όρος έχει περιγράψει το Σοσιαλισμό, τον Κομμουνισμό, τον
Αναρχισμό, το αντιρατσιστικό κίνημα, το φεμινιστικό κίνημα, το αντιπολεμικό
κίνημα, το οικολογικό κίνημα. Κάποιοι, μάλιστα, συμπεριλαμβάνουν στο φάσμα της
Αριστεράς ακόμη και τον κεϋνσιανισμό.
Η χρήση της έννοιας Αριστερά για διαφορετικά κινήματα,
ιδέες και κόμματα δημιουργεί μια σύγχυση που δε διευκολύνει την ανάγνωση των
ουσιαστικών διαφορών. Ας σκεφτούμε πόσο προβληματική ήταν η έννοια της
πληθυντικής αριστεράς που εισήγαγε ο Ρομπέρτ Υ, πρώην γραμματέας του ΚΚ Γαλλίας
και ότι σήμερα λογίζονται ως αριστερά οι σοσιαλιστές του Φρανσουά Ολάν. Οι
θεωρητικές απόπειρες που έχουν γίνει για τον προσδιορισμό της έννοιας, μάλλον
εντείνουν τις συγχύσεις παρά αποσαφηνίζουν το ζήτημα. Ποιο είναι το κριτήριο;
Αν κάποιος είναι υπέρ του σοσιαλισμού, αν είναι κατά των μονοπωλίων και του
ιμπεριαλισμού, αν είναι υπέρ της κρατικής παρέμβασης, αν είναι διεθνιστής και μάχεται
τον εθνικισμό, αν είναι κατά των θρησκειών και είναι αντικληρικαλιστής; Τα
ερωτήματα μπορούν να συνεχιστούν και εν τέλει να μη βρεθεί άκρη κι έτσι να
αναλωθούμε σε μια ατέρμονη συζήτηση που στο τέλος θα αποκτήσει ακαδημαϊκό
χαρακτήρα. Οι προσεγγίσεις που έχουν κατά καιρούς κάνει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, ο
Λαπόνς, κ.ά. δεν έχουν φωτίσει το εν λόγω θέμα, ενώ οι συγχύσεις εντείνονται
και η πραγματικότητα συσκοτίζεται περαιτέρω όταν χρησιμοποιούνται και οι όροι
Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά.
Επιπλέον, δε θα πρέπει να μας διαφεύγει πως ένα κόμμα
καθορίζεται από την κοινωνική του σύνθεση, από το Πρόγραμμά του και από την
πρακτική του. Τα τρία αυτά κριτήρια δε χωράνε σε ιδεολογικά σχήματα τύπου
«Αριστερά-Δεξιά».
Επομένως:
1) Αν και αναμφισβήτητα ο όρος έχει ιστορική φόρτιση που
πρέπει να ληφθεί υπόψη, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι υπάρχει μια αδυναμία για
τον επιστημονικό προσδιορισμό της έννοιας Αριστερά. Ως εκ τούτου η χρήση της
δεν μπορεί παρά να γίνεται εντελώς συμβατικά και grosso modo
μπορεί να χρησιμοποιείται για να εκφράσει όσους συμμετέχουν στους κοινωνικούς
αγώνες, αντιπαλεύοντας την καπιταλιστική βαρβαρότητα με τον έναν ή άλλο τρόπο
(προφανώς αυτή η πρόχειρη προσέγγιση δε λύνει το πρόβλημα του ορισμού, αφού
κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει τι σημαίνει «αντιπαλεύω την καπιταλιστική
βαρβαρότητα;»).
2) Η θεώρηση αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη θεώρηση του
συντηρητικού τόξου που ισχυρίζεται πως δεν έχει κανένα νόημα ο διαχωρισμός,
αλλά όχι γιατί έχει επιστημονικές ανησυχίες για τον ορισμό της έννοιας
«Αριστερά» και «Δεξιά», αλλά γιατί θέλει να προωθήσει έναν
αποϊδεολογικοποιημένο λόγο που στο βάθος είναι βαθιά πολιτικός και σαφώς υπέρ
της καθεστηκυίας τάξης. Η φιλολογία με βάση την οποία «δεν έχουν πλέον νόημα οι
διαχωριστικές γραμμές» έχει ως στόχο να αμβλύνει υπαρκτές ιδεολογικές διαφορές
και να μείνει στο φαινόμενο και όχι στην ουσία των πραγμάτων.
3) Θεωρώ πως πέρα από τη συμβατική χρήση της έννοιας
«Αριστερά», είναι προτιμότερη η χρήση προσδιορισμών όπως αστικό, μικροαστικό,
εργατικό, ρεφορμιστικό, οπορτουνιστικό, κομμουνιστικό και μπορούν να αφορούν
στο κόμμα ή το κίνημα ή το ρεύμα σκέψης. Βεβαίως για κάθε τέτοιο προσδιορισμό
υπάρχουν και υποδιαιρέσεις π.χ. ένα αστικό κόμμα μπορεί να είναι κλασικό αστικό
ή αστικό με σοσιαλδημοκρατική καταγωγή, κεϋνσιανό ή νεοφιλελεύθερο κ.λπ. Η
προτίμηση αυτή δεν υποκρύπτει επ’ ουδενί την πρόθεση ιδεολογικοποίησης ενός
λανθάνοντος σεχταρισμού, ούτε και αποτελεί μια βυζαντινολογική προσέγγιση των
πραγμάτων. Επιδιώκει την αποσαφήνιση των εννοιών προκειμένου να είναι
διαυγές με ποιον συμμαχείς και με τι σκοπό.
II. ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ;
Τέλος όσον αφορά στις έννοιες της τακτικής και της
στρατηγικής αν θέλαμε με ένα συμπυκνωμένο τρόπο να τις περιγράψουμε, θα λέγαμε
πως στρατηγική είναι ο τελικός στόχος, ενώ τακτική είναι ο τρόπος που θα
φτάσουμε σε αυτόν.
Γιατί, όμως, να μην έχουμε απευθείας στρατηγική;
Οι λόγοι βρίσκονται αν επικεντρώσουμε στο ζήτημα της συνείδησης. Ανοίγω μια
παρένθεση προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Δεν υποστηρίζω πως εξαιτίας ενός
δεδομένου επιπέδου συνείδησης, η πραγματικότητα μάς υπαγορεύει την απεμπόληση
της στρατηγικής δηλαδή της επαναστατικής ανατροπής. Το επίπεδο
συνείδησης, η κατάσταση του κινήματος, οι διεθνείς συσχετισμοί μάς αναγκάζουν
να σκεφτούμε τρόπους μέσω των οποίων δε θα πετάξουμε τη στρατηγική μας, αυτή
άλλωστε είναι η ψυχή των επαναστατών, αλλά το πώς θα ανακαλύψουμε ή θα
επανανακαλύψουμε τους δρόμους προσέγγισης του επαναστατικού οράματος ώστε αυτό
να γίνει κτήμα των μαζών.
Το πρόβλημα της συνείδησης ασφαλώς και δεν είναι
σημερινό πρόβλημα. Οι κλασικοί μίλησαν για «εργατική τάξη καθεαυτή» και για
«εργατική τάξη για τον εαυτό της». Τι σημαίνουν αυτές οι έννοιες; Με την πρώτη
έννοια εννοούμε την αντικειμενική εμφάνισή της ε.τ. αλλά και το γεγονός ότι
βρίσκεται σε μια φάση που δεν έχουν ωριμάσει οι υλικοί όροι για να παίξει τον
ιστορικό της ρόλο και κατά συνέπεια δεν έχει συνείδηση αυτού του ιστορικού της
ρόλου. Στη δεύτερη φάση οι υλικοί όροι έχουν ωριμάσει (είναι μεγάλο τμήμα της
κοινωνίας και συνήθως αποτελεί την πλειονότητα, είναι συγκεντρωμένη, παράγει το
βασικό όγκο του πλούτου της κοινωνίας). Η ωρίμαση αυτή μπορεί να
οδηγήσει το επαναστατικό υποκείμενο στο να παίξει τον ιστορικό του ρόλο. Ωστόσο
δεν παρατηρείται μια αυτόματη διαδικασία απόκτησης αυτοσυνείδησης. Γιατί; Γιατί
υπάρχει μια πλειάδα αιτιών που εμποδίζουν αυτή τη διαδικασία. Υπάρχουν λόγοι
υλικοί, κοινωνιολογικοί και ιδεολογικοί. Μερικοί εξ αυτών είναι: α) ο
φετιχισμός του εμπορεύματος, β) οι μηχανισμοί χειραγώγησης και αναπαραγωγής της
κυρίαρχης ιδεολογίας (τηλεόραση, Τύπος, σχολείο, πανεπιστήμιο, θρησκεία και
εκκλησία κ.λπ.), γ) οι μηχανισμοί πολιτικής και οικονομικής χειραγώγησης (π.χ.
ρουσφέτια), δ) η κρατική κι εργοδοτική βία (π.χ. δικαστικές αποφάσεις για
απεργίες), ε) η κοινωνικοταξική πολυμορφία, στ) η συσπείρωση τμημάτων της
νεολαίας στους οπαδικούς στρατούς. Ειδικά σήμερα μας βαραίνει και η σκληρή ήττα
του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
III. ΠΟΙΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ;
Και μέσα σε όλα αυτά πού και πώς διεισδύει το Μέτωπο; Το
Μέτωπο συνδέεται σε πρώτη φάση με την τακτική. Είναι ένας από τους
βασικούς τρόπους, αν όχι ο βασικότερος, προκειμένου η εργατική τάξη να περάσει
στη φάση του «τάξη για τον εαυτό της». Αφορά στο συντονισμό, τις μερικές
συγκλίσεις, τους από κοινού κοινωνικούς αγώνες από διαφορετικά υποκείμενα. Τα
υποκείμενα αυτά μπορεί να είναι είτε κοινωνικές τάξεις και στρώματα, είτε
οργανωμένες συλλογικότητες (κόμματα, πολιτικές κινήσεις, όμιλοι, συνδικάτα,
πολιτιστικοί φορείς κ.ά.), είτε ακόμη και μεμονωμένα πρόσωπα. Απόλυτος
διαχωρισμός ανάμεσα στα δυο επίπεδα συμμαχιών (κοινωνικό και πολιτικό) δεν
μπορεί να υπάρξει, αφού το ένα επίπεδο τροφοδοτεί κι επηρεάζει το άλλο.
Αν η κοινωνική πράξη και η κοινωνική κίνηση είναι
τέτοιες που εξομαλύνουν τις αντιφάσεις και τις διαφορές στο εσωτερικό ενός Μετώπου,
αν με άλλα λόγια διασφαλιστεί η βέλτιστη ενότητα, τότε οι κοινωνικές συμμαχίες
δυναμώνουν ενώ οι πολιτικές συμμαχίες μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός
νέου πολιτικού υποκειμένου. Το καθήκον δημιουργία ενός Μετώπου κι ενός
επαναστατικού φορέα, πρέπει να αποτελούν ένα διπλό και ταυτόχρονο καθήκον των
επαναστατών.
Τι χαρακτηριστικά, όμως, πρέπει να έχει σήμερα το
Μέτωπο; Συνεκτιμώντας τη βαθιά οικονομική κρίση, την υποχώρηση του
κομμουνιστικού κινήματος, την κατάσταση της συνείδησης που βρίσκεται ο λαός, τη
συνεχιζόμενη επίθεση σε όλα τα επίπεδα και ιδιαίτερα στο εργασιακό, τη διάλυση
κάθε έννοιας εθνικής ανεξαρτησίας, το ύψος του χρέους κ.ά. ένα Μέτωπο σήμερα
πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
1) Δε βοηθά να ονομάζεται αριστερό και
με την έννοια του ακριβούς προσδιορισμού και με την έννοια ότι ένα Μέτωπο
πρέπει να έχει πλατιά απεύθυνση στον κόσμο και σε αυτόν που δεν
αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός.
2) Επιπλέον, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως
αντικαπιταλιστικό με την έννοια ότι μιλά για αντικαπιταλιστική
ανατροπή και υιοθετεί μαξιμαλιστικά αιτήματα. Αν είναι τέτοιο, τότε το Μέτωπο
δεν έχει καμία διαφορά από το Κόμμα.
3) Παράλληλα, ανεξάρτητα από τους προσδιορισμούς που θα
του αποδοθούν πρέπει να έχει αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά και
δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Αντιιμπεριαλιστικά με την έννοια ότι ένας
βασικός εχθρός σήμερα είναι η ΕΕ και το ΔΝΤ. Αντιμονοπωλιακά με την έννοια ότι
πολώνεται η αντίθεση ανάμεσα στα μονοπώλια και το λαό και στο στόχαστρο δεν
είναι μόνο η εργατική τάξη αλλά και ευρεία μεσαία στρώματα που συμπιέζονται,
εξαθλιώνονται και προλεταριοποιούνται. Δημοκρατικά με την έννοια ότι μια σωρεία
αστικοδημοκρατικών θεσμών υποχωρούν και τη θέση τους παίρνουν αυταρχικοί
θεσμοί, ενώ το «βαθύ» κράτος γίνεται ακόμη πιο σκληρό, ενώ δε θα πρέπει να
ξεχνάμε την άνοδο του νεοναζιστικού μορφώματος.
IV. ΠΟΙΑ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ;
Τι συμβαίνει σήμερα στο χώρο της ελληνικής αριστεράς;
Όσον αφορά στο ΚΚΕ η κατάσταση είναι γνωστή. Έχει κάνει μια ιδεολογική και
πολιτική στροφή εντελώς ξένη προς την ιστορία του. Υιοθέτησε τη θέση για
ιμπεριαλιστική Ελλάδα και αυτό είχε άμεση συνέπεια στη χάραξη της τακτικής του
και στρατηγικής του. Έτσι απεμπόλησε ουσιαστικά την τακτική προβάλλοντας σχεδόν
αποκλειστικά στρατηγικούς στόχους (λαϊκή οικονομία και λαϊκή εξουσία), αν και
τελευταία πιεσμένο από την πραγματικότητα κάνει μια στροφή, καιροσκοπική
βεβαίως, προς πιο γειωμένα αιτήματα (όποιος αποφασίζει να κάνει μερική ή ολική
στροφή οφείλει να εξηγήσει στα μέλη του, τους οπαδούς του και στο λαό γιατί την
κάνει). Στην πιο κρίσιμη φάση για τη χώρα, την εργατική τάξη, το λαό και το
λαϊκό κίνημα, αποφάσισε να πετάξει τα ντοκουμέντα του 15ου συνεδρίου
που αναφέρονταν στην ανάγκη συγκρότησης ενός ΑΑΔΜ, απόλυτα αναγκαίου για το
σήμερα. Όποιος τολμήσει να κάνει κριτική, ακόμη κι αν είναι τεκμηριωμένη και
δίχως εμπάθεια, τον περιμένουν λοιδορία και ύβρεις (οι διαφωνούντες στον
προσυνεδριακό του 19ου συνεδρίου χαρακτηρίστηκαν ως αμόρφωτοι).
Στο επίπεδο των συμμαχιών αυτό που κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ είναι κωμικοτραγικό,
αφού το μισό κόμμα καλεί το άλλο μισό σε συμμαχίες (το ΠΑΜΕ καλεί την ΠΑΣΥ, το
ΜΑΣ κλπ.), ενώ μέσω σχετικής αρθρογραφίας έχει εγκαινιαστεί ένας πρωτόγνωρος
αντιδιανοουμενισμός κι εργατισμός. Η ιστορία του κόμματος αναθεωρήθηκε
ολοκληρωτικά κι ακόμη και το ΕΑΜ θεωρείται δεξιά οπορτουνιστική απόκλιση.
Όσον αφορά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ διέπεται από αντιφάσεις που την
εμποδίζουν να προβάλει ως μια συγκροτημένη και πειστική ριζοσπαστική δύναμη.
Από τη μια είναι θετικό που βρέθηκαν οργανώσεις που ίσως δύσκολα συντονίζονταν
το προηγούμενο διάστημα, είναι θετικό ότι υιοθετήθηκε ένα μεταβατικό πρόγραμμα
που άλλες εποχές θα ήταν αιτία πολέμου και θα καταγγέλλονταν ως ρεφορμιστικό,
είναι θετικό ότι γίνεται λόγος για ζητήματα εθνικής ανεξαρτησίας που άλλοτε
θεωρούνταν ως μεμπτά και ως στοιχεία αλλοίωσης της ταξικής πάλης. Αλλά μαζί με
όλα αυτά υπάρχει μια σωρεία αντιφάσεων και αμφισημιών. Υπάρχουν δυνάμεις εντός
της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ως ένα βαθμό αναπαράγουν τη λογική της ηγεσία του ΚΚΕ, το
μεταβατικό πρόγραμμα το βλέπουν μόνο ως ένα σύνολο αιτημάτων πάλης και τίποτα
άλλο, ενώ θα έπρεπε να αποτελούν και πρόταση κυβερνητικής εξουσίας. Συχνά
ακούγονται και προτάσεις που εκπροσωπούν δήθεν ένα γνήσιο διεθνισμό (ανοικτά τα
σύνορα) αλλά δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ρίχνουν νερό στο μύλο της Χρυσής
Αυγής. Από τις ίδιες δυνάμεις απεμπολείται μετά βδελυγμίας κάθε έννοια
πατριωτισμού. Αν δεν υπάρξουν καθαρές κουβέντες, αν δεν απαλειφθούν οι
αντιφάσεις και αν δεν υπάρξει ουσιαστική σύνδεση με το εργατικό κίνημα, η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη.
Τέλος για το ΣΥΡΙΖΑ νομίζω ότι ακόμη και στους πιο
ένθερμους υποστηρικτές του είναι σαφές ότι έχει κάνει μεγάλη στροφή προς τα
δεξιά. Αυτό αποδεικνύεται από τις συνεχείς επισκέψεις Τσίπρα στα κέντρα
εξουσίας, από το τι δήλωνε κάθε φορά σε αυτά, από την αλλαγή στόχου για
κυβέρνηση της αριστεράς σε κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, από δηλώσεις όπως αυτές
του Δραγασάκη ότι η κρίση είναι δική μας ή όπως αυτή του Σταθάκη ότι διαγραφή
του χρέους μπορεί να γίνει μόνο στο 5%, από την απάλειψη της εκτίμησης για «αμερικανοκίνητη
χούντα» στην τελευταία ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ για το Πολυτεχνείο, από τη
δογματική εμμονή για παραμονή σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, από την προσέγγιση με την Τζάκρη
κόντρα στις επίσημες αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ με βάση τις οποίες «δε θα γίνει καμία
συνεργασία με μνημονιακούς». Επίσης, σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινίσω
πως δε συμφωνώ με τοποθετήσεις, εφόσον τις κατανοώ σωστά, που υπάρχουν από μέλη
και οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που εκτιμάνε ότι μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
μπορεί και να επιφέρει θετικές εξελίξεις και ότι αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν
αποτελεί επιλογή της αστικής τάξης. Είναι άλλο πράγμα η αγωνία και η προσπάθεια
να βρεθούμε στους κοινωνικούς αγώνες με τις πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις του
ΣΥΡΙΖΑ κι άλλο η εκτίμηση ότι η μελλοντική κυβερνητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί
και να πάρει ριζοσπαστικές μορφές υπό προϋποθέσεις. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δε
θα είναι ούτε καν κυβέρνηση Αλιέντε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πόδια στο λαϊκό κίνημα
και τη νεολαία. Η επιρροή του είναι περιορισμένη στα εργατικά συνδικάτα και τη
νεολαία και το δεξιόστροφο διαχειριστικό του μοντέλο και η φύση του είναι
δεδομένα. Αν υπάρχει μια αμυδρή πιθανότητα το λαϊκό κίνημα να πάρει την
κατάσταση στα χέρια του, να υποσκελίσει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και να πάει σε
επαναστατικές μορφές οργάνωσης (σοβιέτ), η πιθανότητα να ευνουχιστεί το κίνημα
και η έννοια της κοινωνικής προόδου και της ρήξης να στραπατσαριστούν
ανεπανόρθωτα, είναι πολλαπλάσια.
Η κατάσταση του κινήματος σήμερα δεν είναι καθόλου
άσχετη με ό,τι παρατηρείται στο χώρο της αριστεράς. Εκτός, λοιπόν, της
δεξιόστροφης πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, των αντιφάσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του
σεχταρισμού της ηγεσίας του ΚΚΕ, κάποιοι επιπλέον ειδικοί λόγοι είναι οι
εξής: α) η προβοκάτσια της Μαρφίν, β) η ξεπουλημένη ηγεσία της ΓΣΕΕ (η
πλειοψηφία της) και οι απεργίες «ντουφεκιές», γ) η λογική της ανάθεσης, δ) η
πολυδιάσπαση του κινήματος, ε) η υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος και οι
δυσμενείς διεθνείς συσχετισμοί, στ) η εξεύρεση λύσεων μέχρι τώρα από το μαύρο
μπλοκ κυβέρνησης-ελληνικής αστικής τάξης-ΕΕ-ΔΝΤ, εύκολα ή δύσκολα, στα
διαφαινόμενα πολιτικά αδιέξοδα.
V. ΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ;
Μπορεί το κίνημα να ξανασηκωθεί; Ασφαλώς σίγουρες
συνταγές δεν υπάρχουν, υπάρχουν όμως πολιτικές προτάσεις που με υπομονή κι
επιμονή πρέπει να ζυμωθούν και να μετατραπούν σε υλική πραγματικότητα. Σε κάθε
περίπτωση είναι αναποτελεσματικό, αναληθές και ανεπίτρεπτο να θεωρούμε
πως για αυτή την κατάσταση φταίνε πως οι Έλληνες εργαζόμενοι και ότι είναι
άξιοι της μοίρας τους, υιοθετώντας με αυτό τον τρόπο αναρχίζουσες αντιλήψεις.
Είναι δυνατό, για παράδειγμα, να οικτίρουμε τον κόσμο για τα δυσμενή εκλογικά
αποτελέσματα και να τον καλούμε να αλλάξει την ψήφο του με δασκαλίστικο
ύφος; Σήμερα, ευρύτερες δυνάμεις που κατανοούν την ανάγκη οργανωμένης
αντίστασης πρέπει να εργαστούν στα εξής επίπεδα:
1) Του συντονισμού της συνδικαλιστικής δράσης.
Δεν μπορεί σήμερα που διαλύθηκαν οι εργασιακές σχέσεις και που ετοιμάζουν νέο
νόμο για τις απεργίες, ο καθένας να είναι στην «κοσμάρα» του. Διάσπαρτες
δυνάμεις πρέπει να βρεθούμε, να συζητήσουμε, να καταλήξουμε σε ένα κοινό
συνδικαλιστικό πλαίσιο, να δούμε τι δυνατότητες υπάρχουν μέχρι και για κοινές
συνδικαλιστικές παρεμβάσεις που μπορεί να φτάνουν ακόμη και στην κοινή εκλογική
κάθοδο.
2) Της από κοινού προβολής ορισμένων επειγόντων
αιτημάτων που αφορούν σε ευρύτερα λαϊκά τμήματα π.χ. για τα χρέη προς
τις τράπεζες, για την ανακούφιση των ανέργων και των πιο αδύναμων λαϊκών
στρωμάτων, για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας κ.λπ.
3) Της εξειδίκευσης του μεταβατικού προγράμματος με
επιστημονικά κριτήρια, κάνοντας κατανοητό ότι πρόκειται για ένα πρόγραμμα
συσπείρωσης δυνάμεων, πολιτικού προβληματισμού, συγκέντρωσης δυνάμεων αλλά και
κυβερνητικής πρότασης. Οι άξονες του μεταβατικού προγράμματος χρειάζονται
περαιτέρω επεξεργασία. (Για παράδειγμα τι σημαίνει λαϊκός έλεγχος; Γιατί η
κοινωνικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας θα είναι προς όφελος του λαού;
κ.λπ.).
* * * *
Όσοι κινούμαστε σε ένα τέτοιο πλαίσιο λογικής, πιθανώς
σήμερα να μην είμαστε πολλοί, αλλά αναμφισβήτητα έχουμε το δίκιο με το μέρος
μας και το λέω αυτό με τον κίνδυνο να φανώ υπερφίαλος. Σε μικρές πλάτες,
λοιπόν, πέφτουν πολλά καθήκοντα. Αλλά, αλήθεια τι άλλη επιλογή έχουμε από το να
διαδώσουμε τις σκέψεις μας για την ανάγκη συγκρότησης ενός ριζοσπαστικού
Μετώπου που θα δημιουργήσει νέα πολιτικά δεδομένα; Από το να απευθυνθούμε στις
πιο συνειδητοποιημένες δυνάμεις μιλώντας τους για την ανάγκη ανάταξης του
ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος; Η επόμενη ημέρα με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα
είναι ακόμη πιο δύσκολη για την κομμουνιστική αριστερά. Αν δεν προετοιμαστούμε
από τώρα, η ήττα και η υποχώρηση δε θα έχει προηγούμενο. Άλλη επιλογή δεν
έχουμε από το να κρατήσουμε αναμμένες τις μικρές επαναστατικές φωτιές, αν δε
θέλουμε να διεισδύουν στα ρουθούνια μας οι μυρωδιές από τα αποκαΐδια ενός
ένδοξου παρελθόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου