Ο Άγγελος Ελεφάντης στο
βιβλίο του Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης χαρακτηρίζει
τα τροτσκιστικά ρεύματα του μεσοπολέμου εξωιστορικά με την έννοια ότι το
μοναδικό ιστορικό κόμμα είναι το ΚΚΕ. Η έννοια της ιστορικότητας σε αυτήν την
προσέγγιση δεν εδράζεται στην παλαιότητα, αλλά στη δυνατότητα ενός πολιτικού
ρεύματος να παρεμβαίνει καταλυτικά στις ιστορικές εξελίξεις μιας κοινωνίας και
να μην παραμένει περιθωριακός παρατηρητής. Για τον...
Άγγελο Ελεφάντη ωστόσο, όπως
και για τους περισσότερους ιστορικούς του ΚΚΕ μέχρι την δεκαετία του 2000, η
κυρίως ιστορική περίοδος του ΚΚΕ εκκινείται μετά το 1934, όταν το κόμμα
ακολουθεί την πολιτική των λαϊκών μετώπων και κορυφώνεται την δεκαετία του
1940. Μέχρι τότε το ΚΚΕ περνούσε την προ-ιστορική του περίοδο και ως παιδί που
έπαιζε με τον αριστερισμό μεγάλωσε και στα 16 του χρόνια άρχισε να ωριμάζει. Σε
μια τέτοια αναπαράσταση της αριστεράς τα αντιπολιτευτικά ρεύματα απλά έμοιαζαν
με την παιδική αρρώστια κάτι σαν την ιλαρά της αριστεράς.
Στην πράξη, «ιστορικά
ρεύματα», εκτός από το ΚΚΕ, στην ελληνική αριστερά θα πρέπει να θεωρήσουμε
ακόμα τέσσερα. Το πρώτο είναι οι αρχειομαρξιστές-τροτσκιστές και κυρίως την
περίοδο της ΚΟΜΛΕΑ, το δεύτερο είναι το ΚΚΕ Εσωτερικού και ο ευρύτερος χώρος
του ευρωκομμουνισμού, το τρίτο είναι η ΟΜΛΕ με τον ευρύτερο μαοϊκό χώρο και το
τέταρτο είναι το ΝΑΡ με τον ευρύτερο αντικαπιταλιστικό χώρο γύρω του. Οι
οργανώσεις αυτές θα πρέπει να χαρακτηριστούν «ιστορικές» γιατί έφεραν στην
ουσία ένα εντελώς διαφορετικό και περισσότερο επαναστατικό κομμουνιστικό σχέδιο
και ανανεωμένη πολιτική ανάλυση για την κοινωνία, γιατί προέταξαν ένα νέο
μοντέλο για την οργάνωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ πολιτικά
συνέβαλαν σημαντικά στις εργατικές και νεολαιίστικες αντιστάσεις. Η ΚΟΜΛΕΑ και
η ΟΜΛΕ είναι ουσιαστικά οι δύο εκείνες οργανώσεις που αποπειράθηκαν να
συγκροτήσουν ένα δεύτερο εργατικό κομμουνιστικό κόμμα. Και οι δύο απόπειρες
οδηγήθηκαν στην απόλυτη αποτυχία. Το ΚΚΕ Εσωτ. είναι εκείνο που προσωρινά το
κατάφερε για ένα μεγαλύτερο διάστημα, αλλά λόγω του καθαρού ρεφορμιστικού
προσανατολισμού τελικά οδηγήθηκε την υποχώρηση αφήνοντας μεγαλύτερες και πιο
στέρεες βάσεις για μια νέα σύγχρονη κομμουνιστογενή σοσιαλδημοκρατική
ριζοσπαστική αριστερά, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ. Η περίπτωση της ΕΔΑ δεν μπορεί να
συνεξεταστεί εδώ γιατί αποτελεί ένα μοντέλο κόμματος προϊόν της μεγάλης
ιστορικής ήττας, ενώ είναι ένα πολύ πιο σύνθετο κράμα μέσα στο οποίο συνυπήρχαν
πολλές και διαφορετικές έως αντικρουόμενες γραμμές. Στην πράξη ήταν κάτι πιο
κοντά στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ με μια ειδοποιό διαφορά: περιείχε στο εσωτερικό του
μια σημαντική και σοβαρή πολιτική αντίληψη για το εργατικό κίνημα ως ανεξάρτητο
πόλο απέναντι στην κρατική ΓΣΕΕ.
Ας επιστρέψουμε όμως στην
ΚΟΜΛΕΑ (Κομμουνιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας Αρχειομαρξιστών)
και την ΟΜΛΕ (Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας). Η ΚΟΜΛΕΑ η οποία ιδρύθηκε
το 1930 και ήταν μετεξέλιξη μιας ιδιόμορφης οργάνωσης με στοιχεία προνεωτερικού
σοσιαλισμού, δηλαδή των αρχειομαρξιστών, βρέθηκε εν μέσω κρίσης του 1933-34,
της ανόδου του φασισμού και των στροφών της ΚΔ, αλλά και της χρεωκοπίας των
πολιτικών του ΚΚΕ μπροστά στη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα δεύτερο
κομμουνιστικό κόμμα. Η ΚΟΜΛΕΑ αντιστάθηκε κυρίως στην σταλινοποίηση του ΚΚΕ και
τις διάφορες τυχοδιωκτικές επιλογές του ΚΚΕ (τρίτη περίοδος, βίαιο
εκμοντερνισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, σοσιαλφασισμός,
υπερεπαναστατισμός, γραμμή για την Γερμανία και τις αντιφασιστικές συμμαχίες,
γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλισμού, στροφή προς τα δεξιά μετά την άνοδο του
Χίτλερ). Σε συνθήκες λίγο διαφορετικές, μετά την ήττα του δεύτερου αντάρτικου,
την δεξιά στροφή της χρουτσοφικής περιόδου και του ελληνικού ΚΚΕ συγκροτήθηκε
στα 1964, εναντιόμενη στο "σοβιετικό ρεβιζιονισμό".
Και οι δύο οργανώσεις
ουσιαστικά διασπάστηκαν και διαλύθηκαν ακριβώς την ώρα της συζήτησης για την
μετεξέλιξή τους σε νέο κομμουνιστικό κόμμα γεννώντας δύο καρικατούρες κομμάτων,
το ΚΑΚΕ στη μία περίπτωση, και το ΚΚΕ (μ-λ) στην άλλη καθώς και μια πληθώρα
διασπάσεων. Στην πράξη και στις δύο περιπτώσεις το κύριο διακύβευμα ήταν πρωτίστως
η τοποθέτηση απέναντι στην σοσιαλδημοκρατία και δευτερευόντως η τοποθέτηση
απέναντι στο ΚΚΕ. Η ΚΟΜΛΕΑ επιχείρησε να αναπτύξει τη λογική του ενιαίου
μετώπου με σοσιαλιστικά στοιχεία μέσα στο εργατικό και αγροτικό κίνημα, ενώ
έβλεπε το τσαλδαρικό κόμμα ως ένα ριζοσπαστικό μικροαστικό κόμμα ικανό να
παίξει έναν σοσιαλδημοκρατικό ρόλο απέναντι στο μεγαλοαστικό αντιδραστικό
κεφαλαιοκρατικό κόμμα των Φιλελευθέρων. Το μ-λ ρεύμα ανέδειξε ως κύριο σημείο
της πολιτικής του τον αντιιμπεριαλισμό και τη διεκδίκηση της εθνικής
ανεξαρτησίας, επιμένοντας στην εκτίμηση πως η Ελλάδα είναι χώρα εξαρτημένη από
τον ιμπεριαλισμό, με καθυστερημένη καπιταλιστική ανάπτυξη. Έτσι, υπήρξε σοβαρή
αδυναμία κατανόησης της μεταπολεμικής δυναμικής ανάπτυξης του ελληνικού
καπιταλισμού και της πολιτικής του αστικού εκσυγχρονισμού που ακολούθησαν οι
μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις της ΝΔ και αργότερα το ΠΑΣΟΚ. Η ΟΜΛΕ αντίστοιχα
λοιπόν έβλεπε στο ΠΑΣΟΚ ένα κόμμα της αλλαγής που θα μπορούσε να πραγματώσει
ένα μέρος των δικών της επιδιώξεων. Στην πρώτη περίπτωση η τσαλδαρική
κεντροαριστερά αποδείχτηκε μια αυταπάτη, ενώ με έναν άλλο τρόπο το ΠΑΣΟΚ. Στην
πρώτη περίπτωση το ΚΑΚΕ έμεινε μετέωρο του σχεδίου του, ενώ στην δεύτερη το
σχέδιο έδειχνε ότι μπορούσε να πραγματωθεί από το ΠΑΣΟΚ.
Και για τις δύο εποχές έχει
ενδιαφέρον η στάση που κράτησε το ΚΚΕ, γιατί ενδεχομένως κάποιοι να πιστέψουν
πως κρατούσε κάτι αντίστοιχο με το σημερινό. Στο μεσοπόλεμο διεκδίκησε συμμαχία
με τον βενιζελισμό διαβάζοντας τελικά σε αυτόν την ύπαρξη «δημοκρατικού
χαρακτήρα», ενώ μεταπολιτευτικά έκανε ακριβώς το ίδιο σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ
υποστηρίζοντας ότι το ίδιο θα φέρει την πραγματική αλλαγή. Και στις δύο
περιπτώσεις, στη δεύτερη πολύ πιο κοντά σε ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο,
προσπαθούσε να εκφράσει μια διαφορετική τάση μέσα σε ένα κοινό πολιτικό χώρο
για αυτό αλληλοστηρίζονταν εκλογικά σε διάφορες δημαρχίες. Με λίγα λόγια το ΚΚΕ
υπήρξε ως μαζικός πόλος πάντοτε όταν πέτυχε έναν διακριτό ρόλο μέσα σε ένα
συνεχές με τον εκάστοτε ρεφορμισμό.
Το Νέο Αριστερό Ρεύμα, συγκροτημένο
σε πολύ διαφορετικές συνθήκες και επαγγελλόμενο εξαρχής την κομμουνιστική
επαναθεμελίωση αποτέλεσε έναν καβαλάρη με ίσκιο πολύ πιο μεγάλο από το μπόι
του. Οι θεωρητικές και στρατηγικές του επεξεργασίες για τον σύγχρονο
ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αλλά και η πρότασή του για ένα νέο εργατικό κίνημα
θεμελίωναν στρατηγικά έναν εν δυνάμει άλλο πόλο της κομμουνιστικής αριστεράς,
αλλά και του εργατικού κινήματος. Την περίοδο μετά το 2008 και καθώς η χώρα
εισερχόταν στην κρίση το ΝΑΡ σε συνδυασμό με άλλες οργανώσεις κατάφεραν να
δώσουν στην πράξη μια άλλη εναλλακτική στις δύο υπάρχουσες αριστερές. Για πρώτη
φορά με τις αναγκαίες τροποποιήσεις στην τακτική η αντίληψη για ένα νέο
εργατικό κίνημα βρισκόταν σε εφαρμογή μέσα από τον συντονισμό των πρωτοβάθμιων
σωματείων. Την ίδια στιγμή η αντικαπιταλιστική αριστερά συγκροτούνταν σε
γειτονιές πρωτοστατώντας στα κινήματα των ελεύθερων χώρων, ενώ στα πανεπιστήμια
σταθερά διατηρούσε έναν τρίτο πόλο με ένα σχέδιο που σε κάθε περίπτωση ήταν το
πιο αποτελεσματικό σε σχέση με εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Η ίδρυση της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε ένα επόμενο μεγάλο βήμα καθιστώντας περισσότερο από ποτέ
αναγκαίο το ζήτημα της συγκρότησης ενός νέου τρίτου κομμουνιστικού πόλου, στην
πράξη ενός τρίτου νέο κομμουνιστικού κόμματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το 3ο Συνέδριο
του ΝΑΡ είναι δυνατόν να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα, μια μεγάλη παρακαταθήκη
για την αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική αριστερά. Ωστόσο μπορεί να είναι
και ένα απλό συνέδριο που δεν έχει να πει τίποτε. Ο ιστορικός αυτός χαρακτήρας
του 3ου Συνεδρίου του ΝΑΡ θα κριθεί και από το εάν θα καταφέρει
να γίνει ένα γεγονός που θα εμπλέξει το σύνολο της οργάνωσης, ανένταχτους σε
οργανώσεις αριστερούς, πρώην μέλη του ΝΑΡ, το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλες
τις οργανώσεις της, αλλά και τις άλλες οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς. Θα κριθεί από το εάν θα αναγκάσει τους άλλους πόλους της αριστεράς
να αναμετρηθούν μαζί του.
Εάν τα καταφέρει όλα αυτά
τότε θα μπορεί να κριθεί πετυχημένο όχι ως καθεαυτό γεγονός, αλλά ως ένα συνέδριο
που θέτει τις βάσεις για ένα νέο κομμουνιστικό φορέα, έναν φορέα που μπορεί να
αποτελέσει την βάση για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα. Για άλλη μια φορά η
προοπτική αυτή δε θα καθοριστεί από την σχέση του εγχειρήματος με το ΚΚΕ, αλλά
με τη νέα σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή το ΣΥΡΙΖΑ, το ζήτημα της εξουσίας και τις
στρατηγικές και τακτικές απαντήσεις απέναντι στην κρίση.
Για ένα νέο Κομμουνιστικό
Κόμμα, η συμβολή του ΝΑΡ, αλλά και διάφορες παρανοήσεις ή επικίνδυνες κακές
παραδόσεις.
Η συζήτηση για τη συγκρότηση
ενός νέου κομμουνιστικού κόμματος προκύπτει από μια πραγματική πολιτική
αναγκαιότητα καθώς από τη μία μεριά συγκροτείται η νέα σοσιαλδημοκρατία και από
την άλλη το ΚΚΕ αδυνατεί να επιτελέσει τον ρόλο ενός κομμουνιστικούς κόμματος.
Συνεπώς είναι γενικά σωστή η θέση του «ΝΑΡ» να «αντιμετωπίζει ως επείγουσα
αναγκαιότητα τη συγκρότηση ενός σύγχρονου κόμματος της κομμουνιστικής
απελευθέρωσης». Επίσης, σωστά διατυπώνεται πως η πρωτοβουλία αυτή του ΝΑΡ «δεν
υποκαθιστά, αλλά αντίθετα στοχεύει στην ισχυροποίηση και την διεύρυνση της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ», ενώ ακόμα είναι σωστή η αυτοκριτική μας για τις θεωρητικές
ανεπάρκειες. Τέλος, οι προτάσεις για τα βήματα μοιάζουν ρεαλιστικές και
δυνατές. Το ΝΑΡ ως ιστορική οργάνωση είναι μόνη οργάνωση που μπορεί να
επιτελέσει τον ρόλο συγκρότησης ενός νέου κόμματος.
Όμως από την συζήτηση για το
κόμμα αισθάνομαι ότι απουσιάζει μια σοβαρή συζήτηση για την διαδικασία με βάση
την ιστορική εμπειρία. Για παράδειγμα στην Ελλάδα το μοναδικό κομμουνιστικό
κόμμα που «περπάτησε» δεν προέκυψε από την συνένωση κομματιδίων, αλλά από το
μετασχηματισμό ενός υπάρχοντος γενικού σοσιαλιστικού αντικαπιταλιστικού
κόμματος. Αντίστοιχα στην Ευρώπη όλα τα μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα δεν
προέκυψαν από την συγκόλληση κομματιδίων, αλλά από την διάσπαση μεγάλων σοσιαλιστικών
κομμάτων με αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, τα μεγάλα μαζικά
κομμουνιστικά κόμματα, π.χ. γερμανικό, γαλλικό, ιταλικό, βουλγαρικό κλπ
προέκυψαν μέσα από την αντιπαράθεση με την σοσιαλδημοκρατία και μέσα από τους
κόλπους της. Αντίθετα, το βρετανικό κκ προερχόμενο από συγκολλήσεις μικρών
οργανώσεων απέτυχε εξαρχής να αποκτήσει μαζικά χαρακτηριστικά και ήταν πάντα
μια συμπληρωματική δύναμη στο εργατικό κίνημα.
Με άλλα λόγια για να πετύχει
το εγχείρημα ενός νέου κομμουνιστικού κόμματος χρειαζόμαστε πρώτα απ’ όλα ένα
πλατύ μαζικό αντικαπιταλιστικό κόμμα μέσα στο οποίο θα δρούμε ως κομμουνιστική
συνιστώσα. Σταδιακά θα ενοποιούμε και θα συνθέτουμε άλλες κομμουνιστικές
αντιλήψεις και σε μια κρίσιμη στιγμή είτε θα μετατρέψουμε το πλατύ αυτό αντικαπιταλιστικό
κόμμα σε κομμουνιστικό κόμμα είτε θα το διασπάσουμε ιδρύοντας ένα κομμουνιστικό
κόμμα. Κατά την άποψή μου αυτό το αντικαπιταλιστικό πρόπλασμα είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
και θα πρέπει να συνιστά απόφαση του Συνεδρίου ότι βλέπει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως κάτι
τέτοιο, δηλαδή προσβλέπει στην μετεξέλιξή της σε κόμμα ώστε με τον έναν ή τον
άλλον τρόπο να προκύψει από κει το νέο κομμουνιστικό κόμμα.
Γιατί χρειάζεται αυτή η
διαδικασία; Γιατί η μαζικότητα είναι βασική προϋπόθεση για την συγκρότηση ενός
κομμουνιστικού κόμματος. Χωρίς μαζικότητα απλά μιλάμε για καρικατούρες. «Κόμμα»
σημαίνει ότι δύναται να «κόβει» την κοινωνία εκφράζοντας μια κοινωνική
συμμαχία. Το ΝΑΡ οφείλει να περιγράψει ποια θα είναι αυτή η κοινωνική συμμαχία
που συγκροτεί αυτό το νέο κόμμα, αλλά και να φροντίσει πρώτα να υπάρχει κάτι
που θα κόβει την κοινωνία. Επίσης, κόμμα σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα να
εφαρμόζει μια ενιαία πολιτική σε όλη την επικράτεια διαθέτοντας εκείνο το
κρίσιμο δυναμικό να την κάνει πραγματικότητα και όχι να αναγκάζεται να κάνει
άλλες επιλογές.
Στην ιστορία του κομμουνισμού
όμως το Κόμμα σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα. Πρώτα πρώτα δεν νοείται στην
επαναστατική κομμουνιστική παράδοση κόμμα χωρίς διεθνιστική δέσμευση ή αναφορά.
Όλα τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα συγκροτήθηκαν μέσα σε ένα διεθνές
ιδεολογικό και πολιτικό περιβάλλον ακολουθώντας ένα διεθνές σχέδιο. Αρχικά η
πρώτη διεθνής, η δεύτερη διεθνής, η Κομμουνιστική διεθνής, η τέταρτη διεθνής,
οι διάφορες διεθνείς τροτσκιστικής ή μλ αναφοράς. Συνεπώς, είναι αναγκαία
προϋπόθεση η συγκρότηση ενός διεθνούς αντικαπιταλιστικού μορφώματος με
χαρακτηριστικά αντίστοιχα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το οποίο με την ίδια ακριβώς
διεργασία θα προκύψουν τα νέα κομμουνιστικά κόμματα. Αυτό θα πρέπει να είναι
μια πρωτοβουλία του ΝΑΡ μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μια διεθνή πρόσκληση.
Επίσης, τα κομμουνιστικά
κόμματα είχαν πάντοτε έναν σαφή εργατικό οργανωτικό προσανατολισμό, μερικές
φορές εξαιρετικά ευέλικτο και προσαρμοστικό. Εργατικές οργανώσεις ανά
εργοστάσιο ή ανά περιοχή με σαφή εργατικό προσανατολισμό. Ακόμα είχαν έντυπα τα
οποία επίσης είχαν εργατικό προσανατολισμό. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι
είχαν μια άλλου τύπου στράτευση. Οι οργανώσεις Βάσεις αποτελούσαν το βασικό
κύτταρο ζωής και όχι μια διαδικασία που συνέβαινε στην καλύτερη περίπτωση μια
φορά το μήνα. Με λίγα λόγια η οργάνωση χρειάζεται μια είδους
«μπολσεβικοποίηση». Με αυτόν τον όρο περιγράφεται μια διαδικασία οργανωτικού
και πολιτικού μετασχηματισμού σε κομμουνιστική εργατική κατεύθυνση. Η
μπολσεβικοποίηση όμως πάντοτε ερχόταν όχι ως οργανωτικός στόχος, αλλά ως μέσο
για την επιτέλεση ενός πολιτικού στόχου που προβαλλόταν μέσα από τα αναγκαία
συνθήματα και το αναγκαίο σχέδιο. Δυστυχώς όλα αυτά απουσιάζουν τώρα σε εμάς.
Από μια άλλη πλευρά η
συζήτηση για την συγκρότηση ενός κομμουνιστικού κόμματος όπως διεξάγεται μέσα
στην οργάνωση νομίζω ότι έχει πολλές στρεβλώσεις. Πολλοί σύντροφοι πιστεύουν
ότι εάν φτιάξουμε ένα κόμμα θα λυθούν με μαγικό τρόπο όλα τα οργανωτικά
προβλήματα. Στην πραγματικότητα αυτοί οι σύντροφοι πιστεύουν πως θα γίνουμε ένα
ΚΚΕ με την έννοια ενός πειθαρχημένου στρατού βάσης που θα υπακούει τυφλά στις
εντολές της ηγεσίας. Ο τρόπος με τον οποίο το ΝΑΡ «πήγε» στις δύο συνδιασκέψεις
της ΑΝΤΑΡΣΥΑ νομίζω ότι είναι ενδεικτικές αυτής της αντίληψης καθώς τα μέλη
όφειλαν να υπακούσουν απλώς σε ότι η ηγεσία αποφάσιζε χωρίς να έχουν ουσιαστικά
συμβάλλει στις αποφάσεις αυτές ή στους τακτικούς ελιγμούς. ΌΧΙ σύντροφοι δεν
είναι αυτό το πράγμα κομμουνιστικό κόμμα. Αυτό είναι το γραφειοκρατικό
κομμουνιστικό κόμμα και έχει καταδικαστεί στην αποτυχία, ενώ η οποιαδήποτε
πρόσκαιρη επιτυχία θα κριθεί στο τέλος με καταστροφές και χρεωκοπία της
υπόθεσης του κομμουνισμού. Κομμουνιστικό κόμμα σημαίνει ενεργή πολιτική ζωή,
ζωντανές και δημοκρατικές διεργασίες, οι ΟΒ κύτταρα αυτής της ζωής, συνδιασκέψεις
ή σώματα για σημαντικές επιλογές της οργάνωσης και τα διάφορα γραφεία και
κεντρικές επιτροπές εκφραστές των αποφάσεων και των κινήσεων των ΟΒ. Επίσης, δε
χρειάζεται για να επιλύσουμε την φυσιογνωμία μας για να πάρουμε κάποια
σημαντική οργανωτική απόφαση αλλαγής. Η μόνη απόφαση που χρειάζεται είναι η
εβδομαδιαία λειτουργία των ΟΒ ώστε να αλλάξει συνολικά ο τρόπος και η
διαδικασία στράτευσης των μελών μας. Αυτή είναι η μόνη πολιτική και οργανωτική
προϋπόθεση για την δημοκρατική λειτουργία, την πολιτική ενοποίηση, την
αποτελεσματικότητα, τον περιορισμό των ατομικών στρατηγικών και την διεύρυνση
της οργάνωσης. Πολλές φορές σύντροφοι θέλουμε να εντάξουμε μέλη και δεν
υπάρχουν οι διαδικασίες για να τα εντάξουμε. Από την άλλη η έλλειψη μιας
τέτοιας συνεπούς λειτουργίας διώχνει πολύ γρήγορα όλα τα μέλη που δεν έχουν
παρέμβαση σε κάποιο μέτωπο. Δε χρειάζεται ούτε να γίνουμε κόμμα ούτε να
αλλάξουμε όνομα ούτε δεν ξέρω εγώ τι άλλο για να αποφασίσουμε κάτι τέτοιο.
Εδώ χρειάζεται να
αποτιμήσουμε αρνητικά διάφορες κακές παραδόσεις του ΝΑΡ. Υπάρχουν για
παράδειγμα πολλά οργανωτικο-πολιτικά ζητήματα. Μέχρι τώρα οι αποφάσεις της ΠΕ,
των γραφείων και των συνεδρίων ήταν κείμενα που τελικά δεν αφορούσαν την
καθημερινότητα της πάλης. Γιατί πολύ απλά λάμβαναν υπόψη το τι λέμε ή το τι
πρέπει να λέμε και δε λάμβαναν υπόψη το ποιοι άλλοι υπάρχουν για να τα κάνουμε.
Δεν λάμβανα υπόψη τα διαθέσιμα υλικά που θα έλεγε και ένας μηχανικός. Αυτή η
περίεργη κουλτούρα των κειμένων μας είναι προϊόν μιας αντίληψης ότι η πολιτική
διεξάγεται σε μια σκακιέρα χωρίς τους από κάτω ή ότι είμαι μια πολιτική
πολιτικών γραμμών και μόνο αυτό. Αυτή η αντίληψη όμως είναι αμιγώς αστική
αντίληψη. Προφανώς κανένας δε θα αναγνωρίσει στον εαυτό του ότι ισχύει, αλλά
τελικά το κάνουμε.
Αυτό το πρόβλημα γεννάει
διάφορες στρεβλώσεις. Ένα κομμάτι συντρόφων που μπορούσε να πραγματοποιήσει το
εκάστοτε σχέδιο της ΠΕ το έκανε και ήταν μέσα στη «γραμμή». Ένα άλλο κομμάτι
που δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει αυτό το σχέδιο γιατί σύμφωνα με το σχέδιο
δεν υπήρχαν δυνατότητες πολιτικών συμμαχιών έκαναν την εξής επιλογή: είτε
απείχαν από την προσπάθεια ή φτιάχνανε άμαζες και πολύ μικρές συσπειρώσεις με
φουλ το πρόγραμμα της οργάνωσης. Αυτές οι ομάδες είτε διαλύονταν σύντομα είτε
αναπαράγονταν ως δυναμικές μειοψηφίες. Άλλοι σύντροφοι που βρίσκονταν σε χώρους
που δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν το εκάστοτε πολιτικό σχέδιο κάνανε
διαφορετικές επιλογές. Συγκεκριμένα, επέλεγαν να εμπλακούν με πραγματικά
μαζικούς όρους στο κίνημα και γι’ αυτό πρωταγωνιστούσαν σε συνδικαλιστικές
κινήσεις, δημοτικές κινήσεις ή πρωτοβουλίες με υποχωρήσεις από το φουλ
πρόγραμμα. Επέλεγαν συμμαχίες με πολιτικές δυνάμεις που δεν περιγράφονταν στις
αποφάσεις των οργάνων μας και ποτέ δεν περιγράφτηκαν σαν να μη γίνονταν.
Στην πράξη φτιάχτηκαν 2
κατηγορίες συντρόφων: α) οι «γραμμιτζήδες» που παίζουν πάντα τη γραμμή είτε
βγαίνει είτε δε βγαίνει, β) οι «αντικομματικοί» που κάνουν περισσότερο ή
λιγότερο παραλλαγμένα πράγματα από αυτά που λέει η γραμμή ώστε να μπορούν να
δίνουν μάχες με μια σχετικά νικηφόρα προοπτική. Αυτή η διάσταση ποτέ δεν έχει
αντιμετωπιστεί σοβαρά στην οργάνωση και όταν αντιμετωπίζεται απλά καλούνται τα
εκτός γραμμής μέλη μας να υποταχθούν στην γραμμή διαλύοντας τα «κακά μέτωπα» ή
τις «κακές παρατάξεις» που εμπλέκουν ρεφορμιστές, αναρχικούς ή εκθέτουν την
οργάνωση με συμμαχίες με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό
πως η μαζικότητα της οργάνωσης δεν επιτρέπει την 100% εφαρμογή της γραμμής μας,
αλλά ότι η γραμμή μας είναι ένα διακύβευμα μέσα σε ένα συνεχές εντός του
κινήματος και θα οδηγούνται πολλές φορές τα πράγματα σε περίεργες «αποκρυσταλλώσεις».
Είναι ανάγκη να υπάρχουν καθαρές αποκρυσταλλώσεις, αλλά είναι εξίσου ανάγκη να
μην υπάρχουν καθαρές «αποκρυσταλλώσεις». Η επίλυση αυτού του προβλήματος δεν
μπορεί να γίνεται με διαταγές υποταγής στη γραμμή, αλλά με μη υποστολή της
μάχης της γραμμής μας μέσα σε αυτά τα μέτωπα. Οι αποφάσεις λοιπόν της ΠΕ και
των διαφόρων γραφείων θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτήν την κατάσταση, να
ενσωματώνουν αυτήν την εμπειρία, να αντιλαμβάνονται τις εξαιρέσεις και τις
ιδιαιτερότητες και συλλογικοποιούν την εμπειρία και όχι να κατασκευάζουν ένα
εγκεφαλικό σχέδιο που τελικά μόνο κάποιοι θα είναι σε θέση να εφαρμόσουν, ενώ
όλοι οι υπόλοιποι θα είναι υπόλογοι. Γιατί αυτή η αντίφαση οδηγεί σε δύο
σημαντικές παθογένειες: α) στα αρχηγάτα και στις ατομικές στρατηγικές, β) στις
διαρκείς αποχωρήσεις μελών καθώς μετά το πανεπιστήμιο αντιλαμβάνονται ότι το
σχέδιο είναι εντελώς απογειωμένο και έξω από τις δικές τους υποκειμενικές
δυνατότητες και πραγματικές ανάγκες. Γιατί το σχέδιο ποτέ δεν περιγράφει την
δική τους υποπερίπτωση. Συνεπώς, η τομή σε αυτό το συνέδριο θα πρέπει να έχει
και μια τέτοια κατεύθυνση.
Στο ΝΑΡ υπάρχουν δύο
ταχύτητες μελών. Η μία ταχύτητα είναι οι «φίλοι» και τα κομμάτια του μηχανισμού
και η άλλη ταχύτητα είναι όλοι οι άλλοι. Με βάση αυτό το κριτήριο το ΝΑΡ
επιτρέπει να ασκούνται στο όνομα της οργάνωσης ή περίπου στο όνομα της
οργάνωσης ατομικές στρατηγικές. Όταν αναφέρομαι σε ατομικές στρατηγικές δεν
εννοώ τις διαφορετικές πολιτικές απόψεις, αλλά τα ατομικά σχέδια προσωπικοτήτων
ή παραγόντων του «τόπου» ή του «συνδικαλιστικού κινήματος» τα οποία δεν
υπόκεινται σε αρχές, αλλά στην σχέση με την αριστερά ως χόμπι ή ως κάλυψη των
δικών τους ψυχικών αναγκών ή μικροφιλοδοξιών ή ανόητων εγωισμών. Αυτό έχει ως
συνέπεια το ΝΑΡ να λειτουργεί σε πολλές περιπτώσεις χωρίς αρχές ή να
παρακάμπτει τις αρχές του με μοναδικό σκοπό να καλύπτει αυτά τα μέλη του τα
οποία αντιμετωπίζει ως «ιδιαίτερα» μέλη.
Και ενώ κανείς παρατηρεί
τεράστια αυστηρότητα σε επιμέρους επιλογές διαφόρων απλών μελών που προσπαθούν
με εκπτώσεις της γραμμής να επιτύχουν μια μαζική αντικαπιταλιστική συσπείρωση,
σε αυτές τις περιπτώσεις των «ιδιαίτερων» μελών όλοι μα όλοι κλείνουν τα μάτια,
κάνουν πως δεν ακούν, δεν βλέπουν βγάζουν την ουρά τους αλλού, στρίβουν το
κεφάλι να μην εμπλακούν, γενικά στρουμφοκαμηλίζουν. Οι αντιπαραθέσεις που
προκύπτουν από αντιδράσεις μελών «δεύτερης» ταχύτητας στις πρακτικές χωρίς
αρχές των μελών της πρώτης «ταχύτητας», δηλαδή των μη «ιδιαίτερων» μελών
απέναντι στα «ιδιαίτερα» μέλη, θεωρούνται και παρουσιάζονται ως «προσωπικές»
διαφορές και κρύβουν κάτω από το χαλάκι τόσο τις πολιτικές διαφωνίες όσο και
τις ευθύνες της ηγεσίας. Αντίθετα, πολλές φορές τα «προσωπικά» ζητήματα και οι
εκβιασμοί που προέρχονται από τα «ιδιαίτερα» αυτά μέλη «επενδύονται» με
πολιτικό πρόσημο και αναδεικνύονται σε επιτακτικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα
η ηγεσία, αλλά και άλλα μέλη που δεν έχουν την διάθεση να αντιπαρατεθούν με
τους «ιδιαίτερους», αδιαφορεί ή αδιαφορούν για την καταστροφική και χωρίς αρχές
πολιτική αυτών των «ιδιαίτερων». Οι φίλοι μας να είναι καλά και ας διαλυθεί το
σύμπαν….
Ουσιαστικά όμως με αυτόν τον
τρόπο αδιαφορεί δηλαδή για την ίδια την υπόθεση, απαξιώνει εγχειρήματα, μέτωπα,
συμμαχίες, συντρόφους, πολιτισμό και ήθος μόνο και μόνο για να καλύψει αυτούς
τους «ιδιαίτερους». Αυτό δε συμβαίνει όταν αυτοί οι «ιδιαίτεροι» έρθουν σε
αντιπαράθεση με κεντρικές επιλογές της ηγεσίας ή με επιλογές άλλων «ιδιαίτερων»
συντρόφων που συμφωνούν με την πλειοψηφία. Τότε πράγματι η ηγεσία ανακαλύπτει
τις «αρχές» και συγκρούεται. Η προσωπική εμπειρία ή ενημέρωση από τις επιλογές
της ηγεσίας του ΝΑΡ σε αντιπαραθέσεις σε Ρέθυμνο, στου Ζωγράφου και στην
Κέρκυρα δε δείχνουν τίποτε άλλο παρά αυτό. Αυτές οι επιλογές πάντοτε έδιωχναν ή
απαξίωναν άξιους συντρόφους που με κόπο στρατεύονταν ή αναγνώριζαν την οργάνωση
για να καλύπτονται οι «ιδιαίτεροι φίλοι». Θα ήταν καταστροφικό η οποιαδήποτε
οργανωτική ανασυγκρότηση να μην δώσει ένα τέλος σε αυτές τις καταστροφικές και
μη κομμουνιστικές πρακτικές, σε αυτόν πολιτισμό των πελατειακών σχέσεων. Να
μπει τέλος στην οργάνωση των δύο μελών, να μπει τέλος στις ατομικές
στρατηγικές, οι ηγεσίες να αναλάβουν την ευθύνη τους και να μην φοβούνται να
«μαζεύουν» τους «ιδιαίτερους» φίλους. Η εκάστοτε ηγεσία θα πρέπει να κρίνει με
αρχές, γραμμές και πολιτισμό και όχι με κριτήριο ποιοι είναι «φίλοι» ή όχι. Θα
ήταν ακόμη πιο καταστροφικό η οποιαδήποτε οργανωτική αλλαγή να σημαίνει τελικά
υποταγή στις ατομικές στρατηγικές του ενός ή του άλλου «ιδιαίτερου».
Τέλος, φοβάμαι ότι πολλοί
σύντροφοι πίσω από την επιτακτικότητα της συγκρότησης ενός κόμματος προσπαθούν
να καλύψουν την ανεπάρκεια του εγχειρήματος και τις αποτυχίες σε κεντρικό
πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε κινηματικό επίπεδο. Δεν είναι το πρόβλημα ότι δεν
έχουμε κόμμα, αλλά ότι δεν έχουμε σωστή πολιτική γραμμή ή αντίληψη της γραμμής.
Πρώτα θα βρούμε την γραμμή που θα μας φέρει στην επιφάνεια, θα φέρει την
μαζικότητα και μετά θα μετασχηματιστούμε σε κάτι άλλο. Το ανάποδο θα μας κάνει
μια ακόμα καρικατούρα.
Άλλες ανεπάρκειες της
οργάνωσης είναι η σοβαρή υποβάθμιση του γυναικείου ζητήματος, και των
αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Εδώ η συζήτηση μερικές φορές
αγγίζει την φαιδρότητα. Υπάρχουν σύντροφοι που πιστεύουν πως κάθε συζήτηση για
το γυναικείο ζήτημα είναι μεταμοντέρνα. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε όλο το
παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα ήταν μεταμοντέρνο. Ακόμα και η οκτωβριανή
επανάσταση ήταν μεταμοντέρνα. Υπάρχει τεράστιο θεωρητικό έλλειμμα πάνω στην
ιστορία της Οκτωβριανής επανάστασης και του κομμουνιστικού κινήματος που οδηγεί
σε τέτοιες στρεβλώσεις. Από την άλλη το γεγονός ότι το παραδοσιακό κίνημα δεν
αντιμετώπιζε το ζήτημα των ομοφυλοφίλων δε σημαίνει ότι εμείς δεν πρέπει να το
κάνουμε. Σύντροφοι η οικονομική κρίση, η καταστολή, η φτώχεια δεν ακουμπά όλα
τα εργατικά στρώματα με τον ίδιο τρόπο. Οι αδύναμοι κρίκοι είναι πιο αδύναμοι
σε αυτές τις συγκυρίες. Τέλος, είναι εντελώς απαράδεκτη η απουσία κάποιας
στοιχειώδους αντίληψης για την παρέμβαση στο μεταναστευτικό. Τι κόμμα θα πάμε
να φτιάξουμε όταν έχουμε τέτοιες ανεπάρκειες, όταν δεν έχουμε κανένα σχέδιο ή προοπτική
να αγγίξουμε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης
Κατά την άποψή μου, δεν
υπάρχει κάποιος λόγος αλλαγής ονόματος της οργάνωσης. προφανώς και θεωρώ αστείο
να υιοθετήσουμε τον τίτλο «κόμμα» ή να αυτοχρηστούμε κόμμα. Για να αλλάξουμε
όνομα θα πρέπει πρώτα να υπάρξει ένα πρακτικό και πολιτικό σχέδιο που θα
περιγράφει με λεπτομέρεια δομές, λειτουργίες, διαδικασίες, πολιτικές θέσεις,
μέτωπα, σχέδια, κλπ. όμως δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.
Το ΝΑΡ πρέπει να
περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός διασπάει το
υποκείμενο της εργατικής τάξης. Να περιγράψει τις αυθόρμητες τάσεις και τα
πολιτικά φαινόμενα που αναδεικνύονται. Να ορίσει τον τρόπο, τις θέσεις και τις
διαδικασίες που θα ενοποιήσει το υποκείμενο, να ορίσει τα πολιτικά συνθήματα,
να ορίσει την διαδικασία που θα οδηγήσει στην εργατική εξουσία. Μέσα από αυτήν
την διαδικασία θα προκύψει το νέο κόμμα.
Περιγράφοντας θεωρητικά τα
βασικά χαρακτηριστικά του νέου κομμουνιστικού σχεδίου του Αντικαπιταλιστικού
Εργατικού Μετώπου (ΑΕΜ)
Η Πρόταση Προγραμματικής
Διακήρυξης της ΠΕ επιτελεί ένα ουσιαστικό ρόλο, καθώς συμβάλλει στο αναγκαίο
πρόγραμμα της νέας εποχής για την κομμουνιστική επαναθεμελίωση και την
απελευθέρωση στον 21ο αιώνα. Τα κείμενα αυτά θα πρέπει όμως να
συνεξεταστούν μαζί με τα κείμενα για την κρίση και τον κομμουνισμό ως μια
συνολική συμβολή. Τα κείμενα αυτά μιλάνε για το πώς είναι ο καπιταλισμός σήμερα
και πως θα γίνει και τι θα είναι η επανάσταση. Λαμβάνουν ουσιαστικές και
σοβαρές αποστάσεις από όλες τις εκδοχές της παλαιάς αριστεράς και ξαναβάζουν
από την αρχή το σύνολο των μαρξιστικών αρχών. Θα μπορούσα να σταθώ πολλά
σημεία, αλλά θα ξεχωρίσω ένα δύο τα οποία κατά την άποψή μου συνιστούν τον
βασικό πυλώνα που διαχωρίζουν τον σύγχρονο κομμουνισμό από τον παραδοσιακό,
αλλά και από την νέα σοσιαλδημοκρατία.
Στη σελίδα 20 διατυπώνεται
ότι ο «κομμουνισμός είναι ο στόχος και η πράξη ενός κινήματος που υπερβαίνει
την κατεστημένη τάξη πραγμάτων, η ‘‘διαρκής κήρυξη της επανάστασης’’», «είναι ο
σκοπός που καθώς αναδύεται από το κίνημα το προσανατολίζει», «είναι μια
δυνατότητα της κοινωνίας», «είναι μια μορφή κοινωνικής απελευθέρωσης», είναι ο
δρόμος «της επαναστατικής τακτικής», «είναι συλλογική δημιουργία», «εσωτερική
αναγκαιότητα για την ανθρωπότητα». Η πιο σημαντική όμως διατύπωση είναι αυτή
που επεξηγεί τη «συλλογική δημιουργία των λαϊκών τάξεων» η οποία «στην εξέλιξη
της ταξικής πάλης οικοδομούν θεσμούς, οργανώσεις, αξίες, πολιτισμό που
προεικονίζουν μια κοινωνία κομμουνιστικής χειραφέτησης» είναι «εκείνη η
συνεταιριστική ανάπτυξη της αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας η πρόοδος της οποίας
βασίζεται σε έναν πρωτότυπο συνδυασμό ατομικού και συλλογικού». Στην
πραγματικότητα αυτή η διατύπωση αναπτύσσει την παλαιά μαρξική ρήση ότι ο
κομμουνισμός είναι η «πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση
πραγμάτων».
Δε θα επεκταθώ πολύ σε αυτήν
την διατύπωση, γιατί το πράττει εντελώς έξοχα σε συγκεκριμένο κείμενο ο σ. Β.
Μηνακάκης, ωστόσο θα επιμείνω στις πολιτικές απολήξεις και διαστρεβλώσεις της
με βάση το κείμενό του. Από τη μία η παραδοσιακή ορθοδοξία απολυτοποιεί τη μια
πλευρά, την υλική/«αντικειμενική» με αποτέλεσμα να κατανοεί τον κομμουνισμό
μέσα από τον οικονομικό ντετερμινισμό και την «ιστορική βεβαιότητα» στην
αναπόφευκτη νίκη του κομμουνισμού εναποθέτοντας τον κομμουνισμό στο χιλιαστικό
υπερπέραν. Το αποτέλεσμα είναι να υποτιμάει πλήρως τους πολιτικούς και
κοινωνικούς αγώνες του παρόντος, την οικοδόμηση στο παρόν ζωτικών κυττάρων του
επαναστατικού μέλλοντος και να περιορίζει όλη την δραστηριότητα στην οικοδόμηση
κόμματος και δορυφορικών μετώπων με τους οπαδούς του. Ουσιαστικά, όπως γράφει ο
σ. Μηνακάκης οι απόψεις αυτές λειτουργούν σαν μαζικό παραισθησιογόνο που
εξισορροπεί την αναποτελεσματική πολιτική τακτική και πρακτική του παρόντος·
αφού «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη», δεν πολυπειράζει αν σήμερα η ζωή
είναι μαύρη και η ακτινοβολία των κομμουνιστών πενιχρή.
Το ΚΚΕ αποτελεί την πιο
θλιβερή εκδοχή αυτής της αντίληψης, με καταστροφικά αποτελέσματα για την
ανάπτυξη των πολιτικών και εργατικών διεκδικήσεων, αντιστάσεων και την οικοδόμηση
αντικαπιταλιστικών μορφών οργάνωσης πάλης και κομμουνιστικών δομών δυαδικής
εξουσίας ή παραγωγής. Ουσιαστικά, η άποψη αυτή αρνείται στο παρόν την όποια
αγωνιστική προσπάθεια συγκρότησης ανταγωνιστικών μορφών εξουσίας και παραγωγής
απέναντι στην αστική εξουσία και την καπιταλιστική παραγωγή. Από την άλλη όμως
αναπτύσσεται ο δογματισμός του ρεφορμισμού και της «ανανέωσης». Οι ρεφορμιστές
κινηματιστές απολυτοποιούν την κινηματική/«υποκειμενική» πλευρά αυτής της
αντίληψης με έναν τρόπο όμως στρατηγικά αυτονομημένο από την επαναστατική τομή
και ουσιαστικά αυτονομημένο από κάθε αγωνιστικό και πολιτικό πλαίσιο. Οι
απόψεις αυτές αποθεώνουν το αυθόρμητο και το μη πολιτικοποιημένο ιδωμένα όμως
μέσα σε πολύ στενές και αυτονομημένες δομές. Αυτό έχει ως συνέπεια την αυταπάτη
της ανάπτυξης και αναπαραγωγής κομμουνιστικών ζωνών μέσα στα πλαίσια του
καπιταλισμού χωρίς πολιτικό και στρατηγικό περιεχόμενο οδηγώντας στον
ρεφορμισμό αφού τελικά μια τέτοια σύλληψη της κοινωνίας μπορεί να είναι
συμβλητή με μια αριστερή διακυβέρνηση στα πλαίσια μιας ορθολογικότερης και πιο
φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού. Δεν είναι μόνο οι καθεαυτές δυνάμεις
του ΣΥΡΙΖΑ που ως τυπικό οικονομίστικο ρεύμα εκφράζουν αυτές τις τάσεις, αλλά
όπως αποδείχτηκε σχεδόν όλο το ρεύμα της αυτονομίας και αναρχίας στην Ελλάδα το
οποίο μαζικά ανακάλυψε τις εκλογές υπερψηφίζοντας για πρώτη φορά το πλέον
ρεφορμιστικό κόμμα. Μέσα λοιπόν στον ΣΥΡΙΖΑ συνυπάρχουν τυπικά οικονομίστικα
και παραγοντίστικα στοιχεία αστικής πολιτικής, τυπικά οικονομίστικα και παραγοντίστικα
στοιχεία γραφειοκρατικής αυτονόμησης βάσης/ηγεσίας, αντικαπιταλιστικά στοιχεία
με αυταπάτες, αλλά και το μεγάλο ρεύμα του «αναρχοσυνασπισμού». Ουσιαστικά,
αυτές οι απόψεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εγκαταλείπουν την επαναστατική
πάλη καθώς την αποσυνδέουν από το ζήτημα της εξουσίας ή το πράττουν με έναν
συμφιλιωτικό τρόπο απέναντι στον καπιταλισμό.
Το κείμενο είναι σαφές: στο
ζήτημα της πολιτικής εξουσίας υπάρχουν μόνο δύο λύσεις, ή η εξουσία θα είναι
αστική ή θα είναι εργατική. Και με εξαιρετικά χρήσιμες λεπτομέρειες περιγράφει
ένα θεωρητικό σχέδιο, μια σύγχρονα επεξεργασμένη κομμουνιστική στρατηγική για
την διαδικασία της επανάστασης. Ωστόσο στο ζήτημα της τακτικής αναπτύσσει ένα
αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που η εργατική τάξη και ο μαχόμενος λαός πρέπει να
διεκδικεί στο σήμερα. Αυτή η τακτική «στοχεύει στην αντικαπιταλιστική ανατροπή
της βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου και της υπεραντιδραστικής ανασυγκρότησης
που προωθεί για την υπέρβαση της δομικής κρίσης του». Πρόκειται για μια τακτική
που οδηγεί «στην προσέγγιση της επανάστασης μέσα από την πείρα, την εξέλιξη και
τη δυναμική του εργατικού και λαϊκού αγώνα» και αποτυπώνεται σε κάποιες
κεντρικές πολιτικές και διεκδικήσεις κόμβους, τις οποίες δε θα επαναλάβω εδώ
καθώς αναπτύσσονται στη σελίδα 36-37.
Υποκείμενο αυτής της τακτικής
σύμφωνα με το κείμενο είναι το Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο που εκφράζεται
με την «διαλεκτική ενότητα των τριών πλευρών του επαναστατικού υποκειμένου: του
κομμουνιστικού κόμματος, του αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου και της
αντικαπιταλιστικής μαζικής πάλης του κινήματος της εργατικής τάξης και των
συμμάχων στρωμάτων της». Επίσης, σημειώνεται πως «το αντικαπιταλιστικό
πρόγραμμα στο σύνολό του μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από την εργατική εξουσία και
την κυβέρνησή της που θα προκύψουν από επανάσταση», ωστόσο μέρος του μπορεί να
πραγματοποιηθεί μέσα από λαϊκούς αγώνες. Αλλά όπως σημειώνεται «οι
επιδιωκόμενες νίκες του εργατικού κινήματος και οι ενδεχόμενες ήττες της
αστικής πολιτικής θα έχουν παντα σχετικό, ασταθή διαφιλονικούμενο χαρακτήρα
αφού πραγματοποιούνται στο έδαφος της αδτικής κυριαρχίας.»
Σε αυτήν την βάση το κείμενο
στη σελίδα 38 βλέπει με διαφορετικό μαρξιστικό και επαναστατικό τρόπο την
«πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων». Συγκεκριμένα,
«το αστικό κράτος δεν αλώνεται από τα μέσα κατακτώντας θέσεις ή απλώς την
ηγεμονία στους μηχανισμούς του δεν καταλαμβάνεται με εξέγερση μονόπρακτο. Αλλά
ούτε και αποτελεί απόρθητο κάστρο απέναντι στο οποίο μπορούμε να κάνουμε μόνο
αυτοδιαχειριζόμενες κομμούνες και αντιθεσμούς στο προαύλιό του δίχως να πάρουμε
την εξουσία». Συνεπώς, «στο πλαίσιο του επαναστατικού δρόμου δημιουργούνται
όργανα έκφρασης και επιβολής της λαϊκής θέλησης που είναι ανεξάρτητα και
ανταγωνιστικά προς τους αστικούς μηχανισμούς (κρατικούς, αυτοδιοικητικούς,
ευρωπαϊκούς) και αποτελούν έμβρυα της εργατικής εξουσίας. Αυτά τα έμβρυα γράφει
το κείμενο μπορούν να εμφανίζονται ήδη από σήμερα, γενικεύονται και
διαμορφώνονται νέα σε κορυφώσεις της ταξικής πάλης, στις συνθήκες δυαδικής
εξουσίας διαμορφώνουν τον αντίπαλο πόλο προς την αστική εξουσία ως αντιεξουσία.
Αυτά τα όργανα μετά τη νίκη της επανάστασης διαμορφώνουν τον κορμό της
προλεταριακής εξουσίας.
Ταυτόχρονα, το κείμενο
ξεκαθαρίζει σαφώς στην ίδια σελίδα πως «στο πλαίσιο αυτού του δρόμου
δημιουργούνται θεσμοί, διαδικασίες και φορείς ανταγωνιστικοί προς τον
καπιταλιστικό κόσμο, τις εμπορευματικές σχέσεις και την αστική εξουσία». Με
βάση τη συλλογική αυτοοργάνωση αποτελούν προσχέδιο μιας κοινωνίας και ενός
άλλου πολιτισμού πέραν από του καπιταλισμού. Ωστόσο, δεν αποτελούν αυτά τα
πειράματα έναν άλλο δρόμο μετάβασης στο κομμουνισμό, αλλά συστατικό του
επαναστατικού δρόμου. Τα κριτήρια για τον επαναστατικό χαρακτήρα τους είναι
αυτοτέλεια από τους κρατικούς μηχανισμούς και τις αγοραίες εμπορευματικές
σχέσεις, καλλιέργεια της ταξικής αλληλεγγύης και αξιών της κοινωνικής
χειραφέτησης ώστε να «αλληλοσυμπληρώνουν» (η φράση αυτή είναι του κειμένου και
την υπογραμμίζω ως σημαντική) «τις άλλες μορφές ταξικής πάλης και την τομή της
επανάστασης».
Οι δυνατότητες και τα
πολιτικά όρια των επιλογών μας: επιτυχία όταν είμαστε μέσα στο «συνεχές»,
αποτυχία όταν είμαστε έξω
Το κείμενο είναι πολύ
πλούσιο, ωστόσο, κατά την άποψή μου απουσιάζει μια θεωρητική-πολιτική αποτίμηση
της πορείας μας και των επιλογών μας μέχρι σήμερα, μια αποτίμηση σημαντική για
τον εσωτερικό διάλογο. Η μεγαλύτερη και η πιο σημαντική τομή στην πρόσφατη
ιστορία του ΝΑΡ, ίσως η πιο σημαντική από την Συνδιάσκεψη που εισήγαγε την
θεωρία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι το Πανελλαδικό Σώμα του Νοεμβρίου
του 2008. Με τις συζητήσεις και τις αποφάσεις του Σώματος το ΝΑΡ έλαβε μια
ιστορική στροφή εγκαταλείποντας μια δεκαετή πολιτική τακτική που είχε ωθήσει το
ρεύμα σε μια εξωιστορική εξωκοινοβουλευτική γκρούπα, είχε εξωθήσει πολλά
ζωντανά στοιχεία εκτός οργάνωσης και είχε μετατρέψει το ΝΑΡ σε ένα κιβώτιο τόσο
βαρύ από αντικαπιταλισμό και επανάσταση που κανένας πουθενά δεν μπορούσε να
κουβαλήσει στην καθημερινή του δράση. Η βασική τομή στην τακτική αυτή ήταν ότι
πλέον το σύνολο των απόψεων της οργάνωσης δεν θεωρούνται προϋπόθεση σε κάθε
συζήτηση, μέτωπο, κίνηση, δράση, αλλά ανάλογα το επίπεδο συμφωνία σε ένα μέρος
και διακύβευμα στο υπόλοιπο. Με αυτόν τον τρόπο η Οργάνωση προσπαθεί σε μεγάλο
βαθμό να κλείσει το χάσμα ανάμεσα σε αυτά που αποφασίζουμε και λέμε στις
οργανώσεις μας και σε εκείνα που τελικά θα κάνουμε αφού τα πρώτα συνήθως είναι
θεωρητικά κατασκευάσματα ή σεχταρισμός ή υπερεπαναστατισμός ή απλά θεωρητικά
λόγια χωρίς πρακτικές απολήξεις. Ακόμα και το κείμενο της απόφασης είναι για
πρώτη φορά σαφές και όλοι είναι σε θέση να καταλάβουν τι θα κάνουμε και δε
χρειάζεται να κατέχουν υπερφυσικές ιδιότητες για να το αποκρυπτογραφήσουν. Οι
πιο σημαντικές πολιτικές απολήξεις της νέας τακτικής φάνηκαν γρήγορα στο
εργατικό κίνημα και στο πολιτικό μέτωπο.
Από τη στιγμή που κατανοήσαμε
πως δεν είναι το χωροταξικό το α και το ω μιας πολιτικής αντίληψης διαχωρισμού
από την ΓΣΕΕ και πως το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα δεν είναι σε θέση να
οικειοποιηθεί όλο μας το πλαίσιο ήταν δυνατόν να συγκροτηθεί η ουσία της
πολιτικής μας γραμμής για το νέο εργατικό κίνημα, δηλαδή η λογική των
πρωτοβάθμιων σωματείων, όπως αυτή σωστά και ωραία αποτυπώνεται στο κείμενο για
το 3ο Συνέδριο. Συγκεκριμένα, η συγκρότηση ενός συντονισμού με πολιτική
συμφωνία σε επίδικα και συμφωνία σε συγκεκριμένο αγωνιστικό σχεδιασμό ικανό να
γίνει ελκυστικό από αγωνιστικά σωματεία με ηγεμονία αναρχικών, ριζοσπαστών,
ρεφορμιστών, κομμουνιστών, αλλά και απλών τίμιων αγωνιστών μπόρεσε να γίνει
εφικτό μέσα στη δίνη των γεγονότων της Κούνεβας και της εξέγερσης του 2008.
Έτσι, αναδύθηκε ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων ίσως η πιο σημαντική συμβολή
της οργάνωσής μας στο σύγχρονο εργατικό κίνημα. Από τη στιγμή που κατανοήσαμε
πως η εμμονή σε όλο μας το πλαίσιο ως προϋπόθεση για τη συγκρότηση ενός
πολιτικού μετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς οδηγεί με μαθηματική
ακρίβεια στη χρεωκοπία και ότι η αντιπαραθετική συγκρότηση ΜΕΡΑ/ΕΝΑΝΤΙ ήταν ένα
τεράστιο πολιτικό σφάλμα με καταστροφικές συνέπειες όλα τα άλλα μπορούσαν
ξαφνικά να φαίνονται πιο εύκολα. Έτσι, οδηγηθήκαμε στην συγκρότηση της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του πιο σημαντικού εγχειρήματος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Υπό
το πρίσμα της επιτυχίας αυτής είναι φανερό πως το παρελθόν της οργάνωσης πριν
την τομή του Σώματος του Νοέμβρη θα πρέπει να αποτιμηθεί μάλλον αρνητικά.
Η τομή αυτή έπρεπε να είχε
ληφθεί το 2003. Τότε έπρεπε το δυναμικό ή ο κύριος όγκος του δυναμικού που
αποτελούσε την Πρωτοβουλία Αγώνα να αποτελέσει την βάση για ένα νέο πολιτικό
μέτωπο. Δε συζητώ βέβαια για το 2007 και αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν απόψεις
που χαρακτηρίζονταν από την ηγεσία του ΝΑΡ σχεδόν ρεφορμιστικά τον Μάιο του 2007
ξαφνικά τον Μάιο του 2008 μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά και βάση συζήτησης για
την συγκρότηση της ΑΝΑΤΡΣΥΑ. Γιατί προφανώς το κριτήριο δεν ήταν πια τόσο
πολιτικό, αλλά αφορούσε την ίδια την ύπαρξη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Και αναρωτιέται κανείς πότε είναι καλύτερο να κάνουμε τέτοιες επιλογές όταν τα
πράγματα είναι ευνοϊκά ή όταν αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο της καταστροφής.
Υπάρχει σαφώς τεράστια
πολιτική ευθύνη από μέρους της ηγεσίας γιατί α) το δυναμικό που θα
συσπειρωνόταν το 2007 σε ένα πολιτικό μέτωπο που θα ενοποιούσε τις δυνάμεις
ΜΕΡΑ/ΕΝΑΝΤΙΑ ήταν πολύ πιο ευρύ από ότι αργότερα με την ΑΝΑΤΡΣΥΑ καθώς
απογοητεύσαμε χιλιάδες αγωνιστές, β) γιατί δόθηκε μια ιδεολογικοπολιτική μάχη
από την οργάνωση έναντι των συντρόφων του ΕΝΑΝΤΙΑ που πολλές φορές έλαβε τον
χαρακτήρα λασπολογίας και βασιζόταν σε στρεβλώσεις των θέσεων των άλλων, γ)
όπως ήταν φυσικό δεν ήταν δυνατόν όλη η οργάνωση ξαφνικά να αλλάξει και να μην
λέει τα ίδια απέναντι στους συμμάχους προκαλώντας μια καταστροφική
ενδοκομματικό σύγκρουση στο εσωτερικό του ΝΑΡ όταν συγκροτήθηκε αριστερίστικη
εσωτερική τάση οδηγώντας όμως στην αποστράτευση τίμια και αγωνιστικά τμήματα,
κυρίως στην νεολαία.
Τέλος, βλέποντας την
αναδιάταξη των συμμαχιών σε επίπεδο ηγεσίας κατά τη διάρκεια της ενδοκομματικής
σύγκρουσης του 2007 αναρωτιέται κανείς πόσο πραγματική, χρήσιμη και ουσιαστική
ήταν η τόσο καταστροφική σύγκρουση εντός του ΝΑΡ που ξεκίνησε μετά το 1ο
Συνέδριο το 1998 και κατέληξε στο 2ο Συνέδριο το 2006.
Με τα δύο αυτά σημαντικά
εγχειρήματα, το ΝΑΡ αναλαμβάνει ξανά στην πράξη τον ιστορικό του ρόλο ο οποίος
αποτυπώνεται στις εργατικές κινητοποιήσεις της εποχής των μνημονίων και της
τροϊκανής επίθεσης, στην συγκρότηση και ανάπτυξη των δημοτικών
αντικαπιταλιστικών κινήσεων αλλά και στην εκλογική παρέμβαση των δημοτικών και
περιφερειακών εκλογών. Πλέον ο πόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν ήταν
μια φαντασίωση, αλλά ένα πραγματικό δυναμικό ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Η πιο σημαντική συμβολή μας
στο κίνημα ήταν ότι συμμετείχαμε στη πλατιά συγκρότηση ενός διαρκούς κινήματος
στην οποία συμμετείχαν όλα τα αγωνιστικά τμήματα της τάξης και του λαού.
Δημιουργήθηκε ένα αγωνιστικό αντιμνημονιακό συνεχές στο οποίο εμείς ήμασταν η
αντικαπιταλιστική κομμουνιστική τάση μπολιάζοντάς το με τις ιδέες μας, τις απόψεις
μας, τη γραμμή μας. Δεν ήμασταν οι εχθροί του φτιάχνοντας υγειονομικές ζώνες
στις άκρες του κινήματος, αλλά ήμασταν μέσα σε αυτό, ο αντικαπιταλιστικός πόλος
με τα πιο πρωτοπόρα συνθήματα, με το σχέδιο πολιτικοποίησης,
ριζοσπαστικοποίησης. Σκεφτείτε τι θα γινόταν εάν εμείς πηγαίναμε κάπου μακριά
από το «καθυστερημένο» πολιτικά πλήθος στο κίνημα των αγανακτισμένων.
Φανταστείτε το εργατικό κίνημα εάν εμείς πηγαίναμε άλλη ώρα ή άλλη μέρα όσο πιο
μακριά γίνεται από την καθορισμένη ημέρα, ώρα και τόπο της προδοτικής ΓΣΕΕ.
Ήμασταν εντός του ρεύματος, ταυτόχρονα εκτός του γιατί ήμασταν κάτι διαφορετικό
και συγκροτημένο, αλλά ήμασταν και απέναντί του. Γιατί δε θέλαμε να είμαστε
μέσα στο ρεύμα, απλά για να είμαστε ούτε για να μας παρασύρει, αλλά για το
αντιπαλέψουμε και να το οδηγήσουμε αλλού. Έτσι κάνουν οι σωστοί κομμουνιστές
και μπράβο μας. Στο κίνημα των αγανακτισμένων ήμασταν εκεί φτιάχνοντας μαζικά
συνθήματα και έναν συγκροτημένο εργατικό πόλο τα «τρία ΔΕΝ» σε συγκεκριμένα
σημεία της πλατείας. Παράλληλα, το δυναμικό μας παρενέβαινε σημαντικά στη
συνέλευση της πλατείας. Στις απεργίες ήμασταν ο εργατικός πόλος σημείο αναφοράς
χιλιάδων εργατών με περιεχόμενο, δυναμική και σχέδιο. Στο ιδεολογικό κομμάτι
φτιάξαμε την Πρωτοβουλία ενάντια στο Ευρώ η οποία συνέβαλε καθοριστικά στον
διάλογο και τη συζήτηση μέσα στην αριστερά.
Με αυτά τα εργαλεία φτάσαμε
στις εκλογές του Μαΐου 2012. Ωστόσο ήδη είχαν από πολύ νωρίς αρχίσει να
διαφαίνονται οι πολιτικές διαθέσεις της πλειοψηφίας της ηγεσίας. Από τα τέλη
του 2011 το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επεδείκνυαν μια αδικαιολόγητη δυσπραγία πάνω στο
ζήτημα της διεύρυνσης των πολιτικών μας συμμαχιών, ιδιαίτερα σε σχέση με τα
τμήματα αυτά που αποσκίρτιζαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Με έπαρση στο Σώμα του Μαρτίου
2012 αποφανθήκαμε ότι δεν είναι δυνατόν οι καθαρές επαναστατικές δυνάμεις να
συμμαχήσουν με προσωπικότητες στιγματισμένες με τον ρεφορμισμό. Και όμως ήταν
ώριμο αίτημα εκατοντάδων αγωνιστών που προσδοκούσαν μια τέτοια ενοποίηση και το
επιχείρημα δεν έπειθε κανέναν, αντίθετα έδειχνε ότι το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι
ένα κακέκτυπο του ΚΚΕ. Ξεκίνησε λοιπόν μια διαδικασία κατά την οποία σταδιακά
ένα μεγάλο δυναμικό ψηφοφόρων που βρισκόταν μεταξύ ημών και υμών να καταλήγει
ΣΥΡΙΖΑ. Το ρεύμα αυτό εντάθηκε την Πέμπτη πριν τις εκλογές, ενώ την Κυριακή το
πρωί ήταν φανερό ότι απείχαμε πολύ από το πλάνο. Η συνάντηση Χάγιου-Τσίπρα ήταν
ένα αισιόδοξο μήνυμα που καταδείκνυε ότι πλέον η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορούσε να είναι ο
μεγάλος καταλύτης της πολιτικής στην Ελλάδα. Όμως δεν ήταν παρά η κορύφωση μιας
πορείας μετά την οποία υπήρχε γκρεμός και εκεί φάνηκε πως ήμασταν αρκετά δειλοί
για να φτιάξουμε μια επιθετική κομμουνιστική εκλογική τακτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένας πόλος
του αγωνιστικού συνεχούς μέσα στο οποίο ακολουθούσε τη λογική του
ακολουθητισμού, δηλαδή επέλεγε να ακολουθεί το κίνημα σε ό,τι αυτό αυθόρμητα
επέλεγε να κάνει, εξάλλου το αυθόρμητο πάντα εμφανίζεται με ιδεολογικά εργαλεία
προερχόμενα από την κυρίαρχη ιδεολογία σε μια ρεφορμιστική της εκδοχή. Εξάλλου
ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ως πολιτικό πρόγραμμα να κάνει κάτι άλλο από αυτό που γινόταν
μέχρι τώρα, αλλά απλά επιθυμεί να το επαναλάβει και υπόσχεται να το εφαρμόσει
ως γνήσιος εκφραστής του. Δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να φτιάξει μια καπιταλιστική
κοινωνία αναμειγμένη με σοσιαλιστικά στοιχεία, όπως ακριβώς λειτουργούσε ο
δυτικός μεταπολεμικός καπιταλισμός. Με πολύ ευκολία μπορούσε π.χ. στις πλατείες
να εκφράζει την ελπίδα ότι εδώ και τώρα μπορεί να μας ξαναφέρει στην προ
μνημονίου κατάσταση χωρίς ρήξεις με την ΕΕ και το Ευρώ. με αυτόν τρόπο μπορούσε
να μιλάει για κατάργηση του μνημονίου. Το υποσχέθηκε και κέρδισε, δηλαδή
κολύμπησε απλά μέσα στο κινηματικό ρεύμα και το εξέφρασε εκλογικά. Για αυτό
νίκησε. Κλασικό και τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, όπως το περιγράφει ο Λένιν
στο «Τι Να Κάνουμε;». Το ΚΚΕ υποσχέθηκε τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και απλά
έχασε. Εμείς ταλαντευόμενοι αποτύχαμε να είμαστε εντός του συνεχούς ως κάτι
εντελώς διαφορετικό από το ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ως μια κομμουνιστική
αντικαπιταλιστική αντιδιαχειριστική αντιΕΕ δύναμη, αλλά και ταυτόχρονα από την
άλλη ως τον αναγκαίο εκείνο κρίκο – προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των
στόχων αυτού του συνεχούς, δηλαδή την κατάργηση των μνημονίων. Δηλαδή αποτύχαμε
να είμαστε χρήσιμοι για τον λαό και την τάξη σε μια κρίσιμη και κομβική μάχη
και ο λαός και η τάξη μας έδειξαν την πλάτη τους.
Το ζήτημα της αριστερή
κυβέρνησης: παρεμβαίνουμε μέσα στο εκλογικό «συνεχές» με δικούς μας όρους
Τι έπρεπε να κάνουμε; Ας πάμε
πάλι στο σχετικό χωρίο της Προγραμματικής Διακήρυξης στην σ. 37: «το
αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στο σύνολό του μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από την
εργατική εξουσία και την κυβέρνησή της που θα προκύψουν από επανάσταση. Δεν
παραπέμπει σε κάποιο ενδιάμεσο στάδιο, έχει όμως σχετική αυτοτέλεια. Αποτελεί
οδηγό και άξονα πάνω στον οποίο αναπτύσσεται ο λαϊκός αγώνας χωρίς όρια, με
στόχο την απόσπαση κατακτήσεων από οποιαδήποτε κυβέρνηση και από τους εργοδότες
που θα επιβάλουν το αναγεννώμενο ταξικά εργατικό και λαϊκό κίνημα, οι σύγχρονοι
επαναστατικοί, εργατικοί, νεολαιίστικοι και λαϊκοί αγώνες. Οι επιδιωκόμενες
νίκες του εργατικού κινήματος και οι ενδεχόμενες ήττες της αστικής πολιτικής θα
έχουν παντα σχετικό, ασταθή διαφιλονικούμενο χαρακτήρα αφού πραγματοποιούνται
στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας. Από τη μία, θα βρίσκονται έξω από τη γενική
ανοχή και αντοχή των νόμων του συστήματος. Από την άλλη θα βρίσκονται έξω και
από τα αναγκαία όρια της ολοκληρωμένης και σταθερής κατοχύρωσης των εργατικών
αιτημάτων και συμφερόντων. Η όξυνση αυτής της αντίθεσης θα φέρνει στο
προσκήμιο, περισσότερο ή λιγότερο επιτακτικά, το δίλημμα της επανάστασης ή της αντεπανάστασης,
της εργατικής ή της αστικής εξουσίας».
Με λίγα λόγια λέμε μόνο με
επανάσταση και εργατική εξουσία μπορεί να επιτευχθεί η λύση και όχι με
αριστερές κυβερνήσεις, αλλά μέσα στο σύστημα είναι εφικτές προσωρινές
κατακτήσεις οι οποίες θα οξύνουν τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις και θα
επιφέρουν επιτακτικά το κύριο διακύβευμα. Ποιοι είναι όμως στην πράξη οι τρόποι
που μπορούν να φέρουν πιο κοντά αυτό το διακύβευμα;
Η ελληνική ιστορία, πλούσια
σε κινήματα και εξεγέρσεις, μπορεί να μας απαντήσει. Ο πρώτος τρόπος να
επιβληθεί νίκη μέσα σε συνθήκες πολιτικής κρίσης του αστικού συστήματος είναι η
μαζική απεργιακή δράση. Τον Αύγουστο του 1933 οι καπνεργάτες της Καβάλας
επέβαλλαν με μαζική απεργία μια τεράστια σε πολιτική σημασία εργατική νίκη.
Στην απεργία συμμετείχε ουσιαστικά όλη η πόλη, ενώ δέχτηκε τεράστια επίθεση από
αστυνομία, χωροφυλακή και στρατό. Οι δυνάμεις του ΚΚΕ είχαν οδηγήσει σε αυτή
την επιτυχία. Η αποφασιστικότητα των απεργών λειτούργησε καθοριστικά. Τον Μάιο
του 1936 στη μεγάλη καπνεργατική απεργία το ΚΚΕ έχοντας χάσει τα ριζοσπαστικά
του χαρακτηριστικά αρνήθηκε να επαναλάβει το ίδιο σε πιο μαζική κλίμακα και σε
συνθήκες εξέγερσης και φυσικά η αντεπανάσταση επικράτησε με σχετική άνεση. Ο
δεύτερος τρόπος είναι η συμμετοχή σε μια αριστερή κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση
λαϊκού μετώπου. Τον Νοέμβριο του 1944 το ΕΑΜ και το ΚΚΕ συμμετείχαν στην
κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Το αστικό σύστημα δεν μπορούσε να αποδεχτεί
οποιοδήποτε συμβιβασμό και οδήγησε τα πράγμα στον εμφύλιο και στην επικράτηση
της αντίδρασης. Εάν το ΚΚΕ δεν ήταν υποταγμένο στο συμφιλιωτισμό, η εξέλιξη
κατά τη μάχη του Δεκέμβρη μπορεί να ήταν διαφορετική. Είτε ο ένας είτε ο άλλος
τρόπος οδηγούν τα πράγματα στο κύριο διακύβευμα δηλαδή επανάσταση ή
αντεπανάσταση. Με λίγα λόγια νικηφόρα απεργία ή απεργιακή εξέγερση δεν μπορεί
να υπάρξει χωρίς ένα πολιτικό φορέα που θα είναι αποφασισμένος για αυτό,
αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο για λίγες εβδομάδες ή μήνες.
Στις περιπτώσεις συμφιλιωτισμού ή αναποφασιστικότητας επέρχεται νικηφόρα η
αντεπανάσταση.
Ας επανέρθουμε στο σήμερα ή
μάλλον στον Ιούνη του 2012. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έπρεπε να βγει και να δηλώσει
κατηγορηματικά ότι η λύση μπορεί να «υλοποιηθεί μόνο από την εργατική εξουσία
και την κυβέρνησή της που θα προκύψουν από επανάσταση». Γι’ αυτόν ακριβώς το
λόγο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αριστερή κυβέρνηση. Μια αριστερή κυβέρνηση
που θα επιχειρήσει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ή πλευρές του, μπορεί απλά
να οξύνει τις αντιφάσεις. Συγκεκριμένα λοιπόν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σε θέση να δώσει
ψήφο πίεσης σε οποιαδήποτε αριστερή κυβέρνηση, είτε ΚΚΕ είτε ΣΥΡΙΖΑ, που θα
συμφωνεί σε 5 πράγματα: α) επιβολή μέτρων ενάντια στον εργασιακό μεσαίωνα και
υπεράσπιση των συλλογικών παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου της εργασίας. β)
κατάργηση χωρίς αναμονή και μονομερώς των ληστρικών δανειακών συμβάσεων και των
μνημονίων. γ) διαγραφή του χρέους – δουλεία για τους εργαζόμενους χωρίς
επιπτώσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, τα δημόισια νοσοκομεία και πανεπιστήμια. δ)
Δημόσια ιδιοκτησία, με εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση με εργατικό και κοινωνικό
έλεγχο των τραπεζών και των μονάδων στρατηγικής σημασίας που αφορούν τη
διατροφή, το νερό, τα φάρμακα, τις συγκοινωνίες, την ενέργεια, τις
τηλεπικοινωνίες, τις μεταφορές. ε) ανατροπή της πολιτικής βίας και
τρομοκρατίας, απόκρουση των πολεμικών τυχοδιωκτισμών. Γενικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θεωρεί
αναγκαία την έξοδο από την ευρωζώνη και το ευρώ, αντικαπιταλιστική αποδέσμευση
από το Ευρώ για μια άλλη εργατική διεθνοποίηση στην Ευρώπη και σε όλο τον
κόσμο. Καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ που λέει ψέματα και καλλιεργεί αυταπάτες για
αυτά. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θεωρεί αναγκαία εξέλιξη την έξοδο από ευρώ στην περίπτωση που
γίνουν όλα τα παραπάνω.
Κάνουμε λοιπόν σημαία πως
μόνο με την ψήφο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική λύση γιατί
ακριβώς είναι σε θέση να επιδράσει καταλυτικά στο πολιτικό σκηνικό και να
οδηγήσει σε πραγματική ρήξη και ανατροπή με τη μνημονιακή πολιτική. Ποια θα ήταν
τα θετικά πολιτικά αποτελέσματα μια τέτοιας πολιτικής επιλογής: α) το αστικό
πολιτικό σύστημα θα παρουσίαζε εμάς ως πιθανό σύμμαχο του ΣΥΡΙΖΑ και θα
χτυπούσε τον ΣΥΡΙΖΑ οξύνοντας τις αντιφάσεις του, β) η συζήτηση για το ευρώ και
την ΕΕ δε θα ήταν μια λάσπη απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά θα είχε πραγματικό
πρόσωπο, δηλαδή εμάς. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι θέσεις θα ήταν στο επίκεντρο της
συζήτησης, όπως ήταν ήδη με τη διαφορά ότι απευθύνονταν ως κατηγορία στον
ΣΥΡΙΖΑ. γ) θα κερδίζαμε ένα δυναμικό που αποχωρούσε από το ΚΚΕ που κινείται
στην ίδια κατεύθυνση με την προτεινόμενη εκλογική τακτική, δ) θα κερδίζαμε ένα
δυναμικό από τον ΣΥΡΙΖΑ που θα έβλεπε θετικά την περίπτωση να παίξει έναν
τέτοιο ρόλο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το εκλογικό αποτέλεσμα δε θα ήταν το ίδιο, γιατί
ακριβώς η πόλωση θα μπορούσε να σπάσει. Το εκκρεμές του κινηματικού συνεχούς δε
θα πήγαινε όλο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αντίθετα πήγαινε και προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως προς
την μόνη πραγματικά τίμια και αξιοπρεπή αριστερά.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ,
φοβούμενο τον συμφιλιωτισμό με τον ρεφορμισμό και ότι θα πάμε «σούμπιτοι» στον
ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τελικά να στείλει όλες του τις επιρροές και κομμάτια των μελών
του στο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό βαφτίστηκε επιτυχία. Μετά τις εκλογές ήταν επόμενο η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αντιμετωπίσει κρίση. Το ΝΑΡ όχι μόνο δεν έμαθε από τα λάθη του αλλά
συνέχιζε και συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, το ΝΑΡ μπροστά στο
υγιές αντανακλαστικό, δηλαδή τον φόβο απέναντι στον συμφιλιωτισμό με τον
ρεφορμισμό και ότι θα πάμε στον ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να στέλνει μέλη του και
επιρροές στον ΣΥΡΙΖΑ. Μπλέχτηκε ενόψει της Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια
ανούσια και χωρίς πρακτικό νόημα συζήτηση για το ζήτημα της εξουσίας η οποία
έγινε σε θεωρητικό επίπεδο. Από τη μία η ΑΡΑΝ έλεγε αριστερή κυβέρνηση είναι
εφικτή, από την άλλη εμείς λέγαμε όχι αριστερή κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα
αυτό που θέλαμε να υποστηρίξουμε είναι ότι το σύνθημα για αριστερή κυβέρνηση
από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ οδηγεί στον συμφιλιωτισμό με τον ρεφορμισμό και αντί για αυτό
απαντούσαμε θεωρητικά ότι δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να ψηφίσουμε ή να
στηρίξουμε μια αριστερή κυβέρνηση. Αυτή η ανιστορική-δογματική, αντιδιαλεκτική
θέση οδηγούσε σε μια θεωρητική κουβέντα για την περιπτωσιολογία των κυβερνήσεων
και παράλληλα προκαλούσε υγιείς αντιδράσεις σε μεγάλη μερίδα συντρόφων και
συναγωνιστών, αλλά μια πολύ πιο καλή θεωρητική απάντηση της ΑΡΑΝ απέναντι στον
δογματισμό μας. Ο σ. Γιώργος Ρούσης είχε απόλυτο δίκιο όταν έγραφε πως
«Αποτελεί θεωρητικά ατεκμηρίωτη παγκόσμια πρώτη σε ολόκληρο το μαρξιστικό
ρεύμα, από τους κλασικούς του μέχρι τον δυτικό μαρξισμό, η γενική καταγγελία
του κυβερνητισμού, ή ακόμη και η χρησιμοποίηση του όρου αυτού.» Ταυτόχρονα,
ουδέποτε περιγράψαμε τι θέλουμε εάν όχι αριστερή κυβέρνηση. Η δογματική
θεωρητική άρνηση «ποτέ και με τίποτε» ουσιαστικά είναι ακατανόητη από τη μεγαλύτερη
μερίδα των συντρόφων, συναγωνιστών και ψηφοφόρων και ουσιαστικά σπρώχνει όλο το
δυναμικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πράξη η πιο σωστή
τοποθέτηση είναι αυτή που ο σ. Γιώργος Ρούσης παρουσιάζει:
- Η αντικαπιταλιστική και δη
η κομμουνιστική αριστερά θα πρέπει να συμμετέχει σε κυβέρνηση ταξικής
συνεργασίας τύπου Τζανετάκη, ή τύπου ιταλικού «ιστορικού συμβιβασμού»;
Απάντηση: Κατηγορηματικά ΟΧΙ.
- Η ίδια αριστερά θα πρέπει
να συμμετέχει, ή ακόμη και να στηρίξει μια κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών ή όπως
αυτή που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία μέσω συμβιβασμών με το κεφάλαιο και τον
ιμπεριαλισμό και δη την ΕΕ επικαλείται ότι μπορεί να δώσει λύση στα λαϊκά
προβλήματα; Απάντηση: Κατηγορηματικά ΟΧΙ.
- Η αντικαπιταλιστική,
κομμουνιστική αριστερά θα πρέπει να συμμετέχει ή να στηρίζει μια αριστερή
κυβέρνηση τύπου Τσάβες, με όλες την αντιφατικότητα της πολιτικής της; Απάντηση:
Ανάλογα με τον αν εκτιμά ότι το πρόγραμμα της προωθεί η όχι την υπόθεση του
σοσιαλισμού.
- Η αντικαπιταλιστική
κομμουνιστική αριστερά θα πρέπει να συμμετέχει σε μια μετωπική κυβέρνηση, η
οποία προφανώς θα στηρίζεται από ένα αντίστοιχο κοινωνικο-πολιτικό ισχυρό λαϊκό
κίνημα, και θα εφαρμόζει ένα πρόγραμμα το οποίο έχει επεξεργαστεί και προτείνει
η ίδια, και το οποίο εκφράζει την «μετωπική συμπόρευση των δυνάμεων της
αντικαπιταλιστικής, αντι-ΕΕ, αντι-ιμπεριαλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς»;
Απάντηση: Κατηγορηματικά ΝΑΙ.
Το βασικό επιχείρημα είναι
ότι ουσιαστικά μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι μια κυβέρνηση Κερένσκι που αργά ή
γρήγορα θα οδηγήσει στο κύριο διακύβευμα. Στην περίπτωση που τελικά μπαίναμε
στην Βουλή και τιθόταν σε πραγματικούς όρους η εφαρμογή της πρότασής μας
ουσιαστικά το δίλημμα θα το είχε στην προκειμένη περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ και θα
έπρεπε να επιλέξει ή την ρήξη ή την ενσωμάτωση. Και στη μία και στη δεύτερη
περίπτωση η επαναστατική τάση θα ήταν κερδισμένη.
Τέλος, πολλές φορές η
εκλογική τακτική μπορεί να είναι διάφορη του ερωτήματος της κυβερνησιμότητας.
Για παράδειγμα σε μια περίπτωση εκλογικής πόλωσης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσής
Αυγής αυτό που μετράει είναι να μην κερδίσει η Χρυσή Αυγή. Διαφορετικά θα είμαστε
σίγουρα περήφανοι όταν θα μας εκτελούν στις γωνίες των σπιτιών μας ότι
τουλάχιστον δεν είχαμε την αυταπάτη της αριστερής κυβέρνησης. Μάλιστα ίσως θα
το φωνάζουμε και δυνατά, όπως ίσως έκαναν οι κομμουνιστές το 1934 στην
Γερμανία……
Προτείνω λοιπόν να σοβαρευτούμε
και να σχεδιάσουμε μια σοβαρή εκλογική τακτική πάνω στην παραπάνω βάση. Γιατί
στην ουσία τίθεται ένα άλλο πολύ πιο σοβαρό ζήτημα: θέλουμε ή δε θέλουμε
εκλογικές επιτυχίες; Εάν απαντήσουμε πως δε μας ενδιαφέρει, να το αποφασίσουμε
και να πούμε πως θα κατεβαίνουμε στις εκλογές για πλάκα και για να χαλάμε ένα
κάρο χρήματα χωρίς λόγο. Ότι στην πράξη είμαστε μια κομμουνιστική ΑΚ και ότι
άδικα οι σύντροφοι της Τάσης αποχώρησαν από το ΝΑΡ. Ότι μας ενδιαφέρει μόνο το
κίνημα και η συγκρότηση αντιθεσμών. Ότι δεν προσδοκούμε τίποτε από τις εκλογές
γιατί εάν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο θα ήταν παράνομες. Είναι πραγματικά κάτι
τέτοιο πολύ πιο τίμιο.
Ωστόσο, βέβαια, η
πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με
μια εκλογική αποτυχία αμέσως αντιμετωπίζουμε κρίση. Αυτό συμβαίνει πάντα από το
1999 μέχρι τώρα. Γιατί ακριβώς η ορατή παρουσία της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς σε εκλογικά ποσοστά ή σε βουλευτικές έδρες είναι κομβικής σημασίας
υπόθεση για την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Και ουσιαστικά το υποτιμάμε πάρα
πολύ αυτό. Ας δούμε τον εχθρό. Η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στην αντιδραστική μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού. Ο
φασισμός έγινε μόδα και ξαφνικά απέκτησαν οι φασιστικές ιδέες πρωτόγνωρη ιστορικά
επιρροή στην ελληνική κοινωνία. Είναι ιστορικό καθήκον μας απέναντι στην τάξη
και τον λαό να σχεδιάσουμε μια εκλογική τακτική που θα μας ανεβάσει εκλογικά
ώστε να μπορέσουμε να οδηγήσουμε το πολιτικό σκηνικό προς τα αριστερά. Μετά από
μια τέτοια επιτυχία τα πράγμα στην ελληνική κοινωνία θα είναι διαφορετικά. Η
εκλογική επιτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η πάλη για την είσοδο στη Βουλή θα πρέπει να
γίνει κεντρικός πολιτικός στόχος. Οι άνθρωποι όταν επιλέγουν να πάνε να
ψηφίσουν στις εκλογές το πράττουν γιατί θέλουν να έχουν ένα ορατό αποτέλεσμα
από αυτό. Εμείς ουσιαστικά δεν έχουμε ποτέ μια εκλογική τακτική. Αντίθετα, όταν
το Σάββατο το βράδυ επιχειρήσαμε να προτάξουμε μία ρίχνοντας το σύνθημα «λίγο
θέλουμε και μπαίνουμε» το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Γιατί από τη μία το σύνθημα
αυτό ήταν απολίτικο και έγινε με αστικό και ουσιαστικά αντιδραστικό τρόπο, δεν
αποτέλεσε επιλογή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως σύνολο, αλλά προωθήθηκε από συγκεκριμένους
κύκλους. Το ίδιο έγινε και με εκείνη την περιβόητη δημοσκόπηση του
Πανεπιστημίου Πατρών. Πρόκειται για καραγκιοζιλίκια τα οποία και πληρώσαμε
ακριβά. Και από την ευθύνη αυτή, δηλαδή αυτό το καραγκιοζιλίκι, δεν εξαιρώ τον
εαυτό μου.
Το Αντικαπιταλιστικό
Εργατικό Μέτωπο στην πράξη: οι πλευρές του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και
ανατροπής
Στις Θέσεις της ΠΕ στο
κεφάλαιο Ζ΄, περιγράφονται οι στόχοι πάλης και ο χαρακτήρας του αγωνιστικού
μετώπου ρήξης και ανατροπής και του νέου εργατικού κινήματος. Αυτό όμως το
οποίο απουσιάζει είναι κατά την άποψή μου ένα συνολικός σχεδιασμός-πρόταση για
την δομή του. Η λογική μέσα από την οποία θα πρέπει να συγκροτήσουμε αυτές τις
δομές είναι α) να είμαστε μέσα στο συνεχές, β) να αλλάξουμε με την πολιτική,
οργανωτική, ιδεολογική παρέμβασή μας την φορά του από τον ρεφορμισμό στην
αντικαπιταλιστική ανατροπή. Η πολιτική βάση θα πρέπει να είναι αυτή του ενιαίου
αγωνιστικού εργατικού μετώπου, δηλαδή απλά: μαζί με όποιον θέλει να αγωνιστεί
ενάντια σε οποιαδήποτε συνολικότερη ή ειδικότερη πλευρά της αντεργατικής
επίθεσης. Εμείς διατηρούμε το δικαίωμα και την υποχρέωση μέσα από δημοκρατικές
διαδικασίες να προτάσσουμε τις πολιτικές θέσεις που πιστεύουμε ότι μπορούν να
οδηγήσουν στην νίκη.
Α) Πρώτο και κύριο εργαλείο
είναι και θα πρέπει να είναι κάθε πρωτοβάθμιο σωματείο και κυρίως ο Συντονισμός
Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Είναι φανερό πως ο Συντονισμός βρίσκεται σε κρίση,
καθώς τα σωματεία πάνω στα οποία βασίζεται βρίσκονται σε κρίση. Ωστόσο η
κατάσταση η οποία αυτή τη στιγμή βρίσκεται η εργασία είναι τέτοια που πολύ
σύντομα θα ξεσπάσουν δυναμικοί αγώνες σε επιχειρήσεις και εργασιακούς χώρους
του ιδιωτικού τομέα που μέχρι χθες δεν υπήρχε καμία συνδικαλιστική παράδοση.
Συγκεκριμένα μόνο ο 1 στους 3 πλέον πληρώνεται κανονικά ή λαμβάνει πλήρως όλες
τις νόμιμες αποδοχές. Κυριαρχεί η ανασφάλιστη εργασία. Τα μεροκάματα είναι πολύ
κάτω του κόστους επιβίωσης. Τα εργατικά ατυχήματα θα ενταθούν καθώς δε
λαμβάνονται προστατευτικά μέτρα. Οι αρρώστιες και οι παθήσεις των επαγγελμάτων
θα επανέλθουν καθώς καταρρέει το σύστημα υγείας. Τα ωράρια είναι εξαντλητικά. Ο
Συντονισμός θα πρέπει να είναι πολιτικά και οργανωτικά προετοιμασμένος να
αγκαλιάσει και να στηρίξει αυτά τα νέα εργατικά ξεσπάσματα. Εκεί θα
δημιουργηθεί μια νέα πολιτικοποίηση, μιας νέας γενιάς αγωνιστών και
κομμουνιστών. Αυτή η γενιά θα ανατρέψει την πολιτική του μνημονίου.
Β) Δεύτερο εργαλείο που θα
πρέπει να συγκροτηθεί με ευθύνη του Συντονισμού είναι μια Επιτροπή Εργατικής
Αλληλεγγύης που θα προσφέρει: α) νομική κάλυψη σε σωματεία, συνδικαλιστές,
εργάτες, απεργούς τόσο απέναντι στην εργοδοσία όσο και απέναντι στο κράτος
αστυνομικό και δικαστικό. β) οικονομική στήριξη σε απεργιακούς αγώνες. γ)
οικονομική στήριξη σε φυλακισμένους και καταδικασμένους λόγω συμμετοχής σε
απεργία, διαδήλωση, κινητοποίηση, πολιτική δράση. Θα πρέπει να στηθεί ένα πλατύ
δίκτυο αλληλεγγύης βασισμένο σε Εργατικές Λέσχες, παρατάξεις, σωματεία,
συνεταιρισμούς, δημοτικές κινήσεις, πολιτικές συλλογικότητες. δ) πολιτικές
δραστηριότητες που θα μπορούν να καλύπτουν πάντα κάθε απεργία, διαδήλωση,
συγκέντρωση: συγκρότηση ενός πλατιού δικτύου τραγουδιστών, μουσικών, κινηματογραφιστών,
δημοσιογράφων, διανοουμένων.
Γ) Τρίτο εργαλείο-μορφή
αυτοργάνωσης είναι α) οι αυτοδιαχειριζόμενοι εργατικοί παραγωγικοί χώροι. Θα
πρέπει να ενθαρρύνουμε και να ενισχύσουμε τις τάσεις ανάληψης της ευθύνης της
παραγωγής από του εργάτες σε εργοστάσια που κλείνουν, όπως και πρωτοβουλίες
συγκρότησης εργοστασίων και βιοτεχνιών με εργατικό έλεγχο και βάση. β) οι
καταναλωτικοί αστικοί συνεταιρισμοί. γ) Οι παραγωγικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί.
Προφανώς αυτά τα εγχειρήματα
δεν μπορεί παρά να είναι πειράματα-έμβρυα με πολλές αντιφάσεις που δύσκολα
μπορούν να περπατήσουν δίχως την παρουσία ενός δυναμικού εργατικού κινήματος,
την στρατηγική επαναθεμελίωση του κομμουνιστικού-σοσιαλιστικού οράματος, την
παρουσία μιας δυναμικής κομμουνιστικής αριστεράς και βέβαια δεν μπορούν να
στεριώσουν παρά με την αντικαπιταλιστική νίκη. Ωστόσο, μπορούν να είναι
εργαλεία που θα ενισχύουν τις ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις χειραφέτησης της
κοινωνίας στο παρόν, θα είναι σημαντικές υλικές δυνάμεις που θα ενισχύουν όλες
τις μορφές και τις εκδοχές των κινημάτων ανατροπής, θα οικοδομούν υλικούς όρους
αντι-ηγεμονίας και αντιεξουσίας, δυαδικής εξουσίας.
Δικός μας ρόλος ως πρωτοπορία
δεν είναι να καταγγείλουμε και να διαχωριστούμε για να μην ταυτιστούμε π.χ. με
λογικές χρηματοδότησης από ΕΕ, ΕΣΠΑ κλπ, αλλά με συντροφικό και συναγωνιστικό
τρόπο να είμαστε μέσα σε αυτά τα εγχειρήματα, δημιουργώντας τον
αντικαπιταλιστικό πόλο και παλεύοντας για τον αγωνιστικό, αντικαπιταλιστικό και
κομμουνιστικό χαρακτήρα τους.
Δ) Παράλληλα, πρέπει με κάθε τρόπο
και σε κάθε περίπτωση να διεκδικούμε σε Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα και
σωματεία ρόλο και παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς συγκροτώντας ένα
ευρύ αντικαπιταλιστικό ενιαίο εργατικό μέτωπο. Αυτό θα συγκροτείται από τις
παρατάξεις της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς. Αυτές οι
παρατάξεις θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι μπορεί να είναι τριών μορφών: α)
καθαρή παράταξη των δυνάμεων του ΝΑΡ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, β) παράταξη των δυνάμεων
του ΝΑΡ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαζί με τίμιους και αντικαπιταλιστές αγωνιστές του
ΣΥΡΙΖΑ ή του ΚΚΕ, γ) παράταξη βασισμένη σε «απολίτικο» δυναμικό που μόλις
προκύπτει από τους νέους εργατικούς αγώνες στην οποία συμμετέχουν σύντροφοι του
ΝΑΡ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το κριτήριο δε θα είναι γενικά και αόριστα η ενότητα ή
παναριστερά, αλλά η ενότητα πάνω σε γενικά πολιτικά συνθήματα ή ειδικά εργατικά
συνθήματα ή πρακτικές με αντικαπιταλιστικές προεκτάσεις. Αντίστοιχα σε κάθε
Ομοσπονδία, Εργατικό Κέντρο, σωματείο κλπ θα προτάσσουμε όχι την παναριστερά
αλλά ενιαίο αριστερό εργατικό μέτωπο πάνω σε συγκεκριμένες προγραμματικές
θέσεις.
Στ) Σε κάθε γειτονιά, χώρο,
πόλη συγκροτούμε Στέκια με τα χαρακτηριστικά των Εργατικών Λεσχών, των
Κοινωνικών Κέντρων, των Πολιτιστικών Στεκιών ή Στεκιών Νεολαίας. Ως πιο καλή
εκδοχή προωθούμε το μοντέλο της Εργατικής Λέσχης, ωστόσο η ζωή και η ταξική
πάλη είναι πολύπλευρη και είναι δυνατόν να προκύψουν και οι άλλες εκδοχές.
Εμείς θα αγωνιζόμαστε σε κάθε τέτοια περίπτωση να προσδίδουμε σε όλα τα
εγχειρήματα εργατικό και αγωνιστικό χαρακτήρα. Ο εργατικός χαρακτήρας δε θα
πρέπει να είναι μια ιδεολογική ταυτότητα, αλλά θα πρέπει στην πράξη να
προάγεται και να ενισχύεται από εκπροσώπους και μέλη σωματείων. Θα μπορούσαν
πολλά ή ένα σωματεία να φτιάχνουν τέτοιες Εργατικές Λέσχες που θα μπορούσαν
παράλληλα να αποκτούν και τη μορφή Τοπικού Εργατικού Κέντρου.
Ζ) Πλευρά του ενιαίου
αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου θα είναι και οι δημοτικές-κινήσεις πόλης
οι οποίες ωστόσο εκφράζουν και πλευρές του πόλου της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς. Τα κριτήρια συγκρότησής τους θα έχουν ως κύρια βάση τις πολιτικές
και θεωρητικές επεξεργασίες για την πόλη, τις κεντρικές πολιτικές θέσεις, αλλά
και ειδικές θέσεις που αφορούν τις κατά τόπους περιοχές. Θα έχουν ως βάση α)
τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, β) τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της υπόλοιπης
εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, γ) τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κάποιες
αντικαπιταλιστικές δυνάμεις με αναφορά ή συμμετοχή στον ΣΥΡΙΖΑ ή δυνάμεις που
αποσκιρτίζουν από τους Οικολόγους Πράσινους ή από το ΕΠΑΜ. Η λειτουργία των
δημοτικών κινήσεων πόλεων θα βασίζεται πάνω στις παραδόσεις των σχημάτων και θα
είναι πολιτικοσυνδικαλιστικές κινήσεις..
Η) Οι περιφερειακές κινήσεις
αποτελούν ουσιαστικά κεντρική πολιτική συμμαχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και γι’ αυτό
εκφράζουν περισσότερο πλευρές του πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς,
ωστόσο θα πρέπει να ενισχύουμε την λειτουργία τους με βάση τη δομή των σχημάτων
και να δίνεται στη βάση ο πρώτος λόγος ιδιαίτερα στην περιφέρεια.
Θ) Οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι
στις θέσεις των δημοτικών-περιφερειακών συμβουλίων και οι εργατικοί και
συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των διαφόρων συνδικαλιστικών οργάνων θα πρέπει να
έχουν ειδικό πολιτικό και εργατικό ρόλο στις μάχες που έρχονται, θα πρέπει να
είναι πρωταγωνιστές και εκπρόσωποι των θέσεων και των απόψεων της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς, του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η επιλογή των προσώπων
αυτών θα γίνεται μέσα από ανοιχτές δημοκρατικές διαδικασίες, ενώ θα πρέπει
εναλλάσονται. Η επιλογή των προσώπων θα πρέπει να γίνεται με κριτήριο τη
δυνατότητα τους να συμβάλλουν θετικά στο κίνημα και δε θα πρέπει να είναι
προϊόν συμβιβασμών μεταξύ μηχανισμών. Ιδιαίτερα οι δημοτικοί-περιφερειακοί
σύμβουλοι εκτός από τον ρόλο τους μέσα στα δημοτικά ή περιφερειακά συμβούλια θα
πρέπει να αναλαμβάνουν ειδικό ρόλο εργατικής και κινηματικής εκπροσώπησης της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς. Είναι εξαιρετικά επονείδιστη η εμπειρία από εκλεγμένο δημοτικό
σύμβουλό μας ο οποίος αρνούταν ή υπονόμευε ανοιχτά ή κρυφά κινήματα πόλης,
ριζοσπαστικές δράσεις, πολιτικές πρωτοβουλίες, ενώ πολλές φορές απουσίαζε ή
ερχόταν καθυστερημένος για να μην «ταυτιστεί». Δε χρειαζόμαστε εκπροσώπους
χομπίστες της αριστεράς, γεμάτους μικροαστικές φοβίες, υποταγμένους στους
αστικούς συσχετισμούς δύναμης. Χρειαζόμαστε μπροστάρηδες αγωνιστές, έτοιμους
για θυσία….
Ι) Σε κάθε περιοχή, τόπο,
χώρο είναι δυνατόν να συγκροτούνται διαφορετικές δομές αντιθεσμών είτε με τη
μορφή επιτροπών ή πρωτοβουλία κατοίκων, με τη μορφή γενικών συνελεύσεων
γειτονιάς ή πλατείας.
Κ) Σε κρίσιμες καμπές του
κινήματος είναι δυνατόν ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων, τα σωματεία, οι
εκλεγμένοι αντιπρόσωποι σε ομοσπονδίες και κέντρα, οι δημοτικοί και
περιφερειακοί σύμβουλοι να αναλάβουν μια πρωτοβουλία η οποία θα καλεί όλες τις
αγωνιστικές δυνάμεις σε ένα Εργατικό Λαϊκό Μέτωπο Ρήξης Ανατροπής. Αυτό θα
αποτελείται από δημάρχους, βουλευτές, εκπροσώπους σωματείων, συνελεύσεων κλπ
και θα αναλάβει την κύρια πολιτική και οργανωτική πάλη απέναντι στο
αντιδραστικό μπλοκ. Το εγχείρημα που είχαν αναλάβει οι σφοι στο Ηράκλειο το
οποίοι ενοποιούσε τα πολιτικά κινήματα ενδεχομένως να είναι μια τέτοια
εμπειρία. Με αυτήν την πρόταση η αντικαπιταλιστική αριστερά διεκδικεί να
αλλάξει η «φορά» στο κινηματικό συνεχές και διεκδικεί την πολιτική και
ιδεολογική ηγεμονία.
Το ΝΑΡ και οι άνθρωποί έχουν
μια πλούσια εμπειρία πια και έχουν ιστορικά καθήκοντα. Η κάθε στιγμή είναι
κρίσιμη. Ας σταματήσουμε να καθυστερούμε και να κάνουμε αυτά που πρέπει να
γίνουν την ώρα που πρέπει να γίνουν. Με αισιοδοξία και σοβαρότητα να κινηθούμε
για το νέο κομμουνιστικό κόμμα, να φτιάξουμε ένα πραγματικό σχέδιο ταξικής
πάλης, να προτάξουμε συνθήματα που θα μας οδηγούν στη νίκη. Να
περιθωριοποιήσουμε τους παράγοντες και τους χομπίστες. Να είμαστε μέσα στο
συνεχές και να μη φτιάχνουμε υγειονομικές ζώνες. Στόχος μας να αλλάξουμε την
φορά του συνεχούς προς τον κομμουνισμό, αλλά για να το κάνουμε αυτό θα πρέπει
να μπορούμε να εκπροσωπηθούμε και κοινοβουλευτικά. Διαφορετικά μια εκλογική
συντριβή στις επερχόμενες εκλογές θα μας επαναφέρει σε κρίση… Ας το
καταλάβουμε, είμαστε χρήσιμοι και αναγκαίοι…
συντροφικά, Κώστας
Παλούκης, ΟΒ Ζωγράφου ΝΑΡ Αθήνας
1 σχόλιο:
Η κατάντια στο χώρο της Υγείας πρέπει να τελειώσει.
Παρακαλούμε αναδημοσιέψτε(αν φυσικά συμφωνείτε με τη διάγνωσή μας):
ΤΕΛΙΚΑ, EΙΝΑΙ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΑΔΩΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΨΥΧΟΠΑΘΗΣ;
Απόσπασμα:
"... Εμείς, πάντως, στη συνέχεια του κειμένου θα αποδείξουμε, ότι ο Άδωνης πραγματικά είναι διαταραγμένος και ότι αυτό από το οποίο πάσχει, δεν είναι άλλο από την Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας, έτσι όπως ορίζεται από την τελευταία αναθεώρηση του DSM-5 (Diagnostic and statistical manual of mental disorders και επίσης, ότι η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα μιας ειδικής παραλλαγής της, που ονομάζεται Κακοήθης Ναρκισσισμός. ..."
Τα υπόλοιπα εδώ:
http://aomepol.wordpress.com/
Ευχαριστούμε
Δημοσίευση σχολίου