του Σπύρου Μαρκέτου* |
Το
πλήγμα της ακροδεξιάς κυβέρνησης στη συμμορία που σκότωσε τον ηρωικό Παύλο
Φύσσα μπορεί ν’ αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες, αλλά σίγουρα όχι σε
οποιεσδήποτε αντιφασιστικές ευαισθησίες του Σαμαρά και του επιτελείου του.
Αυτές είναι ανύπαρκτες, όπως απέδειξαν λόγοι και πράξεις τους όλα τα περασμένα
χρόνια.
Αντίθετα,
στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής μέτρησε κυρίως το αντιφασιστικό κίνημα, που
άνθησε μέσα από αναρίθμητες τοπικές επιτροπές, ομάδες και κινητοποιήσεις τον
τελευταίο χρόνο. Μετά τη...
δολοφονία οι μνημονιακοί πανικοβλήθηκαν από το
ενδεχόμενο να γίνει η λαϊκή οργή, ριζοσπαστικοποιώντας τους απεργιακούς αγώνες,
καταλύτης ενός κινήματος ικανού ν’ ανατρέψει την κυβέρνηση και να σταματήσει τη
λεηλασία της χώρας. Ότι η πυρκαγιά μπορούσε να ξεσπάσει κάθε στιγμή είχε φανεί
νωρίτερα, από τον απρόσμενο ξεσηκωμό για τη δολοφονία ενός άλλου νέου, του
Θανάση Καναούτη. Συγκρίνοντας αυτές τις αυθόρμητες και μαζικές κινητοποιήσεις
με την εξαφάνιση των χρυσαυγιτών όταν πιάστηκε η ηγεσία τους, παρ’ όλες τις
εκκλήσεις της για δυναμικές παρεμβάσεις, βλέπουμε ποιο κίνημα είναι αληθινό και
ποια πλευρά έχει πράγματι δύναμη στο δρόμο.
Συνέβαλε
επίσης η διεθνής ταξική πάλη, που δεν κρυσταλλώνεται μόνο γύρω από σημερινές
διεκδικήσεις, αλλά και με άξονα την ιστορική μνήμη. Η ανάμνηση της φασιστικής
φρίκης στην Ευρώπη παραμένει ισχυρή, και τα πλέγματα εξουσίας φοβούνται να
συνδεθούν απροκάλυπτα μαζί της. Κυρίως δεν θέλουν να φτιαχτούν εστίες
συλλογικής αντίδρασης οι οποίες, ανακαλώντας τη μαζική αντίσταση στον φασισμό,
θα ματαιώσουν τα εγχειρήματα δομικής προσαρμογής (‘μνημόνια’) όταν θα σκάσει η
χρηματοπιστωτική φούσκα και στο βορά. Όταν λοιπόν ο εκπρόσωπος των ευρωπαίων
σοσιαλιστών έθεσε ζήτημα Χρυσής Αυγής στην ελληνική κυβέρνηση, η τελευταία
θορυβήθηκε.
Ένας
εσωτερικός παράγοντας ήταν η αυτονόμηση του Μιχαλολιάκου. Όλο αφελή προπέτεια,
βιαζόταν να συγκυβερνήσει. Μεθυσμένος από την προκλητική ασυλία που τού
παρείχαν αστυνομία και δικαστικοί, ντοπαρισμένος με τη συστηματική στήριξη των
λεγόμενων μέσων ενημέρωσης, και παραφουσκωμένος με τις γενναιόδωρες εισφορές
τραπεζιτών, εφοπλιστών και μητροπολιτών, που τα ονόματά τους απαράδεκτα μένουν
κρυφά, υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του. Προτείνοντας τον Κασιδιάρη για υποψήφιο
δήμαρχο Αθήνας έκανε την κυβέρνηση να ετοιμάσει ακόμη και αλλαγή του εκλογικού
νόμου για να κρύψει τη γύμνια της. Το φονικό τής έδωσε μια σπάνια ευκαιρία να
σβήσει τον ενοχλητικό ανταγωνιστή και ν’ αρπάξει νυχτωμένους ψηφοφόρους του.
Τήν άδραξε, μετά από λίγες ημέρες δισταγμού.
Η
δίωξη των χρυσαυγιτών ήταν μια γλυκειά νίκη του αντιφασιστικού κινήματος και
μια πελώρια ήττα του πλέγματος εξουσίας. Η ναζιστική συμμορία τούς ήταν
πολλαπλά απαραίτητη, γι’ αυτό άλλωστε και είχαν πάρει το ρίσκο να τήν στηρίξουν
βουλώνοντας τη μύτη τους. Την χρειάζονταν για να εκτρέψουν τη λαϊκή αγανάκτηση
από τους τραπεζίτες και τα κόμματα εξουσίας προς τους μετανάστες και τους
πρόσφυγες, αλλά κι ενάντια στην αριστερά. Επίσης την ήθελαν για πολιτική
εφεδρεία, η οποία με τον αντιμνημονιακό της λόγο θα αδρανοποιούσε πολλούς
δυσαρεστημένους που έχουν αλλεργία στην αριστερά. Αλλά και ως απεργοσπάστες κι
εφεδρικό στρατό καταστολής, αν τυχόν ξεσπάσει μια λαϊκή εξέγερση, διόλου
απίθανη, ενάντια στην οποία δεν θα αρκούν οι δυνάμεις του επίσημου κράτους.
Χωρίς τη Χρυσή Αυγή, μονάχα τα ΜΑΤ απομένουν ανάμεσα στο λαό και τα ελικόπτερα.
Χάνοντάς την το καθεστώς γίνεται ορατά πιο ευάλωτο.
Ο
εχθρός θα ξαναπροσπαθήσει να φτιάξει φασιστικό κίνημα, αλλά τώρα θα
δυσκολευτεί. Πρώτα πρώτα, ήρθαν στο φως οι εξαρτήσεις του φασισμού από τους
καπιταλιστές και ξεθώριασε η δήθεν αντισυστημικότητά του. Έπειτα, η φασιστική
κινητοποίηση στηρίζεται στην αίσθηση ότι το κράτος την καλύπτει, που
εξατμίστηκε μετά τις συλλήψεις και την εξάρθρωση των πιο προκλητικών
χρυσαυγίτικων πυρήνων στην αστυνομία. Επιπλέον, πολλοί που έλπιζαν ότι θα
σώζονταν ατομικά προσχωρώντας στον φασισμό τρόμαξαν και απογοητεύτηκαν. Τέλος,
η αριστερά και οι εργαζόμενοι αφυπνίστηκαν απέναντι στην απειλή, και την
ερχόμενη φορά θα αντιδράσουν ταχύτερα.
Από
την άλλη μεριά, η επόμενη προσπάθεια μπορεί ν’ αποδειχτεί πιο επικίνδυνη, ιδίως
αν αποφύγει τις απροκάλυπτες ναζιστικές αναφορές, που αναπόφευκτα εκθέτουν, και
αν τυχόν βρει ικανότερους ηγέτες. Τώρα, όσο ο φασισμός έχει γονατίσει, πρέπει
να φτάσει σε όσο γίνεται περισσότερο κόσμο το μήνυμά μας, πως είναι συστημικός
και όχι αντισυστημικός. Και πως λύση δεν είναι η ατομική σωτηρία, ανέφικτη έτσι
και αλλιώς, αλλά η ανατροπή του πλέγματος εξουσίας και του καπιταλισμού. Που
δεν αφορά το μακρινό μέλλον, αλλά είναι εφικτή αύριο. Και σημαίνει καταρχάς ν’
αποσπάσουμε το κράτος από τους καπιταλιστές και να οργανώσουμε την οικονομία με
εργατικό έλεγχο και γνώμονα τις δικές μας ανάγκες αντί για το δικό τους κέρδος.
Οι
δραματικές εξελίξεις του τελευταίου μήνα μας δείχνουν για ποιο λόγο η διάκριση
μεταξύ φασισμού και της υπόλοιπης άκρας δεξιάς δεν είναι σχολαστικισμός, αλλά
αντίθετα βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τις χωριστές στοχεύσεις τους και τη
διαφορετική πολιτική τους δυναμική. Οι φασίστες και η υπόλοιπη άκρα δεξιά είναι
συγγενικοί χώροι και συνήθως συνεργάζονται, αλλά συνάμα έχουν αποκλίνοντα
χαρακτηριστικά και συμφέροντα, όπως ανέλυσε ο ιστορικός Ρόμπερτ Πάξτον
στην Ανατομία του φασισμού, έργο απαραίτητο για να καταλάβουμε αυτό
τον εχθρό μας. Η βασική τους διαφορά δεν εντοπίζεται στις αυταρχικές και
ρατσιστικές ιδέες που επαγγέλλονται, οι οποίες μπορεί και να είναι ταυτόσημες,
αλλά στο ότι οι φασίστες, αντίθετα από τους άλλους ακροδεξιούς, στήνουν
μαζικό κίνημα. Ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία, αλλά πολιτική
πρακτική κυριαρχίας στον δημόσιο χώρο.
Οι
συγκρούσεις του λοιπόν με τους ακροδεξιούς ομογάλακτούς του δεν είναι σπάνιες
ούτε πρέπει να μας εκπλήσσουν. Αντίθετα, είναι αναπόφευκτες, καθώς οι φασίστες
προσπαθούν να στήσουν τον δικό τους πολιτικό χώρο. Μπορεί μάλιστα να είναι
εξαιρετικά άγριες· για παράδειγμα, ο ιστορικός ηγέτης του ρουμανικού φασισμού
Κοδρεάνου εκτελέστηκε, μαζί με την αυλή του, από την επίσης ακροδεξιά ρουμανική
κυβέρνηση τον καιρό του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Υπάρχουν άλλωστε και πολλά
παραδείγματα ενδοφασιστικών συγκρούσεων, με πιο γνωστό τη σφαγή της ηγεσίας των
ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου από τον Χίτλερ το 1934, τη Νύχτα των Μεγάλων
Μαχαιριών. Οι φασίστες έχουν σκληρές διαφωνίες μεταξύ τους σε θέματα
στρατηγικής και τακτικής, και αλληλοσυγκρουόμενες προσωπικές επιδιώξεις. Το
πρόβλημα των περισσότερων φασισμών είναι ότι τρέφουν πολλούς φύρερ και ντούτσε,
όχι μονάχα έναν. Αύριο στην ίδια θέση ίσως βρεθεί και η Χρυσή Αυγή.
Η
εικόνα των τεράστιων κομμάτων που συσπειρώνονται πίσω από έναν Χίτλερ ή έναν
Μουσολίνι κρύβει ότι ακριβώς ο ιταλικός και ο γερμανικός φασισμός ήταν οι
‘πετυχημένες’ εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας. Δύσκολα βρίσκονται χαρισματικοί
ηγέτες, και τα περισσότερα φασιστικά κόμματα φούσκωσαν και ξεφούσκωσαν χωρίς
κάν να πλησιάσουν την κυβέρνηση. Οι εσωτερικές τους έριδες και διασπάσεις είναι
ο κανόνας, όχι η εξαίρεση, και το πιθανότερο είναι να δούμε κάτι αντίστοιχο και
στη χώρα μας, ιδίως τώρα που έχασαν την ασυλία του κράτους και των μήντια, και
θ’ αναγκαστούν να τοποθετηθούν πάνω στα πραγματικά προβλήματα. Αλλά το να
σκοτώνεις φασίστες καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν είσαι φασίστας και ο ίδιος,
πόσω μάλλον ότι είσαι αντιφασίστας.
Η
σύγκρουση της κυβέρνησης με την ηγεσία της Χρυσής Αυγής δεν σημαίνει λοιπόν ότι
ο Δένδιας και ο Σαμαράς έξαφνα έγιναν αντιφασίστες. Είναι απλώς μια κίνηση σε
μια πολιτική χορογραφία που σκοπό έχει να ξαναφέρει τους ψηφοφόρους του
Μιχαλολιάκου στο μαντρί της συντηρητικής παράταξης. Κίνηση, η οποία
διευκολύνεται από την έλλειψη ιδεολογικών διαφορών ανάμεσα στους ναζιστές και
τη νεοσυντηρητική ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα ο φασισμός
είναι αδελφάκι του νεοσυντηρητισμού όσο και του νεοφιλελευθερισμού, και κοινή
βάση όλων τους είναι η αντίληψη που ονομάζεται κοινωνικός δαρβινισμός.
Κατά
βάση φασίστες, νεοσυντηρητικοί και νεοφιλελεύθεροι έχουν παραπλήσιες αντιλήψεις
για την κοινωνία. Την βλέπουν σαν μια ζούγκλα, όπου οι αδύναμοι πρέπει να
μένουν απροστάτευτοι και οι ισχυρότεροι να τα παίρνουν όλα. Η συλλογική
οργάνωση των εργαζόμενων, στην οποία ποντάρει η αριστερά, πρέπει να τσακίζεται.
Ισότητα κι ελευθερία είναι κακές λέξεις, αλληλεγγύη και αδελφοσύνη ακατανόητες.
Πολιτική επιβίωσης είναι όχι η συλλογικότητα και η συνεργασία, αλλά ο
κανιβαλισμός, ώσπου να κανιβαλιστείς και ο ίδιος. Το κράτος πρέπει να
παρεμβαίνει συστηματικά για να επιβάλλει παντού τους νόμους της αγοράς, να
οργανώνει δηλαδή την καταλήστευση των πολλών και τον κατακερματισμό των
συλλογικοτήτων τους.
Για
αυτόν ακριβώς το λόγο το ίδιο το κράτος ενισχύει τον φασισμό και τον ρατσισμό,
όπως διαπιστώσαμε κι εμπειρικά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Έτσι κρατά τους
εργαζόμενους φτωχούς και διασπασμένους, ώστε να διασφαλίζει την αναπαραγωγή του
καπιταλισμού και κατεξοχήν την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Η δεξαμενή
του φασισμού, δηλαδή ο ευρύς χώρος που δέχεται τη φασιστική συνθηματολογία αλλά
δεν συμμετέχει σε φασιστικές κινητοποιήσεις, αρδεύτηκε επιμελέστατα την
τελευταία εικοσαετία όχι μόνον από τα κανάλια και τις εφημερίδες των εφοπλιστών
και των μεγαλοεργολάβων, αλλά και από τη νομοθεσία και τις κρατικές πολιτικές.
Για παράδειγμα, η ρατσιστική μεταχείριση των μεταναστών και των προσφύγων ήταν
εκείνη που τροφοδότησε το ρατσισμό, και όχι το αντίστροφο.
Επομένως
ο ρηχός και όψιμος κυβερνητικός αντιφασισμός διόλου δεν δικαιώνει τη μερίδα
εκείνη της αριστεράς που μας παροτρύνει ‘να τούς ταράξουμε στη νομιμότητα’. Δεν
είναι απλώς ότι η νομιμότητα και η ίδια η συνταγματική τάξη καταλύθηκαν από τη
στιγμή που επιβλήθηκε αντιδημοκρατικά το πρώτο Μνημόνιο. Τότε έγινε ανέκδοτο η
λαϊκή κυριαρχία, κι έπειτα η εκτροπή οριστικοποιήθηκε με την πρωθυπουργοποίηση
του μη εκλεγμένου τραπεζίτη Παπαδήμου και την κυβέρνηση Σαμαρά, που έκανε
ακριβώς τα αντίθετα απ’ όσα είχε υποσχεθεί προεκλογικά. Νομιμότητα σε όλο τον
κόσμο σημαίνει πλέον ασυδοσία των καπιταλιστών και υποδούλωση των πολλών. Τι
νόημα έχουν τέτοιες λέξεις στον αστερισμό της Φουκουσίμα; Ειδικότερα σε χώρες
σαν τη σημερινή Ελλάδα νομιμότητα είναι αυτό που ο εχθρός ονομάζει ‘δομική
προσαρμογή’ (στις ανάγκες του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος) ενώ οι
μαρξιστές ‘πρωταρχική συσσώρευση’ (Σίλβια Φεντερίτσι, Ντέηβιντ Γκραίμπερ) ή
‘απαλλοτριωτική συσσώρευση’ (Ντέηβιντ Χάρβεϋ). Είναι η καταστροφή των πολλών
για χάρη των λίγων.
Η
σημερινή μας νομιμότητα σημαίνει υποταγή στη δικτατορία της Τρόικας. Δεν
αντέχει χωρίς τον ρατσισμό και τον φασισμό, κι εκείνοι που την διαχειρίζονται
το γνωρίζουν. Η αποκάλυψη των εγκλημάτων της φασιστικής συμμορίας, τα οποία
όλον αυτό τον καιρό ο σκληρός πυρήνας του κράτους ανεχόταν, ενθάρρυνε, ή ακόμη
και οργάνωνε (πότε θα μάθουμε ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος της ΕΥΠ σ’ όλην αυτή
την ιστορία;) απλώς αποδεικνύει πόσο κενή περιεχομένου και τελικά ανόητη και
αυτοκαταστροφική για την αριστερά ήταν η τακτική ‘θα τούς ταράξουμε στη
νομιμότητα’. Η οποία, αν την δούμε σε ιστορική προοπτική, ήταν ακριβώς η
τακτική της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας στη Γερμανία που βραχυκύκλωσε κάθε
αντίσταση στην άνοδο του Χίτλερ. Θα έπρεπε να το γνωρίζουν αυτό όσοι τήν προβάλλουν
σαν κατάλληλη τακτική για την αριστερά.
Στην
σημερινή Ελλάδα, το ‘θα τούς ταράξουμε στη νομιμότητα’ διευκόλυνε την
αδρανοποίηση των εργαζόμενων, πετώντας το μπαλάκι σε κρατικούς μηχανισμούς που
αποδείχτηκε πλέον πως δεν καταδίωκαν τον φασισμό αλλά τόν επώαζαν. Πάγωσε τη
μαζική αντιφασιστική κινητοποίηση, που είναι το ισχυρότερο όπλο ενάντια στον
φασισμό. Αλλά βόλεψε τις εφησυχασμένες ηγεσίες της αριστεράς οι οποίες,
αντίθετα από τις αντιφασιστικές οργανώσεις, ούτε πρόβλεψαν την άνοδο του
φασισμού ούτε τής αντιτάχθηκαν εγκαίρως ή δραστήρια. Και αντί να κάνουν
επιτέλους μια ειλικρινή αυτοκριτική για τα λάθη και τις ανεπάρκειές τους, που
παραλίγο να μάς φορτώσουν στο σβέρκο έναν Μιχαλολιάκο, ως σήμερα εθελοτυφλώντας
παριστάνουν ότι το πολιτικό παιχνίδι παίζεται ακόμη με όρους νομιμότητας.
Κρύβοντας ότι, αφότου η Τρόικα δρομολόγησε τη λεγόμενη δομική προσαρμογή, το
παιχνίδι έχει γίνει ‘ή αυτοί ή εμείς’.
Φυσικά
δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τα λιγοστά όπλα που μάς δίνει η κολοβή σημερινή
νομιμότητα. Αξίζει με όλες μας τις δυνάμεις να πιέσουμε να καταδικαστούν οι
εγκληματίες χρυσαυγίτες, και στη δίκη τους, με όποιους όρους και αν διεξαχθεί
αυτή, το αντιφασιστικό κίνημα θα πρέπει ως πολιτική αγωγή να φέρει στο φως όλη
τη σκοτεινή δράση τους, που οι μηχανισμοί του κράτους, σύμμαχοί τους ως χθες
και ίσως ξανά αύριο, θα προσπαθούν να συγκαλύψουν. Θα είναι πολύ καλό επίσης ν’
απαγορευτεί η Χρυσή Αυγή, μεγάλη νίκη του κινήματος και ήττα του πλέγματος
εξουσίας,. Αλλά ας μη φανταζόμαστε πως αυτά θα σημάνουν κι εξάλειψη της
φασιστικής απειλής.
Τον
φασισμό δεν τόν νικάμε αυτοσχεδιάζοντας ούτε εφαρμόζοντας έτοιμες ιδέες, και
τελικά αναπαράγοντας έτσι κάποιες εύπεπτες προκαταλήψεις. Πρέπει να
επεξεργαστούμε στρατηγική, και αυτό το έχουν κάνει ως ένα βαθμό οι
αντιφασιστικές οργανώσεις, αλλά δυστυχώς όχι ακόμη οι ηγεσίες της αριστεράς.
Στρατηγική που θα αξιοποιεί, δίπλα στην ανάλυση της σημερινής συγκυρίας, και
την ιστορική εμπειρία του αντιφασιστικού κινήματος. Η ιδανικότερη αφετηρία για
κάτι τέτοιο είναι, απ’ όσα βιβλία διαθέτουμε στα ελληνικά, η μελέτη Ποτέ ξανά,
του αντιφασίστα ιστορικού Κόλιν Σπαρκς.
Κεντρικό
ρόλο σε μια τέτοια στρατηγική δεν μπορεί παρά να παίξει η δυναμική μιας μαζικής
κινητοποίησης. Δείχνοντας όχι μόνον το πρόβλημα αλλά και την αιτία, αυτή θα
στρέφεται ενάντια στους χρυσαυγίτες όσο και στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές πού
τούς έθρεψαν. Και θα συνδέει τον φασισμό με το καπιταλιστικό σύστημα που τόν
γεννά. Ας προετοιμαστούμε από τώρα για μια μαζική κινητοποίηση η οποία θα
συγκλονίσει όλη τη χώρα στο επόμενο χτύπημα των φασιστών που, ας μην έχουμε
καμιά αμφιβολία, και αυτό θα έρθει.
Για
να προχωρήσει μια τέτοια μαζική κινητοποίηση χρειάζεται η συνεργασία των
αντιφασιστικών οργανώσεων στη βάση και στην πράξη. Ώστε να χτιστεί ένα ενιαίο
μέτωπο της αριστεράς και των κάθε λογής οργανώσεων των εργαζομένων, το οποίο
ωστόσο δεν θα γίνεται πλυντήριο για διάφορους μνημονιακούς που όψιμα επιζητούν
άφεση αμαρτιών. Δεν έχει καλύτερη διαφήμιση ο φασισμός από το να παριστάνουν οι
μνημονιακοί τους αντιφασίστες. Αν τούς δεχτούμε δίπλα μας, αύριο θα προσελκύσει
ξανά μεγάλο μέρος των απόκληρων.
Κατά
τα λοιπά, αποφασιστικό χτύπημα στους μηχανισμούς που γεννούν τον φασισμό μπορεί
και πρέπει να καταφέρει μια αριστερή κυβέρνηση, η οποία θα τιμωρήσει αυστηρά
όχι μόνο τους ίδιους τους φασίστες που εγκλημάτησαν, αλλά και τους καναλάρχες,
τους μητροπολίτες και τους υπόλοιπους καπιταλιστές που τούς ενίσχυσαν
παρασκηνιακά. Ο φασισμός συνδέεται φυσικά με μια ορισμένη ψυχοπαθολογία, αλλά
κυρίως είναι συνειδητή πολιτική επιλογή, η οποία διευκολύνεται όταν δεν έχει
κόστος. Το αντιφασιστικό κίνημα και η αριστερά, αν θέλουν να νικήσουν, πρέπει
να δείξουν ότι το να κανιβαλίζεις τους διπλανούς σου έχει κόστος, και μάλιστα
σοβαρό. Θα μετανιώσουμε πολύ πικρά αν δεν τσακίσουμε το φασισμό μόλις βρούμε ευκαιρία.
Το φίδι αν γλυτώσει θα δαγκώσει πρώτους εμάς.
*καθηγητής στο ΑΠΘ, στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό Απελάστε το Ρατσισμό 12 [Νοέμβρης 2013]
πηγή: Η ΛΕΣΧΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου