ΑΛΕΞΗ ΚΩΣΤΑ,
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΙ ΣΕΡΕΤΙΔΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ακούγοντας και διαβάζοντας τη παρουσίαση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ όπως αυτή έγινε την 1η Ιούνη 2012 θα πρέπει κανείς να αναλύσει τα χαρακτηριστικά του. Παρά τη σημασία της ανάλυσης σημείο-σημείο, ακόμη ποιο...
σημαντική είναι η ανάλυση και κριτική τοποθέτηση επί των βασικών αντιλήψεων που διαμόρφωσαν τη συγκρότηση αυτού του προγράμματος. Εκεί βρίσκεται το κύριο ζήτημα.
Άλλωστε το πιο ουσιαστικό σημείο που διαμόρφωσε τα χαρακτηριστικά του προγράμματος του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.-Ε.Κ.Μ. όπως αυτό ανακοινώθηκε, όπως οι ίδιοι οι συντάκτες του δηλώνουν, είναι το εξής (αντιγραφή από το τμήμα του Οικονομικού Προγράμματος): «Πρόγραμμα ακόμα σημαίνει διαδικασία συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών. Συναινέσεων από τα κάτω. Το να ενώσουμε το λαό είναι και θέμα προγράμματος. Το πρόγραμμα μας λοιπόν είναι η βάση, η προγραμματική αποτύπωση μιας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας, τον κόσμο της γνώσης, του πολιτισμού και της νεολαίας.»
Η επιλογή για ένα τέτοιο πρόγραμμα – και όχι ένα πλαίσιο αρχών μόνο – συνδέεται με τη γραμμή της «Κυβέρνησης της Αριστεράς», γραμμή με θετική δυναμική στην περίοδο. Το πρόγραμμα λοιπόν που παρουσιάστηκε έχει τα χαρακτηριστικά ενός προγράμματος άμεσης πολιτικής διεξόδου, ενός προγράμματος που πρέπει άμεσα να εφαρμοσθεί από μια κυβέρνηση της αριστεράς στα πλαίσια μιας ριζοσπαστικής – προοδευτικής κοινωνικής συμφωνίας και να ανοίξει μια νέα σελίδα. Κατά αυτή την έννοια δεν είναι το «τέλος μιας διαδρομής», δεν είναι το «πρόγραμμα για το σοσιαλισμό», δεν είναι το «πρόγραμμα για τη λαοκρατία».
Η τεράστια θετική ανταπόκριση του αριστερού και λαϊκού κόσμου στην κατεύθυνση της κυβέρνησης της αριστεράς και μιας άμεσης πολιτικής διεξόδου για την κοινωνική πλειοψηφία αποδεικνύει ότι σήμερα χρειάζεται ένα πρόγραμμα που να μπορεί να συναρθρώσει μια πλειοψηφική κοινωνική συμμαχία διότι η άλλη κατεύθυνση – η κατεύθυνση της αποδοχής της κυριαρχίας της πολιτικής του μαύρου μετώπου σημαίνει εν τέλει την αποδοχή της κυριαρχίας μιας πολιτικής συνέχισης της κοινωνικής καταστροφής και παράδοσης της πρωτοβουλίας των κινήσεων στην ακροδεξιά. Το ερώτημα λοιπόν είναι, το κατά πόσο το πρόγραμμα που παρουσιάσθηκε, εκτός από αποτύπωση των χαρακτηριστικών μιας εν δυνάμει κοινωνικής συμμαχίας είναι και «αξίες, αρχές, ξεκάθαροι προσανατολισμοί, σταθερές γραμμές», «τρόπος ανάλυσης, κατανόησης του προβλήματος, ιεράρχησης των αναγκών και των προτεραιοτήτων», «πρόγραμμα για τον στρατηγικό στόχο της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο» (σημεία από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την οικονομία και τα εργασιακά). Δηλαδή, το κατά πόσον εκτός της γείωσης του με την πραγματικότητα και τα ερωτήματα των λαϊκών τάξεων διαπερνάται από μια βαθιά αριστερή ανάλυση της καπιταλιστικής κρίσης και από το στρατηγικό χνάρι της σοσιαλιστικής προοπτικής. Είναι δηλαδή αυτό το πρόγραμμα προϊόν μιας ορθής διαλεκτικής μεταξύ των τωρινών χαρακτηριστικών της εν δυνάμει κοινωνικής συμμαχίας και των ιδεών που κυριαρχούν και των στρατηγικών στόχων για μια σοσιαλιστική κοινωνία;
Το ερώτημα αυτό είναι δύσκολο και απαιτεί μια προσεκτική απάντηση. Η απάντηση αυτή είναι αναγκαίο να δοθεί σε ρήξη με τις λογικές της εύκολης και αφοριστικής κριτικής όπως αυτή δυστυχώς συνηθίζεται από μεγάλο μέρος των δυνάμεων της αριστεράς η οποία σε πολλές περιπτώσεις μοιάζει με τη λογική του «οπαδισμού». Άλλωστε το ίδιο το πρόγραμμα αυτό ομολογεί πως «το πρόγραμμα για εμάς είναι μια διαρκής διαδικασία. Δεν είναι ένα στατικό και αιώνιο κείμενο».
Συνεπώς το πρόγραμμα που παρουσιάσθηκε, θέλει – όπως συντάκτες του δηλώνουν - να συνθέσει, τις εξής τρεις συνιστώσες σκέψης:
1.Την κατεύθυνση της άμεσης ακύρωσης των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων σε συνδυασμό με μερική διαγραφή / επαναδιαπράγματευση του υπολοίπου του χρέους, κατεύθυνση που (παρόλο που εξακολουθεί να μην είναι σαφές αν θα σημάνει μονομερή ενέργεια από τον λαό και την κυβέρνηση της αριστεράς) προϋποθέτει τη σκληρή σύγκρουση με τις Βρυξέλλες, την Τρόικα, τα ντόπια μεγάλα συμφέροντα. Δυνητικά μια τέτοια προοπτική θα προκαλέσει ευρύτερες αναταραχές χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο ενός ντόμινο πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.
2.Την κατεύθυνση της άμεσης ανακούφισης των λαϊκών μαζών, της δημιουργίας ενός δικαιότερου κράτους (κυρίως με την λογική ενός φορολογικού συστήματος ανάλογου της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε ενός) και σε κόντρα με μεγάλους οικονομικούς ομίλους (απαίτηση να συνεισφέρει ο εφοπλισμός καταργώντας τις φοροαπαλλαγές που έχει), της εθνικοποίησης/κοινωνικού ελέγχου των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας (νερό, ρεύμα, τηλεπικοινωνίες, υποδομές κ.ο.κ.), ενός κράτους με κοινωνικό χαρακτήρα στοιχείο κρίσιμο ιδίως στην εποχή αυτής της μεγάλης κοινωνικής κρίσης και την εκκίνηση μιας διαδικασίας παραγωγικής ανασυγκρότησης πρώτα μέσα από την ανάταξη της εσωτερικής οικονομίας και ακολούθως της εξωτερικής.
3.Την επιμονή για παραμονή στην Ευρωζώνη παρά το πλήθος αναλύσεων που δείχνουν ότι τα παραπάνω δύο σημεία έρχονται σε ρήξη με αυτό. Το ζήτημα αυτό, η στάση για το θέμα του Ευρώ μπροστά στους εκβιασμούς που θα γίνουν από τη μεριά του κεφαλαίου είναι καθοριστικής σημασίας και άρα απαιτεί περαιτέρω ανάλυση.
Πριν από όλα όμως, πρέπει να επισημανθεί πως ειδικά για το σημείο (2) κυκλοφορεί μια θλιβερή κριτική που ξεκίνησε από τον Σαμαρά και τη ΝΔ και συνεχίζεται από μερίδες της αριστεράς. Όλοι μαζί δηλώνουν από κοινού πως: «το πρόγραμμα δεν είναι κοστολογημένο, είναι αδύνατο, δεν θα βρείτε τα λεφτά!». Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα σε ένα μεγάλο βαθμό, δίνεται μέσα από το ίδιο το πρόγραμμα, δηλαδή ότι υπάρχει τεράστιος συσσωρευμένος πλούτος του κεφαλαίου που πρέπει και μπορεί να αναδιανεμηθεί υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Επίσης η κριτική αυτή ξεχνά και υποτιμά τις παραγωγικές δυνατότητες του τόπου μας, τη δημιουργικότητα που ο δικός μας λαός έχει, την πολλαπλασιαστική δυναμική και διάθεση που μπορεί να διαμορφώσει η ανάπτυξη ενός αισθήματος κοινωνικής πρόνοιας, δίκαιης αναδιανομής του πλούτου προς τις λαϊκές μάζες, συντριβής του σάπιου πολιτικού συστήματος. Αυτή η Κριτική δεν μπορεί να είναι αποδεκτή γιατί αναπαράγει και ενισχύει ένα μέρος των επιχειρημάτων του αντιπάλου, γιατί επιμένει να αναπαράγει τον φόβο και την ανημποριά στις γραμμές τις αριστεράς, γιατί δεν μπορεί να συνθέσει μια δυναμική επανακατοχύρωσης της προτεραιότητας της πολιτικής πάνω την οικονομία, στοιχείο αναγκαίο για να μπορέσει η αριστερά να επικοινωνήσει με τις τεράστιες μάζες λαού που κοιτούν στα αριστερά και αναζητούν εκεί την πολιτική τους έκφραση για μια δυναμική απάντηση στο τεράστιο πολιτικό πρόβλημα της χώρας.
Συνεπώς το πιο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να επισημανθεί είναι η αντίφαση μεταξύ των σημείων (1) και (3) όπως οι αναλύσεις πολλών ριζοσπαστών οικονομολόγων αποδεικνύουν (και ορισμένων εξ’ αυτών που σήμερα στηρίζουν τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.-Ε.Κ.Μ.). Και η αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι η Ευρωζώνη ως ιδιαίτερα αντιδημοκρατικός και ιμπεριαλιστικός μηχανισμός δεν θα μείνει άπραγη απέναντι σε μια κυβέρνηση της αριστεράς που μονομερώς θα καταργήσει το μνημόνιο και θα κινηθεί για την διαγραφή σημαντικού μέρους του χρέους. Η αντίδραση των Βρυξελλών, της Μέρκελ και του ΔΝΤ, η αντίδραση των χρηματοπιστωτικών κολοσσών διεθνώς θα είναι σκληρή. Άρα είναι σαφές ότι από τη μεριά τους θα κινηθούν στην κατεύθυνση εκβιασμού της χώρας για έξοδο από την Ευρωζώνη. Τούτο δεν θα προωθηθεί μονάχα σε θεσμικό επίπεδο αλλά και με σκληρό οικονομικό εκβιασμό (και από τις ίδιες τις «αγορές») με άμεσες επιπτώσεις κάτι που θα απαιτεί την οργανωμένη αντίσταση του λαού. Η αντίφαση αυτή συνεπώς είναι μεγάλη και απολύτως ενεργή στο πρόγραμμα όπως αυτό ανακοινώθηκε.
Ως προς το ζήτημα αυτό μπορούν να υπάρξουν δύο ειδών κριτικές «από τα αριστερά»
Η πρώτη εκδοχή (ομάδα εκδοχών) είναι μια κριτική «απαξίωσης», μια κριτική που οριακά φτάνει να πιστεύει ότι όσοι έγραψαν αυτό το πρόγραμμα «δεν καταλαβαίνουν» ή είναι γενικώς «ευρωλιγούρηδες». Η κριτική αυτή την ίδια στιγμή που ορθά παρουσιάζει γιατί είναι αναγκαία η έξοδος από την ευρωζώνη και η δυνατότητα της ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής ξεχνά το βασικό σημείο: ότι πρόγραμμα είναι και πολιτική κοινωνικών συμμαχιών. Ή το ξεχνά, ή εκτιμά διαφορετικά τον ιδεολογικό μέσο όρο στη κοινωνία μας ή εκτιμά ότι η ανατροπή είναι ανέφικτη ή δεν θέλει να γίνει ανατροπή σήμερα (πιθανόν γιατί η ανατροπή δεν φαίνεται να σχετίζεται με μια συγκεκριμένη λογική της αριστεράς ή ακόμα χειρότερα ένα συγκεκριμένο κόμμα). Αυτή η άποψη θεωρεί πως δεν είναι καθοριστικό: το να αλλάξει τώρα η πολιτική εξουσία στη χώρα μας, θεωρεί πως είναι σημαντικότερη η συγκρότηση ενός καθαρότερου «αντί-ΕΕ» ρεύματος ή ακόμη και ενός ρεύματος γύρω από ένα κόμμα με υγειονομικές ζώνες σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία παρά η δυνατότητα να βγει κυβέρνηση της αριστεράς σήμερα. Η λογική αυτή είναι εμφανώς λανθασμένη από τη σκοπιά του ότι αδυνατεί να συλλάβει την αγωνία και την ανάγκη των λαϊκών μαζών να νικήσουν αυτή τη μάχη, να διώξουν τη κυβέρνηση του μαύρου μετώπου, να ανακαταλάβουν μέρος της εθνικής τους ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας μέσα στη χώρα τους, την ανάγκη τους να ανακουφιστούν σήμερα. Είναι μια άποψη «κλειστού ακαδημαϊκού αμφιθεάτρου», ελιτιστική εφόσον ξεχνά πως προϋπόθεση για την υλοποίηση του κάθε πολιτικού αριστερού σχεδίου λιγότερο ή περισσότερο ανατρεπτικού, είναι η πίστη και η συμμετοχή του λαού, η πολιτική πείρα των ίδιων των λαϊκών μαζών. Χωρίς απάντηση στις ανάγκες του κόσμου δεν μπορεί να υπάρξει σχέδιο της αριστεράς
Η δεύτερη εκδοχή ξεκινά από την παραδοχή ότι οι συντάκτες του το προγράμματος του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.-Ε.Κ.Μ. έχουν υπόψη τους ότι η ακύρωση του μνημονίου αργά η γρήγορα θα σημάνει και την ανάγκη συνολικής πολιτικής σύγκρουσης με την Ευρωζώνη και εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ. Κατά αυτή την έννοια η επιλογή τους για υποστήριξη της γραμμής παραμονής στην Ευρωζώνη θα πρέπει να ιδωθεί ως προϊόν των συμβιβασμών και των αντιφάσεων που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία και στον ίδιο τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., αντιφάσεις για το ποια τελικά είναι η καλύτερη πορεία για τις λαϊκές τάξεις, αν ένα μέλλον για αυτές είναι καλύτερο μέσα ή έξω από την ζώνη του Ευρώ. Έτσι την ίδια στιγμή που τίθεται με σαφήνεια ο προγραμματικός στόχος της ακύρωση του μνημονίου, επιλέγεται η γραμμή προσπάθειας παραμονής στην Ευρωζώνη γεγονός που ενδέχεται να μπερδεύει τις λαϊκές μάζες, να ανακυκλώνει την ισχύ μέρους των επιχειρημάτων του αντιπάλου και να μην προετοιμάζει τον λαό για τα δύσκολα ενδεχόμενα που αντικειμενικά προκύπτουν.
Η δεύτερη αυτή κριτική κινείται στην σωστή κατεύθυνση και αξίζει περαιτέρω συζήτησης. Παρόλα αυτά όμως, θα πρέπει να μετρηθεί μέσα από το κριτήριο της δοσμένης στιγμής, του δοσμένου επιπέδου ανάπτυξης των πολιτικών αντιθέσεων και της ενότητας του λαού και όχι αυτοαναφορικά στην βάση της ιστορικής δικαίωσης του ενός ή του άλλου ρεύματος της αριστεράς. Από τη σκοπιά αυτή ακόμα και αυτή η κριτική, αν και σωστή, δεν μπορεί από πολιτική άποψη να διαμορφώνει ανταγωνιστικές τακτικές, εφόσον αυτή η ενεργή αντίφαση, αυτό «το ουσιώδες ψεύδος», στο πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συναρθρώνει πλειοψηφικές μερίδες της ελληνικής κοινωνίας και άρα να δώσει τη δυνατότητα μιας σημαντικής λαϊκής εκλογικής νίκης μιας αριστερής κυβέρνησης. Κατά αυτή την έννοια το πρόγραμμα «ως έχει» μπορεί να φτάσει μέχρι ενός σημείου τη σύγκρουση και να πυροδοτήσει ευρύτερες πολιτικές ανακατατάξεις, ώστε να φτάσει τη σύγκρουση στην επόμενη φάση της. Και αυτό σε τελευταία ανάλυση είναι το καθοριστικό. Η πολιτική αντιπαράθεση έχει πάντα ενεστώτα χρόνο. Τούτο δεν σημαίνει ότι η πολιτική στο τώρα δεν πρέπει να διαπερνάται από τις αρχές των στρατηγικών μας στόχων, σημαίνει όμως ότι οφείλει να μπορεί να παράγει υλικά αποτελέσματα, να χαράζει υλικά βήματα στο σήμερα και να γίνεται υπόθεση των μαζών.
Στην θετικότερη εκδοχή η πολιτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ιδωθεί ως μια προσπάθεια ανυποχώρητης υπεράσπισης των άμεσων συμφερόντων των λαϊκών μαζών με παράλληλη άρνησης της επίθεσης στο ευρώ με στόχο να χρεώσει στον αντίπαλο (ΕΕ, ΠΑΣΟΚ – ΝΔ) το «Πολιτικό Βατερλό» της διάλυσης του ευρώ. Στην εκδοχή αυτή, το πρόγραμμα αυτό, θα κριθεί στο κατά πόσο δίνει την δυνατότητα στην αριστερά να εκφέρει έναν μαζικό λαϊκό πλειοψηφικό λόγο, να συγκροτεί πλατιά και προοδευτικά κοινωνικά μπλοκ, να παίζει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, στόχο που σήμερα δείχνει να επιτυγχάνει σε ένα πρώτο βαθμό.
Αυτό όμως δεν αναιρεί το πραγματικό γεγονός ότι την επόμενη μέρα, η κυβέρνηση αυτή και η ίδια η λαϊκή συμμαχία θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα: ότι ΔΝΤ, αγορές και Βρυξέλλες θα επιτεθούν και θα μας εξωθούν από τους «κόλπους» του ιμπεριαλιστικού τους τρελοκομείου. Μπροστά σε αυτό το δεδομένο, η κυβέρνηση της αριστεράς θα πρέπει να προετοιμάζει τον λαό για το εναλλακτικό σχέδιο, για το σχέδιο κατά το οποίο η χώρα θα κινηθεί ανεξάρτητα και ως προς την νομισματική και ευρύτερη οικονομική πολιτική. Μια τέτοια διαδικασία οργάνωσης του λαού και συγκρότησης του κινήματος, πολιτικής συγκρότησης και βαθέματος των συνεκτικών στοιχείων του λαϊκού μετώπου είναι προϋπόθεση για να δοθεί ο πόλεμος νικηφόρα και όχι μόνο η συγκεκριμένη μάχη των εκλογών. Είναι προϋπόθεση ώστε να νικήσουμε και σήμερα και αύριο, το να μην αποδειχθεί πύρρειος η νίκη που τώρα φαίνεται να είναι δυνατή.
Και φυσικά προετοιμασία δεν σημαίνει μόνο προπαγάνδιση της έννοιας ή του συνθήματος για τον χαρακτήρα της Ευρωζώνης και την ανάγκη εξόδου από αυτήν. Σημαίνει πρώτα από όλα προετοιμασία του λαού για ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο, σημαίνει τόνωση της εσωτερικής οικονομίας, σημαίνει προχώρημα της πολιτικής για την εθνικοποίηση των τραπεζών ως απαραίτητο στοιχείο για τον έλεγχο της νομισματικής κυκλοφορίας. Τα ζητήματα αυτά μπορούν να κατακτηθούν μονάχα στα πλαίσια της κατάλληλης προετοιμασίας θέσεων από τη πλευρά της αριστεράς και της στενής συνοχής και διαλεκτικής με τον ίδιο το λαό, το κίνημα του, τις παραγωγικές δυνάμεις του. Εν τέλει απαιτείται μια συνολική οπτική για το τι θα σημάνει μια οικονομική ανάκαμψη με βάση τα συμφέροντα της κοινωνίας και ποιος θα είναι ο ρόλος της χώρας μας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Και στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθούν και τα άλλα μεγάλα ζητήματα του προγράμματος. Για το τι σημαίνει δικαιότερο φορολογικό σύστημα, τι σημαίνει εργασιακή αξιοπρέπεια τι σημαίνει ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και τι σημαίνει δημοκρατία στο πολιτικό σύστημα, τις γειτονιές και τους χώρους δουλειάς. Είναι σαφές ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ βάζει κάποια πρώτα σημεία άμεσης εφαρμογής τα οποία βοηθούν στην ανακούφιση των μαζών και την μετακύλιση τον φορολογικών βαρών στο κεφάλαιο. Όμως η σύγκρουση με τον εφοπλιστικό κόσμο, η σύγκρουση με τη μεγάλη εργοδοσία συνολικά, η φορολόγηση των καταθέσεων στην Ελβετία, η σύγκρουση με την ίδια τη λογική των αγορών, η πάλη για την αλλαγή συνειδήσεων στον ίδιο τον κόσμο (πχ. οι αγροτικές επιδοτήσεις να είναι με βάση την παραγωγή), η πάλη για την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν είναι εύκολα πράγματα! Είναι ερώτημα σε ποιο βαθμό προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ την σύγκρουση με το διεθνές και ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο, ζήτημα που μένει να ξεκαθαριστεί στην πορεία αγώνων και διεκδικήσεων που έρχονται.
Ιδιαίτερη προσοχή θέλει το καθοριστικό ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να χωρέσει στα πλαίσια και τα όρια της Ευρωζώνης. Οι πολιτικές λιτότητας, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η λογική των κοινοτικών πλαισίων, ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής και συνολικά του χρήματος συγκρούονται με την ανάγκη μια αλλαγή του παραγωγικού προτύπου με κριτήριο τις ανάγκες των λαϊκών τάξεων και τις δυνατότητες του τόπου. Το επόμενο διάστημα η αριστερά οφείλει να ανοίξει ευρύτερα το διάλογο με την κοινωνία και να περιγράψει – δοκιμάσει πλευρές της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Εν τέλει είναι αναγκαίο να ανοίξει ευρύτερα η συζήτηση για το ποια είναι η αναγκαία πολιτική διέξοδος, ποιο είναι το αναγκαίο πρόγραμμα σήμερα, ποιες συγκρούσεις αυτό απαιτεί. Όχι φυσικά με τρόπο που θα φοβίσει, με τρόπο που θα διεγείρει αντανακλαστικά ηττοπάθειας. Αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει το λαϊκό κίνημα να συγκροτεί τα αιτήματα του, την κατανόηση του για την πραγματικότητα, να επιλέγει και να κατακτά τις θέσεις μάχης του ώστε να δοθεί αυτή η μάχη νικηφόρα. Από την άποψη αυτή η συμβολή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ είναι καταλυτική - παρά τις όποιες ασάφειες ταλαντεύσεις και ανεπάρκειες - διότι δίνει την δυνατότητα αυτή η συζήτηση να γίνει σε επαφή με τις λαϊκές μάζες, αναβαθμίζοντας συνεχώς όλα τα πολιτικά επίδικα. Είναι πλέον σαφές πως δεν επαρκούν μονάχα οι εκφορές εύκολων αντικαπιταλισμών και βολονταρισμών για να ορίσουν το περιεχόμενο μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ή πολύ περισσότερο ενός τρίτου αριστερού πόλου. Αντίθετα είναι απολύτως απαραίτητο το προγραμματικό βάθος και η ικανότητα σύνδεσης της στρατηγικής με την τακτική.
Σε αυτή την κατεύθυνση είναι καθοριστική η ενίσχυση της ενότητας μεταξύ αριστεράς και λαϊκού κινήματος καθώς και το προχώρημα της λογικής του μετώπου. Σε αυτά τα πλαίσια είναι κρίσιμη η πρόταση για λαϊκό μέτωπο με κέντρο την αριστερά ως μια διαδικασία στην οποία τα διαφορετικά πολιτικά ρεύματα στην αριστερά μπορούν να δουλέψουν μαζί σε ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα σε διαλεκτική σχέση με το ίδιο το Λαϊκό κίνημα και κατά αυτή την έννοια να προχωρά η οργάνωση της μάχης σε όλα τα επίπεδα. Αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση, ώστε να είναι εφικτή η αναγκαία λαϊκή στήριξη σε μια κυβέρνηση της αριστεράς ώστε να προχωρήσει στις συγκρούσεις με τα μεγάλα συμφέροντα, ώστε να υπάρχει και η ανάδραση από τον κόσμο και ο έλεγχος της κυβέρνησης από αυτόν. Η πρόταση του λαϊκού μετώπου με κέντρο την αριστερά, απαντάει ακριβώς σε εκείνο το πεδίο συσσώρευσης, των αναγκαίων πολιτικών και κοινωνικών προϋποθέσεων, καθώς και του τρόπου ενίσχυσης της αριστερής κυβερνητικής εξουσίας με λαϊκούς θεσμούς αυτοοργάνωσης, ώστε να μπορούν να κατακτηθούν νέες ριζοσπαστικότερες θέσεις για θέματα όπως:
- Το εάν και με ποιο τρόπο η Ελλάδα θα ανακτήσει ένα δικό της νόμισμα προκειμένου να χρηματοδοτήσει πλατιές κοινωνικές ανάγκες (υγεία, παιδεία, ασφάλιση, στέγαση, επικοινωνίες) Ποιο μπορεί να είναι και πως θα χρηματοδοτηθεί ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
- Να οριστεί μια νέα σχέση δημόσιου ιδιωτικού και ενός «τρίτου» («κοινωνικού», «αυτοδιαχειριζόμενου»- «συνεταιριστικού» οικονομικού τομέα.
- Να οριστούν οι αναγκαίες τομές στην δημόσια και ιδιωτική διοίκηση ώστε αυτή να περάσει ουσιαστικά σε λαϊκό και κοινωνικό έλεγχο. κ.λ.π.
Και σήμερα είναι απολύτως επείγουσα η πολιτική και κοινωνική αναγκαιότητα να προχωρήσει μια τέτοια μετεκλογική μετωπική συγκρότηση της αριστεράς. Γι αυτό η όποια κριτική γίνεται γύρω από πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ο τρόπος και ο χαρακτήρας της κριτικής, είναι τελικά δηλωτική και σε σχέση με το ποια θα είναι η στάση του κάθε ρεύματος της αριστεράς απέναντι στο μετεκλογικό ενδεχόμενο μιας αριστερής κυβέρνησης. Εάν δηλαδή θα στηρίξει κριτικά και συντροφικά με τους όποιους αναγκαίους διαχωρισμούς, ή θα προχωρήσει σε τυφλή και στείρα αντιπαράθεση, θέτοντας σε τελευταία ανάλυση εναντίον της και ένα τεράστιο μέρος των λαϊκών μαζών.
Αυτή είναι η ελάχιστη προϋπόθεση ώστε να δοθεί η μάχη από καλύτερες θέσεις. Γιατί η αριστερά δεν πρέπει να ασχολείται με κομματικές σκοπιμότητες και ιστορικά ξεκαθαρίσματα. Αντίθετα πρέπει να παλεύει μαζί με τον λαό για την νίκη. Για μια νίκη που σήμερα ευρύτερες λαϊκές μάζες πιστεύουν ότι μπορεί να επιτευχθεί.
http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=8154:syntrofiki-kritiki-programma-syriza&catid=81:kivernisi&Itemid=198
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου