του Οδυσσέα Πραξιάδη
Κριτική στην κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ
Είναι γνωστό ότι πριν από λίγες ημέρες κατατέθηκε η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει
των επερχόμενων εκλογών η οποία όπως είναι φυσικό προκάλεσε πλήθος συζητήσεων.
Στο παρόν σημείωμα θα αποτιμήσουμε την αξία και αξιοπιστία αυτής της
πρότασης....
[1] Μία από τις βασικότερες, αν όχι η βασικότερη, αδυναμία
και αντίφαση του προγράμματος είναι αυτή που σχετίζεται με το πολιτικό πλαίσιο
εντός του οποίου μία κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα πραγματοποιήσει τις όποιες αλλαγές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προτίθεται να συγκρουστεί και πολύ περισσότερο να βγει εκτός του
ευρωενωσιακού «μαντριού». Η εμπειρία του ελληνικού λαού είναι πλέον πολύχρονη
μετά την είσοδο της Ελλάδας το 1981 στην τότε ΕΟΚ. Διάλυση της αγροτικής και
βιομηχανικής παραγωγής, αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, ζούγκλα στις εργασιακές
σχέσεις, απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας. Πώς λοιπόν ενώ επί τόσα χρόνια
συντελείται ένα συνεχές έγκλημα εις βάρος του ελληνικού λαού, τώρα ξαφνικά η ΕΕ
θα αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο και θα δεχτεί στους κόλπους της φιλολαϊκές
αλλαγές;
[2] Δεύτερη σοβαρότατη αντίφαση, απότοκη της πρώτης, είναι η
θέση που λέει ότι «θα καταργήσουμε τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους,
όχι όμως τη δανειακή σύμβαση». Πρόκειται για μία αυταπάτη και για ένα σχήμα
χωρίς κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Τα μνημόνια και οι απορρέοντες από
αυτά νόμοι, είναι προαπαιτούμενα προκειμένου να λειτουργήσει η δανειακή σύμβαση.
Είναι ένα πακέτο που επεβλήθη από τους πιστωτές της Ελλάδας προς τέρψη και του
ελληνικού μεγάλου κεφαλαίου. Επομένως, δεν μπορεί κάποιος να υποστηρίζει ότι θα
καταργήσει την προϋπόθεση (μνημόνια), αλλά τη δανειακή σύμβαση θα την
επαναδιαπραγματευθεί. Η επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης απορρέει από
μια άλλη αυταπάτη: την Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου και τη λογική του διαχωρισμού
του χρέους σε απεχθές και νόμιμο. Ο ελληνικός λαός δε χρωστάει στους τραπεζίτες
και στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η όποια συζήτηση περί νόμιμου χρέους είναι σα να
αποδέχεται τις «οφειλές» μας προς τους δανειστές-δήμιους μας.
[3] Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε και τις
«στροφές» του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη δανειακή σύμβαση. Ενώ στην αρχή η θέση ήταν η
μονομερής διαγραφή, στη συνέχεια αυτή η θέση μετατράπηκε σε επαναδιαπραγμάτευση,
ενώ τώρα έχει επιλεγεί μια μεσοβέζικη θέση περί αναδιαπραγμάτευσης με καταγγελία
των επαχθών όρων.
[4] Ο αντιιμπεριαλισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ντροπαλός μόνο
στο ζήτημα της δανειακής σύμβασης. Είναι περισσότερο ντροπαλός ή ακόμη καλύτερα
εξαφανισμένος στο ζήτημα του ΝΑΤΟ. Η έξοδος από αυτό δεν αποτελεί κυβερνητική
εξαγγελία. Ακόμη χειρότερα σε συνέντευξη του Α. Τσίπρα η έξοδος από το ΝΑΤΟ
αποκλείστηκε ως ενδεχόμενο. Αυτό, όμως, γεννά ένα εύλογο ερώτημα: αν ο ΣΥΡΙΖΑ
σχηματίσει κυβέρνηση και αν οι ιμπεριαλιστικές χώρες και το ίδιο το ΝΑΤΟ
επιτάσσουν εμπλοκή της Ελλάδας σε νέες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις τι θα κάνει
μια τέτοια κυβέρνηση; Θα διευκολύνει τη δολοφονία των λαών και πάλι, δίνοντας τη
βάση της Σούδας; Θα επιτρέψει τη διέλευση νατοϊκών στρατευμάτων μέσα από το
έδαφός της; Κι ακόμη: τι θα κάνει μια τέτοια κυβέρνηση με τα ελληνικά
στρατεύματα σε Βοσνία και Αφγανιστάν; Θα τα καλέσει πίσω ή θα τα αφήσει να
λαμβάνουν μέρος στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς; Αν η απάντηση είναι μια
απάντηση ριζοσπαστική, δηλαδή «δε συμμετέχουμε με οποιονδήποτε τρόπο στους
ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς», τότε προς τι η θέση για παραμονή στο ΝΑΤΟ;
[5] Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ένα βήμα πίσω σε σχέση με τις τράπεζες.
Ενώ στην πρόταση των 10 σημείων που κατέθεσε πριν από τις πρώτες εκλογές, μίλαγε
για «εθνικοποίηση/κοινωνικοποίηση των τραπεζών με δημοκρατικό, κοινωνικό και
εργατικό έλεγχο», η τωρινή πρόταση μετατρέπεται «σε εθνικοποίηση» και στη
συνέχεια «κοινωνικοποίηση των τραπεζών που ανακεφαλαιοποιήθηκαν από το Ταμείο
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας». Επομένως, η εθνικοποίηση- κοινωνικοποίηση δε θα
αφορά πιθανώς σε όλες τις τράπεζες. Και επιπλέον: τι θα γίνει με την Κεντρική
Τράπεζα της Ελλάδας που σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα του Τύπου το
καταστατικό της δεν επιτρέπει στο ελληνικό δημόσιο να αποκτήσει πάνω από το 35%
της τράπεζας και που ελέγχεται από ξένα κεφάλαια;
[6] Ανολοκλήρωτο είναι και το βήμα που αφορά στις
ιδιωτικοποιήσεις, αφού σύμφωνα με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δε γίνεται μια ρητή
και κατηγορηματική πρόταση για την επανακρατικοποίηση όλων των δημόσιων τομέων
που ιδιωτικοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Προτείνεται η σταδιακή επαναφορά
αυτών των επιχειρήσεων στο κράτος, σύμφωνα με τις δυνατότητες της οικονομίας. Τι
σημαίνει αυτό το τελευταίο δεν εξηγείται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η διατύπωση
αυτή αφήνει τεράστια κενά και αμφιβολίες για τις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και
δημιουργεί σοβαρά πολιτικά προβλήματα. Το «ανάλογα με τις δυνατότητες της
οικονομίας» αποδέχεται ουσιαστικά το νεοφιλελεύθερο δόγμα της «ανικανότητας» του
κρατικού τομέα να έχει υπό την κατοχή του τράπεζες, εταιρείες και πάσης φύσεως
δραστηριότητες και αποθεώνει την ικανότητα του ατόμου να υποκαθιστά την κρατική
λειτουργία. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει πως η επανακρατικοποίηση επιχειρήσεων που
μάλιστα ήταν κερδοφόρες, μπορεί να μην επιτευχθεί και να παραμείνουν αυτές στα
χέρια των ιδιωτών που θησαυρίζουν εις βάρος του ελληνικού λαού;
[7] Σήμερα δεν υπάρχει πολιτική δύναμη που να μην αναφέρεται
στην αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου και των υδρογονανθράκων της Ελλάδας.
Πρόκειται για κομβικής σημασίας ζήτημα που μπορεί να αποτελέσει έναν από τους
πυλώνες για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Ένα αριστερό κόμμα οφείλει
να μιλάει όχι γενικά και αόριστα για τις δυνατότητες αυτές, αλλά να υποδεικνύει
και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πραγματοποιηθούν. Στην εξειδίκευση των
προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ που κατατέθηκαν σχετικά με την οικονομία και που έκανε ο Γ.
Δραγασάκης, αναφέρεται πως η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου και των
υδρογονανθράκων θα γίνεται από ειδικό Ταμείο που θα διαχειρίζεται τα έσοδα.
Έτσι, ανοίγεται ο δρόμος για την (υπερ)εκμετάλλευση αυτών των πηγών πλούτου από
μεγάλες πολυεθνικές, αφού δε διατυπώνεται με ξεκάθαρο τρόπο πως αυτός ο πλούτος
ανήκει στο λαό.
[8] Υπάρχουν, επίσης, σοβαρά κενά και υποχωρήσεις σε καίρια
ζητήματα όπως αυτό των μισθών και των χαρατσιών. Αναφορά υπάρχει μόνο για τους
κατώτατους μισθούς, αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουν πληγεί σχεδόν όλοι οι
μισθοί. Μισθοί που προ μνημονίου ήταν μεσαίοι ή και σχετικά υψηλοί έχουν
σημειώσει κατακόρυφη πτώση με δραματικές επιπτώσεις στη ζωή των εργαζομένων. Η
πολύ μεγάλη κατηγορία αυτών των μισθών αφήνεται εκτός αποκατάστασης στην πρόταση
του ΣΥΡΙΖΑ. Προβληματική είναι και η διατύπωση σχετικά με τα χαράτσια, αφού
προβλέπεται «μείωση των χαρατσιών για τα μικρομεσαία εισοδήματα».
Κλείνουμε τις σκέψεις μας με ορισμένα πολιτικά ζητήματα:
α) Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να δίνει μια αστική ερμηνεία για το
ξέσπασμα της κρίσης. Θεωρεί πως για τη σημερινή κατάσταση φταίει «το σάπιο,
εξαρτημένο, διαφθαρμένο και ανυπόληπτο πολιτικό κατεστημένο του μεταπολιτευτικού
δικομματισμού» καθώς και «το πραγματικό πελατειακό κράτος των ανεξέλεγκτων
ιδιοκτητών ΜΜΕ». Η ερμηνεία της κρίσης με μαρξιστικούς όρους λείπει. Οι έννοιες
της υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης δε χρησιμοποιούνται. Θα πει, ίσως,
κάποιος πως με αυτού του είδους την κριτική «ψειρίζουμε τη μαϊμού». Δεν είναι
όμως έτσι. Δεν πρόκειται για ακαδημαϊκό ζήτημα αλλά για κεφαλαιώδες πολιτικό
ζήτημα. Αν η κρίση είναι αποτέλεσμα σάπιων ανθρώπων, διαφθοράς, κακοδιαχείρισης
κ.ά., τότε η ηθική ανάταση της κοινωνίας θα μπορεί να εμποδίζει την εκδήλωση των
κρίσεων, ενώ από την άλλη η αντιμετώπισή τους, όταν αυτές προκύπτουν, υποτίθεται
ότι θα γίνεται εντός καπιταλιστικού πλαισίου. Μια τέτοια θέση γεννά σοβαρές
αυταπάτες για τον καπιταλισμό και αποκρύπτει το γεγονός ότι η σημερινή κρίση
είναι παγκόσμια, συγχρονισμένη και ότι εδράζεται στον πυρήνα του συστήματος.
β) Ο ΣΥΡΙΖΑ δε λέει σαφώς τι επιδιώκει με το προτεινόμενο
πρόγραμμά του. Επιδιώκει την εφαρμογή ενός προγράμματος κεϋνσιανής διαχείρισης ή
την ύπαρξη ενός μεταβατικού προγράμματος που θα αποτελέσει το σκαλοπάτι για ένα
ριζικό και επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας; Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην
απαντά σε αυτό το ερώτημα, αλλά δυστυχώς ο χαρακτήρας του και η πρότερη πορεία
του δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την επιλογή της απάντησης. Με άλλα λόγια δεν
αποσαφηνίζει και αυτό είναι επικίνδυνο για το λαϊκό κίνημα, ποια είναι η σχέση
μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης, τακτικής και στρατηγικής, αν απλώς
επιδιώκει ένα φτιασίδωμα της υπάρχουσας κατάστασης ή τον επαναστατικό
μετασχηματισμό της.
γ) Ας πάρουμε, όμως, το αισιόδοξο σενάριο. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ
επιδιώκει τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Πώς θα το πετύχει αν
δεν προετοιμάζει το λαϊκό παράγοντα; Αν δεν εργάζεται για την ανασυγκρότηση του
εργατικού κινήματος; Αν δεν εργάζεται για την αλλαγή των συσχετισμών εντός
αυτού; Αν δεν προετοιμάζει τη δημιουργία συλλογικοτήτων μέσα στο λαό που θα
υπερασπιστούν τα φιλολαϊκά μέτρα; Πώς ακριβώς προετοιμάζεται ο λαϊκός παράγοντας
για τη σύγκρουση με το μεγάλο κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς; Η
εμπειρία της Χιλής είναι τόσο πικρή όσο και πολύτιμη. Δε χωράνε αυταπάτες. Η
αντίδραση δεν παραδίδει την εξουσία της, δεν παραιτείται των συμφερόντων της,
οργανώνεται, χρησιμοποιεί βία και μάλιστα ένοπλη. Ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά προτίθεται να
έλθει σε σύγκρουση μαζί της και να προετοιμάσει για κάτι τέτοιο και το λαϊκό
κίνημα;
Δεν είμαστε ούτε γκρινιάρηδες, ούτε απαισιόδοξοι, ούτε καχύποπτοι, ούτε
κακεντρεχείς. Η συσσωρευμένη εμπειρία του κινήματος μας οδηγεί στο να μη
βλέπουμε θετική έκβαση στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Η παρούσα φάση είναι κρίσιμη. Η
συγκρότηση ενός Αντιιμπεριαλιστικού-Αντιμονοπωλιακού-Δημοκρατικού κινήματος
είναι απολύτως αναγκαία και όρος ζωής για το κίνημα και τον τόπο.
ergatikosagwnas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου