Ή η διαφορά μεταξύ ουτοπίας και φούμαρου
Του Αρίστου Γιαννόπουλου
Την Κυριακή 15 Ιανουαρίου βρέθηκα στα Τρίκαλα, προσκεκλημένος του RossoNero (χώρου βέβηλων στοχασμών και πράξεων) να πώ δυο κουβέντες για την κρίση των ΜΜΕ, και πιο συγκεκριμένα της Ελευθεροτυπίας όπου δουλεύω, όταν κι αυτή δεν υποκρίνεται πως μας πληρώνει. Δεν... εκπροσωπούσα κανέναν, παρά μόνο τον εαυτό μου – κι αυτόν όχι πάντα όλον.
Είναι, φυσικά, άχαρο να μιλάς μετά από ένα συνδικαλιστή της Ελληνικής Χαλυβουργίας, που σε μια βδομάδα συμπληρώνει τριψήφιο αριθμό ημερών απεργίας, έβαλα ωστόσο τα δυνατά μου για να περιγράψω στα 120+ άτομα του ακροατηρίου την εργαλειακή χρήση των ΜΜΕ από τους ιδιοκτήτες τους, την διόγκωσή τους μετά την μεταπολίτευση χάρη στη διαφήμιση, κρατική και ιδιωτική, και το συνακόλουθο σκάσιμο της φούσκας, που στέλνει τα λεφτά των αφεντικών στην Ελβετία και τους εργαζόμενους στο δρόμο.
Όσην ώρα μιλούσα, το μάτι μου είχε σκαλώσει στο τσιγκελωτό μουστάκι ενός στιβαρού λεβεντόγερου, γνήσιου τέκνου του θεσσαλικού κάμπου. Ένα μουστάκι που θα έκανε κάθε Πρώσο στρατηγό να κιτρινίσει από ζήλεια, να κοκκινίσει από οργή και να εισβάλει στην Πολωνία για να ξεπλύνει την ντροπή.
Μόλις λοιπόν ολοκλήρωσα τα ψελλίσματά μου και ήλθε η οδυνηρή ώρα των ερωτήσεων, ο κοτσονάτος μυστακοφόρος μου έκανε δύο ερωτήσεις, απ΄ αυτές που στο χωριό μου χαρακτηρίζουμε «οut of the blue». Η πρώτη ήταν «γιατί έχει χαθεί η Ισλανδία από τις ειδήσεις», και ευτυχώς ήξερα την απάντηση, που αποδίδεται σε κάποιο ουκρανικό δίκτυο: επειδή απλούστατα οι πολίτες της γράψαν στις παλιότερες από τις γαλότσες τους το ΔΝΤ, και με ένα δημοψήφισμα είπαν στις τράπεζες και την κυβέρνησή τους να πά΄ να κόψουν τον λαιμό τους έτσι που τά ΄καναν. Για ποιό λόγο να την αναφέρουν την Ισλανδία τα ΜΜΕ; Για να βάζουν ιδέες στον κοσμάκη;
Η δεύτερη ερώτηση ήταν ακόμη πιο απρόσμενη. Με ρώτησε πού έχει χαθεί ο Γιώργος ο Οικονομέας, που «παλιά, όταν τα Τρίκαλα είχαν 500 τρακτέρια και κατεβάζαμε τα 490, ο Οικονομέας όλο εδώ ήτανε και μας ρωτούσε, και τώρα που τα Τρίκαλα έχουν 1000 τρακτέρ και ζήτημα είναι να κατεβάζουμε τα 50, αυτός έχει χαθεί». Σκέφτηκα να του απαντήσω ότι ίσως ο καλός συνάδελφος έχει σοβαρότερα προβλήματα από τα τρακτέρ των Τρικάλων, όπως π.χ. αν θα πρέπει να φορέσει γραβάτα ή πόλο στην πρωινή εκπομπή. Αλλά η ερώτηση ήταν καταφανώς ρητορική και ο θυελλώδης παππούς συνέχισε με έναν καταιγισμό επιχειρημάτων υπέρ της ανάγκης για μια εργατοαγροτική συμμαχία, που είναι η απάντηση στην αναζήτηση του υποκειμένου που θα φέρει ανάποδα αυτόν τον ντουνιά. «Πφφφ... εμμονές και ελαφρότητες», σκέφτηκα ως άλλη Μαρία Αντουανέτα, και με το τέλος της συζήτησης έκατσα στη μπάρα να πιω μια μπιρίτσα, ακούγοντας την ορχήστρα «Βασίλης Τσιτσάνης», που συνόδευε την εκδήλωση. Μαστόρια οι Τρικαλινοί σε κάτι τέτοια!
Όμως, ο λεβέντης με το επικό μουστάκι είχε όρεξη για συζήτηση, κόπιασε λοιπόν προς τη γωνιά μου και μου συστήθηκε –«Γιάννης Ρίτσος, σαν τον ποιητή», παλιός αγροτοσυνδικαλιστής με τις δυνάμεις του κόμματος (τι «ποιού κόμματος;»; Ένα είναι το Κόμμα!)–, και κουβέντα στην κουβέντα, με κέρασε και μια μπίρα των πέντε ευρώ, ποσό σημαντικό για τα 440 ευρώ της μηνιαίας σύνταξής του. Ίσως με την επίδραση της μπίρας, ίσως κι επειδή ο μπαρμπα-Γιάννης, όταν δεν με ενημέρωνε για την επιτακτική ανάγκη της εργατοαγροτικής συμμαχίας, έριχνε τις βόλτες του υπό τους ήχους του Τσιτσάνη, μου ήρθε ως επιφοίτηση η αναγνώριση του αυτονόητου: «Και γιατί, δηλαδή, να θεωρείται εμμονή το όραμα του κάθε κυρ-Γιάννη, το οποίο δεν αξίζει να αναφέρουν οι εφημερίδες ή τα κανάλια, και γιατί, από την άλλη, να μην παραδέχονται οι συνάδελφοι πως ήταν μπούρδες και φούμαρα τα περί ΄πανίσχυρης και σύγχρονης Ελλάδας, που τη σέβονται οι φίλοι της και την φοβούνται οι εχθροί της΄ – όλα αυτά, δηλαδή, που τα ΜΜΕ ανακύκλωναν, αναμασούσαν, αναμετέδιδαν κι αναχάραζαν τις τελευταίες δεκαετίες, μέχρι που έκλασ΄ η νύφη και σκόλασ΄ ο γάμος;»
Τα ίδια ΜΜΕ, που έστω σε μικρότερο βαθμό (κι ίσως επειδή η ανασφάλεια έγινε κι αυτή εμπορεύσιμο αγαθό) παίνευαν την Ολυμπιακή Ελλάδα και τώρα αναδεικνύουν τους νέους που εγκατέλειψαν την Αθήνα για να (ξανα)ανακαλύψουν τα καλά της επαρχίας, προβάλλοντας τον αναχωρητισμό σαν την καλύτερη (ατομική πάντα!) λύση. Έναν αναχωρητισμό, βεβαίως, πολιτικά και περιβαλλοντικά ορθό, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση δίνει το πράσινο φως για την καταλήστευση του ελληνικού τοπίου. Την ώρα, λοιπόν, που ο Βορίδης δίνει το πράσινο φως στον Πρόδρομο Εμφιετζόγλου να πλημμυρίσει το φαράγγι του Άραχθου, καταστρέφοντας ιστορικά ηπειρώτικα γεφύρια, τα κυρίαρχα ΜΜΕ αναδεικνύουν το ζεύγος Δελαδέτσικα, που από το πνιγηρό Ψυχικό και την αφόρητη πλήξη των χρηματιστηριακών γραφείων, μετακόμισε στο κομψό αλλά πλήρως εξοπλισμένο και ενεργειακά αυτόνομο εξοχικό του στο Πέρα Νεροχώρι Ημιμαθείας, για να καλλιεργήσει κρόκο και μελιτζάνα τσακώνικη, εκτρέφοντας την παραδοσιακή ράτσα Πόνυ Σέτλαντ. Λογικό το βρίσκω!
Ας ευχαριστήσω, λοιπόν, τον μπάρμπα-Γιάννη Ρίτσο για τη μπύρα και την επιφοίτηση, ας αναρωτηθώ, εξίσου ρητορικά όσο κι εκείνος: γιατί διάολο δεν τα κάνουμε μόνοι μας;
πηγή:RNB
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου