Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

ΑΡΘΡΟ: Το θερμό φθινόπωρο της εργατικής τάξης

Οι προσπάθειες υπέρβασης των γεροντικών ασθενειών του συνδικαλιστικού κινήματος (της ασφυκτικά ιεραρχικής-προεδροκεντρικής δομής του και του κυβερνο-κομματισμού, του συντεχνιασμού και του αφόρητου οικονομισμού) είναι ο λόγος που σήμερα μπορούμε να μιλάμε κι εμείς για «τέλος της Μεταπολίτευσης» και «τάξη εναντίον τάξης»

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Τις μέρες αυτές ζούμε ένα «τέλος της Μεταπολίτευσης» διαφορετικό από εκείνα που μας έχουν...αναγγείλει κατ’ επανάληψη οι κάθε λογής μεταπολιτευτολόγοι. Αν η γενιά του Πολυτεχνείου (σωστότερα: το μέρος της εκείνο που αναδείχτηκε σε ηγετικό πολιτικό προσωπικό της μετάβασης) «ενσωματώθηκε στο σύστημα» που πολεμούσε (πρώτο «τέλος»), ώστε να πρωτοστατεί πια στο ξήλωμα του «συμβολαίου» που διατύπωσε και συνδιαμόρφωσε (δεύτερο «τέλος»), τις μέρες αυτές η λήξη του συμβολαίου συνειδητοποιείται στις πραγματικές διαστάσεις της και από τους άλλους «συμβαλλόμενους»· αποτέλεσμα, όχι απλά η διάλυση παραδοσιακών κοινωνικών συμμαχιών και πολιτικών εκπροσωπήσεων, αλλά η μετωπική (και ενσώματη πλέον…) αντιπαράθεση στο δρόμο και στους χώρους δουλειάς, εκεί δηλαδή που δεν πιάνει το επιχείρημα «για όλα φταίνε η Μέρκελ και η τρόικα».

Οι κινητοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων σηματοδοτούν, λοιπόν, την έκρηξη μιας αντίφασης «συγκροτητικής» για την περίοδο της Μεταπολίτευσης – μιας αντίφασης που η ριζοσπαστική αριστερά είχε επισημάνει μεν εγκαίρως, χωρίς ωστόσο να καταφέρει αυτά τα χρόνια και να την επιλύσει. Η αντίφαση αυτή είχε να κάνει με τον κοινωνικό ρόλο των κομμάτων (πρωτίστως) και των συνδικάτων (δευτερευόντως), ως βασικών οχημάτων του εκδημοκρατισμού αλλά, την ίδια στιγμή, και ως βασικών μηχανισμών ανάσχεσης του ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης. Όπως συμβαίνει με κάθε αντίφαση, έτσι και σε αυτήν, το ένα από τα δύο σκέλη της πήρε γρήγορα «κεφάλι. Προφανώς, εδώ, το σκέλος αυτό ήταν το δεύτερο.

Η ιστορία πάει πίσω στη δεκαετία του ’80, στα χρόνια που το σύνθημα του ΠΑΣΟΚ για «αυτοοργάνωση παντού» (χάρη στο οποίο δόθηκαν σημαντικοί αγώνες και απλοί άνθρωποι παρακινήθηκαν να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους) είχε γίνει πια ντεμοντέ - το θέμα στη νέα κατάσταση ήταν άλλο. Στη νέα περίοδο, το ΠΑΣΟΚ επιχειρούσε να υπαγάγει το συνδικαλιστικό κίνημα στους (κρατικούς) σχεδιασμούς του «σοσιαλισμού», οι υποτιθέμενοι δε εκπρόσωποι των εργαζομένων στο κράτος ουσιαστικά διεκπεραίωναν την εκπροσώπηση κόμματος και κυβέρνησης στα συνδικάτα. Αποκορύφωμα της πρακτικής αυτής, το «πραξικόπημα Ραυτόπουλου» στη ΓΣΕΕ, στα μέσα της δεκαετίας του ‘80.

Επιλογές σαν αυτές δημιούργησαν τον κανόνα, όχι μόνο στις τριτοβάθμιες ομοσπονδίες αλλά και χαμηλότερα, αναδεικνύοντας τις κατά τόπους συνδικαλιστικές ηγεσίες σε «πυλώνες» αντιεργατικών νομοθετικών πρωτοβουλιών, μετοχοποιήσεων, ιδιωτικοποιήσεων κ.ο.κ, και το κυριότερο, αποκλείοντας τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων από τη λήψη των αποφάσεων, τόσο στους χώρους δουλειάς τους όσο και μέσα στα σωματεία τους. Μεταξύ αρχαιρεσιών, το καρπούζι και το μαχαίρι εκεί κρατούσε πάντα το Διοικητικό Συμβούλιο, δηλαδή ο Πρόεδρός του, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ. Μια σύγκριση με κινήματα όπως το φοιτητικό, κινήματα δηλαδή οργανωμένα στη βάση αμεσοδημοκρατικών κυρίως διαδικασιών (γενικών συνελεύσεων κ.ά) θα ήταν σύγκριση της μέρας με τη νύχτα. Σε ό, τι αφορά τουλάχιστον το εργατικό κίνημα, η «νύχτα» αυτή υπήρξε για χρόνια ο αψευδέστερος μάρτυρας της κρατικοποίησης του συνδικαλισμού - σήμερα δε, θα έπρεπε ν’ αποτελεί το βασικότερο επιχείρημά μας απέναντι στη νεοφιλελεύθερη φλυαρία περί «κομματικοποίησης του κράτους», «εποικισμού του κράτους από την κοινωνία», «σοβιετικοποίησης» και άλλων βλακωδών παρομοίων.

Ευτυχώς, όμως, τα επιχειρήματα δεν είναι κατασκευάσματα αποκλειστικά διανοητικά, αποκομμένα από την «πρακτική» κοινωνική ζωή. Σήμερα, λοιπόν, γινόμαστε μάρτυρες μιας προσπάθειας «πρακτικής» υπέρβασης των γεροντικών ασθενειών του συνδικαλιστικού κινήματος - της ασφυκτικά ιεραρχικής-προεδροκεντρικής δομής του και του κυβερνο-κομματισμού, του συντεχνιασμού και του αφόρητου οικονομισμού του. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι καταλήψεις υπουργείων και εργασιακών χώρων, οι επαναλαμβανόμενες απεργίες των δήθεν προνομιούχων αυριανών ανέργων, οι συγκρούσεις, αλλά και οι «γέφυρες» με την κοινωνία που προσπαθούν να απλώσουν οι συνδικαλιστές (π.χ. η απόφαση της ΠΟΕ-ΟΤΑ να μαζεύει τα σκουπίδια έξω από σχολεία και τα νοσοκομεία ή η απόφαση της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ να εμποδίσει συνεργεία που θα επιχειρήσουν να κόψουν το ρεύμα σπιτιών).

Σήμερα, λοιπόν, ναι, μπορούμε να μιλάμε για «τάξη εναντίον τάξης». Σήμερα, που με τα ίδια τα λόγια του πρωθυπουργού βρισκόμαστε σε πόλεμο, επιτέλους πολεμάει και η άλλη τάξη ως «τάξη για τον εαυτό της», κι έτσι ως τάξη καθολική. Πολεμώντας επιτέλους και αυτή, δείχνει σε μια κατακερματισμένη κοινωνία την αλληλεξάρτηση των κομματιών της και τη βοηθά να ξανασυναρμολογηθεί. Ταυτόχρονα δε, θέτει στην αριστερά –εκ νέου, πρακτικά και με επιτακτικό τρόπο– ένα σωρό ερωτήματα: για τη γλώσσα και τις δικές της πρακτικές, τον τρόπο που λειτουργεί στο εσωτερικό και επικοινωνεί με το έξω της, το πώς αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία, το βάθος και τα όρια της στρατηγικής της και άλλα ακόμα.

Πρέπει να αναδείξουμε όσο μπορούμε αυτό το «τέλος της Μεταπολίτευσης» - το πιο δικό μας απ’ όσα μάς έχουν κατά καιρούς αναγγείλει τα δελτία των 8. Να βοηθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις αυτή την επανασυναρμολόγηση – εξηγώντας, φέρ’ ειπείν, ότι όταν η κυβέρνηση καταγγέλλει τους εργαζομένους στους Δήμους ότι καταλαμβάνουν χωματερές αμοιβόμενοι κανονικά, στην πραγματικότητα τους εκβιάζει για λίστες με τα ονόματα των καταληψιών (εκβιάζει, δηλαδή, αυτούς που ήδη έχει καταδικάσει σε πρόωρη ανεργία). Πρέπει να ενισχύσουμε και να οργανώσουμε την αλληλεγγύη, τώρα που ο θρίαμβος του ιδιωτικού και της ιδιώτευσης απειλεί να συντρίψει ό,τι απέμεινε να θυμίζει κοινωνία.

Ζούμε μέρες που μιζέρια και ανάταση συνυπάρχουν. Η επιστροφή της εργατικής τάξης, αυτή η από τα κάτω «νέα Μεταπολίτευση», φαίνεται το πιο ανθεκτικό αντίβαρο στη μιζέρια.

ΠΗΓΗ: http://www.rnbnet.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: