του Σπύρου Μαρκέτου
Η λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση και η μαζική κινητοποίηση, που πρωτοεκδηλώθηκαν τον μεγάλο Δεκέμβρη, κλιμακώνονται αδιάκοπα τα τρία τελευταία χρόνια, και αυτό είναι ό,τι πιο ελπιδοφόρο συμβαίνει σήμερα. Καθώς περνούν οι μήνες και οι εβδομάδες τα κύματα του αγώνα γίνονται ολοένα πιο πυκνά και βαθειά, διαρκούν περισσότερο, φτάνουν ψηλότερα, και τα μεσοδιαστήματα μεταξύ τους συντομεύουν. Υπάρχουν κορυφώσεις και υφέσεις, βέβαια, αλλά η συνισταμένη τους σταθερά δείχνει πάνω. O λαός ξυπνά, αφουγκράζεται, ζητά, αγωνίζεται.
Ο ξεσηκωμός ξεκινά από τα κάτω, κι ενάντια σ’ όλα τα...
κοινοβουλευτικά κόμματα, που δεν τον ενισχύουν, αλλά τον φοβούνται. Δυστυχώς, κι εκείνα της αριστεράς. Ο λαός αφήνει πίσω τις χτεσινές ηγεσίες του. Ο παράλογος φόβος, που τού καλλιεργούν τα παπαγαλάκια, σπάει. Όπως έδειξε η τελευταία εβδομάδα του Οχτώβρη, ολοένα περισσότερος κόσμος καταλαβαίνει ότι μπορούμε να διαγράψουμε το χρέος και ότι καταστροφή δεν είναι να βγούμε από το ευρώ, αλλά να μείνουμε σ’ αυτό. Ότι αν δεν τους διώξουμε αμέσως, φέτος θα πεινάσουμε και θα κρυώσουμε.
Μια νέα κορύφωση
Η 28η Οκτωβρίου 2011 ήταν ιστορική ημέρα για τη χώρα. Όπως συμβαίνει στις αληθινές επαναστάσεις ο λαός, και μάλιστα ακόμη και το συντηρητικότερο κομμάτι του, εκείνο που κατά κανόνα πηγαίνει στις παρελάσεις, αυθόρμητα και χωρίς προσχεδιασμένη οργάνωση, μετέτρεψε τις κρατικά χορογραφημένες εκδηλώσεις σεβασμού προς τους θεσμούς και τους άρχοντες σε ριζοσπαστικές διαδηλώσεις. Θα μπορούσε αυτή η μέρα να είχε γίνει κάτι σαν τις περίφημες journees της Γαλλικής Επανάστασης, τις αλλεπάλληλες κορυφώσεις της μαζικής κινητοποίησης, μετά τις οποίες τίποτε δεν ήταν όπως πριν. Αν είχαμε μια πολιτική δύναμη ικανή να δώσει πολιτική στόχευση στη λαϊκή οργή, οι διαχειριστές του Μνημόνιου και του Μεσοπρόθεσμου θα είχαν γίνει προ πολλού παρελθόν. Δυστυχώς όμως αποδεικνύεται, με κάθε μέρα που περνά, με κάθε ευκαιρία που χάνεται, πως οι μεγαλύτεροι σχηματισμοί της αριστεράς δεν αποτελούν τέτοια δύναμη.
Αν η αριστερά δεν επιβάλει τη δική της λύση στη σημερινή κρίση, θα έρθει η ώρα της άκρας δεξιάς. Σήμερα η έλλειψη τόλμης είναι λιποψυχία, η δήθεν σύνεση απερισκεψία. Σ’ όλες τις πόλεις όπου η αριστερά τόλμησε να κάνει τις παρελάσεις διαδηλώσεις, έδωσε προοπτική στη λαϊκή οργή. Σε ελάχιστες άλλες περιπτώσεις, πολιτικά πάντως λιγότερο σημαντικές, όπου η αριστερά δεν τόλμησε, τη διαμαρτυρία καρπώθηκε η ακροδεξιά. Αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις επικαλούνται οι δήθεν νουνεχείς της αριστεράς για ν’ αναμασήσουν κινδυνολογικές προειδοποιήσεις. Το περίεργο είναι όμως πως πολλοί που αδιάκοπα επισείουν το φόβητρο του φασισμού, δηλαδή ιδίως στελέχη του ΚΚΕ και του Σύριζα, δεν είναι και τρομερά δραστήριοι στην καταπολέμησή του.
Αν πράγματι απεύχεσαι μια ενδεχόμενη στροφή των μαζών προς την άκρα δεξιά, τότε κάνεις και ό,τι μπορείς για να την καταπολεμήσεις εγκαίρως. Αλλά ακριβώς το ΚΚΕ και ο Σύριζα δεν είναι διόλου οι χώροι που ανέδειξαν το πρόβλημα του φασισμού, υπαρκτό εδώ και μια δεκαετία, ούτε εκείνοι που πρωτοστατούν στη μαζική κινητοποίηση εναντίον του Λάος και της Χρυσής Αυγής. Αντίθετα, ο κόσμος που δραστηριοποιείται στο αντιφασιστικό κίνημα, και γνωρίζει λεπτομερέστερα τα πράγματα, δεν υπερεκτιμά τον εχθρό και ξέρει πως μπορεί να τόν νικήσει στον δρόμο· έχει δώσει πολλές μάχες, και τις περισσότερες τις έχει κερδίσει. Με δυο λόγια, ο ρητορικός τρόμος μπροστά στον φασισμό, που μένει χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα, στην πραγματικότητα συνήθως καλύπτει απλώς έναν πολύ συντηρητικό φόβο μπροστά στη μαζική κινητοποίηση. Δεν είναι αριστερός, είναι δεξιός.
Ο πολιτικός σεισμός της 28ης Οχτώβρη δεν θα έπρεπε να αιφνιδιάσει. Επέστεψε τρία χρόνια κινητοποίησης, που η προηγούμενη κορύφωσή τους είχε έρθει μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα, στην εκπληκτική απεργία και στις πρωτοφανείς συγκεντρώσεις της 19ης και 20ής. Ωστόσο υπήρξε μια όψη της 20ής Οκτώβρη που απείλησε να την κάνει ημέρα ήττας για τον ελληνικό λαό. Δεν ήταν ότι ψηφίστηκαν τα επαίσχυντα νομοσχέδια της κυβέρνησης· αυτά ήταν γνωστό πως θα ψηφίζονταν, το δύσκολο είναι να εφαρμοστούν, και την εφαρμογή τους θα την σταματήσουμε στο δρόμο. Ούτε απλώς ότι η προσοχή του κόσμου μετατοπίστηκε από το πώς ρίχνουμε την κυβέρνηση στις ενδοαριστερές συγκρούσεις και στον τραγικό θάνατο του κομμουνιστή συνδικαλιστή Δημήτρη Κοτζαρίδη, που γέμισε πένθος εκείνη που θα μπορούσε να ήταν μέρα χαράς.
Στις 20 Οχτώβρη η ηγεσία του ΚΚΕ έστρεψε τα πυρά της από την κυβέρνηση ενάντια στην υπόλοιπη αριστερά, ανακόπτοντας έτσι την ορμή της λαϊκής εξέγερσης. Με τη συνεργασία μιας συγκρουσιακής μερίδας των αναρχικών διέσπασε τον κοινό αγώνα, κι έδωσε χρόνο στην κυβέρνηση ν’ ανασυνταχθεί και να προωθήσει την επίθεσή της ενάντια στους εργαζόμενους και τις δημοκρατικές κατακτήσεις. Ο χρόνος που κερδίζουν έτσι Παπανδρέου και Βενιζέλος δεν αρκεί για να επιβάλουν την πολιτική τους. Αλλά ο αγώνας για την ανατροπή τους γίνεται τώρα πιο δύσκολος. Και η έκβασή του ενδεχομένως θα είναι πιο ριζοσπαστική.
Έχουν σήμερα τα μέσα μιας αυταρχικής λύσης;
Βασικό πρόβλημα της πολιτικής του Μνημόνιου και του Μεσοπρόθεσμου είναι ότι έχει μείνει χωρίς εσωτερικά στηρίγματα. Υπάρχουν βεβαίως λιγοστοί εφοπλιστές, τοκογλύφοι και βιομήχανοι που ωφελούνται από την κρίση, και πίσω τους ένα πολιτικό προσωπικό πελατειακά εξαρτημένο, που θα στηρίξει την κυβέρνηση μέχρι τέλους, καθώς και κάποιοι παθητικοί ψηφοφόροι, που όμως μετρούν μόνο στις εκλογές. Δεν αρκούν για να επιβάλουν το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ, που είναι άλλωστε και οι κύριοι υποστηρικτές των κυβερνώντων. Η βάση του Πασόκ είναι ήδη εχθρική κι εξαγριωμένη, όπως και όλος ο υπόλοιπος ελληνικός λαός. Αυτό ακριβώς αποδεικνύει η μετατροπή των παρελάσεων της 28ης Οκτωβρίου σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
Έχουμε δηλαδή ένα καθεστώς που, όπως και άλλα παλαιότερων εποχών, υπολογίζει σ’ εξωτερικά μάλλον παρά σ’ εσωτερικά στηρίγματα. Έχοντας χάσει τη νομιμοποίησή του, έχει ανάγκη να επιβάλλεται μέρα με τη μέρα, αναζητώντας πρόσκαιρα τεχνάσματα και συμμάχους. Αυτό το κάνει χρησιμοποιώντας κυρίως την πειθώ, γιατί δεν έχει τα μέσα ν’ ασκήσει την απαιτούμενης έντασης βία. Η ακατάσχετη κινδυνολογία, η καλλιέργεια ενοχών και η εμετική προπαγάνδα των καναλιών έχουν έναν πολύ πρακτικό λόγο. Οι εξήντα χιλιάδες αστυνομικοί, ούτε οι μισοί από αυτούς μάχιμοι, αρκούν για να δέρνουν τους αναρχικούς, ή και να καταστείλουν μια εξέγερση των πεινασμένων και της άκρας αριστεράς. Είναι ανήμποροι όμως μπροστά σε μια παλλαϊκή κινητοποίηση. Αν ο λαός κατέβει στο δρόμο αποφασισμένος να διώξει τους παράνομους κυβερνώντες, οι φύλακές τους θα τους εγκαταλείψουν. Και αυτό φάνηκε επίσης στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου.
Ένα τέτοιο καθεστώς έχει, όπως και παλιότερα υποστήριξα (http://tinyurl.com/3bdhx7q), τρεις επιλογές για να κρατηθεί στην εξουσία. Η πρώτη, του κοινοβουλευτικού επιχρίσματος που συγκαλύπτει μια αυταρχική διακυβέρνηση, ακολουθήθηκε ως σήμερα και ολοφάνερα άγγιξε τα όριά της. Η δεύτερη, της στρατιωτικής δικτατορίας, είναι ατελέσφορη στην Ελλάδα του 2011, για πολλούς λόγους, που δεν χρειάζεται ν’ αναλυθούν εδώ. Η τρίτη στρατηγική, γνωστή από ανάλογες ιστορικές περιπτώσεις, είναι να διαλύσεις το μαζικό διεκδικητικό κίνημα χρησιμοποιώντας ένα αντίπαλο μαζικό κόμμα.
Ένα μαζικό κόμμα μπορεί να κάνει πολλά πράγματα που δεν κάνει η χωροφυλακή. Tο έχεις ανάγκη όταν ο κρατικός σου μηχανισμός δεν μπορεί να επιβληθεί στον αγανακτισμένο πληθυσμό. Είναι όμως όπλο ύστατης προσφυγής, γιατί έχει μεγάλες απαιτήσεις, απρόβλεπτη δυναμική, κι εύκολα στρέφεται κι εναντίον εκείνων που το χρησιμοποιούν. Τέτοια ήταν τα μεσοπολεμικά φασιστικά κόμματα, που συχνά κατέστρεψαν τις αστικές τάξεις οι οποίες τα στήριξαν. Αλλά στην Ελλάδα του 2011 δεν υπάρχει κανένα τέτοιο κόμμα. Η Χρυσή Αυγή και το Λάος, παρ’ όλη τη συστηματική βοήθεια του κρατικού μηχανισμού και των καναλιών, εξακολουθούν να έχουν περιορισμένη απήχηση, και οργανωτικά χωλαίνουν.
Τι έγινε στις 20 Οχτώβρη;
Στις 19 Οκτώβρη η κυβέρνηση έμοιαζε να οδηγείται σε ματ. Στην Αθήνα οργανώθηκε ειρηνικά η μαζικότερη ίσως συγκέντρωση της ελληνικής ιστορίας. Το καθεστώς βρέθηκε χωρίς καμιά δημοκρατική νομιμοποίηση, ενώ και τα εξωτερικά του στηρίγματα έτριζαν. Το ΚΚΕ και οι οργανώσεις που ελέγχει, για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό, δεν διαδήλωσαν χωριστά, αλλά ενώθηκαν με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο λαός, νιώθοντας τη δύναμη που δίνει η ενότητα, συζητούσε αδιάκοπα το πώς θ’ απαλλαγούμε από τους αλαζονικούς επιβήτορες της εξουσίας. Έμοιαζε να κοντεύει η στιγμή που ο κόσμος των σωματείων ενώνεται με τον κόσμο των πλατειών. Η προσοχή όλων ήταν εστιασμένη στα σωστά ζητήματα, ενώ η προπαγάνδα υπέρ του ευρώ και κατά της διαγραφής του χρέους κατέρρεε μέσα στον ορυμαγδό της οικονομικής κρίσης, της διάλυσης του κράτους και της ραγδαίας πτώχευσης νοικοκυριών κι επιχειρήσεων.
Στις 21 Οκτώβρη ο ενθουσιασμός είχε γίνει κατήφεια και περισυλλογή. Εν μέρει επειδή διαψεύστηκε η αφελής ελπίδα, ότι θ’ αρκούσε μια οσοδήποτε μαζική διαδήλωση για να πέσει η χούντα. Αλλά κυρίως από τις εικόνες βίας και χάους που αναμετέδιδαν αδιάκοπα τα κανάλια, ενός απρόσμενου και αμείλικτου εμφύλιου πολέμου της αριστεράς που, αφήνοντας την κυβέρνηση ήσυχη και τους βουλευτές απερίσπαστους στο ιερό τους έργο, πήγε να λύσει τους λογαριασμούς στο εσωτερικό της ακριβώς την ιδανική στιγμή. Εικόνες που, τρομοκρατώντας πολλούς, ενίσχυσαν την ιδέα ότι οι πολίτες χρειάζονται κυβερνήτες, τόσο πολύ όσο οι εργάτες χρειάζονται αφεντικά.
Ενδιάμεσα, στις 20 Οχτώβρη, έγιναν δυστυχώς όσα έγιναν. Οι αφηγήσεις και τα φιλμ που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο αφήνουν να διατυπωθούν διάφορες υποθέσεις για τις αθέατες όψεις του τι πράγματι συνέβη, αλλά πολιτικά εξίσου σημαντικό είναι και το τι είδε όλος ο κόσμος να συμβαίνει. Όλος ο κόσμος είδε λοιπόν ότι το μπλοκ του ΚΚΕ περιφρούρησε τη Βουλή και δεν την περικύκλωσε, αφού άφησε να μπουν μέσα και να ψηφίσουν απερίσπαστοι οι τέως βουλευτές και νυν εντολοδόχοι της Τρόικας. Η λεγόμενη περικύκλωση θεωρήθηκε, από αριστερούς και δεξιούς, ότι στην πραγματικότητα σήμαινε προστασία από τον εχθρό λαό, ότι έγινε όχι για να εμποδιστεί η ψήφιση των αντισυνταγματικών και καταστροφικών νομοσχεδίων, αλλ’ ακριβώς για να προχωρήσει απρόσκοπτα. Απαγορεύοντας να πλησιάσουν τ’ άλλα μπλοκ διαδηλωτών στη Βουλή, το ΚΚΕ την προστάτεψε από κάθε ενδεχόμενη αποκοτιά του πλήθους. Αντίστοιχα ‘περικύκλωσε’, δηλαδή περιφρούρησε, τις συμβολικές έδρες της εξουσίας και σ’ άλλες πόλεις· σε κάποιες από αυτές, λόγου χάρη στη Θεσσαλονίκη, έχοντας τη συναίνεση των υπόλοιπων διαδηλωτών, ενώ σε άλλες, όπως στα Γιάννενα, εναντίον τους.
Μια τέτοια κίνηση, η οποία προφανώς αποφασίστηκε σε ανώτατο επίπεδο, πολιτικά ίσως ήταν σοφότερη απ’ όσο πολλοί νομίζουν. Μια απόπειρα κατάληψης της Βουλής ίσως να μην τελείωνε καλά, αν και τα γεγονότα της 28ης δείχνουν ότι η λαϊκή οργή ήδη ξεχειλίζει. Και κυρίως, ίσως να έβγαζε την κυβέρνηση από τη δύσκολη θέση στην οποία την οδήγησε η απόφαση του ευρωπαϊκού διευθυντήριου. Αλλά στην Αθήνα η στάση του ΚΚΕ αποξένωσε όλους εκείνους που περίμεναν να ενωθεί μαζί τους ενάντια στην κυβέρνηση. Προκάλεσε επίσης την οργή της συγκρουσιακής μερίδας των αναρχικών, που αποδείχτηκε πολύ ισχυρότερη απ’ όσο αναμενόταν. Η μερίδα αυτή, εξαιρετικά ενισχυμένη αριθμητικά τον τελευταίο καιρό αλλά με ιδιαίτερα χαλαρή ιδεολογική συγκρότηση, κινείται ανεξάρτητα από τις αναρχικές οργανώσεις. Αδιαφόρησε για το ότι ο πολύς κόσμος, έστω και αποθαρρυμένος από την αλυσίδα του ΠΑΜΕ, δεν θέλησε να προχωρήσει προς τη Βουλή. Ανέλαβε λοιπόν να υποκαταστήσει τη μαζική εξέγερση χτυπώντας εκείνους που της έφραζαν το δρόμο.
Τα γεγονότα δεν λένε κάτι νέο για τη στρατηγική αυτής της μερίδας, η οποία παραμένει υποτυπώδης. Δεν έκανε τίποτε που δεν θα περίμενε κανείς από αυτήν, απλώς ακύρωσε την ευκαιρία που πρόσφεραν η λαϊκή συμπάθεια και ο διάχυτος αντικοινοβουλευτισμός, για να παρασυρθεί σε μια κακά οργανωμένη σύγκρουση που έφερε ισοπαλία στο πεδίο της μάχης. Το κάστρο της Βουλής δεν πάρθηκε, αλλά από την άλλη μεριά αποδείχτηκε ότι το ΚΚΕ δεν μπορεί να την νικήσει χωρίς τη συνδρομή των ΜΑΤ. Όλα αυτά προκάλεσαν εκτεταμένες συζητήσεις στο Ιντυμήντια και αλλού, και σοβαρές κριτικές μέσα στις πιο οργανωμένες συσπειρώσεις του αναρχικού χώρου, από την Αντιεξουσιαστική Κίνηση ως την Ελευθεριακή Συνδικαλιστική Ένωση. Ίσως βοηθήσουν αυτόν τον κόσμο να εκλεπτύνει έγκαιρα το πολιτικό του σκεπτικό, ίσως όχι.
Η συμπεριφορά και των δυο πλευρών στη σύγκρουση δεν ήταν απροσχεδίαστη, αλλά καλά προετοιμασμένη. Η αγριότητά της δείχνει την ύπαρξη βαθειών παθών, που δύσκολα χαλιναγωγούνται. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν μόνον από τύχη δεν προκάλεσαν αθώα θύματα (αφήνοντας κατά μέρους τον αδικοχαμένο Δημήτρη Κοτζαρίδη, ο οποίος χρεώνεται στην αστυνομία και όχι στους διαδηλωτές). Ιδίως το μαζικό πετροβολητό επί δικαίων και αδίκων, που έστειλε απλούς διαδηλωτές με ανοιγμένα κεφάλια στο νοσοκομείο, προκάλεσε ναυτία. «Σιχάθηκα με αυτά που είδα και μου’ρθε να ξεράσω», γράφει μια αμερόληπτη αυτόπτης μάρτυρας, που ρίχνει ευθύνες και στις δυο πλευρές, αλλά επισημαίνει ότι η περιφρούρηση του ΚΚΕ τουλάχιστον χτυπούσε μόνον τους μάχιμους αντιπάλους.
Τις επόμενες ημέρες η ένταση διατηρήθηκε. Η κομματική ηγεσία εξαπέλυσε επιθέσεις ενάντια σ’ όλη την υπόλοιπη αριστερά, καρυκευμένες με απειλές ότι θα «τους κόψει το χέρι». Πολύς κόσμος πρόσεξε όμως ότι το ΚΚΕ δεν είχε μιλήσει ποτέ σε τέτοιο τόνο στους χρυσαυγίτες. Σε ποιό σκεπτικό βασίζεται, ρώτησαν, η επιλογή να δώσει τη μάχη του Συντάγματος και όχι του Αγίου Παντελεήμονα; Από τη μεριά τους, οι συγκρουσιακοί αναρχικοί άρχισαν να χτυπούν γραφεία του Κόμματος στην επαρχία και, ακόμη χειρότερα, ξαναέβαλαν σε κυκλοφορία αποκρουστικά αντικομμουνιστικά στερεότυπα άλλων εποχών. Ας ελπίσουμε να μην τώρα ανοίξει καμιά καταστροφική βεντέτα, θα έχουν ευθύνη και οι δυο πλευρές.
Ποιά είναι η τακτική του ΚΚΕ;
Όλες αυτές οι παρενέργειες, λίγο πολύ αναμενόμενες, θα έλειπαν αν το ΚΚΕ είχε αποφύγει να συγκρουστεί με τους άλλους διαδηλωτές, ή ίσως αν είχε εξηγήσει καθαρά κι εγκαίρως τη στάση του. Καθώς δεν τα έκανε αυτά, απομάκρυνε την υπόλοιπη αριστερά και μεγάλο μέρος των αγανακτισμένων οι οποίοι, πολύ λογικά από τη σκοπιά τους, δεν δέχονταν κανείς άλλος ν’ αποφασίζει για λογαριασμό τους. Γιατί λοιπόν διάλεξε την πορεία που διάλεξε, παρά το προφανές της τίμημα;
Η απλούστερη απάντηση εδώ θα ήταν πως ο Περισσός αφενός φοβάται τα κινήματα ‘από τα κάτω’ που δεν τα ορίζει, και θέλει να τους επιβληθεί, και αφετέρου επιδιώκει ακριβώς την πόλωση με τη λοιπή αριστερά. Χτυπώντας άλλους διαδηλωτές και κρατώντας χωριστά τη βάση του, την πειθαρχεί και την ελέγχει, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό σε καιρούς ρευστούς σαν τους σημερινούς, όπου οι επιλογές της ηγεσίας, όποιες και αν είν’ αυτές, αναπόφευκτα φέρνουν εσωτερικές επικρίσεις. Τον ίδιο στόχο, της οριοθέτησης απέναντι στους γειτονικούς χώρους, υπηρετούν άλλωστε κι επιλογές όπως η αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη, η καταδίκη του Άρη Βελουχιώτη για την ανυπακοή του στην τότε κομματική ηγεσία, ή η απελπιστική μόνωση των κομματικών αναλύσεων από τις σύγχρονες μαρξιστικές αναζητήσεις.
Μια κάπως πιο σύνθετη απάντηση θα ήταν ότι το ΚΚΕ επιδιώκει να βρεθεί στο ρόλο κριτή για το πού θα γείρει η ευρύτερη αντιπαράθεση. Διακρίνοντας την πορεία της χώρας προς την αργεντινοποίηση, προσπαθεί ν’ αντλήσει όσο μπορεί περισσότερα πλεονεκτήματα από την ενδιάμεση θέση του μεταξύ καθεστώτος και ανοργάνωτων αγανακτισμένων. Στη μια πλευρά προβάλλεται σαν εγγυητής της τάξης, στην άλλη σαν υπερασπιστής των λαϊκών συμφερόντων. Αξιοποιεί το φόβο του κόσμου για την αβεβαιότητα και την αστάθεια, και συνάμα την αγανάκτησή του για την πολιτική των Τροϊκανών. Αν παίξει σωστά τα χαρτιά του, θα συγκεντρώσει έτσι υποστήριξη απ’ όλες τις πλευρές και θ’ ανοίξει το δρόμο για τη λαϊκή εξουσία. Συμμάχους στην πορεία αυτή δεν ελπίζει ν’ αντλήσει μόνον από τ’ αριστερά: όσο περισσότερο χτυπά την άτακτη αριστερά, τόσο ψηλότερα ανεβαίνει στην υπόληψη της αριθμητικά ισχυρότερης δεξιάς.
Το κρίσιμο ερώτημα ωστόσο είναι, τι θα κάνει το ΚΚΕ μπροστά σε μια ανεξέλεγκτη εξέγερση, η οποία αναπόφευκτα θα έχει δύσπεπτες όψεις; Ίσως η σημαντική διαφορά της Ελλάδας από την Αργεντινή να μην είναι το ότι αντί για πέσο έχουμε το διεθνές ευρώ, ή το ότι αντί για σόγια και κορν μπηφ παράγουμε λάδι και τουρισμό, αλλά το ότι εκεί δεν είχαν ούτε Μπλακ Μπλοκ ούτε ΚΚΕ. Θα μπορούσε άραγε η συμμετοχή του ΚΚΕ στην ενδοαριστερή σύγκρουση της 20ής Οχτώβρη να παραπέμπει σε μια ευρύτερη σύγκρουσή του με την υπόλοιπη αριστερά, ιδίως με τις πιο μαζικές και λιγότερο σφιχτά οργανωμένες συνιστώσες της, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι αναρχικοί και το κίνημα Δεν Πληρώνω, που επίσης στοχοποιήθηκε στις κομματικές ανακοινώσεις; Θα μπορούσε να προοιωνίζεται τη χρήση κομματικών μηχανισμών για την καταστολή μιας ανοργάνωτης εξέγερσης τύπου Αργεντινής, που η πολιτική της κυβέρνησης κάνει καθημερινά πιο πιθανή;
Μακάρι όλα αυτά να είναι παράλογοι φόβοι. Ωστόσο, τους γεννά ακριβώς η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ την κρίσιμη στιγμή της μεγαλύτερης μαζικής διαμαρτυρίας στην ελληνική ιστορία, που δυστυχώς δεν έγινε ενωτικά, ενώ θα μπορούσε. Μιλώντας για ‘αναρχοφασίστες’ αντί ν’ αντιμετωπίσει πολιτικά τον αναρχικό χώρο, θυμίζει τις κομματικές ηγεσίες του Μεσοπολέμου που, καταγγέλλοντας ‘σοσιαλφασίστες’ και ‘αγροτοφασίστες’, διέσπασαν τα αριστερά κινήματα και άνοιξαν το δρόμο στο Χίτλερ. Καλλιεργώντας βεντέτα με την υπόλοιπη αριστερά και στοχοποιώντας το κίνημα Δεν Πληρώνω, το ΚΚΕ δίνει χρόνο στο κεφάλαιο για ν’ ανασυνταχθεί και οδηγεί μεγάλο μέρος του κόσμου του σε σκληρά διλήμματα. Τον κόσμο δηλαδή που πιστεύει στην κομματική πειθαρχία, αλλά αμφιβάλλει για τις επιλογές της σημερινής ηγεσίας.
Παρήγορο είναι ότι πολλοί αγωνιστές και αγωνίστριες του Κόμματος καταλαβαίνουν πως, αν τυχόν αυτό χρησιμοποιηθεί στους μήνες που μας έρχονται για να σπάσει τη λαϊκή ορμή, για να καταστείλει μια ενδεχόμενη λαϊκή εξέγερση με πρόσχημα τα αναπόφευκτα λάθη της, τότε ο επόμενος στόχος των δυνάμεων της τάξης θα είναι το ίδιο. Ό,τι κάνει το Κόμμα στον κόσμο που κινείται πιο αριστερά ή πιο εξεγερσιακά από αυτό, θα το υποστεί λίγο αργότερα από εκείνους που το παρέσυραν στην καταστολή και στη διάσπαση του λαϊκού κινήματος. Σε πολλές επαναστάσεις το έχουμε δει αυτό το έργο, όπως στην επαναστατημένη Γερμανία του 1920, όπου οι σοσιαλδημοκράτες του Έμπερτ και του Νόσκε τσάκισαν τους κομμουνιστές και άνοιξαν το δρόμο στους φασίστες· ας μην το δούμε ξανά και στην Ελλάδα. Το ΚΚΕ δεν αντλεί δύναμη μόνον από τους αριθμούς και την οργάνωσή του, αλλά και από το ότι στα μάτια των συντηρητικών φαντάζει σαν το ανάχωμα που θα συγκρατήσει την πιο άγρια αριστερά. Αν όμως αυτή η αριστερά εξουδετερωθεί με δική του ευθύνη, ο κόσμος της θα το μισήσει και οι αστοί θα το σέβονται πολύ λιγότερο. Η αριστερά δεν χρειάζεται άλλους Έμπερτ και Νόσκε.
Μετά τον εγκληματικό εμπρησμό της Μαρφίν το κίνημα είχε επίσης μουδιάσει, αλλά μέσα σε λίγους μήνες ξαναβρήκε την ορμή του. Δυστυχώς όμως οι μήνες που έρχονται θα είναι πιο δύσκολοι από το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2010. Δεν υπάρχουν περιθώρια για γκάφες. Αν τώρα ο κόσμος για οποιονδήποτε λόγο χάσει τη μαχητικότητά του, αν γονατίσει στον αγώνα της επιβίωσης και πειστεί ότι ‘όλοι τους ίδιοι είναι’ –επιχείρημα που αποδίδει παραστατικά η φωτογραφία του ΠΑΜΕ παραταγμένου μπροστά από τα ΜΑΤ στον Άγνωστο Στρατιώτη- αν σιχαθεί την αριστερά των βιτριολικών εμφύλιων και των σταλινικών κατηγορητήριων, τότε δεν θα ξανασηκωθεί εύκολα. Η μαχητική του στάση στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου δείχνει πως είναι έτοιμος για αγώνες, από αυτούς που σπάνια δίνονται. Όλοι και όλες ας βοηθήσουμε να ενωθεί σ’ ένα κοινό μέτωπο με ριζοσπαστικούς στόχους. Αν τον αποξενώσουμε, θα είμαστε άξιοι της ήττας.
πηγή: αριστερό blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου