Σαρωτικές περικοπές μισθών, ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, εκποίηση εθνικού πλούτου σε μια κλίμακα που μέχρι τώρα αποτελούσε απλώς οριακό αλλά όχι εφικτό ενδεχόμενο σε νεοφιλελεύθερα εγχειρίδια. Θυμίζει τις καταστροφικές «θεραπείες σοκ» που δοκιμάστηκαν σε χώρες όπως η Ρωσία μετά το 1991 και οδήγησαν σε πρωτοφανή αποτελέσματα, όπως τη μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης μέσα σε λίγα χρόνια.
Η οικονομική κρίση δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο στους αδύναμους κρίκους, εκεί όπου συμπυκνώνονται και πιο οριακά οι αντιφάσεις. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη ταυτόχρονα με την εξάντληση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων των προηγούμενων δεκαετιών και με την κρίση χρέους και με την κρίση της ευρωζώνης, του πιο προχωρημένου πειράματος του «υπαρκτού νεοφιλευθερισμού» ως προς την οικονομική ολοκλήρωση και την αξιοποίηση του ανταγωνισμού ως μοχλού εκσυγχρονισμού.
Οι δυνάμεις του κεφαλαίου αναδιπλώνονται στο ταξικό (και ιμπεριαλιστικό) τους ένστικτο και οι ταξικές στρατηγικές έρχονται στο προσκήνιο με τη σαφήνεια αλλά την αγριότητα πραγματικών ενορμήσεων. Εξ ου και η απαίτηση για εδώ και τώρα σαρωτική λιτότητα, ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση της εργασίας, κύματα ιδιωτικοποιήσεων, πλήρη εμπέδωση της μειωμένης εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.
Όλα δείχνουν τις επόμενες μέρες ότι θα οριστικοποιηθεί αυτό που με διάφορους τρόπους έχει ήδη εξαγγελθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ολοκληρώσει τη διαδικασία ενίσχυσης του μηχανισμούς στήριξης, μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους θα αναδιαρθρωθεί, κύρια το χρέος προς τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία, ο μηχανισμός στήριξης θα αναλάβει την κάλυψη του υπόλοιπου ελληνικού χρέους, οι ελληνικές τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιηθούν και θα τεθούν υπό εποπτεία αρχικά και σε εκποίηση αργότερα. Σε αντάλλαγμα η ελληνική κυβέρνηση θα υπογράψει νέα δανειακή σύμβαση που θα συμπεριλαμβάνει όχι μόνο μια εξαιρετικά παρατεταμένη πολιτική λιτότητας στο όνομα της δημιουργίας «πρωτογενών πλεονασμάτων» αλλά και την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον η επιτροπεία από τους μηχανισμούς της ΕΕ θα είναι πλέον ανοιχτή χωρίς προσχήματα.
Οι συνέπειες αυτών των επιλογών θα είναι τραγικές. Το περιβόητο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους μικρή ανακούφιση θα προσφέρει, αφού θα διατηρηθεί όλο το υπέρογκο χρέος που ήδη συσσωρεύεται προς την ίδια την Τρόικα και τους μηχανισμούς της, άρα θα παραμείνουμε σε συνθήκη υπερχρέωσης. Τα νέα προγράμματα λιτότητας θα είναι κυριολεκτικά εξοντωτικά. Πλάι στη ήδη συντελεσθείσα τεράστια περικοπή μισθών τυπικά στο δημόσιο και άτυπα στον ιδιωτικό τομέα μέσω της ανασφάλειας και της εργοδοτικής τρομοκρατίας, θα έρθουν και νέες ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις. Κρίσιμες δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες, στην εκπαίδευση, στην πρόνοια και την Υγεία απλώς θα κλείσουν, θα έχουμε πολύ λιγότερα σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια και δομές πρόνοιας. Οι συντάξεις θα διακυβευτούν, ιδίως από τη στιγμή που τα ασφαλιστικά ταμεία θα υποστούν τεράστια πλήγματα από το «κούρεμα» του χρέους, εφόσον ομόλογα και έντοκα γραμμάτια που κατείχαν ως περιουσιακά στοιχεία θα απαξιωθούν. Τεράστιο τμήμα του εθνικού πλούτου, είτε με τη μορφή δημόσιων επιχειρήσεων, είτε με τη μορφή ακινήτων και εκτάσεων θα εκποιηθεί και μάλιστα σε τιμές που θα παραπέμπουν σε λεηλασία.
Όλα αυτά θα συνοδευτούν από μια ωμή συνθήκη επιτροπείας, με «τεχνοκράτες» από την ΕΕ και ιδίως τη Γερμανία να λειτουργούν ως ένας ιδιότυπος στρατός οικονομικής κατοχής και να υπαγορεύουν πολιτικές και μέτρα. Ακόμη χειρότερα, θα κυριαρχήσει μια νεοαποικιοκρατική λογική που θα αντιμετωπίζει μια ολόκληρη κοινωνία ως ανίκανη να κρίνει μόνη τις προτεραιότητές της.
Πλήρες σχέδιο μπορεί να μην υπάρχει· αυτό, άλλωστε, εξηγεί τις παλινωδίες σε σχέση με την αναδιάρθρωση του χρέους ή την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ή τον ανοιχτό κίνδυνο η ελεγχόμενη αναδιάρθρωση χρέους να μετατραπεί σε «πιστωτικό γεγονός» και ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Πόσω μάλλον, που η κρίση χρέους αγγίζει και τον πυρήνα της ΕΕ και αναδεικνύει τις δομικές αντιφάσεις της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης. Όμως, οι δυνάμεις του κεφαλαίου ξέρουν καλά ότι ενίοτε το μονοπάτι φτιάχνεται περπατώντας, ότι δηλαδή, ακόμη και απουσία σχεδίου, ακόμη και εν μέσω ανοιχτά κρισιακών φαινομένων, η ίδια η συντριβή και ταπείνωση του ταξικού αντιπάλου, η βίαιη υποτίμηση της εργατικής δύναμης, το τσάκισμα αντιστάσεων, το άνοιγμα πεδίων στην επένδυση και τη συσσώρευση διαμορφώνει καλύτερες συνθήκες για να αναμετρηθούν με την κρίση, έστω και αν η μακροπρόθεσμη ανάκαμψη της κερδοφορίας εξακολουθεί να απαιτεί ένα νέο κοινωνικό, τεχνολογικό και οργανωτικό υπόδειγμα που ακόμη δεν έχει αναδυθεί.
Και αυτή είναι η ουσία του «πειράματος Ελλάδα»: μια τεράστια άσκηση νεοφιλελεύθερης κοινωνικής μηχανικής με βασικό μοχλό το διπλό εκβιασμό του χρέους και του ευρώ και την νεοαποικιοκρατική οικονομική και πολιτική επιτροπεία από την Τρόικα. Η συχνή επίκληση της τόσο προσφιλούς στους νεοφιλελεύθερους «δημιουργικής καταστροφής», δύσκολα μπορεί να συγκαλύψει ότι μιλάμε για «καταστροφική καταστροφή», για την ταπείνωση μιας κοινωνίας με σκοπό να γίνει ξανά πρόσφορη για επενδύσεις.
Η ελληνική αστική τάξη, αφού συνειδητοποίησε ότι το πάρτι τελείωσε, αφού είδε ότι τα σχέδια για ηγετική θέση στα Βαλκάνια, έστω και προσωρινά πάνε πίσω, σπεύδει να αγκαλιάσει αυτή τη στρατηγική. Ξέρει ότι η ύφεση, η μειωμένη πρόσβαση σε δάνεια και το κραχ ζήτησης που είναι σε εξέλιξη την πιέζει, αλλά, βοηθούντων και των καταθέσεων στο εξωτερικό, ελπίζει ότι η προοπτική μιας εκμετάλλευσης χωρίς κανένα όριο, μέσα από τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων και τη καταβαράθρωση του κόστους εργασίας θα της δώσει νέα περιθώρια κερδοφορίας. Γι’ αυτό αποδέχεται τη συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας, γι’ αυτό και αποδέχονται τα ηγεμονικά της τμήματα την προοπτική ακόμη και μιας παρατεταμένης ύφεσης και της απαξίωσης πολλών μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, εάν πρόκειται να τροποποιηθεί ριζικά ο συσχετισμός δύναμης.
Είναι σαφές ότι η ελληνική κοινωνία βιώνει μια κατακλυσμιαία αλλαγή. Δυνατότητα επιστροφής στο πώς ήταν τα πράγματα πριν ξεκινήσουν όλα αυτά δεν υπάρχει. Τα πράγματα δεν πρόκειται να ξαναγίνουν ίδια. Είτε θα εμπεδωθεί η συνθήκη καταστροφής, με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ ή «εθνικής ενότητας», οπότε θα μιλάμε για πολλά χαμένα χρόνια και για ένα κοινωνικό τοπίο «έρημης χώρας». Είτε θα ανοίξουν δρόμοι μιας διαφορετικής πολιτικής. Το ερώτημα είναι ποια θα είναι αυτή. Θα είναι μια αναγκαστική προσαρμογή της αστικής πολιτικής στις συνθήκες μια πρωτοφανούς κρίσης νομιμοποίησης, πιθανώς με μια ηπιότερη παραλλαγή των μέτρων, χωρίς να αναιρείται το κεκτημένο των τομών; Ή μήπως θα είναι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το άνοιγμα δρόμων πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας και κοινωνικού μετασχηματισμού;
Αυτή είναι η πρόκληση. Σήμερα ο ιστορικός χρόνος επιταχύνεται και τα ενδεχόμενα αποκτούν ξεχωριστή υλική βαρύτητα. Οι κοινωνικές δυναμικές που αναπτύσσονται, είτε ρητές, είτε βουβές και υπόγειες, έχουν σαφές εξεγερσιακό στίγμα και αυτό έχει αποτυπωθεί σε όλες τις διαφορετικές στιγμές του λαϊκού ξεσηκωμού τα τελευταία την ίδια ώρα που η κρίση νομιμοποίησης αποσαθρώνει τα θεμέλια της αστικής ηγεμονίας και μπορεί να κάνει ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια να αγκαλιάσουν και να αποδεχτούν τομές στην κοινωνική οργάνωση να συναντηθούν με μια σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική, να αποδεχτούν την αναγκαιότητα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Η κρίση, όπως και ο πόλεμος, μπορεί να αποτελέσει το μεγάλο επιταχυντή. Όμως, όλα αυτά απαιτούν πολιτική ηγεσία και κατεύθυνση των λαϊκών δυνάμεων. Χρειάζεται εκείνη η Αριστερά που θα να οργανώσει την αντίσταση, να εξασφαλίσει τη σωτηρία των λαϊκών τάξεων, παλέψει για την ανατροπή.
Εδώ, όμως, βρίσκεται η μεγάλη αντίφαση. Σήμερα, η πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική κρίση της Αριστεράς αντικειμενικά ενισχύει τις αστικές δυνάμεις. Για πολύ καιρό η Αριστερά είχε βολευτεί σε μια υποτελή θέση μέσα στο πολιτικό σύστημα. Συνέβαλε σε κινήματα και αντιστάσεις σημαντικά, καθώς διεκδικούσε, εν μέσω μιας καπιταλιστικής αναπτυξιακής δυναμικής, τη διατήρηση κάποιων κατακτήσεων ή την αποτροπή τομών σε χώρους προνομιακούς όπως η νεολαία ή το δημόσιο. Οι αγώνες αυτοί άφησαν ένα κεκτημένο διεκδικητισμού και κινηματικής «παραβατικότητας», όμως δεν διεκδικούσαν τη συνολική αμφισβήτηση της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Η φιλοδοξία αυτής της αριστεράς περιοριζόταν στην αντίσταση σε πλευρές των αναδιαρθρώσεων, στην ιδεολογική κριτική και στη αναπαραγωγή του διακριτού εκλογικού στίγματος της αριστερής διαμαρτυρίας. Είτε στην εγκεφαλική αναδιατύπωση της επαναστατικής στρατηγικής από το ΚΚΕ, είτε στη σταδιακή απομάκρυνση του ΣΥΝ και αργότερα του ΣΥΡΙΖΑ από τον κυβερνητισμό (χωρίς όμως απογαλακτισμό από τον ευρωπαϊσμό), είτε στην αντικαπιταλιστική ρητορεία της επαναστατικής αριστεράς, η Αριστερά άφηνε τη στρατηγική γι’ αργότερα.
Αυτό εξηγεί γιατί η Αριστερά φαντάζει, παρ’ όλη την αγωνιστική εντιμότητά της, σε ορισμένες περιπτώσεις σχεδόν αφασική, μηρυκάζοντας συνθήματα και οριοθετήσεις που θα έλεγε και 10 χρόνια πριν. Αυτό εξηγεί γιατί σήμερα δεν βγαίνουν βιβλία όπως η «Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα» του Δημήτρη Μπάτση. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν ικανοί άνθρωποι. Είναι ότι η σημερινή Αριστερά δεν έχει την αυτοπεποίθηση να πει ότι μπορεί να προτείνει με ποιο τρόπο αυτή η χώρα μπορεί να οργανωθεί, να λειτουργήσει, να παράγει με μη καπιταλιστικό τρόπο, με πραγματική ευημερία και σεβασμό στο περιβάλλον, δεν έχει πραγματική εμπιστοσύνη ότι ο κόσμος της εργασίας και της γνώσης μπορεί πραγματικά να εξασφαλίσει την επιβίωση και το μέλλον του τόπου, στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, δεν πιστεύει ότι μπορεί να ανασημασιοδοτήσει την αυθόρμητη διεκδίκηση εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας που βγαίνει στις κινητοποιήσεις σε ένα σχέδιο για τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτό εξηγεί γιατί συχνά οι ορθές τοποθετήσεις υπέρ της εξόδου από το ευρώ παρουσιάζονται ως τεχνικές νομισματικές προτάσεις και όχι ως απαρχές ριζικών μετασχηματισμών, όπως και γιατί η παραμονή εντός του «ευρωπαϊκού δρόμου» νομιμοποιείται στο όνομα γενικών αντικαπιταλιστικών στόχων ή γιατί η επαναστατική τομή παραπέμπεται από το ΚΚΕ σε έναν... παράλληλο χωροχρόνο.
Όμως, ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος, αντίθετα μας πιέζει. Τα παράθυρα ευκαιρίας που δίνει η όξυνση της οικονομικής κρίσης, η τραγική πολιτική αδυναμία της κυβέρνησης, η αποτυχία ουσιαστικά μιας ολόκληρης πολιτικής τάξης που προσπάθησε να προσδέσει τις λαϊκές τάξεις, σε ένα ιστορικά αποτυχημένο πρότυπο ανάπτυξης, το βάθεμα των ρηγμάτων στις σχέσεις εκπροσώπησης και η διατήρηση στοιχείων εξεγερσιακής αυτοπεποίθησης δεν θα υπάρχουν εσαεί. Πάνω στον επιταχυνόμενο χρόνο της κρίσης και της εξέγερσης μπορεί να επικαθίσει ο αργός και βασανιστικός χρόνος της ήττας και της κοινωνικής ερήμωσης.
Ούτε έχουμε την πολυτέλεια απλώς να διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν τεράστιες κοινωνικές δυναμικές, όπως αυτές που φάνηκαν στις 19-20/10, αλλά αυτές απαιτούν μια άλλη πολιτική κατεύθυνση για να γίνουν νικηφόρες. Χρειαζόμαστε τα βήματα που θα ανοίγουν ένα άλλο τοπίο. Για να το πούμε διαφορετικά: χρειάζεται να μπορέσουμε να κάνουμε το βήμα από την αναγκαία αρνητικότητα της εργατικής αντίστασης και του ταξικού ανταγωνισμού στη αναγκαστικά διακυβευόμενη θετικότητα ενός συνολικού πολιτικού σχεδίου. Χρειάζεται να ξανασκεφτούμε με όρους ηγεμονίας και ιστορικού μπλοκ, δηλαδή να αναμετρηθούμε με το ερώτημα ποια κοινωνική συμμαχία μπορεί να ορίσει την προοπτική του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Για να δώσουμε μερικές άτσαλες ιστορικές αναλογίες, θα λέγαμε ότι όπως ακριβώς το 1909 οι δυναμικές μερίδες της αστικής τάξης απέσπασαν την ενεργητική συναίνεση των λαϊκών τάξεων σε ένα σχέδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης, κρατικού εκσυγχρονισμού και εθνικής ολοκλήρωσης, ή στη διάρκεια της Κατοχής διαμορφώθηκε ένα ευρύτερο μπλοκ λαϊκών τάξεων που με την καθοδήγηση της κομμουνιστικής Αριστεράς διεκδίκησε να σφραγίσει την πορεία του τόπου μετά την ανοιχτή προδοσία της αστικής τάξης και των εκπροσώπων της, έτσι και σήμερα οι δυνάμεις της εργασίας καλούνται να αποτρέψουν το ενδεχόμενο της οριακής ιστορικής οπισθοδρόμησης στον οποίο οδηγούν τα πράγματα οι αστικές δυνάμεις.
Σίγουρα αυτό δεν είναι εύκολο. Απαιτεί τη συγκέντρωση πραγματικής γνώσης για την κοινωνία, απαιτεί νέες συλλογικές κοινωνικές δεξιότητες, χρειάζεται πρωτότυπες απαντήσεις. Όμως, μέσα από τους ίδιους τους αγώνες, μέσα από τη δράση σε πάρα πολλά μέτωπα υπάρχει πλήθος αγωνιστών που δεν έχει απλώς συνδικαλιστική ή κινηματική εμπειρία· γνωρίζει ταυτόχρονα πώς μπορούν κρίσιμοι τομείς να λειτουργήσουν με μη καπιταλιστικό τρόπο. Έχουμε ταυτόχρονα και ένα πεδίο να δοκιμαστούμε. Η συγκυρία της κρίσης και της αντίστασης αναγκαστικά θα παράγει και τους αντι-θεσμούς της λαϊκής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης. Όλα αυτά δεν είναι μόνο όργανα πολιτικής παρέμβασης, μπορούν και οφείλουν να είναι πεδία μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης και επανοικειοποίησης, χώρων, πόρων, μηχανισμών: λαϊκά συσσίτια, δωρεάν μαθήματα και πολιτιστικές δραστηριότητες στα σχολεία, λειτουργία νοσοκομείων και κέντρων υγείας χωρίς αντίτιμο, οργανωμένα συνεργεία επανασύνδεσης του ρεύματος, δίκτυα μη εμπορευματικών ανταλλαγών, όλα αυτά, μαζί με τις λαϊκές συνελεύσεις, τα σωματεία και τους συλλόγους, μπορούν, εάν γενικευτούν, να διαμορφώσουν όντως τα πρώτα σπέρματα μιας δυαδικής εξουσίας, της ανάδυσης, δηλαδή, νέων πολιτικών και κοινωνικών μορφών και όχι απλώς αντιστάσεων.
Σίγουρα, επίσης, όλα αυτά απαιτούν και την αναμέτρηση με το ερώτημα της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Η άρνηση του κυβερνητισμού ή των κοινοβουλευτικών αυταπατών, ή η υπενθύμιση ότι χωρίς τσάκισμα του κατασταλτικού μηχανισμού οι κατακτήσεις οποιασδήποτε εκδοχής εξουσίας των λαϊκών τάξεων θα είναι υπό διακινδύνευση, είναι απλώς οι αναγκαίες αφετηρίες, όχι οι πλήρεις απαντήσεις. Ούτε αρκεί η αναπαραγωγή μιας μυθολογίας της επαναστατικής μετάβασης ως «μεγάλης νύχτας» ή σύντομης εξέγερσης. Όχι γιατί η μετάβαση δεν θα είναι βίαιη, αλλά γιατί αποτελεί τραγική επίγνωση του κομμουνιστικού κινήματος ότι σε χώρες με σχετικά αναπτυγμένους πολιτικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς, η διαδικασία μετάβασης θα είναι πολύ πιο σύνθετη και αντιφατική. Και γι’ αυτό το λόγο το ζήτημα δεν είναι να ξορκίζουμε προκαταβολικά κάθε ενδεχόμενο αναμέτρησης της Αριστεράς με την κυβερνητική εξουσία, αλλά πρωτίστως να σκεφτόμαστε με ποιο τρόπο παράλληλα θα οικοδομούμε όλο το φάσμα των αναγκαίων μορφών της λαϊκής αντι-εξουσίας, όλο το εύρος των αναγκαίων μορφών συλλογικής αυτοοργάνωσης, αυτοάμυνας και αυτοδιαχείρισης, που θα δώσουν τη δυνατότητα ακόμη και τέτοια ενδεχόμενα αντιφατικών κυβερνήσεων υπό την πίεση και τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος να λειτουργήσουν ως κρίσιμες αφετηρίες μιας διαδικασίας επαναστατικού μετασχηματισμού.
Όλα αυτά, όμως, δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς πολιτικό νεύρο και ραχοκοκαλιά, απαιτούν τη συσπείρωση ενός ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού δυναμικού που να δουλέψει σκληρά με την επίγνωση ότι εντάσσεται σε ένα κοινό σχέδιο. Η σημερινή γεωμετρία της Αριστεράς, η σημερινή διάταξη των πόλων και των σχηματισμών της δεν αναλογεί ούτε στις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό της, ούτε στις δυνατότητες συνάντησης αγωνιστών με διαφορετική προέλευση γύρω από αυτή την αναζήτηση μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Ούτε μπορεί να δώσει προοπτική σε όλους εκείνους τους αγωνιστές που δεν είχαν προηγούμενη ένταξη ή μπορεί να ήταν και στην επιρροή των αστικών κομμάτων και σήμερα ριζοσπαστικοποιούνται και αναζητούν ένα συνολικά διαφορετικό δρόμο και ένα πολιτικό χώρο που να μην είναι απλώς έκφραση μιας πολιτικής ευαισθησίας αλλά να διεκδικεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η απόρριψη της λογικής είτε της αυτόκεντρης κομματικής «λαϊκής συμμαχίας» είτε του αντιμνημονιακού μετώπου χωρίς αιχμές και στόχους, είτε του γενικόλογου αντικαπιταλιστικού βερμπαλισμού και σεχταρισμού.
Σε αυτό το φόντο, η στρατηγική του Αριστερού Μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, στη βάση του αναγκαίου σήμερα προγράμματος πάλης (διαγραφή χρέους, έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ, εθνικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, ριζική αναδιανομή εισοδήματος, κατοχύρωση πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας), δεν προκύπτει ούτε μόνο – ούτε κυρίως – από το τοπίο της Αριστεράς και τις όποιες ανακατατάξεις είναι σε εξέλιξη εκεί κύρια με τη μορφή καλοδεχούμενων ρήξεων με τον αριστερό ευρωπαϊσμό του ΣΥΝ και τον αριστερό σεχταρισμό του ΚΚΕ. Πρώτα και κύρια θέλει να ψηλαφίσει τη συνολικότερη πρόκληση που σκιαγραφήσαμε πιο πάνω, μέσα στη συνθήκη του λαϊκού ξεσηκωμού. Αναδύεται μέσα στην δυναμική των λαϊκών αγώνων, στην ανάγκη να οικοδομηθούν πρωτότυπες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης, στην πρόκληση της συλλογικής επεξεργασίας ενός εναλλακτικού σχεδίου ανάπτυξης, μιας πραγματικής παραγωγικής ανασυγκρότησης σε σοσιαλιστική ανάπτυξη. Αφορά εξίσου το ξεδίπλωμα των αγώνων, την συνάρθρωση της λαϊκής συμμαχίας και την πολιτική συγκρότηση. Δεν σημαίνει «ενότητα» ούτε αλλαγή συσχετισμών, αλλά ανασύνθεση, ρήξη και νέα σύνθεση, συνάντηση όλου του πολιτικού και κοινωνικού δυναμικού που σήμερα μπορεί να αποτελέσει τη μαγιά ενός τέτοιου πολιτικού και κοινωνικού κινήματος για την ανατροπή της επίθεσης, τη διεκδίκηση της εξουσίας από τις λαϊκές δυνάμεις, την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας, το άνοιγμα δρόμων κοινωνικού μετασχηματισμού. Η πρόκληση ενός σύγχρονου αριστερού αντικαπιταλιστικού μετώπου είναι η πρόκληση να ξαναγίνει η Αριστερά η ηγέτιδα δύναμη του "έθνους των εργαζομένων".
Ο χώρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ο χώρος της αριστεράς που δεν γοητεύτηκε από τις σειρήνες της εξουσίας, που επέμεινε στον επαναστατικό δρόμο σε χαλεπούς καιρούς, και που με το ενωτικό εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδειξε ότι μπορεί να κάνει τομές με τον εαυτό του, έχει σήμερα την ιστορική ευθύνη να πάρει τέτοιες πρωτοβουλίες.
ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου