του Πέτρου Κατσάκου |
Και ξαφνικά ένα πρωί περνάς στην άλλη όχθη. εκεί που ζουν οι περιττοί
Διαβαίνεις την...
κόκκινη γραμμή.
Κοιτάς μέσα σου.
Αναρωτιέσαι.
Ψάχνεις το λάθος, παλεύεις με το θυμό και τη θλίψη.
Τόσον καιρό έγραφες για τους άλλους και τώρα πρέπει να γράψεις για τον ίδιο σου τον εαυτό.
Και τι να σου πουν οι λέξεις;
Να βγεις στο δρόμο ή να τρέξεις να κρυφτείς;
Να φωνάξεις ή να σωπάσεις;
Να πας με τον θυμό ή με τη θλίψη;
Μετά τη φτώχεια, η ανεργία. Μετά την ανεργία τι; Η σιωπή;
Κοιτάζεις γύρω σου και μετράς τη βουβαμάρα.
Η πόλη σαστισμένη συμπαρίσταται σιωπηλά στην καταστροφή της, που έχει το ωραίο όνομα της «σωτηρίας».
Γύρω σου βλέπεις συμπαραστάτες της αυτοκαταστροφής, με το ακόμα πιο ωραίο όνομα της «σύνεσης» του πολιτικού συστήματος, που «ήρθε επιτέλους σε αυτόν τον τόπο».
Και αναρωτιέσαι.
Δηλαδή, τώρα εγώ «σώθηκα»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου