Ο όρος οπορτουνισμός εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1860. Υπό τη σοσιαλιστική εκδοχή του ο Ένγκελς τον ορίζει το 1891 στην «Κριτική του Προγράμματος της Ερφούρτης». Να τι γράφει : «Αυτή η αδιαφορία για τα θεμελιακά μεγάλα δεδομένα μπροστά στα πρόσκαιρα συμφέροντα, αυτό το κυνήγι των εφήμερων συμφερόντων και ο αγώνας που διεξάγεται γύρω από αυτά, δίχως να...
λαμβάνονται υπόψη οι απώτερες συνέπειες, αυτή η εγκατάλειψη του μέλλοντος του κινήματος που θυσιάζεται στο παρών, όλα αυτά μπορεί να έχουν τίμια κίνητρα. Oμως αυτό είναι και παραμένει οπορτουνισμός. Και ο “τίμιος” οπορτουνισμός είναι ίσως ο πλέον επικίνδυνος όλων».
Αρχικά λοιπόν, στην ιστορία του μαρξισμού, ο οπορτουνισμός ταυτίζεται με τη ρεφορμιστική Μπερνσταïνική εκδοχή του.
Ο Λένιν, ο οποίος και εκτιμά ότι σε όλη την ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος υπήρχε μια επαναστατική και μια ρεφορμιστική τάση, αποδίδει αυτήν τη δεύτερη στη μόλυνση που προέρχεται από τη μικροαστική τάξη η οποία γειτονεύει με το προλεταριάτο, και στην ύπαρξη της «εργατικής αριστοκρατίας», ή του «αστικοποιημένου προλεταριάτου», η οποία συμμετέχει σε ένα βαθμό στο μοίρασμα των υψηλών κερδών ενός εθνικού κεφαλαίου.
Για τον Λένιν, με τον πόλεμο του 1914, αυτός ο οπορτουνισμός κορυφώνεται με την ταξική συνεργασία, τον εθνικισμό και την εκ μέρους του φετιχοποίηση του λεγκαλισμού.
Μάλιστα, τουλάχιστον μέχρι το 1921, για τον Λένιν, αυτού του τύπου ο οπορτουνισμός, όχι μόνον αποτελούσε την κύρια μορφή του οπορτουνισμού, αλλά ταυτόχρονα μαζί με τον ιμπεριαλισμό συνιστούσε τον «κύριο εχθρό» του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Από την άλλη, τόσο ο Λένιν όσο και η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν παρέλειπαν να στιγματίζουν την πτυχή του επαναστατικού τυχοδιωκτισμού και του σεκταρισμού, και να υποστηρίζουν ότι ο πραγματικός σοσιαλισμός πρέπει να τις αποφεύγει και τις δύο αυτές παρεκκλίσεις.
Ο Λένιν, στην πολεμική του με τον οτζοβισμό –την τάση που εμφανίστηκε στο κόμμα το 1909 και διαφωνούσε με την αξιοποίηση των νόμιμων μέσων και με τη συμμετοχή του στη Δούμα– καταγγέλλει αυτές «τις δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος, τα δύο άκρα της αποσύνθεσης του ίδιου του μικροαστικού στρώματος».
Η συμμετρία αυτών των δύο παρεκκλίσεων συνίσταται τόσο στην κοινή απόρριψη εκ μέρους τους της διαλεκτικής, στο βαθμό που και οι δυο προβάλλουν η κάθε μια μόνο μια πλευρά του εργατικού κινήματος, και ανάγουν σε θεωρία αυτόν το μονοσήμαντο χαρακτήρα του, όσο και στην κοινή ταξική τους προέλευση.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι σε αντίθεση με μεταγενέστερες χρήσεις αυτών των όρων, ο ίδιος ο Λένιν μόνο όσον αφορά στη δεξιά παρέκκλιση έκανε λόγο για οπορτουνισμό, και αυτό διότι ναι μεν ο αριστερισμός είναι στείρος, αφηρημένος, σεκταριστικός, αναποτελεσματικός και ανίκανος να συνδεθεί με τις μάζες, παραμένει όμως αντι-οπορτουνιστικός, υπό την έννοια ότι τουλάχιστον στα λόγια δεν ξεπουλάει το οραματικό ζητούμενο προς όφελος εφήμερων μεταρρυθμίσεων.
Αν όμως αυτός ο οπορτουνισμός έπαιζε κατά το παρελθόν αρνητικό ρόλο για το λαϊκό κίνημα, και όπου επικράτησε στα κομμουνιστικά κόμματα σχεδόν τα εξαφάνισε από τον πολιτικό χάρτη, στην εποχή μας, που αντικειμενικά οι όποιες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν πολύ λιγότερο να αποκοπούν από την επαναστατική διαδικασία, ο ρόλος του είναι ακόμη πιο καταστροφικός. Και μια αποτελεσματική αντιμετώπισή του δεν μπορεί να γίνει με μια σεχταριστική ή και αριστερίστικη –συνήθως πια μόνο στα λόγια– πολιτική, αλλά με μια ριζοσπαστική, μετωπική πολιτική, η οποία θα εντάσσει τις μεταρρυθμίσεις σε μια επαναστατική στρατηγική.
*Δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» το Σάββατο 23 Μαρτίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου