του Σίμου Ανδρονίδη* |
Η
υποψηφιότητα του Γιάννη Μώραλη για τον Δήμο του Πειραιά μεταβάλλει τα εκλογικά
δεδομένα στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας.
Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο
αυτής της υποψηφιότητας είναι η στήριξη που απολαμβάνει από γνωστούς
επιχειρηματίες, όπως ο πρόεδρος του Ολυμπιακού, Βαγγέλης Μαρινάκης, ο πρώην
πρόεδρος του Πειραϊκού σωματείου, Σωκράτης Κόκκαλης κ.α. Εξάλλου, δεν θα πρέπει
να ξεχνάμε το ότι ο Γιάννης Μώραλης, είναι αντιπρόεδρος της ΠΑΕ Ολυμπιακός,
καθώς και...
πρόεδρος της Super League (Της διοργανώτριας και εποπτεύουσας αρχής του
εγχώριου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος). Οι τρέχουσες δημοσιογραφικές «αναλύσεις»
εστιάζουν απλώς στην «είσοδο» επιχειρηματικών παραγόντων που διαθέτουν το
πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών σε ποδοσφαιρικές ομάδες, στον «στίβο» της
πολιτικής. Και πιο συγκεκριμένα, αναφέρονται σαφώς στην περίπτωση του Βαγγέλη
Μαρινάκη, ο οποίος συμμετέχει στο ψηφοδέλτιο Μώραλη ως υποψήφιος δημοτικός
σύμβουλος.
Πέρα από
αυτή την προφανή διάσταση, θα πρέπει να εστιάσουμε στα διάφορα επιχειρηματικά
συμφέροντα τα οποία και ορίζουν και συγκροτούν την υποψηφιότητα του Γιάννη
Μώραλη. Οι ευρύτερες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις έχουν ως συμβολικό επίκεντρο
τον Πειραιά. Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων έχει στην προμετωπίδα της την
ιδιωτικοποίηση του οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ). Η άμεση επιχειρηματική
εμπλοκή της Κινεζικής πολυεθνικής Cosco, παράγει και διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την
οργανική σύμφυση της Cosco με
μερίδες της ελληνικής άρχουσας τάξης και συγκεκριμένα με το εφοπλιστικό
κεφάλαιο. Αυτή η προοπτική διανοίγει το έδαφος για την περαιτέρω καπιταλιστική
συσσώρευση και επέκταση, με όχημα και «εργαλείο» τον Δήμο του Πειραιά.
Ο
ρυθμιστικός ρόλος του Δήμου Πειραιά, έγκειται
αφενός μεν στην παρακολούθηση της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης, αφετέρου δε στη
διαχείριση της, δεδομένου ότι ο Δήμος Πειραιά κατέχει ένα κομμάτι των μετοχών
του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς. Αυτή η σύμφυση και η πρόσδεση Κινεζικού και
εγχώριου κεφαλαίου βρίσκεται στον αντίποδα των εργατικών αναγκών και
συμφερόντων. Η δραστηριοποίηση της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά έχει μεταβάλει και μετασχηματίσει πλήρως τις
εργασιακές σχέσεις. Η «κινεζοποίηση» των εργασιακών σχέσεων στο λιμάνι του
Πειραιά συνίσταται στην καταβολή χαμηλών μισθών, στα εξοντωτικά ωράρια εργασίας
και στην απουσία συνδικαλιστικής δραστηριοποίησης.
Σε
περίπτωση νίκης της ομάδας Μώραλη-Μαρινάκη, ο Πειραιάς δύναται να μετατραπεί σε
«πειραματικό εργαστήριο» ιδιωτικοποιήσεων, που εκκινώντας από την
ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, μπορεί να συμπεριλάβει νευραλγικές υπηρεσίες του
Δήμου. (Καθαριότητα, Κοινωνικές Υπηρεσίες). Το ψηφοδέλτιο Μώραλη είναι ένα
«πολυσυλλεκτικό» ψηφοδέλτιο που αντιπροσωπεύει διάφορες μερίδες της αστικής
τάξης, οι οποίες, σε συνθήκες καπιταλιστικών-αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων θέλουν
να διασφαλίσουν μία θέση στον «ήλιο» της καπιταλιστικής «συνέχειας» και
κερδοφορίας. Σε συνθήκες βαθιάς και οξυμμένης οικονομικής-καπιταλιστικής
κρίσης, το κεφάλαιο δραστηριοποιείται άμεσα στο πολιτικό πεδίο, επιδιώκοντας να
όχι μόνο να συμπλεύσει οργανικά με «αστικά» πολιτικά κόμματα και τις πολιτικές
ελίτ, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις, να τις υποκαταστήσει και να τις υπερκεράσει.
Σε συνθήκες
«αυταρχικού κρατισμού» η άρχουσα τάξη, χρησιμοποιεί το κατεξοχήν πολιτικό
εργαλείο της διαχείρισης του κράτους και της άμεσης συμμετοχής στην τοπική και
την κεντρική εξουσία. Με αυτόν τον τρόπο, το ίδιο το πολιτικό σύστημα
μεταβάλλεται, καθότι η ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας, που ισοδυναμεί
με την ταυτόχρονη περιθωριοποίηση της νομοθετικής εξουσίας, αφήνει «ζωτικό
χώρο» στην άμεση και αδιαμεσολάβητη επαφή και διαπλοκή πολιτικής και
οικονομικής ελίτ. Δεν θα πρέπει να αγνοούμε, πως «επίσης, το Κράτος εμπλέκεται στην αποδιοργάνωση των μαζών. Τις
εμποδίζει ως προς την δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου ενάντια στο Κράτος και
τις συνδέει χωριστά με το μπλοκ εξουσίας, διαχειριζόμενο τις υλικές
παραχωρήσεις».[1]
Η
υποψηφιότητα Μώραλη επιδιώκει να προσλάβει μία συγκεκριμένη επιχειρηματική
«υλικότητα». Αυτή η επιχειρηματική «υλικότητα» διεισδύει στο πεδίο των
κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, διαπλέκεται και συμφύεται με τις πολιτικές ελίτ και το κράτος,
επιθυμώντας την προώθηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων. Ουσιαστικά,
επρόκειτο για έναν καταμερισμό εργασίας που εγγράφεται στο εσωτερικό της
άρχουσας τάξης, ενώ σχετίζεται και με την εντεινόμενη ενδοαστική διαπάλη.
Στον
αντίποδα της υποψηφιότητας Μώραλη, βρίσκεται η υποψηφιότητα του Κώστα
Κουλουρίδη για τον Δήμο της Χαλκίδας. Η υποψηφιότητα του Κώστα Κουλουρίδη,
προσλαμβάνει μία συγκεκριμένη εργατική «υλικότητα» αναφερόμενη και απευθυνόμενη
στους εργαζόμενους και τους άνεργους της περιοχής, ενώ δύναται να συσπειρώσει
μία ευρύτερη εργατική «σφαίρα», η οποία αντιμετωπίζει τις πολύπλευρες συνέπειες
της βαθιάς οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης. Το ανεξάρτητο στοιχείο της
υποψηφιότητας του γίνεται το κρισιακό
σημείο αναφοράς για τους εργαζόμενους και τους άνεργους της πόλης της Χαλκίδας.
Οι δύο
υποψήφιοι εκφράζουν δύο τελείως διαφορετικούς κοινωνικούς «κόσμους», τα
συμφέροντα των οποίων ούτε τέμνονται σε κάποιο σημείο, αλλά ούτε ακολουθούν
παράλληλη τροχιά. Το «κόμμα των εργαζομένων» του Κώστα Κουλουρίδη εκφράζει και
αντιπροσωπεύει την κοινωνική σύνθεση και ανθρωπογεωγραφία μίας περιοχής, η
οποία υφίσταται σε πολύ μεγάλο βαθμό τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης.
Το εργατικό πρόσημο της υποψηφιότητας του, η μακρόχρονη ζύμωση του μέσα στους
χώρους εργασίας, η γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι,
δύναται να παράγουν τους όρους μίας πραγματικής φιλολαϊκής-φιλεργατικής στροφής
στο Δήμο της Χαλκίδας, μίας πολιτικής στροφής που στο συμβολικό της επίκεντρο
έχει τις εργατικές ανάγκες και προτεραιότητες. Σε αυτές τις συνθήκες η
διεκδίκηση του Δήμου της Χαλκίδας από τον Κώστα Κουλουρίδη, ισούται με ένα
πρωτόγνωρο κοινωνικοπολιτικό πείραμα «από τα κάτω». Η συγκρότηση του
ψηφοδελτίου δίνει το έναυσμα για μία στρατηγική εργατική απάντηση στην βαθιά
κρίση και στις συνέπειες της.
Το
εργατικό πρόσημο της υποψηφιότητας του Κώστα Κουλουρίδη αντανακλάται στην
εξόχως εργατική-αγωνιστική σύνθεση του ψηφοδελτίου του, στο οποίο και
συμμετέχουν άνθρωποι του μόχθου, συνδικαλιστές και άνεργοι. Πρόκειται για μία
οργανική συμπόρευση και συστράτευση των εργαζομένων εκείνων που έχουν τεθεί στο
κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιθώριο. Εκεί όπου, «η συνθήκη της
επισφάλειας δεν αναφέρεται στον αποκλεισμό από το πολιτικό, αλλά σε μια εκφορά
των σχέσεων εξουσίας που περιορίζουν, ρυθμίζουν και εκθέτουν στο θάνατο τις
ζωές που δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις του ανθρώπινου διανοητού».[2]
Η πιθανή
επικράτηση του σχετίζεται με την υπέρβαση αυτής της συνθήκης της επισφάλειας, η
οποία λειτουργεί ως συνθήκη και κανόνας περιορισμού και περιθωριοποίησης του
ανθρώπινων αναγκών. Η δομική αποκρυστάλλωση του ψηφοδελτίου στην τοπική
κοινωνία της Χαλκίδας, εκφράζει το νέο «ήθος» που έχει δημιουργήσει η κρίση,
ένα «ήθος» που προσιδιάζει και προσομοιάζει στις έννοιες της εργατικής αλληλεγγύης,
της προσφοράς, και της στράτευσης για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
[1] ‘Η Στρατηγική Επιλεκτικότητα του Κράτους: Σκέψεις σχετικά
μ’ ένα θέμα του Πουλαντζά’, στο, Ρήγος Άλκης, Τσουκαλάς Κωνσταντίνος,
(επιμ.), ‘Η Πολιτική Σήμερα-Ο Νίκος
Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του’, Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής
Επιστήμης, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2001, σελ. 94.
[2] Βλ.σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Η κρίση ως «κατάσταση
έκτακτης ανάγκης». Κριτικές και αντιστάσεις. Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2012,
σελ. 88.
*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου