του Δημ. Γρηγορόπουλου |
αναλύσεις και εμπειρίες και όχι με τη διαμεσολάβηση του ηγεμονικού δίπολου δογματισμός - αναθεωρητισμός, που χαρακτηρίζεται από εργαλειακή χρήση του μαρξισμού. Ο πρώτος απολυτοποιώντας επιλεκτικά ορισμένες αντιλήψεις και μετατρέποντάς τες σε απόλυτες και υπεριστορικές αλήθειες. Ο δεύτερος προσαρμόζοντας όσες μαρξιστικές αντιλήψεις χρησιμοποιεί στην προκρούστεια κλίνη των αστικών πολιτικών στόχων, για να τους προσδώσει αριστερή επίφαση.
Ενθαρρυντική λοιπόν η «επιστροφή» στον Μαρξ και τον Λένιν, αν δεν αναπαράγει την εργαλειακή χρήση τους από το δίπολο, αν δεν μετατρέπει τη θεωρία σε θεραπαινίδα της πολιτικής, αν δεν ταυτίζει το συμφέρον των υποτελών τάξεων και του κινήματος με το κόμμα και τα ιδιοτελή συμφέροντά του. Κριτήρια για την αλήθεια ή τη χρησιμοθηρία της ιδεολογικής ευαισθητοποίησης υπάρχουν. Η πιστή αναφορά στο περιεχόμενο μιας αντίληψης, όχι η επιλογή πλευρών της κατά το πολιτικό συμφέρον, όχι η υποκειμενική ερμηνεία ή η συνειδητή παρερμηνεία, η απομόνωση αποσπασμaτικών τσιτάτων, η ταύτιση αντιλήψεων, με διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο. Δυστυχώς, η αναδίφηση στους κλασικούς δεν είναι απαλλαγμένη από τέτοια ολισθήματα. Έντονα παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα το τελευταίο διάστημα ιδιαίτερα στην επίκληση αντιλήψεων του Λένιν και θέσεων του 3ου και 4ου Συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς, από διανοούμενους του ΣΥΡΙΖΑ, περί τον ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά και από σοσιαλρεφορμιστικά ρεύματα εμπνεόμενα από το στρουκτουραλισμό.
Η χρήση του Λένιν είναι σαφώς εργαλειακή και σαφώς υπηρετεί τα πολιτικά συμφέροντα του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως. Ο στόχος από ορισμένους ομολογείται και μάλιστα ως απαύγασμα δημιουργικής εφαρμογής των αντιλήψεων του Μαρξ και ιδίως του Λένιν. Η υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΝΑΡ, το ΚΚΕ έως και η συμμετοχή τους σε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πού κολλάει ο Λένιν στα αρραβωνιάσματα ρεφορμιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς; Είναι απλό. Τα επιλεγμένα αποσπάσματα (τραβηγμένα από τα μαλλιά, όπως λέμε) από τον Λένιν και τα συνέδρια της Διεθνούς (ζώντος του Λένιν) αποσκοπούν στο να πείσουν τη ριζοσπαστική Αριστερά ότι η στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ ή και η συγκυβέρνηση μαζί του έχει τις ευλογίες του Λένιν! Τι θα πουν οι αριστεροί; Είχε κι ο Λένιν λάθος;
Με καταστρατήγηση θέσεων του Λένιν και της Διεθνούς και ιδεολογικούς εκβιασμούς επιχειρούν λοιπόν, να πείσουν τους αριστερούς για το «αυτονόητο» της στήριξης ή και συγκυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεκριμένα: Για να τεκμηριώσουν τη συμβατότητα επαναστατικής και ρεφορμιστικής γραμμής, επικαλούνται τις αποφάσεις της Διεθνούς για ενιαίο μέτωπο και εργατική κυβέρνηση, τη λενινιστική αντίληψη των συμβιβασμών, τη ρεφορμιστική ανάγνωση των εννοιών της επανάστασης, του κινήματος, του κράτους, της δυαδικής εξουσίας κ.ά. που συγκροτούν μια νεορεφορμιστική αντίληψη με μαρξίζουσα ορολογία και θεματολογία.
Προβάλλονται σοβαρές ενστάσεις από την Αριστερά για τη σύμπηξη μετώπου με τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρόκειται για κόμμα ασταθές, αβέβαιο, ταλαντευόμενο μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης, με το οποίο επομένως είναι αδύνατο να χαραχτεί κοινή στρατηγική. Αυτοί οι φόβοι της Αριστεράς διασκεδάζονται από τους «νεολενινιστές» με το γνωστό απόσπασμα από τη θεωρία του Λένιν για τους συμβιβασμούς και ελιγμούς. Έχει τις περισσότερες αναρτήσεις στο διαδίκτυο! Όντως, ο Λένιν απαντούσε στους μικροαστούς επαναστάτες που απέρριπταν κάθε συμβιβασμό: «Να κάνεις πόλεμο για την ανατροπή της διεθνούς αστικής τάξης... και να παραιτείσαι προκαταβολικά από τους ελιγμούς, από την εκμετάλλευση της αντίθεσης των συμφερόντων (έστω και προσωρινής) μεταξύ των εχθρών, απ’ τις συμφωνίες και τους συμβιβασμούς με τους ενδεχόμενους (έστω και προσωρινούς, ασταθείς, ταλαντευόμενους, συμβατικούς) συμμάχους, δεν είναι πράγμα σε αφάνταστο βαθμό γελοίο;». Και συμπληρώνει: «Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από το μαρξισμό». Όσοι επικαλούνται αυτή τη ρήση για να τεκμηριώσουν τη «νομιμότητα» της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, αισθάνονται τόση αυτοπεποίθηση για το εύρημα, ώστε δεν μπαίνουν στον κόπο να αποδείξουν γιατί ισχύει και αν ισχύει για τον ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρούν αυτονόητη, αυτόματη, καθολική την ισχύ της αντίληψης του Λένιν. Αυτή όμως είναι άποψη, όπως παρατηρούσε ο Λένιν, που διατύπωναν «οι αφελείς και ολότελα άπειροι άνθρωποι», που νομίζουν «ότι επιτρέπονται γενικά οι συμβιβασμοί».
Ο Λένιν διέκρινε και διαφοροποιούσε κάθετα τους συμβιβασμούς που επιβάλλονται από τις αντικειμενικές συνθήκες (για παράδειγμα, διακοπή απεργίας λόγω οικονομικής εξάντλησης των απεργών, ικανοποίηση ορισμένων αιτημάτων, όσο επέτρεπε ο συσχετισμός) που δεν μειώνουν, αλλά ενισχύουν την αγωνιστική διάθεση για κλιμάκωση των διεκδικήσεων. Και από το άλλο μέρος, τους συμβιβασμούς που τα προδοτικά στοιχεία φορτώνουν στις αντικειμενικές συνθήκες, για να συγκαλύψουν το φιλοτομαρισμό τους και την υποταγή τους στους καπιταλιστές. Τέτοιοι συμβιβασμοί στην εργατική αριστοκρατία και γραφειοκρατία και στα οπορτουνιστικά κόμματα είναι συνηθισμένη πρακτική. Ο Λένιν θεωρεί σπουδαίο στα πρακτικά ζητήματα της πολιτικής να μπορεί κανείς να ξεχωρίζει τους απαράδεκτους, προδοτικούς συμβιβασμούς και να κατευθύνει όλες του τις προσπάθειες στο ξεσκέπασμά τους και στην καταπολέμησή τους. Για παράδειγμα, όταν μια αριστερή δύναμη, που έχει θέσει την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στηρίζει σε ένα σωματείο, λόγω συσχετισμού δύναμης, ένα πλαίσιο που αντιπαλεύει την πολιτική της ΕΕ και στέκεται εναντίον της χωρίς να θέτει ζήτημα άμεσης εξόδου και το κάνει αυτό για να ξεδιπλωθεί ο αγώνας των εργαζομένων και μέσα από την πείρα τους να κατακτήσουν και τον ανώτερο στόχο, υιοθετεί ένα θεμιτό, από μια άποψη, συμβιβασμό. Αντίθετα, απαράδεκτος συμβιβασμός είναι ο εξωραϊσμός από τον ΣΥΡΙΖΑ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προβολή της δυνατότητας να μετασχηματιστεί η ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση σε Ευρώπη λαών. Αυτή η άποψη δεν είναι μόνον ουτοπική, αλλά δημιουργεί αυταπάτες στους εργαζόμενους, παρεμποδίζοντας τους αγώνες τους και συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί όμως που οι «νεολενινιστές» νομίζουν ότι θριαμβεύουν και ότι αποστομώνουν την επαναστατική Αριστερά για την πολιτική νομιμότητα και αναγκαιότητα συμπαράταξης με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι η επίκληση των αποφάσεων του 3ου και 4ου Συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς. Αυτές καλούσαν τα κομμουνιστικά κόμματα να συμπήξουν ενιαίο εργατικό μέτωπο όχι μόνο σε επίπεδο κοινωνικής βάσης αλλά και σε επίπεδο κορυφής, με τη συγκρότηση μάλιστα αριστερής εργατικής κυβέρνησης. Ξεθάβοντας αυτές τις αποφάσεις, που είχαν παραδώσει στην ιστορική λήθη τόσο η σοβιετική γραφειοκρατία όσο και ο δυτικοευρωπαϊκός οπορτουνισμός, για ευνόητους λόγους κομματικής ιδιοτέλειας, οι υπέρμαχοι της αριστερής κυβέρνησης θριαμβολόγησαν, αφού η αναγκαιότητα συνεργασίας κομμουνιστών και ρεφορμιστών ακόμη και σε κυβερνητική βάση, αναγνωριζόταν από τον ίδιο τον Λένιν. Η σύμπτωση όμως της κυβέρνησης του ενιαίου εργατικού μετώπου και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι ουσιαστικά φαινομενική. Στην πραγματικότητα, αποτελούν διαφορετικές στρατηγικές. Πρώτο: Από μεθοδολογική άποψη είναι μηχανιστική και ανιστόρητη η ταύτιση της εργατικής κυβέρνησης της Τρίτης Διεθνούς με την αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αν και αυτός ήδη έχει αντικαταστήσει αυτή την πρόταση με την πρόταση μιας κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι έννοιες και οι κατηγορίες του μαρξισμού έχουν διαχρονικό περιεχόμενο. Αυτό όμως σχετικοποιείται και τροποποιείται και ως περιεχόμενο και ως μορφή, ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Η σοσιαλιστική επανάσταση έχει κοινές αρχές. Όμως η επανάσταση στη Ρωσία, όπως ανέλυσε ο Λένιν, θα διέφερε από την επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη και όσον αφορά την επικράτηση και όσον αφορά την εξέλιξή της και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Αλλά πέρα από το μεθοδολογικο ατόπημα της ταύτισης, με αφαίρεση του ιστορικού πλαισίου, και από άποψη περιεχομένου δεν τίθεται πλέον ζήτημα όχι ταύτισης, αλλά ούτε παραλληλισμού της εργατικής κυβέρνησης και μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αφού αυτός δεν υποστηρίζει πλέον μια κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με εθνικιστικές (Καμμένος) και θραύσματα από την ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ.
Το διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο κυρίως λειτουργεί καταλυτικά για το εγχείρημα της σύγκρισης των κυβερνήσεων της Τρίτης Διεθνούς και του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά την ήττα των επαναστάσεων, στις αρχές της δεκαετίας του ’20, στη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιταλία και τη σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισμού, η επαναστατική κατάσταση ή τουλάχιστον ο ταξικός αναβρασμός διατηρείται στις ευρωπαϊκές χώρες. Στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ενισχύεται μεν η αστική επιρροή, οδηγώντας στην πλήρη ενσωμάτωση της ηγεσίας τους στο σύστημα, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Στη βάση όμως αυτών των κομμάτων κυριαρχούν εξεγερσιακές και ενωτικές διαθέσεις, ενώ ιδιαίτερα ισχυρή είναι η αριστερή πτέρυγά τους, που φτάνει μέχρι την οργανωτική αυτονόμηση (διάσπαση γερμανικού και ιταλικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος). Χαρακτηριστικό στοιχείο των επαναστατικών διαθέσεων είναι ότι και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, στη Γερμανία για παράδειγμα, διαθέτουν ισχυρές ένοπλες εργατικές πολιτοφυλακές.
Εξάλλου, το κυβερνητικό πρόγραμμα που προτείνουν οι κομμουνιστές, αν και λόγω συνθηκών δεν ήταν πολύ προωθημένο, ωστόσο περιλάμβανε στόχους άμεσης ανακούφισης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και αναδιανομής σε βάρος των πλουσίων. Ιδιαίτερο βάρος δινόταν στους θεσμούς αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης, με εργατικά συμβούλια, επιτροπές ελέγχου και αφοπλισμό των αστικών και φασιστικών οργανώσεων.
Αυτές οι συνθήκες επιβεβαιώνουν την ισχυρή παρέμβαση στην κοινωνική και πολιτική πάλη της εργατικής τάξης, που αν και κατακερματισμένη σε διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, λόγω των ιστορικών συνθηκών (επανάσταση στη Ρωσία, Ουγγαρία, Γερμανία, Ιταλία) εκδηλώνει επαναστατική και ενωτική διάθεση.
Η ενιαιομετωπική στρατηγική της Τρίτης Διεθνούς σε τέτοιες εκρηκτικές συνθήκες φαίνεται ή πρόσκαιρα είναι «αμυντική». Στην πραγματικότητα όμως έχει επιθετικό χαρακτήρα. Γιατί, αν πετύχαινε, έστω με συμβιβασμούς την ενότητα της εργατικής τάξης, αυτή ή έστω ένα μεγάλο αριστεροποιημένο τμήμα της θα μπορούσε να αποσπαστεί από την αστική σοσιαλδημοκρατική ηγεσία και να προχωρήσει με καλύτερες προϋποθέσεις, από ό,τι οι εξεγέρσεις του 1918-19 στην επαναστατική διαδικασία.
Είναι προφανές λοιπόν ότι ιστορικές συνθήκες στις οποίες διατυπώθηκαν οι προτάσεις της Διεθνούς για ενιαίο εργατικό μέτωπο είχαν μια επαναστατική δυναμική και σε αυτήν απέβλεπαν κάνοντας πρόσκαιρους συμβιβασμούς με τους σοσιαλδημοκράτες. Είναι δυνατόν οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος άνθρωπος που διαθέτει κοινή λογική, αν δεν παρασύρεται από επιφανειακές και σχηματικές ομοιότητες, να ταυτίζει την επαναστατική ενιαιομετωπική στρατηγική της Τρίτης Διεθνούς με μια «προοδευτική», στην καλύτερη περίπτωση, διαχείριση του συστήματος από τον ΣΥΡΙΖΑ;
Ότι η Τρίτη Διεθνής μέσα από ένα μίνιμουμ πρόγραμμα προωθούσε την ενότητα της εργατικής τάξης ή του μεγαλύτερου και ριζοσπαστικοποιημένου τμήματός της σε μιαν επαναστατική προοπτική, λόγω των επαναστατικών διαθέσεων των εργατών τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20, επιβεβαιώνεται κι από το γεγονός ότι δεν στόχευε σε μια διαχειριστική πολιτική σε συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία συνολικά.
Στην πραγματικότητα, το ενιαίο εργατικό μέτωπο αποτέλεσε το πεδίο διαπάλης της επαναστατικής πτέρυγας με τη ρεφορμιστική πτέρυγα για την ηγεμονία της μιας ή της άλλης αντίληψης στην εργατική τάξη. Αυτή η στρατηγική επιβεβαιώνεται από το ότι οι συμφωνίες, η κοινή δράση, το ενιαίο μέτωπο των μπολσεβίκων και της Τρίτης Διεθνούς αποβλέπουν στην αποκάλυψη του αντιδραστικού αστικού χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας είτε με την άρνηση συνεργασίας ή με τη ασυνεπή εφαρμογή της. Η συνεργασία βοηθά τους κομμουνιστές, σε αντιδιαστολή με τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία, να αποδείξουν την ενωτική τους διάθεση και τη συνεπή αγωνιστικότητά τους υπέρ της εργατικής τάξης. Η αντιπαράθεση στο ίδιο πεδίο ευνοεί έτσι τη στρατηγική των κομμουνιστών για την κατάκτηση της ηγεμονίας, ενισχύοντας την αριστερή πτέρυγα των σοσιαλδημοκρατών, ώστε να επικρατήσει (όπως συνέβη στη Σαξονία) ή να αυτονομηθεί οργανωτικά (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) γενικά, αποσπώντας με τη μια ή άλλη μορφή από τη σοσιαλδημοκρατία μεγάλο μέρος της βάσης της. Με διαύγεια και ευγλωττία περιγράφει αυτήν την τακτική ο Λένιν: «Οι μικροαστοί δημοκράτες (μαζί με αυτούς οι μενσεβίκοι) ταλαντεύονται ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Η σωστή τακτική των κομμουνιστών πρέπει να συνίσταται στο να χρησιμοποιούν αυτές τις ταλαντεύσεις και η χρησιμοποίηση αυτών των ταλαντεύσεων απαιτεί υποχωρήσεις απέναντι σε εκείνα τα στοιχεία που προσανατολίζονται προς το προλεταριάτο – παράλληλα με τον αγώνα ενάντια σε εκείνους που στρέφονται προς την αστική τάξη. Σαν αποτέλεσμα αυτής της σωστής τακτικής, ο μενσεβικισμός αποσυντέθηκε και αποσυντίθεται ολοένα και περισσότερο στη χώρα μας και απομονώνονται οι ηγέτες που επιμένουν στον οπορτουνισμό τους, ενώ στο στρατόπεδό μας περνούν οι καλύτεροι εργάτες, τα καλύτερα στοιχεία από τη μικροαστική δημοκρατία».
Δυστυχώς, στα καθ’ ημάς η εικόνα είναι ακριβώς αντεστραμμένη. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκλογοθηρικά χρησιμοποίησε το σύνθημα της αριστερής κυβέρνησης, για να αποσπάσει από την Αριστερά σημαντικές δυνάμεις, που τις ενσωμάτωσε στη συνέχεια σε μια διαχειριστική πολιτική.
Το ζητούμενο για την αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν είναι ασφαλώς να υποταχθεί στην ίδια πολιτική, όπως την συμβουλεύουν οι σειρήνες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να την αντιστρέψει, προτείνοντας μια ριζοσπαστική αριστερή πολιτική στην κοινωνία και στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η στάση των κομμουνιστών
ΠΕΝΤΕ ΤΥΠΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ
Σε αντιδιαστολή με τις νεορεφορμιστικές προσεγγίσεις που απολυτοποιούν από την έννοια της εξουσίας την κυβέρνηση κι από την έννοια της κυβέρνησης την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ως προς την οποία η μόνη δυνατή στάση της Αριστεράς είναι η υποστήριξή της, η Διεθνής στο 4ο Συνέδριο προσδιορίζει με επιστημονική ακρίβεια αλλά και επαναστατική ευαισθησία πέντε τύπους εργατικής κυβέρνησης, έναντι των οποίων καθορίζει τη στάση των κομμουνιστών με γνώμονα το χαρακτήρα τους. Κοινή βάση αυτών των κυβερνήσεων είναι ότι κοινωνική βάση στήριξής τους είναι η εργατική τάξη. Ο ταξικός όμως χαρακτήρας αυτών των κυβερνήσεων καθορίζεται από την τάξη ή τμήμα της που κυριαρχεί στην κυβέρνηση και καθορίζει την πολιτική της. Αυτή η ιδιορρυθμία δεν χαρακτηρίζει την αστική κυβέρνηση που είναι πάντα και καπιταλιστική κυβέρνηση, δηλαδή όργανο του κεφαλαίου, ενώ η εργατική κυβέρνηση δεν είναι πάντα προλεταριακή κυβέρνηση, δεν υπηρετεί δηλαδή πάντα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Με αυτά τα κριτήρια το 4ο Συνέδριο καθόρισε τους ακόλουθους τύπους εργατικής κυβέρνησης.
«Πρώτη, φιλελεύθερη εργατική κυβέρνηση. Υπάρχει ήδη τέτοια κυβέρνηση στην Αυστραλία κι είναι εξίσου πιθανή στο αρκετά κοντινό μέλλον και στην Αγγλία.
Δεύτερη, σοσιαλδημοκρατική εργατική κυβέρνηση (Γερμανία). Τρίτη, εργατοαγροτική κυβέρνηση. Αυτό το ενδεχόμενο μπορούμε να το προβλέψουμε για τα Βαλκάνια, την Τσεχοσλοβακία κλπ. Τέταρτη, εργατική κυβέρνηση με συμμετοχή των κομμουνιστών.
Πέμπτη, πραγματική προλεταριακή κυβέρνηση που, στην καθαρότερη μορφή της, μόνο ένα κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να ενσαρκώσει».
Η Διεθνής έθετε την εργατική κυβέρνηση σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα μόνο στις αστικές κοινωνίες, όπου η κατάσταση ήταν πολύ λίγο ασφαλής και όπου ο συσχετισμός έθετε ως άμεση πολιτική ανάγκη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με το χαρακτήρα των εργατικών κυβερνήσεων, η Διεθνής θεωρούσε γι’ αυτές ότι:
Οι δύο πρώτοι τύποι εργατικής κυβέρνησης είναι κυβερνήσεις καμουφλαρισμένης συμμαχίας της μπουρζουαζίας και αντεπαναστατών εργατικών ηγετών. Οι κομμουνιστές δεν πρέπει να συμμετέχουν σε παρόμοιες κυβερνήσεις. Οι δύο άλλοι τύποι εργατικής κυβέρνησης, στις οποίες μπορούν να συμμετέχουν οι κομμουνιστές, δεν είναι ακόμη δικτατορία του προλεταριάτου, μπορούν όμως να αποτελέσουν μια αφετηρία για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας.
Μόνο μια εργατική κυβέρνηση συγκροτημένη από κομμουνιστές μπορεί να πραγματοποιήσει την πλήρη δικτατορία του προλεταριάτου. Αν, τηρουμένων των αναλογιών, μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αντιστοιχεί στο δεύτερο τύπο κυβέρνησης, οι κομμουνιστές, με τα κριτήρια της Διεθνούς, δεν θα πρέπει να συμμετάσχουν σε αυτήν... Λοιπόν, οι «νεολενινιστές» καλύτερα να μην επικαλούνται την Τρίτη Διεθνή...
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ
Κινδυνολογία και εκβιασμοί
Κινδυνολογία και εκβιασμοί
ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Η επίκληση του Λένιν και του ενιαίου εργατικού μετώπου της Τρίτης Διεθνούς στις νεορεφορμιστικές προσεγγίσεις είναι ανιστόρητη, αφού ταυτίζει θέσεις και πολιτικές σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, αλλά και στρεβλωτική. Δεν έχει ως στόχο την επιστημονική ανάλυση, το γόνιμο και καλοπροαίρετο διάλογο στο χώρο της Αριστεράς (που ασφαλώς είναι όχι μόνο θεμιτός, αλλά και ευπρόσδεκτος). Στόχος της είναι η εργαλειακή χρήση αυτών των εννοιών, όχι για να διερευνηθεί απλώς η δυνατότητα μιας αριστερής κυβέρνησης στις σύγχρονες ιστορικές συνθήκες, αλλά για να προσδιοριστεί ως μονόδρομος μια αριστερή κυβέρνηση τύπου ΣΥΡΙΖΑ και η υποστήριξή της βεβαίως από την επαναστατική Αριστερά, που καλείται να αφήσει το «αριστερόμετρο» και να κάνει πολιτική.
Τα πράγματα όμως είναι απλά. Ακριβώς επειδή το καπιταλιστικό σύστημα αντιμετωπίζει μιαν ιστορικά ανέκδοτη ίσως, δομική κρίση υπερσυσσώρευσης, που διαπερνά συνολικά τους αρμούς του καπιταλιστικού σχηματισμού, επιχειρεί να την ξεπεράσει με μια γιγαντιαία σε πλάτος και βάθος και μέσα από ανείπωτες κοινωνικές καταστροφές, επιχείρηση ανασυγκρότησης του νοσούντος συστήματος.
Γι’ αυτό, η κυρίαρχη σήμερα αντίθεση (μορφή της βασικής αντίθεσης) αντικειμενικά είναι: Με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση, που αν ευωδοθεί, θα μας οδηγήσει στον πιο βάρβαρο και ανορθόλογο καπιταλισμό ή με το αντικαπιταλιστικό, εργατικό, λαϊκό μέτωπο της αποτροπής αυτής της καταστροφικής ανασυγκρότησης, με σοσιαλιστική προοπτική σε κομμουνιστικό ορίζοντα, που είναι πλέον ιστορική ανάγκη; Στο άμεσο πλέον δίλημμα - μεταίχμιο της εποχής «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» καλούμαστε όλοι, ως πολιτικές δυνάμεις και ως πρόσωπα να τοποθετηθούμε. Ποιος - ποιον; Με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση ή την αντικαπιταλιστική ανατροπή και επανάσταση; Το αντικαπιταλιστικό μέτωπο μπορεί και είναι ανάγκη να υπερβεί τα όρια της αντικαπιταλιστικής πρωτοπορίας, που διαφυλάσσει τη σπίθα της επανάστασης ενάντια σε θεούς και δαίμονες και να αγκαλιάσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και του λαού, τις αριστερές δυνάμεις, που με τη μια ή την άλλη απόχρωση θα συνειδητοποιούν τους κινδύνους του καπιταλιστικού εκβαρβαρισμού, όλους τους ανθρώπους που η πίστη τους στην πρόοδο, η ανθρωπιά και η λογική τους τους αντιπαραθέτει στην καπιταλιστική «καταστροφή που μας απειλεί».
Η μικροαστική «μεσότητα» (δρόμος γκαμήλας) του «ναι μεν αλλά», δεν είναι θέση. Εξάλλου, η υποτιθέμενη ουδετερότητα στην όξυνση της κρίσης αναπόφευκτα, ανεξάρτητα από βούληση και αντίληψη, θα υπηρετεί τη μια ή την άλλη γραμμή.
Ας επανέλθουμε στο ζητούμενο. Οποιοσδήποτε άνθρωπος με την κοινή λογική και στοιχειώδη πολιτική πείρα, σε ποια πλευρά της αντικειμενικής αντίθεσης (καπιταλιστική ανασυγκρότηση - αντικαπιταλιστική ανατροπή) θα εντάξει τον ΣΥΡΙΖΑ; Μα αυτοεντάσσεται ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην «προοδευτική» εκδοχή της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, αφού το πρόγραμμά του εστιάζεται πλέον μεταξύ μιας «ρεαλιστικής, αποτελεσματικής και κοινωνικά δίκαιης σταθεροποίησης» και της επανόδου του κατώτερου μισθού στο πρότερο επίπεδο (αν και σε αυτό το ζήτημα, άλλα κελεύουν οι Δραγασάκης, Σταθάκης), δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση, σε ένα μίγμα νεοφιλελεύθερης - κεϋνσιανής διαχείρισης. Διατυπώνεται όμως και μια στρουκτουραλιστική αντίληψη περί προοδευτικής και συντηρητικής δομής ή μια πουλαντζιανή εκδοχή του κόμματος - σχέση (κατά το κράτος - σχέση).
Ηθικόν δίδαγμα: Αν βάλει και η Αριστερά το χεράκι της (την ψυχή της μάλλον) θα επικρατήσει η αριστερή δομή - πλευρά. Απάντηση: Βεβαίως στα κόμματα, περισσότερο στα μικροαστικά, αναπτύσσονται αντιθέσεις. Δεν είναι όμως αιώνιες και στατικές. Σήμερα, στον ΣΥΡΙΖΑ έχει κατά κράτος επικρατήσει η αστική πλευρά (θα ενισχυθεί και στις εκλογές) που συνολικά προσδιορίζει και τον ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη διαχείρισης του συστήματος. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτήν τη λογική μπορεί και η σύγχρονη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, γιατί όχι και το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, να θεωρηθούν πρόσφορα για αριστερή ανάπλαση...
ΠΡΙΝ 12/5/13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου