του
Θάνου Ανδρίτσου
Η Καθημερινή της τελευταίας Κυριακής συνοδεύτηκε από ένα άρθρο με πολύ βαρυσήμαντο τίτλο. «Τι πρέπει να κάνει η νεολαία». Υπογράφεται από τον γνωστό κ. Καλύβα, καθηγητή στο Yale, με συχνές παρεμβάσεις στις εφημερίδες, με πιο γνωστό ίσως το συκοφαντικό και...
υστερικό κείμενο εναντίον της εξέγερσης του Δεκέμβρη.
Αυτός λοιπόν ο κύριος αποφάσισε να γράψει ένα κείμενο με τέτοιο τίτλο. Αυτός αποφάσισε ότι είναι αυτός που θα υποδείξει στη νέα γενιά τι πρέπει να κάνει. Οποία ταπεινοφροσύνη!
Όμως η εποχή είναι τόσο σοβαρή που δεν αξίζει να χαθεί χρόνος για να γραφτεί ένα ολόκληρο κείμενο που να κριτικάρει άτομα σαν τον κ. Καλύβα. Ούτως ή άλλως η απίστευτη κενότητα του κυρίου αυτού και άλλων διάσημων «μυαλών» της κυρίαρχης πολιτικής, στα πανεπιστήμια, τους κολοσσούς των media και τις επιτροπές της κυβέρνησης, έχουν γίνει προ πολλού γνωστά στην ελληνική κοινωνία.
Ωστόσο δεν μπορεί να μένουν αναπάντητα αυτά που υποστηρίζει, διότι οι προτάσεις του δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά τους στόχους ή τα αποτελέσματα των ασκούμενων πολιτικών.
Η μέθοδος είναι γνωστή. Η πολιτική που ασκείται από τις κυβερνήσεις στο μεγαλύτερο κομμάτι του πλανήτη και εκφράζει τα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων, οδηγεί μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Και αν αυτό συνέβαινε εδώ και δεκαετίες, στα τελευταία χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης φτάνει στα όρια του αφανισμού ολόκληρων λαών.
Έτσι έρχονται διάφοροι γνωστοί «διανοητές» και «επιστήμονες», γλύφτες των απανταχού εξουσιών, θεωρητικοί υποστηρικτές των πιο μισητών πολιτικών , για να αλλάξουν την εικόνα της πραγματικότητας. Και βαφτίζουν το ψάρι- κρέας.
Η φτώχεια και η εξαθλίωση βαφτίζεται ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Τα μέτρα κοινωνικού μεσαίωνα γίνονται αναδιαρθρώσεις και μεταρρυθμίσεις. Η ανεργία και η ανασφάλεια είναι κινητικότητα και ευελιξία. Η διάλυση όλων των δημόσιων υπηρεσιών, εξορθολογισμός και εκσυγχρονισμός.
Και πάντοτε υπάρχουν διάφοροι κύριοι Καλύβες, Μόσιαλοι, Παπαδήμοι, που καμιά φορά αναλαμβάνουν και κυβερνητικά πόστα, ώστε να δώσουν την απαραίτητα επιστημονικότητα.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που πρέπει να κάνει η νεολαία, κατά τον κ. Καλύβα; Οι προτάσεις του είναι 3. Αυτοί που σπουδάζουν οφείλουν να συμμετάσχουν σε προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών και να πηγαίνουν Erasmus. Αυτό όχι για να περάσουν καλά, αλλά για να αυξήσουν την πιθανότητα να υλοποιήσουν την πρόταση 2 που είναι και η βασική.
Η μετανάστευση στο εξωτερικό. Βέβαια, η λέξη αυτή αποφεύγεται επιμελώς, ίσως γιατί θυμίζει το παρελθόν, ασπρόμαυρες φωτογραφίες με καράβια για την Αμερική.
Όχι, η ίδια εικόνα οφείλει να βαφεί με σύγχρονα χρώματα για να φαίνεται ότι έρχεται από το μέλλον. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου αξιοποιείται για να υπερασπιστεί τη φυγή των νέων προς το εξωτερικό. Για σπουδές, για δουλειά, για διακοπές, για οτιδήποτε. Δεν πρέπει να έχουμε ταμπού και παλαιομοδίτικες προκαταλήψεις, οι νέοι πρέπει χωρίς δισταγμό να φύγουν, ένας θαυμάσιος νέος κόσμος τους περιμένει, γεμάτος ευκαιρίες.
Η μετανάστευση σήμερα δεν είναι κατάρα αλλά ευλογία. Δεν είναι αναγκαστική διέξοδος μπροστά στην απουσία μέλλοντος στην μνημονιακή Ελλάδα, αλλά θετική επιλογή, πρέπει να το κάνεις με χαρά για να ξεφύγεις από τον επαρχιωτισμό και τη βαρεμάρα της ψωροκώσταινας και να κατακτήσεις τον πολιτισμένο κόσμο της Δύσης.
Τα πράγματα είναι δεδομένα. Η Ελλάδα πάει στον γκρεμό. Γιατί έφτασε εκεί δεν έχει σημασία. Αν μπορεί να φύγει από αυτόν επίσης.
Το θέμα δεν είναι να κρίνουμε τις ασκούμενες πολιτικές, να ζητάμε την ανατροπή τους ή να αναζητούμε διαφορετικές.
Το θέμα είναι να παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα τους σαν θετικά, σαν φοβερές ευκαιρίες που ο δαιμόνιος Έλληνας οφείλει να αρπάξει.
Αυτή είναι η συλλογιστική του κ. Καλύβα. «Σε όσους ισχυριστούν πως η φυγή νέων και ικανών ανθρώπων είναι αιμορραγία για τη χώρα, απαντώ πως είναι πολύ χειρότερη η σπατάλη τους και πως η μελλοντική αναβάθμιση της χώρας θα βασιστεί σε μεγάλο βαθμό και σε όσους σήμερα ανοίξουν τα φτερά τους, αποδράσουν από τη μιζέρια, μάθουν και δημιουργήσουν εκτός Ελλάδας.»
Και τι γίνεται με όσους μείνουν στην Ελλάδα; Έχει καμιά πρόταση για αυτούς ο κ. καθηγητής; Μάλλον χωρίς όρεξη, και επειδή ήταν υποχρεωμένος, διατυπώνει και μερικές γραμμές, βγαλμένες από ότι πιο προφανές και κοινότυπο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες τους, να είναι δημιουργικοί, να δουν την κρίση σαν ευκαιρία (sic), να αναζητούν την καινοτομία, να μην τα περιμένουν όλα έτοιμα κ.α. Βέβαια, ξεκαθαρίζει: Η παραμονή στη χώρα πρέπει να είναι η τελευταία επιλογή, αφού εξαντληθεί κάθε άλλη δυνατότητα.
Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει με πάρα πολλά αντεπιχειρήματα. Όπως για παράδειγμα το ότι ακούγεται αστείο να θεωρείται μια από τις προτάσεις για το μέλλον της νεολαίας το να πηγαίνουν μερικοί φοιτητές Erasmus, πράγμα που γίνεται εδώ και χρόνια και μπορεί να απευθυνθεί μονάχα στο κομμάτι των νέων στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Ή ότι στο εξωτερικό δεν σε περιμένει ένας επίγειος παράδεισος αλλά δαγκάνες εκμετάλλευσης. Ή και ακόμα περισσότερο ότι οι σπουδές στο εξωτερικό δεν είναι επιλογή που εύκολα μπορεί να πάρει το σύνολο της νεολαίας, ενώ και για εργασία οι δυνατότητες είναι συγκεκριμένες και όχι απεριόριστες.
Ακόμα περισσότερο κάποιος θα μπορούσε με ευκολία να χλευάσει τα βαρετά κελεύσματα διάφορων χορτάτων «φωστήρων» για τις ευκαιρίες που δεν πρέπει να πηγαίνουν χαμένες και για το μεγάλο δώρο που μας κάνει η κρίση γιατί μας μαθαίνει να μην τα περιμένουμε «όλα στο πιάτο».
Όμως, το κείμενο δεν έχει αυτό το στόχο. Γιατί το κείμενο του κ. Καλύβα δεν είναι μονάχα απλοϊκό ή χαζοχαρούμενο. Είναι πιο επικίνδυνο ακριβώς γιατί παρουσιάζει τις επιλογές μεταξύ των οποίων οφείλει, κατά το σύστημα, να επιλέξει η σημερινή νεολαία.
Το μέλλον σου είναι προδιαγεγραμμένο, το να αναζητάς μια διαφορετική πορεία είναι από ανούσιο ως παράνομο. Αν είσαι ένας από τους λίγους που θα τη βρει την άκρη στην Ελλάδα έχει καλώς: Ειδάλλως το μόνο που σου μένει είναι να φύγεις όσο μπορείς πιο μακριά και πιο γρήγορα, να φύγεις γιατί εδώ τα πράγματα καλύτερα δε θα γίνουν. Μόνο να γυροφέρνεις μέσα στη μιζέρια για όσο αντέξεις.
Πάρτο χαμπάρι. Δουλειές δεν έχει, λεφτά δεν έχει, μόρφωση δεν έχει, σπίτι δεν έχει, γκόμενα ή φίλους και αυτό με δυσκολία. Τι νόημα έχει να μένεις άλλο σε αυτό το κουτσουλιασμένο μέρος του κόσμου; Δε με βλέπεις εμένα, τον καθηγητή του Yale Στάθη Καλύβα. Έφυγα και την περνάω φίνα, και όποτε θέλω, γράφω και την άποψή μου στην Καθημερινή.
Βέβαια δεν με πειράζει τόσο η αυταρέσκεια του Καλύβα, όσο η τυραννία του μονόδρομου, της απουσίας εναλλακτικής, που θέλουν να μας επιβάλλουν. Και κάτι μου λέει ότι δεν είναι τυχαίο που το άρθρο αυτό βγαίνει μόλις λίγο πριν από τις εκλογές, δίπλα σε κείμενα του Πάσχου Μανδραβέλη που κατηγορούν την Αριστερά ότι ευθύνεται για ότι έχει πάει ο τόπος.
Το γράφει τώρα για να συνδέσει την απουσία μέλλοντος και την πρόταση για μετανάστευση με τις πιθανές εκλογικές επιλογές της νεολαίας. Γνωρίζει ότι τα αστικά κόμματα βρίσκονται στο ναδίρ της δημοτικότητας τους στη νέα γενιά καθώς και την αναζήτηση όλο και περισσότερων νέων προς την Αριστερά, ακόμα τις επαναστατικές- κομμουνιστικές ιδέες και φοβάται για το τι μπορεί να γίνει στην κάλπη. Επομένως, τι χρειάζεται να κάνω, σκέφτηκε; Να πείσω ότι εναλλακτική πραγματική δεν υπάρχει για την κοινωνία και τη νεολαία πέρα από το να φύγουμε όλοι από εδώ. Άρα δεν έχει και σημασία τι θα ψηφίσεις, γενικά δεν έχει και τόσο σημασία ότι και να κάνεις, πέρα από το να ψάχνεις χαρτιά και διαβατήρια.
Ε λοιπόν όχι, το κείμενο του Κ. Καλύβα δεν μπορεί να υποδείξει τι πρέπει να κάνει η νεολαία. Και γενικότερα, αυτό το σάπιο σύστημα, το γερασμένο και επικίνδυνο, δεν μπορεί να μας υποδείξει τους δρόμους που πρέπει να διαβούμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό που μας υποδεικνύει, είναι τελικά ακριβώς αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε.
Ο δρόμος της υποταγής, της απελπισίας, του ατομισμού, του «ο κάθε άνθρωπος είναι μόνος του και πρέπει να νοιάζεται για την πάρτη του», δεν είναι ένα από τα πολλά δρομάκια που μπορεί κάποιος απλά να αγνοήσει. Είναι ο αντίθετος δρόμος, είναι εμπόδιο για κάθε άλλη προοπτική, είναι ο σίγουρος τρόπος για να φτάσεις στην καταστροφή.
Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε σα μάθημα από ανθρώπους σαν τον Καλύβα, αλλά και από όλους όσους εκφράζουν, υποστηρίζουν ή υπηρετούν αυτό το σύστημα είναι ότι αυτό που μας προτείνουν είναι αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να κάνουμε.
Είδαμε που φτάσαμε με τις προτάσεις τους.
Το ερώτημα.
Υπάρχει όμως το ερώτημα του τι πρέπει τελικά να κάνει η νεολαία. Θα καταθέσω κάποιες σύντομες σκέψεις.
Η θέση της νέας γενιάς δεν μπορεί παρά να είναι με την ανατροπή, όχι μόνο του μνημονίου και των κομμάτων του μαύρου μετώπου αλλά και συνολικά της αντεργατικής πολιτικής και του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Γιατί; Μήπως, επειδή αυτή είναι η άποψη μου, επειδή έκατσε στο κεφάλι μερικών περίεργων; Δυστυχώς, όχι.
Η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα, ο καπιταλισμός παγκόσμια και ειδικά στην Ελλάδα, δεν έχει να προσφέρει τίποτα για τη νεολαία πέρα από μια ζωή γεμάτη πίκρα, ανασφάλεια και φτώχεια. Δεν πρόκειται μόνο για κάποια μέτρα, δεν πρόκειται μόνο για κάποια χρόνια μιας πολιτικής. Το ίδιο το σύστημα, βρίσκεται σε κρίση και μπορεί να προχωρήσει μόνο βγάζοντας από το παιχνίδι ολόκληρα εκατομμύρια ανθρώπους.
Παλιότερα έγινε με πολέμους και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όχι ότι αυτά αποκλείονται αλλά μέχρι στιγμής πιο θανατηφόρα αποδεικνύονται τα μνημόνια από τις βόμβες. Και αν οι μεγαλύτερες γενιές πέρασαν κάποια υποφερτά χρόνια, αν αισθάνονται συχνά ότι οι ευθύνες τους είναι μεγαλύτερες, και οι φόβοι τους δυσθεώρητοι, τι μπορεί να κρατά τη νεολαία υποταγμένη. Η υπόσχεση για κοινωνική καταξίωση, για ενσωμάτωση, για ένα λαμπρό μέλλον; Μα αφού, ούτε ένα ξεροκόμματο πια δεν περισσεύει.
Η νέα γενιά δεν έχει να περιμένει τίποτα από τον χρεωκοπημένο καπιταλισμό. Όχι ότι ο δρόμος του αγώνα και της επανάστασης είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά άλλος δεν υπάρχει. Γιατί, δεν έχει απέναντι της ένα νομοσχέδιο μόνο.
Έχει Για να επιβιώσει χρειάζεται ένα συνολικά διαφορετικό τοπίο, στο οποίο θα μπορεί να ζει, να σπουδάζει, να εργάζεται, να δημιουργεί. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται ρήξη, ανατροπή θεμελιωδών νόμων του ίδιου του καπιταλισμού, ενός συστήματος που βασίζεται στο κέρδος των πλουσίων πάνω από το αίμα των φτωχών.
Αυτό δεν είναι προφανώς, διαδικασία μιας ημέρας, ούτε αρκεί η επανάληψή του σαν βαρετή φρασεολογία για να γίνει. Περνάει μέσα από την μαχητική στάση σήμερα, από την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής, από τον καθημερινό αγώνα και φτάνει μέχρι το αύριο μιας νέα κοινωνίας ελευθερίας και ισότητας.
Όμως ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η νεολαία, δεν είναι έτοιμη ή και δεν είναι ικανή για να διεκδικήσει τα πάντα, για να αλλάξει αυτό το σκοτεινό τοπίο της εξαθλίωσης, να φτιάξει μια νέα ανθρώπινη κοινωνία; Ποιος μπορεί να μας πει ότι ο δρόμος προς την ανατροπή του καπιταλισμού έκλεισε, ότι μόνο λίγο να βολτάρουμε στην ελπίδα μπορούμε και μετά να επιστρέφουμε πίσω, στη φυλακή μας; Και ποιος μπορεί, τέλος, να πει ότι η νέα βάρδια των εργαζομένων δεν ήταν αυτή που έβλεπε πάντοτε το αύριο πιο κοντά, που πίστευε πιότερο στα ηρωικά ιδανικά του αγώνα, ότι εμπνεόταν μόνο με το μικρό, το μερικό, το άμεσο. Κανείς.
Γιατί η ιστορία- από τους ξεβράκωτος πιτσιρικάδες στο Παρίσι, μέχρι τα παλικάρια και τις κοπελιές στην Πετρούπολη, από τα αμούστακα παιδιά της ΕΠΟΝ, μέχρι τους κλεισμένους στο Πολυτεχνείο και από την Αθήνα του Αλέξη, μέχρι την πλατεία Ταχρίρ- έχει δείξει ότι το μέλλον μπορεί να έρθει και να είναι διαφορετικό, όταν αυτοί που μέλλουν να το ζήσουν, το αποφασίσουν.
Οι νέοι πρέπει να βρουν συγκεκριμένους δρόμους αγώνα, πρέπει να αναζητήσουν, να δημιουργήσουν και να συμμετάσχουν σε μορφές συλλογικής πάλης και διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους. Στους χώρους εκπαίδευσης και δουλειάς, στις γειτονίες, σε επιτροπές ανέργων κτλ.
Ακόμα περισσότερο, πιστεύω, πρέπει και μπορούν να στρατευτούν σε ένα μακροχρόνιο αγώνα, αλλαγής του οικονομικού και πολιτικού συστήματος, σε μια στράτευση επαναστατικής προοπτικής, μια στράτευση που εγώ τη θεωρώ κομμουνιστική.
Η εποχή μας τέτοια χρειάζεται.
Πίσω από το δάχτυλο μας.
Είναι μερικές φορές που η αφέλεια, ή συνήθως η ελπίδα μας τα πράγματα να είναι αλλιώς, φαίνεται πως κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, ελπίζοντας να είμαστε κρυμμένοι για πάντα.
Όμως, όσο και να το θέλουμε, αυτό δε μπορεί να συμβεί. Είναι κανείς που να πιστεύει πραγματικά ότι αυτό που περνάμε αυτή την περίοδο στην Ελλάδα μπορεί να σταματήσει εύκολα; Υπήρξε ποτέ άλλοτε στιγμή στην ιστορία που να πέρασε ο λαός άνετα πάνω από τα πανύψηλα βουνά που υψώνονται μπροστά του; Υπήρξε ποτέ περίοδος που να μπόρεσε, ακόμα και να περιορίσει, την επιθετικότητα των κυρίαρχων, χωρίς ένα λαϊκό, εργατικό κίνημα, πανίσχυρο, που να απειλεί για τη συνολική ανατροπή του καπιταλισμού; Μας διδάσκει τέτοια πράγματα η ιστορία μας;
Θα τερματιζόταν η τουρκοκρατία χωρίς την επανάσταση, θα χάνανε ποτέ οι Γερμανοί χωρίς την ηρωική ένοπλη αντίσταση στην Ελλάδα και διεθνώς, θα έπεφτε η χούντα χωρίς την αποφασιστικότητα του Πολυτεχνείου;
Σαφώς οι εποχές αλλάζουν, μπορεί να αλλάζουν και θα φανεί στην ιστορία και συγκεκριμένες μορφές, ωστόσο η βασική λογική παραμένει. Χωρίς μαζική, διαρκή, επαναστατική πάλη, της εργατικής τάξης και της νεολαίας, ο καπιταλισμός θα διαλύει ανενόχλητος της ζωές μας. Και αυτό γιατί, την εξουσία του, δεν την αντλεί μονάχα από τα κοινοβούλια, αλλά και από τα εργοστάσια, από τις τράπεζες, από τις ουρές που στεκόμαστε στον ΟΑΕΔ, από τη Χρυσή Ευκαιρία που παίρνουμε για να βρούμε δουλειά. Την αντλεί στο σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και άρα για να ανατρέψεις την εξουσία αυτή πρέπει να ανατρέψεις όλες τις μορφές και θεσμούς άσκησής της.
Δεν το γνωρίζουμε αυτό; Ή απλά ελπίζουμε ότι η κρίση είναι μια μπόρα που θα περάσει αργά ή γρήγορα; Ή θεωρούμε ότι αν βάλουμε το κεφάλι μας σαν τη στρουθοκάμηλο μέσα στο χώμα, μπορεί να το βγάλουμε μετά από λίγο και τα πάντα να είναι ήρεμα;
Αφού λοιπόν τα γνωρίζουμε όλα αυτά, δεν είναι αφέλεια που καταντά εγκληματική παραπληροφόρηση να δημιουργούμε αυταπάτες για εύκολους εκλογικούς περιπάτους προς ένα καλύτερο αύριο, όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Και από την άλλη, πώς θα γίνει αυτό όταν δεν δίνεις την ψυχή σου στους αγώνες και τις νίκες στο σήμερα, όταν περιχαρακώνεσαι και απομακρύνεσαι από μάχες, μιλώντας για μια άλλη κατάσταση σε ένα μακρινό μέλλον, όπως κάνει το ΚΚΕ;
Η νέα γενιά μπορεί να το καταλάβει αυτό, μέσα από τα ίδια της τα βιώματα. Γιατί είναι μια γενιά που, εκεί που μιλούσαν για «ανάπτυξη» αυτή έβλεπε το μεσαίωνα να έρχεται και τώρα που ήρθε η κρίση βρίσκεται ήδη στον Καιάδα.
Γιατί, σε αντίθεση με όσα ακούγονται, όχι μόνο δεν τα βρήκε όλα στρωμένα, αλλά αντιθέτως τα βρήκε όλα διαλυμένα. Καταλαβαίνει έτσι, ότι θέλει πολλά για να αλλάξει ο κόσμος. Το έδειξε αυτό, όταν ψηλάφησε το δικό της αύριο στα φοιτητικά αμφιθέατρα του 2006 και του 2007, στους δρόμους της Αθήνας το Δεκέμβρη του 2008, στα μαθητικά προαύλια και στις πλατείες.
Πες μου τι γίνεται με κείνα τα παιδιά.
Ο Γιάννης Αγγελάκας μιλούσε για εκείνα τα παιδιά που «αν και γεννιούνται κανονικά, δεν μεγαλώνουν κανονικά». Είναι στιγμή ξανά σήμερα, να μιλήσουμε για κείνα τα παιδιά που βρέθηκαν στη ζωή την «κανονική», της υποταγής, αλλά επέλεξαν τον άλλο το δρόμο της ανυπακοής.
Είναι πολλά, είναι εκατοντάδες χιλιάδες, είναι καθημερινά δίπλα.
Άλλοι προσπαθούν, άλλοι απογοητεύτηκαν, άλλοι τώρα αρχίζουν να ονειρεύονται. Άλλοι- λίγοι, δουλεύουν καθημερινά, άλλοι- οι περισσότεροι- προσπαθούν να βρουν κανά χαρτζιλίκι, άλλοι προσπαθούν να προχωρήσουν τις σπουδές τους. Άλλοι βρίσκονται ακόμα εδώ, άλλοι στο εξωτερικό.
Όλοι σκέφτονται, προβληματίζονται, αναζητούν, αναρωτιούνται, πως μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Πρέπει να μπει ένα τέλος στη διάλυση μιας ολόκληρης γενιάς. Πρέπει να πάει αλλιώς. Και αυτό περνάει από τον αγώνα, την αντισυστημική δράση και φτάνει στην πολιτική συμπόρευση. Μπορεί να χωρέσει αυτή η γενιά στα μαύρα μνημονιακά κόματα;
Μπορεί να χωρέσει στον Κουβέλη που θέλει να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ; Στα ακροδεξιά δεκανίκια του συστήματος, ΛΑΟΣ και Καμμένο, που άλλοτε το παίζουν μνημονιακά και άλλοτε αντιμνημονιακά. Η, ακόμα χειρότερα, σε ότι πιο σκοταδιστικό έχει αυτός ο τόπος, στους οπαδούς του Χίτλερ και τους γερμανοτσολιάδες της Χρυσής Αυγής. Προφανώς όχι.
Όμως ούτε και στα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς, μπορεί να χωρέσει. Στο παλαιολιθικό ΚΚΕ, που καταγγέλλει τη νεανική οργή και τον αυθορμητισμό, οραματιζόμενο ένα ψεύτικο σοσιαλισμό σαν αυτό που οικοδομήθηκε τον 20ο αιώνα. Ούτε όμως και στον ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ προσπαθεί να εγκολπώσει τη νεανική ανυπακοή, σπεύδει να δηλώσει υπάκουο στην Ε.Ε., το ευρώ, το σάπιο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα.
Μπορεί μήπως να σφυρίξει αδιάφορα, στις πιο σημαντικές εκλογές των τελευταίων δεκαετιών, στις εκλογές που θα δείξουν που κινείται η ελληνική κοινωνία μετά από δύο χρόνια μνημονιακής μαυρίλας; Μπορεί να επιλέξει το δρόμο της αποχής, της απάθειας;
Μα αυτός δεν είναι και ο δρόμος που μας καλεί να διαβούμε και ο κ. Καλύβας;
Ίσα ίσα, αυτή είναι πεμπτουσία της πρότασής του. Μην ασχολείστε με την πολιτική. Μην παίρνετε θέση. Φύγετε, κάντε την, δείτε την πάρτη σας και τίποτα άλλο. Ε, λοιπόν, αυτή τη συμβουλή τη γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια.
Και λέω ότι η νεολαία μόνο με την πολιτική μπορεί να έχει μέλλον. Όχι την πολιτική των λαμογιών, των κομματικών νεολαιών της καρέκλας και του ρουσφετιού, του πάρτυ και της χαζομάρας, αλλά την πολιτική της συλλογικής και ατομικής βελτίωσης, της πρόσδεσης του προσωπικού σου ονείρου με ένα συλλογικό. Και αν η πολιτική των κυβερνητικών νεολαιών δυσκολεύεται σήμερα κάτι να τάξει στη νέα γενιά, η άλλη πολιτική μπορεί να υποσχεθεί τον κόσμο ολόκληρο.
Δεν είναι η στιγμή για να κρυβόμαστε το είπαμε από την αρχή. Είναι η στιγμή για να πάρουμε θέση. Και εγώ παίρνω θέση. Όχι γιατί είμαι σίγουρος για τα πάντα, αλλά γιατί είμαι σίγουρος ότι θα χάσω τα πάντα αν αφήσω τις μέρες να περνούν και εγώ απλά να τις βλέπω.
Γιατί υπάρχει άλλος δρόμος
Ο δρόμος, ο ανατρεπτικός και αντικαπιταλιστικός, περνάει μέσα από τον αγώνα, περνάει και μέσα από τις εκλογές.
Περνάει πρώτα και κύρια από την στράτευση στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Και είναι ο άλλος δρόμος που πρέπει να διαβούμε, ο δρόμος της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, ο δρόμος της στήριξης και υπερψήφισης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Θάνος Ανδρίτσος,
μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου