1. Το ΚΚΕ ζητά...
συγνώμη από τον ελληνικό λαό για τις πρόσφατες αποφάσεις του με τις οποίες αρνήθηκε να αποκαταστήσει κομματικά τον Άρη Βελουχιώτη, λόγω της μη πειθαρχίας του στη συμφωνία της Βάρκιζας και της από μέρους του παραβίασης του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.Όπως τόνισε επεξηγηματικά στη συνεδρίαση η Α. Παπαρήγα, ο ίδιος ο Λένιν διαβεβαίωνε ότι η ανώτατη αρχή του κόμματος είναι η επαναστατική σκοπιμότητα, και ότι ο τυπικός δημοκρατισμός πρέπει να υποτάσσεται σε αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές κριτήριο για τη στάση των κομμουνιστών δεν μπορεί να αποτελεί ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, η συμμόρφωση με την άποψη της πλειοψηφίας και της ηγεσίας, αλλά η επαναστατική σκοπιμότητα, η συμμόρφωση με το αντικειμενικό συμφέρον του κινήματος. Ο Άρης απέναντι στον τυπικό δημοκρατισμό, υπεράσπισε την επαναστατική σκοπιμότητα, να ανατραπεί η γραμμή της Βάρκιζας για να σωθεί το κίνημα από την καταστροφή, και γι’ αυτό κομματικά είχε δίκιο.
Πάνω στο ζήτημα αυτό, η ΓΓ του ΚΚΕ διάβασε στη συνεδρίαση την εξής διαφωτιστική δήλωση του Λένιν τις παραμονές του 10ου Συνέδριου των Μπολσεβίκων, από την οποία προκύπτει ότι η άρνηση εφαρμογής της κομματικής γραμμής όταν η γραμμή είναι καταστροφική για τον κίνημα αποτελεί όχι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον των κομμουνιστών:
«Αν όμως υπάρχουν ριζικές και βαθιές διαφωνίες αρχών… μήπως αυτές δεν δικαιολογούν ακόμη και τις πιο έντονες και φραξιονιστικές εκδηλώσεις; Αν πρέπει να πει κανείς κάτι το καινούργιο και το ακατανόητο αυτό δεν δικαιολογεί κάποτε ακόμη και τη διάσπαση; Φυσικά τη δικαιολογεί, όταν οι διαφωνίες είναι πραγματικά εξαιρετικά βαθιές και αν δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο τρόπο η διόρθωση της λαθεμένης κατεύθυνσης της πολιτικής του Κόμματος ή της εργατικής τάξης» (Λένιν, «Άπαντα», εκδ. ΣΕ, τόμος 42, σελ. 275).
Η ίδια ανέφερε ως έμπρακτη κατάδειξη αυτού τη στάση του ίδιου του Λένιν τις παραμονές του Οκτώβρη όταν είχε υποβάλει την παραίτηση του από την Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων, με το επιχείρημα ότι η καθυστέρηση και η ταλάντευσή τους στο θέμα της κατάληψης της εξουσίας θα κατέστρεφε την επανάσταση.
«Ενόψει του γεγονότος», έγραφε ο Λένιν, «ότι η Κεντρική Επιτροπή έχει αφήσει αναπάντητες τις διαρκείς απαιτήσεις μου για μια τέτοια πολιτική [άμεσης κατάληψης της εξουσίας]… είμαι υποχρεωμένος να υποβάλω την παραίτησή μου από την Κεντρική Επιτροπή, πράγμα το οποίο κάνω με το παρόν, διατηρώντας για τον εαυτό μου ελευθερία προπαγάνδας ανάμεσα στα απλά μέλη του Κόμματος και στο Κομματικό Συνέδριο. Γιατί είναι η βαθιά πεποίθησή μου ότι αν “περιμένουμε” για το Συνέδριο των Σοβιέτ, θα καταστρέψουμε την επανάσταση» (Λένιν, «Η κρίση έχει ωριμάσει»).
Η στάση του Άρη, κατέληξε η Α. Παπαρήγα, συμπίπτει με αυτό το πραγματικά επαναστατικό, κομμουνιστικό πρότυπο του Λένιν. Αποτελεί το υψηλότερο παράδειγμα επαναστατικής και κομμουνιστικής στάσης στην ιστορία του ΚΚΕ, που πρέπει να χρησιμεύει σαν πρότυπο για όλα τα μέλη του. Γι’ αυτό επιβάλλεται να παραδεχτούμε σήμερα ότι ο Άρης είχε δίκιο όχι μόνο πολιτικά αλλά και κομματικά και η δική μας στάση επί δεκαετίες ήταν λαθεμένη και αντίθετη προς τις κομματικές αρχές. Ότι δεν είναι ο Άρης που δεν επιτρέπεται να αποκατασταθεί κομματικά, αλλά εμείς χρειάζεται να διαγραφούμε από το Κόμμα.
Ταυτόχρονα, η ΓΓ του ΚΚΕ άσκησε οξεία κριτική στις απόψεις του Δ. Γόντικα σε πρόσφατο άρθρο του για την ανάγκη άνευ όρων «υποταγής στο κόμμα», κοκ. Το καθήκον των κομμουνιστών, είπε, δεν είναι γενικά να υποτάσσονται στο κόμμα, αλλά να συνεισφέρουν στην υπόθεση της επανάστασης. Το κόμμα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο, εργαλείο για την προώθηση της επανάστασης και διατηρεί την αξία του μόνο εφόσον έμπρακτα ανταποκρίνεται σε αυτό το σκοπό. Και αυτή η ανταπόκριση δεν διασφαλίζεται με την υποταγή σε οτιδήποτε, αλλά πρώτα και κύρια με την αναγνώριση και επιβεβαίωση των υψηλών επαναστατικών παραδειγμάτων, κορυφαίο ανάμεσα στα οποία είναι εκείνο του Άρη.
2. Το ΚΚΕ ζητά επίσης συγνώμη από τον ελληνικό λαό για την απόφαση αποκατάστασης του Ζαχαριάδη, ως μεγάλου δήθεν και πιστού κομμουνιστή ηγέτη.
Η ιστορική αλήθεια, εκτίμησε η ΓΓ του ΚΚΕ, είναι ότι ο Ζαχαριάδης διαδραμάτισε έναν καταστροφικό ρόλο στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας, που τον καθιστά παράδειγμα προς αποφυγή για τους κομμουνιστές.
Ο Ζαχαριάδης φέρει καθοριστική ευθύνη για τα λάθη που οδήγησαν στον εμφύλιο και τη συντριβή του κινήματος μετά την απελευθέρωση, όπως η αποκήρυξη του Άρη Βελουχιώτη και η συνέχιση της γραμμής της Βάρκιζας στα 1945, όταν το καθεστώς δεν είχε ακόμη εδραιωθεί. Η αποχή από τις εκλογές του 1946 και η απόφαση για το δεύτερο αντάρτικο του ΔΣΕ ήταν δυο τυχοδιωκτικές επιλογές του Ζαχαριάδη, οι οποίες δεν έπαιρναν υπόψη το νέο, αρνητικό εσωτερικό και διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Έχοντας καταδικάσει με αυτές το κίνημα στην ήττα, ο Ζαχαριάδης φρόντισε να την κάνει όσο γινόταν πιο συντριπτική με την καταδίκη του Τίτο στη ρήξη του με το Στάλιν και την απόκρουση της θέσης του Βαφειάδη για ευέλικτες αντάρτικες ομάδες, δυο ενέργειες που στέρησαν τον αγώνα του ΔΣΕ από κάθε εξωτερική υποστήριξη και από μια ρεαλιστική τακτική στο εσωτερικό της χώρας.
Πέρα όμως από τα λάθη, ο Ζαχαριάδης ευθύνεται κυρίως για το ανώμαλο καθεστώς που δημιούργησε και εμπέδωσε στο ΚΚΕ, σύμφωνα με το γενικό σταλινικό πρότυπο. Ένα καθεστώς χαρακτηριζόμενο από την ανάδειξη των μετριοτήτων και των αριβιστών, την κατάπνιξη της κριτικής, της μαρξιστικής, διαλεκτικής σκέψης και της σοβαρής ανάλυσης των προβλημάτων. Ως αποτέλεσμα, το ΚΚΕ όχι μόνο δεν μπόρεσε να προσφέρει επαρκή καθοδήγηση στο Εαμικό Κίνημα, αλλά δεν έγινε ποτέ ένα πραγματικά μαρξιστικό κόμμα.
Αποκορύφωμα της ζαχαριαδικής ανωμαλίας ήταν οι διώξεις και η σπίλωση έντιμων αγωνιστών μετά την ήττα στον εμφύλιο. Με την τυπική σταλινική μέθοδο της κατασκευής αποδιοπομπαίων τράγων, ο Ζαχαριάδης οργάνωσε την 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το 1950. Εκεί εμφάνισε σαν εχθρούς του ΚΚΕ και υπαίτιους για την ήττα αγωνιστές όπως ο Άρης Βελουχιώτης και ο Πετσόπουλος, που είχαν υπερασπιστεί την τιμή του ΚΚΕ και του κινήματος. Η εξόντωση του Καραγιώργη, που στιγμάτισε στην πλατφόρμα του το ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς, αλλά και πλειάδας άλλων αγωνιστών, είναι ένα στυγερό έγκλημα της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Ο Ζαχαριάδης φέρει καίρια ευθύνη για την απώλεια του Μπελογιάννη, αφού με τη διάψευση της επιστολής Πλουμπίδη στέρησε κάθε ελπίδα για τη σωτηρία του, αλλά και για τη, στη συνέχεια, συνειδητή συκοφάντηση του Πλουμπίδη ως «χαφιέ» με στόχο τη συγκάλυψη των ευθυνών του.
Η ΚΕ του ΚΚΕ θέλει να απολογηθεί με την ευκαιρία για τις αντίθετες, εξωπραγματικές και καιροσκοπικές εκτιμήσεις του ΚΚΕ πάνω σε αυτά τα καίρια θέματα της ιστορίας του Κόμματος. Οι εκτιμήσεις αυτές, διατυπωμένες στο κομματικό «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918-49» και την πρόσφατα εκδομένη συνέχειά του, εμφανίζουν την πορεία του Κόμματος από το 1945 ως το τέλος του εμφυλίου ως μιας πορεία επαναστατικής ανασύνταξης και πάλης για την εξουσία, που παρά τις όποιες αδυναμίες της μπορεί να καθοδηγεί το Κόμμα και για τις τωρινές μάχες του κινήματος. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν ανέξοδες επαναστατικές ρητορείες. Παρακάμπτουν και συγκαλύπτουν συνειδητά τα πραγματικά δεδομένα της τότε κατάστασης, όπως ο αλλαγμένος διεθνής συσχετισμός, η αρνητική στάση της ΕΣΣΔ και του ίδιου του Στάλιν, κ.λπ., που έκαναν απαγορευτική την πάλη για την εξουσία στο δοσμένο διάστημα, απαιτώντας μια ρεαλιστική πολιτική διαφύλαξης των δυνάμεων του κινήματος και κατάκτησης μιας πραγματικής αστικής δημοκρατίας.
Γεγονότα όπως η αναγνώριση της κυβέρνησης του βασιλιά Γεώργιου στο Κάιρο όταν είχε δημιουργηθεί στο βουνό η ΠΕΕΑ, η κυβέρνηση του ΕΑΜ και ο εκθειασμός της συμφωνίας της Βάρκιζας από τον Μολότοφ, το δεξί χέρι του Στάλιν (Γ. Ιωαννίδης, «Αναμνήσεις», στη συλλογή «Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας», σελ. 362-63 και 367 αντίστοιχα)· το τηλεγράφημα του Στάλιν στον Τσόρτσιλ, όπου ο Στάλιν δήλωνε ρητά πως η Σοβιετική Ένωση «αναγνωρίζει τη σημασία της Ελλάδας για την ασφάλεια της Μεγάλης Βρετανίας» («Stalin’s Correspondence with Churchill, Atlee, Roosevelt and Truman, 1941-45», επίσημη σοβιετική έκδοση, Foreign Languages Publishing House/Lawrence & Wishart, Μόσχα-Λονδίνο 1958, τόμ. 1, σελ. 331) – όλα αυτά και πολλά ακόμη πιστοποιούν ότι η σταλινική γραφειοκρατία δεν ήθελε τη νίκη του Εαμικού Κινήματος. Σύμφωνα με την πάγια συνήθειά τους, ο Στάλιν και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν το κίνημα ως διαπραγματευτικό χαρτί με τους ιμπεριαλιστές και για να δικαιολογήσουν, με το δεύτερο αντάρτικο του ΔΣΕ, το πέρασμα στον ψυχρό πόλεμο και τις διώξεις στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Η υποκριτική άρνηση των ιστορικών γεγονότων σχετικά με τη Γιάλτα, κ.λπ., από την ιστοριογραφία του Κόμματος, έχει σαν στόχο να κρύψει τον ανάλογο ρόλο της ζαχαριαδικής ηγεσίας στη χώρα μας, τις καταστροφικές συνέπειες που είχε η ταύτισή της με το σταλινισμό, τον άθλιο ρόλο των καιροσκόπων όπως ο Σιάντος, που απομάκρυναν τις καλύτερες δυνάμεις του ΕΛΑΣ από την Αθήνα και έδωσαν τη μάχη με το χειρότερο δυνατό τρόπο, βασιζόμενοι σε μετριότητες τύπου Μάντακα και Χατζημιχάλη.
Οι κομμουνιστές δεν επιτρέπεται να παίζουν με την επανάσταση: καθήκον τους είναι να προχωρούν στον αγώνα για την εξουσία μόνο όταν εμφανίζεται ως ρεαλιστική δυνατότητα από τα ίδια τα πράγματα. Για το Εαμικό Κίνημα η στιγμή που μπορούσε να καταληφθεί η εξουσία, ήταν το 1944-45, όταν είχε τα όπλα στα χέρια του και πρακτικά ηγεμόνευε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας· όχι το 1946, ούτε το 1947, όταν τα όπλα είχαν παραδοθεί, η αντίδραση είχε εδραιωθεί και οι Αγγλοαμερικάνοι είχαν αναλάβει τη χώρα. Πέρα από τους εξωτερικούς δυσμενείς παράγοντες, το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν συντριπτικά σε βάρος του ΔΣΕ πιστοποιεί ότι ο λαός, κουρασμένος από τις κακουχίες του πολέμου και απογοητευμένος από την πλήρη αποτυχία της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ το Δεκέμβρη και τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας, δεν ακολούθησε ούτε ήταν έτοιμος για ένα νέο ξεσηκωμό. Αυτό ήταν κάτι που θα έπρεπε να το προβλέψει και να το λάβει υπόψη κάθε σοβαρή ηγεσία, κατανοώντας ότι οι συνθήκες μετά το 1946 δεν ήταν ευνοϊκές για ένα νέο ένοπλο αγώνα.
3. Το ΚΚΕ αισθάνεται υποχρέωση να ζητήσει συγνώμη από τον ελληνικό λαό για τη σταλινική του στροφή των τελευταίων χρόνων, με την οποία παραμέρισε πρακτικά τελείως τον Μαρξ και τον Λένιν, εξυψώνοντας τον Στάλιν σε πρότυπο κορυφαίου επαναστάτη.
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι ο Στάλιν δεν ήταν ποτέ ένας κορυφαίος επαναστάτης, ούτε πραγματικός κομμουνιστής. Ο Στάλιν ήταν κατά βάση ένας ικανός τεχνοκράτης και μ’ αυτή την ιδιότητά του έπαιξε ένα δευτερεύοντα οργανωτικό ρόλο στην ηγεσία των Μπολσεβίκων τον Οκτώβρη. Του έλειπαν όμως εντελώς η επαναστατική συγκρότηση, η μαρξιστική μόρφωση και το ταξικό πολιτικό κριτήριο που πρέπει να διακρίνουν τους κομμουνιστές ηγέτες. Στη βαθύτερη συγκρότησή του ήταν ένας άχρωμος, ωμός και αντιδραστικός μικροαστός γραφειοκράτης.
Ο ίδιος ο Λένιν πρότεινε στη «Διαθήκη» του την απομάκρυνση του Στάλιν από την ηγεσία, προβλέποντας τη μελλοντική από μέρους του κατάχρηση της εξουσίας. Ταυτόχρονα, στο άρθρο του «Για το ζήτημα των εθνικοτήτων ή της αυτονόμησης», γραμμένο με αφορμή τις εθνικιστικές, μεγαλορωσικές εκδηλώσεις του Στάλιν και του Τζερζίνσκι στη Γεωργία, ο Λένιν είχε αναφερθεί στην επιβίωση στη σοβιετική κρατική μηχανή της βάρβαρης κληρονομιάς του τσαρισμού, αναλύοντας πώς τα γνωρίσματα του Στάλιν θα τον έκαναν εκφραστή αυτών των ξένων και εχθρικών στο σοσιαλισμό τάσεων.
«Ο κρατικός μηχανισμός που αποκαλούμε δικό μας», έλεγε ο Λένιν, «είναι στην πραγματικότητα εντελώς ξένος προς εμάς· είναι ένα αστικό και τσαρικό μείγμα… Είναι εντελώς φυσικό ότι σε τέτοιες συνθήκες η “ελευθερία αποχωρισμού από την ένωση”… θα είναι σκουπιδόχαρτο, ανίκανο να προστατέψει τους μη Ρώσους από την επίθεση εκείνου του αληθινού Ρώσου, του Μεγαλορώσου σοβινιστή, στην ουσία παλιανθρώπου και τυράννου που είναι ο τυπικός Ρώσος γραφειοκράτης».
Και αφού σημείωνε ότι «η πολιτική ευθύνη για όλη αυτή την πραγματικά μεγαλορωσική εθνικιστική καμπάνια πρέπει να αποδοθεί ασφαλώς στον Στάλιν και στον Τζερζίνσκι», ο Λένιν χαρακτήριζε τον Στάλιν, με αφορμή τις κατηγορίες που εκτόξευε ο τελευταίος για «σοσιαλεθνικισμό» όσων υπεράσπιζαν τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, ένα σκαιό σοβινιστή και αντιδραστικό: «Ο Γεωργιανός που… πετά αφρόντιστα κατηγορίες για “εθνικό σοσιαλισμό” (ενώ είναι ο ίδιος ένας πραγματικός και αληθινός “σοσιαλεθνικός” και μάλιστα ένας χυδαίος Μεγαλορώσος χωροφύλακας), παραβιάζει, στην ουσία, τα συμφέροντα της προλεταριακής ταξικής αλληλεγγύης».
Η ιστορία, εκτίμησε στην εισήγησή της η Α. Παπαρήγα, επιβεβαίωσε δραματικά τις προβλεπτικές αυτές κρίσεις του Λένιν. Τα γνωρίσματα του Στάλιν, όπως η αρχομανία, η απολυτότητα και η στενότητα αντίληψης, τον έκαναν πράγματι έναν ιδανικό εκφραστή των ημιμαθών γραφειοκρατών του μηχανισμού. Στην πορεία, οικοδόμησε μια απολυταρχική εξουσία παραμερίζοντας τις άλλες ομάδες στο κόμμα και προώθησε κατευθύνσεις ξένες και βλαπτικές για την υπόθεση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Οι καταστροφές του κινήματος στην Κίνα, τη Γερμανία και την Ισπανία κατά το Μεσοπόλεμο, η χρεοκοπία και διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τα αμέτρητα θύματα της κολεκτιβοποίησης και των εκκαθαρίσεων στην ΕΣΣΔ, οι εκατόμβες κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της πλημμελούς προετοιμασίας της ΕΣΣΔ και των στρατιωτικών ερασιτεχνισμών του Στάλιν, η καταστροφή μεταπολεμικά των επαναστατικών δυνατοτήτων σε αρκετές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η αποδιάρθρωση του μαρξισμού και η καταδυνάστευση της επιστήμης και της τέχνης, αποτελούν μερικές μόνο από τις αρνητικές συνέπειες της κυριαρχίας του σταλινισμού. Δεν ήταν μικρότερη η ηθική ζημιά που προκάλεσε δυσφημώντας με τα έργα του τις ιδέες του σοσιαλισμού και επιτρέποντας στην αντίδραση να εμφανίζει τα εγκλήματά του ως συνέπειες της επανάστασης.
Αυτό φυσικά δεν δικαιώνει τις θεωρίες περί «ολοκληρωτισμού» και «κόκκινου και μαύρου φασισμού»• πιστοποιεί μόνο πως ο σταλινισμός ήταν ένα ξένο και εχθρικό ρεύμα προς το κομμουνιστικό κίνημα. Ούτε αναιρεί ή αμαυρώνει τη θυσία εκείνων των έντιμων αγωνιστών και των ηγετικών μορφών στο κομμουνιστικό κίνημα, από τον Άρη Βελουχιώτη ως τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη, που έδωσαν υψηλά παραδείγματα στον αγώνα ενάντια στην αντίδραση και το φασισμό, έστω και χωρίς μια πλήρη κατανόηση της κατάστασης. Όπως υπογράμμισε η ΓΓ του ΚΚΕ, τις θυσίες των αγωνιστών τις αμαυρώνουν αντίθετα εκείνοι που αρνούνται να βγάλουν τα αναγκαία διδάγματα της ιστορίας και αναπαράγουν τις λογικές που οδήγησαν στα λάθη και τα εγκλήματα του παρελθόντος.
4. Το ΚΚΕ αισθάνεται ιδιαίτερα την υποχρέωση να ζητήσει συγνώμη από την εργατική τάξη για τις άθλιες και ψευδολόγες κρίσεις του ενάντια στους πρωταγωνιστές της Οκτωβριανής Επανάστασης, τις οποίες υιοθέτησε στο 18ο Συνέδριο και προβάλλει κατά κόρο στη φιλολογία του. Οι εκτιμήσεις αυτές, περί εξαγοράς και στράτευσης δήθεν του Τρότσκι, του Μπουχάριν και των άλλων Μπολσεβίκων ηγετών στις ξένες μυστικές υπηρεσίες και τους ναζί δεν είναι μόνο ψευδείς, συκοφαντικές και αστήρικτες απέναντι στους ίδιους τους ηγέτες του Οκτώβρη, αλλά και ατιμωτικές απέναντι στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Εισηγούμενη αυτό το θέμα, η Α. Παπαρήγα στάθηκε ιδιαίτερα στις ειλικρινείς αυτοκριτικές κρίσεις του Τρότσκι για τα κατά καιρούς λάθη του, διατυπωμένες το 1940, λίγους μήνες πριν δολοφονηθεί από έναν πράκτορα του Στάλιν. Αναφερόμενος στο Μπλοκ του Αυγούστου, που είχε συμπήξει το 1912 με τους Μενσεβίκους και τους υπεραριστερούς Μπολσεβίκους της ομάδας Βπεριόντ ενάντια στον Λένιν, ο Τρότσκι έλεγε:
«Εγώ συμμετείχα δραστήρια σε αυτό το μπλοκ. Με μια ορισμένη έννοια το δημιούργησα εγώ… Σχημάτισα το επεισοδιακό αυτό μπλοκ που το αποτελούσαν διάφορα ετερογενή στοιχεία και που κατευθυνόταν ενάντια στην προλεταριακή πτέρυγα του Κόμματος… Ο Λένιν απέδειξε ότι εφόσον δεν συμφωνούσα πολιτικά ούτε με τους μενσεβίκους, ούτε με τους οπαδούς του Βπεριόντ, η πολιτική μου ήταν τυχοδιωκτική. Αυτό ήταν βαρύ αλλά ήταν αληθινό» (Λεόν Τρότσκι, «Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού», εκδ. Αλλαγή, σελ. 201-02).
Κάποιος που με τόσο έντιμο τρόπο μιλούσε για τα λάθη του, αποκλείεται να ήταν πράκτορας του εχθρού ή προβοκάτορας. Το ίδιο ισχύει, πρόσθεσε η ΓΓ του ΚΚΕ, αναφορικά με τον Μπουχάριν, ο οποίος στη διάρκεια της φυλάκισής του και πριν την εκτέλεσή του έγραψε τα καλύτερα και πιο ώριμα θεωρητικά μαρξιστικά έργα του. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν προφανώς δυνατό αν είχε πουληθεί στους ναζί και τους ιμπεριαλιστές. Και ισχύει επίσης για όλες τις σημαντικές φυσιογνωμίες του Κόμματος, των οποίων οι ομολογίες αποσπάστηκαν με πιέσεις και βασανιστήρια.
Είναι πιθανό, συνέχισε η ίδια, ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν και οι άλλοι Μπολσεβίκοι να έκαναν λάθη, καμιά φορά μάλιστα και σημαντικά. Αυτά όμως δεν έχουμε τα φόντα να τα κρίνουμε εμείς. Γιατί αν πιστοποιούν κάτι οι κρίσεις μας για τους ηγέτες του Οκτώβρη είναι πως εμείς οι ίδιοι, η τωρινή ηγεσία του ΚΚΕ, είμαστε ένα συνολικό λάθος.
Οι κρίσεις αυτές, όντας αντιδραστικές και αντικομμουνιστικές, πιστοποιούν μόνο τη δική μας απαξία. Αν εμείς θέλαμε να προβούμε σε κρίσεις για τον Τρότσκι, θα έπρεπε να καθοδηγήσουμε πρώτα το δικό μας Οκτώβρη με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο που το έκαναν αυτός και οι άλλοι Μπολσεβίκοι το 1917. Και θα έπρεπε επίσης να τοποθετηθούμε πρώτα με την ίδια ειλικρίνεια απέναντι στα δικά μας λάθη. Εμείς όμως όχι μόνο δεν το κάναμε ποτέ, αλλά στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας μας υπογράψαμε Βάρκιζες και το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε σήμερα είναι να δικαιώνουμε τους πρωταγωνιστές των συμφορών του κινήματος όπως ο Ζαχαριάδης, αδιαφορώντας πλήρως για το αν έτσι προετοιμάζουμε ανάλογες συμφορές στο μέλλον. Γι’ αυτό εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να μιλάμε για τα λάθη του Τρότσκι.
Με το να μιλάμε απαξιωτικά για τον Τρότσκι ή τον Μπουχάριν, καταδεικνύουμε μόνο τη δική μας ασημαντότητα. Την καταδεικνύουμε όμως υποκριτικά, με την ανάπηρη αυτό-μεγάλυνση των δήθεν, που παραμερίζουν ό,τι έχει ιστορική αξία, μόνο και μόνο για να αυτοεπιβεβαιωθούν. Σήμερα είναι η στιγμή να παραδεχτούμε αυτή την ασημαντότητά μας θετικά και έντιμα. Να παραδεχτούμε, δηλαδή, ότι εμείς, οι γραφειοκράτες του μηχανισμού, δεν έχουμε τα φόντα της ηγεσίας και ότι ακριβώς η προσπάθειά μας να σφετεριστούμε την ηγεσία είναι αυτή που μας κάνει να φαινόμαστε μηδαμινοί και προκάλεσε όλες τις ήττες και τα δεινά του κινήματος, κατέληξε η ΓΓ του ΚΚΕ.
5. Το ΚΚΕ θεωρεί χρέος του απέναντι στην εργατική τάξη να ζητήσει συγνώμη για τις θέσεις που υιοθέτησε μετά το 1991 σχετικά με την Περεστρόικα, ότι ήταν δήθεν «αντεπανάσταση» και διαδικασία «παλινόρθωσης του καπιταλισμού» και ότι η τελευταία σοβιετική ηγεσία «πουλήθηκε στους ιμπεριαλιστές».
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι η Περεστρόικα ήταν και όφειλε να είναι μια στρατηγική υποχώρηση του κινήματος όπως η ΝΕΠ επί Λένιν, η οποία επέτρεπε τη λειτουργία του καπιταλισμού και της αγοράς μέσα σε όρια σε ορισμένους τομείς της οικονομίας. Αυτή η υποχώρηση έγινε αναγκαία λόγω των συσσωρευμένων αντιθέσεων της περιόδου της σταλινικής και μπρεζνιεφικής στασιμότητας και της καθυστέρησης της σοβιετικής οικονομίας, που δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό με τον ιμπεριαλισμό. Το λάθος της ηγεσίας Γκορμπατσόφ ήταν ότι δεν μίλησε ανοικτά για υποχώρηση ούτε εξήγησε τους λόγους που την έκαναν αναγκαία, αλλά έκρυψε το χαρακτήρα της κίνησης και τους κινδύνους της με το λαθεμένο σύνθημα «περισσότερος σοσιαλισμός». Από αυτό και τη μη αποκατάσταση του Τρότσκι (με παράλληλη κριτική των όποιων λαθών του) πιάστηκαν οι γραφειοκράτες του μηχανισμού και οργάνωσαν το πραξικόπημα του Αυγούστου 1991, που άνοιξε το δρόμο για τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Διατυπώνοντας τις παραπάνω εκτιμήσεις η Α. Παπαρήγα στάθηκε με μεγάλο σεβασμό στις αναλύσεις του Λένιν που τεκμηρίωναν την ιστορική αναγκαιότητα της ΝΕΠ:
«Δεν υπάρχει ακόμη», έλεγε ο Λένιν, «οικονομική βάση του σοσιαλισμού. Σε τι συνίσταται αυτή; Στην ανταλλαγή εμπορευμάτων με την αγροτιά… Υποχωρούμε (δεν θα φοβηθούμε να το παραδεχτούμε· δεν είναι φοβερή η υποχώρηση, φοβερές είναι οι ψευδαισθήσεις και οι αυταπάτες, ολέθριος είναι ο φόβος της αλήθειας) – προς τι;;; προς τον κρατικό καπιταλισμό (εκχωρήσεις)· προς το συνεταιριστικό καπιταλισμό· προς τον ιδιωτικοοικονομικό καπιταλισμό… Το προλεταριακό κράτος, χωρίς να αλλάξει την ουσία του, μπορεί να επιτρέψει την ελευθερία του εμπορίου και την ανάπτυξη του καπιταλισμού μόνο ως ένα ορισμένο βαθμό και μόνο με τον όρο ότι το ελεύθερο εμπόριο και ο ιδιωτικός καπιταλισμός θα υπόκεινται σε ρύθμιση (επίβλεψη, έλεγχο, καθορισμό των μορφών, της τάξης πραγμάτων κτλ.) από το κράτος» (Λένιν, «Άπαντα», τόμ. 43, σελ. 385, τόμ. 44, σελ. 487-88, 342). Ο Λένιν έλεγε ότι αυτή η πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί στα «σοβαρά και για καιρό» και απέρριπτε τη γρήγορη εισαγωγή του κολεκτιβισμού στη γεωργία πριν δημιουργηθούν οι αναγκαίες υλικές προϋποθέσεις ως «καταστροφική για τον κομμουνισμό».
Με βάση τις συγκεκριμένες θέσεις του Λένιν πρέπει να δούμε ότι στη Σοβιετική Ένωση συγκρούστηκαν αντιφατικές τάσεις και δυνατότητες. Χάρη στην πολιτική της ΝΕΠ και την πολιτιστική επανάσταση που ξεκίνησε μετά τον εμφύλιο, δημιουργήθηκαν οι όροι για να προχωρήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ωστόσο, η βίαιη, γραφειοκρατική κολεκτιβοποίηση, που επέβαλε από τα πάνω χωρίς καμιά προετοιμασία η σταλινική ηγεσία, προκάλεσε μια ρήξη στη συμμαχία ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά. Τα εκατομμύρια θύματα του λιμού του 1931-33, η μαζική τρομοκρατία και οι μαζικές εκτοπίσεις των χρόνων 1936-38, οι απώλειες από τον πόλεμο λόγω της απροετοίμαστης κατάστασης στην οποία βρέθηκε η ΕΣΣΔ, επέτειναν αυτή τη ρήξη και κλόνισαν την έτσι είτε αλλιώς αδύνατη οικονομική βάση του σοσιαλισμού. Η διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν καταργήθηκε πλήρως, αλλά στρεβλώθηκε ισχυρά και τραυματίστηκε. Ως αποτέλεσμα, και παρότι μετά το θάνατο του Στάλιν έγινε δυνατή μια οικονομική βελτίωση και άνοδος του βιοτικού επιπέδου των μαζών, η ΕΣΣΔ ηττήθηκε στον οικονομικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, κυρίως γιατί δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την τεχνολογική επανάσταση που ξεκίνησε στη Δύση από τη δεκαετία του ’80. Αυτό, και η αναστροφή των μεταρρυθμίσεων του Χρουστσόφ στη μπρεζνιεφική περίοδο, πυροδότησαν τη στασιμότητα, τις αποσυνθετικές τάσεις και την έκρηξη του εθνικισμού, που οδήγησαν τελικά στη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Η Σοβιετική Ένωση δεν ανατράπηκε έτσι λόγω κάποιας αντεπανάστασης, ιμπεριαλιστικής συνομωσίας ή προδοσίας. Κατέρρευσε από τις εσωτερικές της αντιφάσεις και οι λόγοι της κατάρρευσής της ήταν πρώτιστα οικονομικοί. Η κατάσταση θα μπορούσε να είχε σωθεί, ωστόσο, αν η ηγεσία Γκορμπατσόφ έθετε με σαφήνεια το ζήτημα της υποχώρησης και κατόρθωνε να την εκπληρώσει οργανωμένα και έγκαιρα. Το ότι δεν έγινε αυτό, επέτρεψε στους γραφειοκράτες του μηχανισμού να την υπονομεύσουν, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στην ΕΣΣΔ. Κι εδώ οφείλουμε να παραδεχτούμε ανοιχτά, κατέληξε η ΓΓ του ΚΚΕ, ότι όταν το κόμμα μας και εγώ προσωπικά χαιρετίσαμε τότε το πραξικόπημα που οργάνωσαν οι ανεγκέφαλοι εγκληματίες Γιενάεφ, Αχρομέγιεφ και σία, προδώσαμε, όσο εξαρτιόταν από μας, τη Σοβιετική Ένωση και το Κόμμα του Λένιν.
Είναι αναγκαίο να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, σύντροφοι, για να μη αφήσουμε κανένα περιθώριο για παρεξήγηση, εξήγησε παραπέρα το θέμα η Α. Παπαρήγα. Εμείς, όπως έλεγα η ίδια σε μια ομιλία μου αμέσως μετά το πραξικόπημα του Αυγούστου 1991, όταν ξεκίνησε η Περεστρόικα «χαιρετίσαμε αυτές τις θέσεις και κατευθύνσεις της κοινωνικοοικονομικής επιτάχυνσης», καθώς και το σύνθημα «περισσότερος σοσιαλισμός» (Α. Παπαρήγα, «Παρόντες στα προβλήματα του λαού», Ριζοσπάστης, 28/8/1991). Αυτό που χαιρετίσαμε έτσι όμως δεν ήταν η αναγεννητική προσπάθεια του Γκορμπατσόφ, αλλά το λάθος του Γκορμπατσόφ. Χαιρετίσαμε ακριβώς εκείνες τις διακηρύξεις του Γκορμπατσόφ που δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της κατάστασης και το περιεχόμενο των αλλαγών που προωθούσε. Ακόμη χειρότερα, εμείς τα παράσιτα του μηχανισμού πιαστήκαμε από αυτό το λάθος, για να υπερασπίζουμε τα προνόμιά μας και τη δυνατότητά μας να αυθαιρετούμε, προφασιζόμενοι το σοσιαλισμό. Οι διακηρύξεις μας και τα φληναφήματά μας περί «αντεπανάστασης της Περεστρόικα», ήταν εκ των υστέρων επινοήσεις για να αποσείσουμε από πάνω μας τη δική μας ευθύνη για τον καταστροφικό μας ρόλο. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια, την οποία σήμερα οφείλουμε να παραδεχτούμε έντιμα και ανοιχτά.
6. Το ΚΚΕ θεωρεί χρέος του να ζητήσει συγνώμη από τους λαούς για τη θέση που πήρε για τις εξεγέρσεις στον Αραβικό Κόσμο και τα κινήματα των «αγανακτισμένων» στην Ευρώπη, αποκηρύσσοντάς τα ουσιαστικά ως προβοκατόρικα και υποκινούμενα από τους ιμπεριαλιστές.
Το ΚΚΕ εκτιμά ότι στην Αίγυπτο, την Τυνησία και τις άλλες αραβικές χώρες συνέβησαν και συμβαίνουν μεγάλες λαϊκές επαναστάσεις ενάντια στα στυγνά και καταπιεστικά δικτατορικά καθεστώτα της περιοχής. Αλλά και τα κινήματα των Αγανακτισμένων στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, είναι γνήσια λαϊκά κινήματα που ανοίγουν μια ελπιδοφόρα προοπτική ανατροπής της κυρίαρχων αντιδραστικών πολιτικών. Οι δικές μας αντίθετες εκτιμήσεις ήταν όχι μόνο λαθεμένες αλλά συκοφαντικές και εχθρικές προς τους αγώνες των λαών, φανερώνοντας μόνο την απόσπαση του Κόμματος από τις καταπιεζόμενες μάζες.
Παρουσιάζοντας αυτό το θέμα, η Α. Παπαρήγα τόνισε ότι καθήκον των κομμουνιστών ήταν και είναι να υποστηρίξουν και να ενθαρρύνουν αυτά τα κινήματα, εντοπίζοντας ασφαλώς και τις αδυναμίες τους. Το να απορρίπτει κανείς τα κινήματα στο όνομα των αδυναμιών τους, όμως, είναι ένα αίσχος που αγγίζει τα όρια της προδοσίας. Στο σημείο αυτό η ΓΓ του Κόμματος διάβασε μια σειρά τέτοια συκοφαντικά και επαίσχυντα, όπως τα χαρακτήρισε, άρθρα γραμμής του «Ριζοσπάστη», όπως το ακόλουθο:
«Οταν ξεκίνησαν οι δήθεν εξεγέρσεις σε χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, με τη λεγόμενη “Αραβική Ανοιξη”, οι αστοί και κάθε είδους οπορτουνιστές τις στήριζαν, τις πρόβαλλαν ως λαϊκές εξεγέρσεις, ως το πραγματικό κίνημα, αντιπαραθέτοντάς τες στο οργανωμένο εργατικό, στο κομμουνιστικό κίνημα. Το ΚΚΕ τις χαρακτήριζε ως κινητοποιήσεις για εκσυγχρονισμούς στο αστικό πολιτικό σύστημα, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο για ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις με βάση το ΝΑΤΟικό σχέδιο “Μεγάλη Μέση Ανατολή”… Οταν ξεκίνησε το λεγόμενο “κίνημα των αγανακτισμένων” σε Ισπανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Βέλγιο κλπ, αστοί και οπορτουνιστές το παραλλήλιζαν με την “Αραβική Άνοιξη”, πάλι σε αντιπαράθεση με το οργανωμένο εργατικό, το κομμουνιστικό κίνημα, προβάλλοντάς το ως κίνημα ακηδεμόνευτο από κόμματα, χωρίς ηγεσία, επομένως ένα “γνήσιο” λαϊκό κίνημα... Τότε εκτιμούσαμε ότι υπάρχουν διάφορες δυνάμεις πίσω απ’ αυτά τα κινήματα, διάφορα λόμπι, αστικές δυνάμεις, που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία και τα “μπλογκς”, που τάχα οργάνωναν τέτοια κινήματα. Ασε που αυτή η υπόθεση με τα “μπλογκς” και το ίντερνετ έγιναν φετίχ των λεγόμενων “εξεγέρσεων” τόσο στην “Αραβική Ανοιξη” όσο και στο “κίνημα των αγανακτισμένων”. Λες και χωρίς άλλη οργάνωση, άλλους μηχανισμούς, που κρύβονται πίσω τους, μπορούν να κινητοποιηθούν μάζες» («Ομολογίες αστών», Ριζοσπάστης, 15/10/2011).
Η Α. Παπαρήγα επισήμανε αυτοκριτικά ότι η ίδια επίσης επιδόθηκε σε συκοφαντίες ενάντια στα κινήματα, όπως όταν εξομοίωσε σε συνέντευξή της τις αραβικές εξεγέρσεις με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους το 2001. «Τέτοιες ενέργειες», είχα πει, πρόσθεσε, διαβάζοντας τότε την κομματική απόφαση του 2001 για τους Δίδυμους Πύργους, «με βάση την διεθνή πείρα συνιστούν βούτυρο στο ψωμί στους επιθετικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Χρησιμοποιούνται και αξιοποιούνται για να ανοίξει μια νέα σελίδα τρομακτικής επίθεσης κατά λαών, χωρών και λαϊκών κινημάτων που αντιστέκονται στη νέα τάξη πραγμάτων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο» (Α. Παπαρήγα, «Με οργανωμένη λαϊκή αντεπίθεση μπορούμε να παρεμποδίσουμε τα μέτρα», Ριζοσπάστης, 15/9/2011). Όσον αφορά δε το κίνημα των Πλατειών, επίσης το είχα αποκηρύξει: «Η πλατεία δεν ήτανε μία. Υπήρχε η πλατεία που έλεγε “οι 300 στο Γουδή”, “οι 300 έτσι” και “οι 300 αλλιώς”. “Να κάψουμε τη Βουλή” κ.λπ., “κάτω τα κόμματα”, “κάτω οι πολιτικοί”, μούντζες και αυτά. Αυτό το κίνημα μπορείς να το στηρίξεις; Δεν μπορείς καν να συμμετάσχεις… Υπήρχε και η άλλη που έλεγε: “Εξω τα κόμματα”, “έξω τα συνδικάτα”, “άμεση δημοκρατία”. Τι είναι αυτά;» (Α. Παπαρήγα, στο ίδιο).
Η αλήθεια σύντροφοι, συνέχισε η ΓΓ του κόμματος, είναι ότι τις εξεγέρσεις στην Αφρική και την Ευρώπη δεν τις υποκίνησαν οι ιμπεριαλιστές, ούτε έχουν καμιά σχέση με την τρομοκρατία ή την ασφάλεια. Ο υποκινητής τους ήταν τα τεράστια βάσανα των λαών, η πείνα και η αθλιότητα, η αιματηρή καταπίεση των δικτατόρων, για την απαλλαγή από τα οποία οι καταπιεσμένες μάζες του Αραβικού Κόσμου πρόσφεραν και προσφέρουν ποτάμια αίμα. Το να συγκρίνω τους αγώνες εκατομμυρίων εργαζόμενων στον Αραβικό Κόσμο, αγώνες με αμέτρητα θύματα και θυσίες, με το τυχοδιωκτικό κτύπημα μερικών φανατικών στους Δίδυμους Πύργους, ήταν δείγμα της περιφρόνησής μου στους αγώνες των λαών και της αντεπαναστατικής βαθύτερης λογικής μου. Και ήταν ακριβώς αυτή η λογική, και όχι τα όποια λάθη των κινημάτων, που μας απέτρεψε να συμμετάσχουμε και κράτησε τους δικούς μας βουλευτές μέσα στο Κοινοβούλιο, αντί για την Πλατεία, όπου ήταν η θέση των κομμουνιστών.
Βέβαια, είναι εξίσου αληθινό ότι ενώ οι επαναστάσεις στον Αραβικό Κόσμο παραμέρισαν τις δικτατορίες, αυτός που ανέλαβε για την ώρα την εξουσία είναι η εγχώρια αστική τάξη. Και είναι επίσης αλήθεια ότι στα κινήματα των Αγανακτισμένων στην Ευρώπη δραστηριοποιούνται και συγχυσμένες και αμφίβολες δυνάμεις, όπως και μερικές δυνάμεις αντιδραστικές. Αυτά όμως δεν συμβαίνουν επειδή τα κινήματα είναι γενικά κατευθυνόμενα και αντιδραστικά. Συμβαίνουν επειδή η αστική τάξη, χάρη στην οργάνωση και την εμπειρία της, μπόρεσε να οργανωθεί πρώτη απέναντι στις μάζες, που δεν είναι από μόνες τους ικανές να απαλλαγούν πλήρως από την αστική επιρροή. Αυτό είχε γίνει άλλωστε σε πολλές επαναστάσεις στο παρελθόν, μεταξύ άλλων στις Ρωσικές Επαναστάσεις του 1905 και του 1917, όπου η αστική τάξη είχε στην αρχή την πρωτοβουλία και την ηγεσία, αλλά κανείς από τους τότε μαρξιστές δεν σκέφτηκε να αποκηρύξει γι’ αυτό τις ίδιες τις επαναστάσεις ως αντιδραστικές. Η απαλλαγή από τις αστικές επιρροές και τις συγχύσεις είναι έργο της επαναστατικής ηγεσίας, και σε αυτό θα έπρεπε να συνεισφέρουμε εμείς, αν ήμασταν μια σοβαρή ηγεσία. Εμείς αντίθετα διακρίναμε και μεγαλοποιήσαμε μόνο αυτό που ήταν λάθος στα κινήματα, για να κρύψουμε την ανικανότητά μας να διακρίνουμε το ζωντανό και να το ενισχύσουμε.
Σε αυτή τη συνάρτηση, η Α. Παπαρήγα σύγκρινε διεξοδικά με τη στάση του Λένιν όταν είχε ξεσπάσει στη Ρωσία η επανάσταση του 1905, στην οποία αρχικά ηγούνταν ένας ιερέας, ο Γκαπόν, για τον οποίο υπήρχαν βάσιμες υποψίες ότι βρισκόταν στην υπηρεσία της Οχράνα, της τσαρικής ασφάλειας, και ένας ψευδο-σοσιαλιστής αξιωματικός της αστυνομίας, ο Ζουμπάτοφ. Έχοντας αυτά υπόψη, ο Λένιν αναφερόταν στην ανάγκη για «προσεκτική, επιφυλακτική, δύσπιστη στάση» απέναντι στον Γκαπόν. Ταυτόχρονα, όμως – και σε πλήρη αντίθεση με εμάς που λέμε ότι δεν μπορούμε ούτε να συμμετάσχουμε – τόνιζε ότι «χρειάζεται δραστήρια συμμετοχή στο ανεβασμένο απεργιακό κίνημα (έστω κι αν το ξεσήκωσε ένας ζουμπατοφικός), χρειάζεται εντατικό κήρυγμα των σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων και συνθημάτων». Και σημείωνε πως «από το ζουμπατοφισμό σαν από μικρή αφορμή, ξεπήδησε ένα πλατύ, μεγάλο, πανρωσικό επαναστατικό κίνημα», ότι «μπροστά στα μάτια μας αναπτύσσεται μια παλλαϊκή εξέγερση» (Λένιν, Άπαντα, τόμ. 9, σελ. 213, 210).
Αυτό έπρεπε, σύντροφοι – κατέληξε η Α. Παπαρήγα – να είχαμε πει κι εμείς για τις αραβικές εξεγέρσεις, ουσιαστικά το 1905 του Αραβικού Κόσμου, και για τα κινήματα των Αγανακτισμένων, πρόπλασμα του νέου ευρωπαϊκού 1848 που πλησιάζει. Με το να αποκηρύσσουμε αντίθετα τα κινήματα σαν σκάρτα αποδεικνύουμε μόνο πως εμείς οι ίδιοι είμαστε σκάρτοι, πως δεν έχουμε τα φόντα να εκπληρώσουμε το ρόλο της ηγεσίας και να τα βοηθήσουμε να απαλλαγούν από λάθη και συγχύσεις. Αποδεικνύουμε πως εμείς είμαστε επαναστάτες της φράσης, που βράζουμε στο ζουμί μας και δεν βλέπουμε την επανάσταση ακόμη και όταν αναπτύσσεται μπροστά στα μάτια μας. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, την οποία οφείλουμε σήμερα να παραδεχτούμε ξεκάθαρα και έντιμα. Όπως είναι επίσης αλήθεια ότι με την αρνητική στάση μας απέναντι στα κινήματα προσθέσαμε άλλη μια επονείδιστη, ντροπιαστική σελίδα στην ιστορία του Κόμματός μας, για την οποία, όπως και για πολλές άλλες, φέρουμε πλήρη ευθύνη η τωρινή ηγεσία και εγώ προσωπικά.
7. Η ΚΕ του ΚΚΕ εκτιμά ως εντελώς λαθεμένη την πολιτική της «αντεπίθεσης» που ακολούθησε το κόμμα μας τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Αυτή η πολιτική δεν ανταποκρινόταν στο χαρακτήρα και στις απαιτήσεις της κατάστασης μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1990, η οποία αποτέλεσε περίοδο ήττας και υποχώρησης του κινήματος στην Ευρώπη και διεθνώς. Το βασικό καθήκον στην περίοδο αυτή δεν ήταν η οργάνωση μιας αντεπίθεσης, για την οποία δεν υπήρχαν οι δυνάμεις, αλλά η οργάνωση της άμυνας του κινήματος απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επίθεση του κεφαλαίου. Αυτό το καθήκον παραμένει βασικό και σήμερα, όταν η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού ενδυναμώνει την επίθεση της αντίδρασης και επαναφέρει ολοφάνερα στο προσκήνιο τον κίνδυνο του φασισμού.
Από εδώ απορρέει ότι ήταν λάθος όλα τα βασικά στοιχεία της κομματικής πολιτικής, συγκεκριμένα: η άρνηση των συμμαχιών και του ενιαίου μετώπου και η εστίαση της πολεμικής απέναντι σε άλλες αριστερές δυνάμεις, η άμεση προβολή μια «καθαρής» επαναστατικής προοπτικής της «λαϊκής εξουσίας», η άρνηση προβολής μιας εναλλακτικής διεξόδου από την κρίση και ιδιαίτερα σήμερα η άρνηση του αγώνα για μια αριστερή κυβέρνηση, η εστίαση της αντιπαράθεσης μετά το 1990 στην ανατροπή της συνθήκης του Μάαστριχτ, όταν ολοφάνερα δεν υπήρχαν οι δυνάμεις και οι όροι για κάτι τέτοιο, κοκ.
Διατυπώνοντας τις παραπάνω εκτιμήσεις, η Α. Παπαρήγα επικαλέστηκε τις οξυδερκείς κρίσεις του Τρότσκι σε μια ανάλογη κατάσταση στο Μεσοπόλεμο, όταν ανέβαινε ο φασισμός και το κίνημα βρισκόταν επίσης σε άμυνα:
«Η τακτική του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος», ρωτούσε τότε ο Τρότσκι, «στην άμεση περίοδο πρέπει να αποβλέπει στην επίθεση ή στην άμυνα; Απαντούμε: στην άμυνα… Μια αμυντική θέση συνεπάγεται την πολιτική της προσέγγισης της πλειονότητας της γερμανικής εργατικής τάξης και του ενιαίου μετώπου με τους σοσιαλδημοκράτες και τους ακομμάτιστους εργάτες ενάντια στο φασιστικό κίνδυνο… Πρέπει να πλησιάσουμε τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες στο πεδίο της άμυνας για να τους οδηγήσουμε έπειτα σε μια αποφασιστική αντεπίθεση» (Λεόν Τρότσκι, «Και Τώρα», εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, σελ. 29-31).
Σε αυτό το γνήσια μαρξιστικό πνεύμα, σύντροφοι – υπογράμμισε η ΓΓ του Κόμματος – πρέπει να δούμε τα τωρινά μας καθήκοντα, καθήκοντα βασικά αμυντικά. Η λογική της αντεπίθεσης αντίθετα είναι λαθεμένη, γιατί παραγνωρίζει την αμυντική θέση του κινήματος στο δοσμένο στάδιο του ταξικού αγώνα και τα καθήκοντα που απορρέουν για την απόκρουση της αντίδρασης, καθήκοντα ποιοτικά διαφορετικά εκείνων που θα τεθούν στο επόμενο στάδιο. Στο όνομα μιας φανταστικής επαναστατικής επίθεσης, για την οποία δεν επαρκούν οι τωρινές δυνάμεις, υπερπηδά όλο το αμυντικό στάδιο από το επαρκή χειρισμό του οποίου και μόνο θα συγκεντρωθούν οι δυνάμεις για τη μελλοντική αντεπίθεση.
Από δω απορρέουν όμως μια σειρά σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα:
Ι. Η τοποθέτηση σε πρώτη γραμμή της ανατροπής του Μάαστριχτ για όσο το κίνημα βρίσκεται σε άμυνα αποτελεί λάθος. Η ανατροπή του Μάαστριχτ σημαίνει ουσιαστικά ανατροπή της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και του ίδιου του καπιταλισμού, η οποία θα μπει επί τάπητος μόνο όταν δημιουργηθεί μια επαναστατική κατάσταση σε κάποιες χώρες της Ευρώπης και το κίνημα περάσει σε επίθεση. Ήταν άκαιρο λοιπόν να μπαίνει τέτοιο ζήτημα σε συνθήκες ήττας και υποχώρησης του κινήματος και εξακολουθεί να παραμένει άκαιρο για όσο είμαστε ακόμη σε άμυνα.
Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη την τοποθέτηση του Λένιν σε μια ανάλογη περίσταση, όταν οι ιμπεριαλιστές είχαν συνάψει το 1918 την άδικη και ληστρική για τη Γερμανία συνθήκη των Βερσαλλιών και οι Γερμανοί κομμουνιστές είχαν βάλει σε πρώτη γραμμή το ζήτημα της ανατροπής της, μη παίρνοντας υπόψη τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων. Ο Λένιν είχε καταδικάσει τη στάση των Γερμανών κομμουνιστών ως παιδιάστικη και εγκληματική:
«Οι ιμπεριαλιστές… προκαλούν τους Γερμανούς κομμουνιστές, τους στήνουν την παγίδα: “πέστε πως δεν θα υπογράψετε την ειρήνη των Βερσαλλιών”. Και οι αριστεροί κομμουνιστές πέφτουν σαν παιδιά σ’ αυτή την παγίδα… αντί να ελιχθούν έξυπνα ενάντια στον ύπουλο εχθρό που στη δοσμένη στιγμή είναι πιο δυνατός, αντί να του πουν: “τώρα θα υπογράψουμε την ειρήνη των Βερσαλλιών”. Να δένουμε προκαταβολικά τα χέρια μας… είναι ανοησία και όχι επαναστατισμός. Να δεχόμαστε τη μάχη όταν αυτό συμφέρει ολοφάνερα στον αντίπαλο… είναι έγκλημα, και δεν αξίζουν δεκάρα οι πολιτικοί ηγέτες της επαναστατικής τάξης… που δεν ξέρουν να κάνουν “ελιγμούς, συμφωνίες, συμβιβασμούς” για να αποφύγουν μια μάχη κατάφωρα ασύμφορη» (Λένιν, «Άπαντα», τόμ. 41, σελ. 61-62).
Πρέπει να παραδεχτούμε, σύντροφοι – κατέληξε η Α. Παπαρήγα – πως αυτά τα λόγια του Λένιν ισχύουν κατά γράμμα και για εμάς. Κι εμείς κάναμε έγκλημα βάζοντας ένα τέτοιο θέμα μόνο και μόνο για να παίρνουμε επαναστατικές πόζες ενώ ήταν άκαιρο και αποδείξαμε ότι δεν αξίζουμε δεκάρα σαν ηγέτες της εργατικής τάξης.
ΙΙ. Εξίσου λαθεμένη, υπογράμμισε η ΓΓ του ΚΚΕ, ήταν η ριζική, διαρκής άρνηση από μέρους μας των συμμαχιών και της πολιτικής του ενιαίου μετώπου, καθώς και η τοποθέτηση σε πρώτη γραμμή της πολεμικής στο ΣΥΡΙΖΑ και τις άλλες αριστερές δυνάμεις. Αυτή μας η στάση έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τις αρχές και τη διδασκαλία του Λένιν, ο οποίος τόνιζε ότι η νίκη απέναντι στην αστική τάξη προϋποθέτει την εκμετάλλευση κάθε δυνατότητας για συμμαχίες με άλλα αριστερά κόμματα σε ζητήματα όπου υπάρχει συμφωνία, ακόμη και όταν δεν συμφωνούμε μαζί τους για τα μακροχρόνια ζητήματα του κινήματος:
«Μπορείς», έλεγε στον Αριστερισμό ο Λένιν, «να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, “ρωγμή” ανάμεσά στους εχθρούς, κάθε αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην αστική τάξη των διαφόρων χωρών, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ή κατηγορίες της αστικής τάξης στο εσωτερικό της κάθε χώρας –όπως και κάθε, έστω και την ελάχιστη, δυνατότητα να αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από το μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο, σοσιαλισμό γενικά. Όποιος δεν απόδειξε πρακτικά, μέσα σε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και σε αρκετά πολύμορφες πολιτικές καταστάσεις, την ικανότητά του να εφαρμόζει την αλήθεια αυτή στην πράξη, αυτός δεν έμαθε ακόμη να βοηθά την επαναστατική τάξη στον αγώνα της για την απελευθέρωση όλης της εργαζόμενης ανθρωπότητας από τους εκμεταλλευτές».
Πρέπει να αναγνωρίσουμε, σύντροφοι – παραδέχτηκε η Α. Παπαρήγα – ότι και τούτα τα λόγια του Λένιν ισχύουν κατά γράμμα για μας. Με τη στάση μας αποδείξαμε και αποδεικνύουμε ότι δεν έχουμε καταλάβει ούτε κόκκο από το μαρξισμό και ότι δεν ξέρουμε να βοηθάμε τον αγώνα της εργατικής τάξης.
Η Α. Παπαρήγα αναφέρθηκε κατόπιν στην εξαιρετικά επίκαιρη, όπως τη χαρακτήρισε, κριτική του Λένιν σε εκείνους τους κομμουνιστές που υπερέβαλαν το 1921 τον αγώνα ενάντια στον «κεντρισμό», δηλαδή ενάντια στην πτέρυγα του Κάουτσκι και των πασιφιστών σοσιαλιστών που ταλαντεύονταν ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και την Κομμουνιστική Διεθνή, θεωρώντας ότι η κύρια δράση του κόμματος έπρεπε να είναι εναντίον τους.
«Η υπερβολή», έλεγε ο Λένιν, «δεν ήταν μεγάλη. Ο κίνδυνος όμως από την υπερβολή αυτή ήταν πολύ μεγάλος… Και η υπερβολή, αν δεν τη διορθώναμε, θα χαντάκωνε ασφαλώς την Κομμουνιστική Διεθνή. Γιατί “κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να εκθέσει τους επαναστάτες μαρξιστές, αν οι ίδιοι δεν εκθέτουν τον εαυτό τους”. Κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να εμποδίσει τη νίκη των κομμουνιστών ενάντια στη ΙΙ και ΙΙ1/2 Διεθνή… αν οι ίδιοι οι κομμουνιστές δεν την εμποδίσουν. Και να υπερβάλεις, έστω και λιγάκι, σημαίνει ακριβώς να εμποδίσεις τη νίκη. Να υπερβάλεις την πάλη ενάντια στον κεντρισμό σημαίνει να σώσεις τον κεντρισμό» (Λένιν, «Άπαντα», τόμ. 44, σελ. 97).
Ακριβώς το ίδιο, κατέληξε η ΓΓ του ΚΚΕ, ισχύει με μας, με την ουσιώδη διαφορά ότι εμείς υπερβάλαμε και υπερβάλλουμε όχι λιγάκι, αλλά μέχρι βλακείας και γελοιότητας. Γιατί τι σημαίνει, σύντροφοι, σήμερα, όταν υπάρχει ορατό ενδεχόμενο να μπουν στη Βουλή τρία ακροδεξιά κόμματα (Καμμένος, ΛΑΟΣ, Χρυσή Αυγή), εμείς να αφιερώνουμε 2-3 σελίδες κάθε μέρα στο «Ριζοσπάστη» στην πολεμική στο ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Και αυτό μάλιστα όταν όχι μόνο δεν λέμε και δεν κάνουμε σχεδόν τίποτα για την ακροδεξιά, αλλά δίνουμε οι ίδιοι βήμα στους χρυσαυγίτες στη Χαλυβουργική μέσω του εκεί ελεγχόμενου από το ΠΑΜΕ σωματείου των εργαζομένων; Σημαίνει να εθελοτυφλούμε, να χώνουμε σαν στουρθοκάμηλοι το κεφάλι μας στην άμμο απέναντι στον πραγματικό κίνδυνο, και να κακαρίζουμε σαν κότες για να κρύψουμε τη δειλία μας. Αυτό σημαίνει και τίποτε άλλο.
ΙΙΙ. Λαθεμένη, τέλος, είναι η προβολή από το Κόμμα της καθαρής γραμμής της «λαϊκής εξουσίας», με την παράλληλη άρνηση διατύπωσης μιας πρότασης άμεσης διεξόδου από την κρίση και το χαρακτηρισμό της «αριστερής κυβέρνησης» που θα μπορούσε να προκύψει από τις εκλογές ως «ψεύτικης ελπίδας». Στην παρούσα φάση μάλιστα αυτή η θέση δεν είναι μόνο λαθεμένη αλλά και επικίνδυνη, καθώς η άρνηση να διατυπώσουμε ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση, με αιτήματα όπως η παύση πληρωμών, κ.λπ., μπορεί να στρέψει τα απελπισμένα λαϊκά στρώματα, που αναζητούν με αγωνία κάποια λύση, προς τη μεριά της άκρας αντίδρασης και του φασισμού. Μια τέτοια στάση, ενώ μπορεί να προβάλεται στο όνομα της καταπολέμησης του «οπορτουνισμού» και του «ρεφορμισμού», στην πραγματικότητα φανερώνει μόνο έλλειψη εμπιστοσύνης στο κίνημα και φυγή από την πραγματικά διεξαγόμενη ταξική πάλη.
Δικαιολογώντας αυτές τις εκτιμήσεις, η Α. Παπαρήγα στάθηκε ιδιαίτερα στη στάση του Λένιν όταν, σε συνθήκες ανάλογης οικονομικής καταστροφής μετά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο του 1914-18, ο Κέινς και μερικοί ακόμη αστοί μεταρρυθμιστές είχαν διατυπώσει ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης. Ο Λένιν όχι μόνο δεν είχε αντιταχθεί σε αυτό, αλλά είχε υποστηρίξει ότι οι κομμουνιστές θα έπρεπε να αναπτύξουν οι ίδιοι ένα πιο ολοκληρωμένο τέτοιο πρόγραμμα και να αγωνιστούν για την εκπλήρωσή του:
«Η ΚΕ…», έλεγε ο Λένιν, «θεωρεί απόλυτη υποχρέωσή της να αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο, ανεξάρτητο, ακέραιο πρόγραμμα πάνω σε όλα τα ζωτικά ζητήματα… Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να είναι αστικο-πασιφιστικό… γιατί επιθυμούμε να στρέψουμε την προσοχή… σε μια σειρά ημίμετρα και μέτρα ρεφορμιστικού χαρακτήρα, τα οποία ήδη προτάθηκαν τμηματικά στην Αγγλία και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες από ανθρώπους που διέπονται από αστικές ιδέες. Μέσα σε ορισμένες συνθήκες το πρόγραμμα αυτό των ημίμετρων θα μπορούσε… να φέρει ανακούφιση στη σημερινή δύσκολη κατάσταση… Ένας περίπου κατάλογος των βασικών σημείων του προγράμματος αυτού: 1) Ακύρωση όλων των χρεών… 3) Ριζική αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών 4) Χορήγηση με ευνοϊκούς όρους δανείων στις χώρες που περισσότερο αφανίστηκαν από τον πόλεμο», κοκ. Αυτό το πρόγραμμα έπρεπε κατά τον Λένιν να υποστηριχθεί «σαν μια από τις λίγες πιθανότητες ειρηνικής εξέλιξης του καπιταλισμού στο νέο σύστημα, πράγμα στο οποίο εμείς σαν κομμουνιστές, δεν πιστεύουμε και πολύ, όμως είμαστε σύμφωνοι να βοηθήσουμε να γίνει δοκιμή» (Λένιν, «Άπαντα», τόμ. 44, σελ. 382-83, 407).
Ένα τέτοιο πρόγραμμα, που ακριβώς επειδή είναι αστικο-ρεφορμιστικό μπορεί στην αρχή να προωθηθεί ως ένα βαθμό κοινοβουλευτικά (όπως το δείχνει η εμπειρία του Τσάβες στη Βενεζουέλα) και δεν απαιτεί εξαρχής ως όρο τη λαϊκή εξουσία, χρειάζεται να προβάλουμε σήμερα κι εμείς. Αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να κριτικάρουμε τις αυταπάτες δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί έτσι να λυθούν μακροχρόνια τα προβλήματα. Ταυτόχρονα όμως να λέμε ότι υιοθετούμε και αγωνιζόμαστε για στόχους όπως η τρίχρονη αναστολή των πληρωμών του χρέους, κ.λπ., που λέει ο σύντροφος Τσίπρας και για τη δημιουργία των όρων εκπλήρωσής τους με μια αριστερή κυβέρνηση, για δυο κυρίως λόγους. Πρώτα γιατί η προσωρινή ανακούφιση του λαού από τη δυστυχία που μπορεί υπό όρους να επιτευχθεί έτσι δεν μας είναι αδιάφορη, και δεύτερο, γιατί μέσα από την πάλη γι’ αυτά τα ζητήματα ο λαός θα διαπιστώσει έμπρακτα ότι οι όποιες κατακτήσεις του θα είναι μικρές και προσωρινές και ότι η οριστική λύση θα δοθεί μόνο από την επανάσταση.
Αυτό, σύντροφοι, είναι κάτι που ο λαός θα το συνειδητοποιήσει μόνο μέσα από την πρακτική πολιτική του πείρα, δεν μπορεί να του επιβληθεί μηχανικά με έτοιμες σοφίες και συνταγές περί «λαϊκής εξουσίας» από τα πάνω. Εμείς όμως, με την άρνησή μας να παλέψουμε για τα φλέγοντα ζητήματα και τις ανάγκες του λαού, μοιάζουμε με βρέφη που τσιρίζουν πριν πέσουν στο νερό γιατί δεν ξέρουν να κολυμπούν, αλλά σε αντάλλαγμα υπόσχονται ότι μόλις βγουν στα βαθιά θα διασχίσουν τον Ατλαντικό Ωκεανό με μια δρασκελιά. Μα αν δεν πείσουμε το λαό ότι ξέρουμε να κολυμπάμε στα ρηχά, πώς θα μας εμπιστευθεί αύριο για να διασχίσουμε τον ωκεανό; – κατέληξε η ΓΓ του ΚΚΕ.
8. Η ΚΕ του ΚΚΕ εκτιμά ότι όλη η πολιτική του Κόμματος μετά την ανάδειξη της Α. Παπαρήγα στην ηγεσία και τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1990-91 ήταν λαθεμένη και ότι η ιδεολογία και οι θέσεις του είναι αντιμαρξιστικές και αντικομμουνιστικές.
Αναφορικά με αυτή την εκτίμηση η ΓΓ του ΚΚΕ έθεσε το ερώτημα: Πώς μπορεί να εξηγήσουμε, σύντροφοι, ότι πέσαμε έξω στο σύνολο των θεμάτων, ότι σταθήκαμε τελείως ανίκανοι όχι μόνο να διατυπώσουμε μια σοβαρή, κομμουνιστική πολιτική, αλλά ακόμη και να αναγνωρίσουμε το εντελώς στοιχειώδες γεγονός ότι ο Άρης υπεράσπισε απέναντι στη Βάρκιζα την επαναστατική σκοπιμότητα και είχε κομματικά δίκιο;
Η απάντηση, συνέχισε η ίδια, θα βρεθεί σε κάτι που ο Λένιν αποκαλούσε κομμουνιστική υπεροψία. «Κομμουνιστική υπεροψία», έλεγε ο Λένιν, «– να ο εχθρός. Μην κάνεις τον έξυπνο με κατεργαριές, μην κάνεις τον σπουδαίο με τον κομμουνισμό, μην κρύβεις κάτω από μεγάλα λόγια την αμέλεια, την τεμπελιά, τον ομπλομοφισμό, την καθυστέρηση» (Λένιν, «Άπαντα», τόμ. 44, σελ. 465).
Πρέπει να παραδεχτούμε καθαρά και ξάστερα, σύντροφοι – τόνισε η ΓΓ του ΚΚΕ – ότι είμαστε ένοχοι γι’ αυτό το μεγάλο αμάρτημα της «κομμουνιστικής υπεροψίας», μιας υπεροψίας μάλιστα που δεν έχει απολύτως τίποτα το κομμουνιστικό, όντας κατά βάθος αντιδραστική και μικροαστική. Εμείς μπορεί να ορκιζόμαστε διαρκώς στον κομμουνισμό και τον Λένιν, όμως ο κομμουνισμός μας είναι μια κενή λέξη, ένα φύλλο συκής για να κρύβουμε την ημιμάθειά μας. Ακόμη χειρότερα χρησιμοποιούμε τον κομμουνισμό σαν άλλοθι για την ασυδοσία μας και για να προσδίδουμε στον εαυτό μας κάλπικο ανάστημα, συνταυτίζοντάς τον φραστικά με την υπόθεση του κομμουνισμού και βάζοντάς τον έξω από κάθε κριτική. Έτσι όμως κατεβάζουμε τον κομμουνισμό στο άθλιο επίπεδό μας και τον ντροπιάζουμε.
Ένοχα για κομμουνιστική υπεροψία είναι τα μέλη της τωρινής ηγεσίας, αλλά πάνω από όλα εγώ προσωπικά. Για παράδειγμα, είχα εκδηλώσει κλασικά αυτή την αμαθή υπεροψία όταν είχα αρνηθεί την υποχώρηση, εξισώνοντάς την με την ηττοπάθεια, στην περίοδο της διάλυσης της ΕΣΣΔ. «Πρέπει», είχα πει τότε, «να είμαστε ρεαλιστές, αλλά δεν πρόκειται να υιοθετήσουμε το “ρεαλισμό” της αναδίπλωσης, της υποχώρησης, της ηττοπάθειας» (Αλέκα Παπαρήγα, «Κομμουνιστές υπήρχαν και θα υπάρχουν», Ριζοσπάστης, 25/8/1991).
Αυτό ήταν μια ριζικά λαθεμένη και υπεροπτική άποψη, την οποία είχε πολεμήσει ο Λένιν επί ΝΕΠ κριτικάροντας εκείνους τους Μπολσεβίκους που αρνούνταν την αναγκαία υποχώρηση ως ηττοπάθεια. «Να μη φοβόμαστε», έλεγε ο Λένιν, «τις συχνές διορθώσεις και την αναγνώριση των λαθών μας: “αποθάρρυνση”; “παράδοση θέσεων;” Υπεροψία!... Αν δεχόμαστε την άποψη πως η αναγνώριση της ήττας, όπως η παράδοση θέσεων, προκαλεί απογοήτευση… τότε έπρεπε να ομολογήσουμε πως τέτοιοι επαναστάτες δεν αξίζουν ούτε μια πεντάρα» (Λένιν, «Άπαντα», τόμ. 44, σελ. 471, 205).
Με τον τρόπο που έβαλα τότε το ζήτημα της υποχώρησης – υπογράμμισε η Α. Παπαρήγα – απέδειξα ότι ως επαναστάτρια δεν αξίζω πράγματι ούτε μια πεντάρα. Ποια είμαι εγώ που δεν θα υποχωρήσω, όταν αυτό αποτελεί απαίτηση της ιστορίας;
Στη συνέχεια, η ΓΓ του ΚΚΕ αναφέρθηκε σε μια σειρά ακόμη περιπτώσεις επίδειξης κομμουνιστικής υπεροψίας από μέρους της, μνημονεύοντας μεταξύ άλλων τις κατά καιρούς διαβεβαιώσεις της ότι ο φασισμός ανέβηκε στην εξουσία κοινοβουλευτικά: «Ξεχάσαμε άραγε τη μαζική βάση που πέτυχε ο Χίτλερ, το γεγονός ότι ανέβηκε στην εξουσία με κοινοβουλευτικό τρόπο;» (Α. Παπαρήγα, «Παρόντες στα προβλήματα του λαού», Ριζοσπάστης, 28/8/1991) «Μην ξεχνάτε ότι όλοι αυτοί – ο Μεταξάς, ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ – ανέβηκαν κοινοβουλευτικά, μέσω ψήφων. Αυτό να μην το ξεχνάτε» («Παρέμβαση της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλέκας Παπαρήγα στη βουλή για το χαράτσι στα ακίνητα», 21/9/2011). Κι ακόμη τις παλιότερες δηλώσεις της για μείωση των μισθών των εργαζόμενων πάνω από 100%: «Η δική μας άποψη είναι ότι οι εργαζόμενοι έχουν χάσει τα τελευταία χρόνια πάνω από το 50% της αγοραστικής δύναμης με τα συνηθισμένα κριτήρια. Με τα δικά μας κριτήρια πάνω απ’ το 100%, παίρνοντας υπόψη τις σύγχρονες ανάγκες» (Α. Παπαρήγα, «Νέα μείωση των μισθών», Ριζοσπάστης, 2/12/1994).
Αυτά όλα, σύντροφοι – εξήγησε η ΓΓ του ΚΚΕ – είναι άθλιες ανοησίες. Πρώτ’ απ’ όλα, όλος ο κόσμος ξέρει ότι ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και οι άλλοι φασίστες και δικτάτορες ανέβηκαν στην εξουσία όχι κοινοβουλευτικά αλλά καταλύοντας την αστική δημοκρατία. Αυτό, ότι θα μπορούσαν να ανέβουν κοινοβουλευτικά, το έλεγαν πριν από τη νίκη των ναζί διάφοροι σταλινικοί εκχυδαϊστές που δεν διέκριναν καμιά διαφορά ανάμεσα στο φασισμό και την αστική δημοκρατία και το είχε ανασκευάσει από τότε ο Τρότσκι. Να το λέμε όμως τώρα, εκ των υστέρων, όταν όλος ο κόσμος ξέρει ότι δεν ισχύει, είναι μνημειώδης γελοιότητα. Όπως γελοιότητα δείχνει επίσης η δήλωσή μου ότι η αγοραστική δύναμη των μισθών είχε μειωθεί πάνω από 100%, αφού κάτι τέτοιο εμφανώς είναι αδύνατο και θα σήμαινε ότι όλοι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε ήδη να έχουν πεθάνει από την πείνα καθώς δεν θα μπορούσαν να αγοράζουν τίποτα.
Παραπέρα, η Α. Παπαρήγα αναφέρθηκε στις εκδηλώσεις κομμουνιστικής υπεροψίας στην πολιτική του Κόμματος. Νομίζω, σύντροφοι, είπε, ότι όλοι μας αντιλαμβανόμαστε καθημερινά αυτές τις εκδηλώσεις, στις οποίες πρωταγωνιστούμε οι ίδιοι, άσχετα αν κάνουμε πως δεν το βλέπουμε και δεν το καταλαβαίνουμε. Μιλώ για τα αυθάδη τελεσίγραφα και τις εντολές που εκδίδουμε προς την εργατική τάξη, ότι πρέπει να βγάλει τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα, να απεγκλωβιστεί από τις κυρίαρχες πολιτικές, να στρατευθεί με το ΚΚΕ και να αλλάξει τους συσχετισμούς, κοκ. Και ποτέ μα ποτέ δεν αναρωτιόμαστε: εμείς, με την πολιτική μας, βοηθάμε την εργατική τάξη να βγάλει αυτά τα αναγκαία συμπεράσματα και να στραφεί στο Κόμμα μας; Αντίθετα, θεωρούμε δεδομένο ότι αν αυτό δεν συμβαίνει, η ευθύνη πέφτει στην ίδια την εργατική τάξη και όχι σε μας.
Εγώ προσωπικά, σύντροφοι, έχω εκδηλώσει αυτή την υπεροπτική τελεσιγραφική λογική, για την οποία είχε πει πολλά ωραία και σωστά πράγματα ο Τρότσκι, όχι λίγες φορές. Σε μια ομιλία μου στο Εργατικό Κέντρο Νάουσας το 2006 εγκαλούσα το λαό που μας κατηγορεί ότι δεν έχουμε πολιτική συμμαχιών: «Δεν μπορεί π.χ.», έλεγα, «το 80% - 90% του ελληνικού λαού να ακολουθεί ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, έστω στην ψήφο, και μετά να μας εγκαλεί γιατί δεν γίνεται και πολιτική συμμαχιών» (Α. Παπαρήγα, «Απεγκλωβισμός από το δικομματισμό για δυνάμωμα του κινήματος», Ριζοσπάστης, 23/2/2006). Και σε μια άλλη περίσταση έριχνα πάλι το φταίξιμο στο λαό για το ότι δεν έχει συνειδητοποιηθεί: «Τώρα, όσον αφορά τις αλλαγές στην ψήφο», έλεγα, «πράγματι δεν υπάρχουν θεαματικά αποτελέσματα. Αυτό λοιπόν είναι και το κλειδί της υπόθεσης. Δηλαδή οι εργαζόμενοι να κάνουν το επόμενο βήμα. Και να σας πω, αν οι εργαζόμενοι ήταν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, τότε θα έπρεπε να ψαχτούμε εμείς. Αλλά οι εργαζόμενοι δεν είναι ικανοποιημένοι» (Α. Παπαρήγα, «Έχουν γίνει βήματα, να γίνει ένα ακόμα στις εκλογές», Ριζοσπάστης, 14/9/2006).
Όλα αυτά – πρέπει να το πούμε σήμερα καθαρά και κατηγορηματικά – ήταν η πιο άθλια κομμουνιστική υπεροψία.
Πρώτ’ απ’ όλα, ο σκοπός των συμμαχιών είναι να βοηθήσουν το λαό να απεγκλωβιστεί. Το να λέμε στο λαό: «Απεγκλωβίσου εσύ πρώτα, και μετά μπορεί να ακούσουμε αυτό που μας λες για συμμαχίες», σημαίνει να κοροϊδεύουμε και να περιφρονούμε το λαό, δείχνοντας ένα επίπεδο πολιτικής κατανόησης κατώτερο και από αυτό του τελευταίου εργαζόμενου. Σημαίνει να αποκλείουμε εκ των προτέρων τις συμμαχίες, γιατί αν ο λαός απεγκλωβιστεί πρώτα μόνος του όπως του λέμε, αυτές πλέον δεν θα χρειάζονται. Και σημαίνει να ομολογούμε πως εμείς οι ίδιοι είμαστε άχρηστοι και ανίκανοι να βοηθήσουμε το λαό και να το περνάμε αυτό για κορυφαία επαναστατική ιδιότητα.
Κατά δεύτερο λόγο, αν οι εργαζόμενοι ήταν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, δεν θα έπρεπε να ψαχτούμε εμείς. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε ότι οι εργαζόμενοι είναι μαζόχες και τότε ασφαλώς θα έπρεπε να ψαχτούν οι ίδιοι. Δεν ισχύει όμως και το αληθινό ερώτημα είναι άλλο: Με δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι ήταν τότε, πριν πέντε χρόνια, δυσαρεστημένοι με τα αστικά κόμματα και είναι ακόμη περισσότερο δυσαρεστημένοι σήμερα, γιατί αυτό δεν εκφράζεται πολιτικά; Γιατί όταν το 90% των εργαζόμενων δηλώνει ενάντια στο Μνημόνιο, μόνο ένα 10% εμπιστεύεται και ψηφίζει το Κόμμα μας; Μήπως υπάρχει κάποιο λάθος στην πολιτική μας και εξαιτίας του αποτυχαίνουμε να τους απεγκλωβίσουμε; Το να λέμε ότι η μόνη περίπτωση να ψαχτούμε θα ήταν αν οι εργαζόμενοι ήταν ευχαριστημένοι, σημαίνει να αποκλείουμε εκ των προτέρων την περίπτωση να κάνουμε εμείς λάθος. Είναι σαν να λέμε πως θα ψαχτούμε σε σχέση με την πολιτική μας, μόνο αν ο ήλιος ανατείλει αύριο από τη δύση, δηλαδή στην πράξη ποτέ.
Εδώ όμως, σύντροφοι, πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά και το εξής ερώτημα. Η αστική τάξη έχει στη διάθεσή της τεράστια οικονομικά μέσα, γνώση, εξουσία, εμπειρία αιώνων διακυβέρνησης και οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, τη συνδρομή των ρεφορμιστών, κοκ. Το κομμουνιστικό κίνημα από τη μεριά του έχει το ιστορικό δίκιο, την ανταπόκριση με την κοινωνική πραγματικότητα, τη θεωρητική γνώση της εξέλιξης που αντιπροσωπεύει ο μαρξισμός. Αν εμείς αραδιάζουμε στο όνομα του κομμουνισμού τέτοιες γελοίες ανοησίες και σαχλαμάρες – ότι η εργατική τάξη με βάση τα δικά μας ανώτερα κριτήρια έχασε πάνω από το 100% της αγοραστικής δύναμής της και ότι θα «ψαχτούμε» μόνο αν οι εργαζόμενοι έδειχναν ικανοποιημένοι με αυτό – είναι ποτέ δυνατό το κίνημα να νικήσει όλους αυτούς τους πανίσχυρους αντιπάλους;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι όχι, γιατί εμείς με τις αθλιότητές μας στερούμε το κομμουνιστικό κίνημα από όλα του τα όπλα, τη στιγμή που τα όπλα του αντιπάλου εξακολουθούν να παραμένουν στη διάθεσή του. Το ότι κανείς από εμάς δεν έθεσε ποτέ αυτό το ερώτημα, δείχνει την πλήρη έλλειψη αίσθησης ευθύνης από μέρους μας απέναντι στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Δείχνει ότι εμείς δεν θεωρούμε τον μαρξισμό και τον κομμουνισμό μέτρο του εαυτού μας, αλλά τον εαυτούλη μας μέτρο του μαρξισμού και του κομμουνισμού. Αυτό όμως, το να λες το σωστό και να νομίζεις πως ο ίδιος βρίσκεσαι πάνω από αυτό, όπως έλεγε ο μεγάλος Χέγκελ, είναι το απόλυτο κακό, η μεγαλύτερη απάτη και υποκρισία – κατέληξε η ΓΓ του ΚΚΕ.
9. Η ΚΕ του ΚΚΕ αισθάνεται βαριά ευθύνη και χρέος να ζητήσει συγνώμη από την εργατική τάξη για την προβοκατορολογία, την οποία η ηγεσία του καλλιέργησε συστηματικά τα πρόσφατα χρόνια στα όργανα και τον Τύπο του Κόμματος. Μιλώντας για το συγκεκριμένο θέμα, η Α. Παπαρήγα χαρακτήρισε την προβοκατορολογία ως τη χειρότερη μορφή υπεροψίας, τη μεγαλύτερη αθλιότητα και το πιο εγκληματικό λάθος της τωρινής ηγεσίας του Κόμματος αλλά και του σταλινισμού γενικότερα.
Οι κλασικοί του μαρξισμού, ιδιαίτερα ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Λένιν – εξήγησε η ίδια – έδιναν πάντα βάρος στην πολιτική επιχειρηματολογία, την ανάλυση των πολιτικών καθηκόντων του κινήματος και την κριτική των λαθών των αντιπάλων τους, ακόμη και των χειρότερων ρεφορμιστών και οπορτουνιστών. Πολύ σπάνια, σε περιπτώσεις που μετριούνται στα δάκτυλα του χεριού, όταν πραγματικά υπήρχαν ισχυρά στοιχεία για ορισμένους καιροσκόπους στο κίνημα ότι ήταν όργανα της ασφάλειας, τους κατηγόρησαν για προβοκάτορες. Ο Λένιν μάλιστα απέφευγε να το κάνει ακόμη και όταν υπήρχαν σοβαρές τέτοιες υπόνοιες. Με τον Γκαπόν για παράδειγμα, μια ιδιάζουσα προσωπικότητα που έπαιρνε χρήματα από την Οχράνα, αλλά νόμιζε ότι θα τα χρησιμοποιούσε για να ξεσηκώσει το λαό στην επανάσταση, ο Λένιν είχε πει, παίρνοντας υπόψη τις επαναστατικές δηλώσεις του μετά τη ματωμένη Κυριακή του 1905, πως «Ο παπα-Γκαπόν μπορούσε να ’ναι ένας ειλικρινής χριστιανοσοσιαλιστής, πως ίσα ίσα η ματωμένη Κυριακή τον έσπρωξε σε έναν εντελώς επαναστατικό δρόμο. Κλίνουμε προς αυτή την εικασία, πολύ περισσότερο που τα γράμματα του Γκαπόν μετά το μακελειό της 9 του Γενάρη, στα οποία λέει πως “δεν έχουμε τσάρο”, η έκκλησή του για αγώνα υπέρ της ελευθερίας κτλ. – όλα αυτά είναι γεγονότα που συνηγορούν υπέρ της εντιμότητας και της ειλικρίνειάς του, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να περιλαβαίνεται στα καθήκοντα του προβοκάτορα μια τόσο ισχυρή ζύμωση για τη συνέχιση της εξέγερσης» (Λένιν, «Άπαντα», τόμ. 9, σελ. 213). Αλλά και με τον Μαλινόφσκι, ένα στέλεχος των Μπολσεβίκων που τυλίχτηκε και εξαγοράστηκε από την Οχράνα γύρω στο 1910, ο Λένιν αρνούνταν για καιρό να πιστέψει τις σχετικές υπόνοιες, παρότι προέρχονταν από έμπιστους συνεργάτες του όπως ο Μπουχάριν, για όσο παρέμεναν απλά υπόνοιες.
Εμείς αντίθετα καταφεύγουμε σε κάθε ευκαιρία στην προβοκατορολογία, χαρακτηρίζοντας με αυτό τον τρόπο όχι μόνο μεμονωμένα άτομα, αλλά και ολόκληρα κινήματα, ακόμη δε και τους πρωταγωνιστές της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο λόγος που το κάνουμε αυτό – οφείλουμε να το πούμε χωρίς περιστροφές, σύντροφοι – δεν είναι για να προφυλάξουμε το κίνημα. Είναι για να κρύψουμε την «φτώχεια της πολιτικής μας κατανόησης», για την οποία έκανε λόγο ο επιφανής αγωνιστής Έσμοντ Ρόμιλι.
Η προβοκατορολογία είναι η μέθοδός μας – και η μέθοδος του σταλινισμού, γενικότερα – για να δίνουμε εκ των προτέρων το δίκιο στον εαυτό μας και να επιβεβαιώνουμε φραστικά την υπεροχή μας, εμφανίζοντας πως ό,τι λέμε εμείς είναι σωστό γιατί είμαστε κομμουνιστές, και ότι λένε οι αντίπαλοί μας είναι όχι μόνο λάθος, αλλά και υποβολιμαίο, γιατί είναι προβοκάτορες. Έτσι όμως σκοτώνουμε τη σκέψη των μελών του Κόμματος, τα ξεμαθαίνουμε να σκέφτονται πολιτικά και τα αποβλακώνουμε. Και από την άλλη μεριά, φωνάζοντας όπως ο κακός βοσκός της ιστορίας κάθε στιγμή «λύκος στα πρόβατα», βοηθάμε τους πραγματικούς λύκους να κάνουν τη δουλειά τους.
Το κομμουνιστικό κίνημα, σύντροφοι, γενικά και ακόμη περισσότερο στην εποχή μας, έχει ανάγκη από φωτισμένους αγωνιστές. Οι κομμουνιστές, όπως το έλεγε και ο Λένιν, πρέπει να βασίζονται στο σύνολο της ανθρώπινης γνώσης και να την αφομοιώνουν κριτικά. Ο αγώνας για το σοσιαλισμό μπορεί να διεξαχθεί με επιτυχία μόνο με βάση την επιστημονική γνώση, αφομοιώνοντας τα τεράστια επιτεύγματα της επιστήμης στον 20ό αιώνα και προωθώντας στη βάση τους τη θεωρία μας. Προϋποθέτει να έχουμε ανοιχτό μυαλό, αίσθηση της κατάστασης και του νέου που φέρνει η ζωή, να αναπτυσσόμαστε και να παρακολουθούμε την κοινωνική εξέλιξη. Δεν μπορεί να δοθεί με την καλλιέργεια του φόβου και της άγνοιας, με τις υποκριτικές αξιώσεις που δεν βασίζονται σε τίποτα, με την λογική του «συμφωνώ με τον προλαλήσαντα» και «όποιος δεν συμφωνεί είναι προβοκάτορας».
Αν εμείς το καταλαβαίναμε αυτό και παραδεχόμαστε έντιμα την αμάθειά μας, θα μπορούσε ίσως σε κάποιο βαθμό να τη διορθώσουμε και να συνεισφέρουμε όσο μπορούμε με τις μικρές μας δυνάμεις θετικά στην υπόθεση του κινήματος. Δυστυχώς, όμως, ο εγωισμός μας μας εμποδίζει να το κάνουμε. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς, είναι ότι αν κρίναμε κάποτε τον εαυτό μας με το ίδιο μέτρο που κρίνουμε τους άλλους, θα έπρεπε να πούμε πως εμείς οι ίδιοι είμαστε αναμφισβήτητα οι πιο μεγάλοι και θλιβεροί προβοκάτορες, ολοκλήρωσε την εισήγησή της η ΓΓ του ΚΚΕ.
10. Στη συνέχεια της Ολομέλειας πήραν το λόγο τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής, που εξέφρασαν την πλήρη συμφωνία τους με τις τοποθετήσεις της Α. Παπαρήγα. Αρκετοί από τους ομιλητές, όπως ο Μάκης Μαΐλης, η Ελένη Μπέλλου και ο Δημήτρης Γόντικας, προέβησαν σε αυτοκριτική για μια σειρά δικές τους εκδηλώσεις κομμουνιστικής υπεροψίας.
Ο Μάκης Μαΐλης, μιλώντας εκ μέρους και των Στέφανου Λουκά, Ελισαίου Βαγενά και Νίκου Μπογιόπουλου, ζήτησε συγνώμη από το Κόμμα για τις άθλιες ψευδολογίες στην αρθρογραφία τους στο «Ριζοσπάστη» πάνω στο θέμα του Κατίν. Ψευδολογίες που, όπως είπε, ξεπέρασαν ακόμη και τα επιτεύγματα του Γκέμπελς και των ναζί, οι οποίοι έλεγαν την αλήθεια απέναντί τους σε αυτό το θέμα.
Η δολοφονία των Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου στο Κατίν, σύντροφοι – τόνισε ο Μάκης Μαΐλης – είναι ένα απεχθές, ωμό σταλινικό έγκλημα που διαπράχθηκε το Μάρτιο-Απρίλιο του 1940. Υπάρχουν αμέτρητες αποδείξεις γι’ αυτό. Πρώτ’ απ’ όλα, αν ίσχυε αυτό που έλεγε ο Στάλιν, ότι τους καθάρισαν οι ναζί τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1941, θα υπήρχαν στοιχεία για του πού βρίσκονταν και τι έκαναν σε όλο το ενδιάμεσο διάστημα. Δεύτερο, αν υπήρχαν τέτοια στοιχεία θα είχαν παρουσιαστεί με ένα-δυο επίσημα έγγραφα από τη σταλινική πλευρά στη Νυρεμβέργη όπου συζητήθηκε το θέμα, και δεν θα είχε μείνει καμιά αμφιβολία για την ενοχή των ναζί. Τέτοια όμως στοιχεία δεν παρουσιάστηκαν από τη σταλινική πλευρά, ούτε εμφανίστηκε ποτέ κανένα, και αυτό αρκεί από μόνο του για να καταρρίψει την εκδοχή της. Τρίτο, το βασικό σταλινικό ντοκουμέντο για το Κατίν, η Έκθεση Μπούρντενκο, έχει καταρριφθεί ως αναξιόπιστο, ενώ η εκδοχή του για το ποια γερμανική μονάδα και ποιοι αξιωματικοί έκαναν το έγκλημα καταρρίφθηκε πλήρως στη Νυρεμβέργη. Και τέταρτο, υπάρχει η ίδια η απόφαση εκτέλεσης των Πολωνών με τις υπογραφές του Στάλιν και των άλλων μελών του Πολιτικού Γραφείου, της οποίας η γνησιότητα έχει επιβεβαιωθεί πρακτικά πλήρως.
Στην προσπάθειά μας να αρνηθούμε αυτά και άλλα πασίγνωστα γεγονότα, και να δικαιώσουμε τα κτηνώδη έργα του Στάλιν και τον εαυτό μας, πιαστήκαμε από Ρώσους αντισημίτες και νεοφασίστες τσαρλατάνους υμνητές του Στάλιν, όπως οι Μούχιν, Στρίγκιν, Ιλιούχιν, κ.λπ., που προβάλουν το σοβινισμό και την κτηνωδία του Στάλιν για να ανοίξουν σήμερα το δρόμο στο φασισμό και στην αντίδραση στη Ρωσία. Στην αρθρογραφία μας στο «Ριζοσπάστη» επαναλάβαμε όλα τα απίστευτα ψεύδη και τις πλαστογραφίες αυτών των αντιδραστικών, γεγονός που μας εκθέτει ανεπανόρθωτα απέναντι στην εργατική τάξη. Η στάση μας φανερώνει πλήρη έλλειψη του αγωνιστικού ήθους και της εντιμότητας που πρέπει να διακρίνουν τους κομμουνιστές, κατέληξε ο Μάκης Μαΐλης.
Η Ελένη Μπέλλου αναφέρθηκε κατόπιν στο βιβλίο του Μάρτενς «Μια άλλη ματιά στον Στάλιν», στην έκδοση και προβολή του οποίου είχε πρωτοστατήσει η ίδια μαζί με μερικά ακόμη στελέχη του μηχανισμού. Η Ελένη Μπέλλου διάβασε εδώ μερικά αποσπάσματα από δισέλιδο άρθρο που είχε αφιερώσει σε αυτό το βιβλίο στο «Ριζοσπάστη» το 1997:
«Όπως όλοι οι αντικομμουνιστές του κόσμου, ο Τρότσκι υπονοεί το Κομμουνιστικό Κόμμα κάτω από την ατιμωτική ετικέτα “γραφειοκρατία”… Ο Στάλιν υποτιμάει φανερά τα εσωτερικά αίτια που γέννησαν τα οπορτουνιστικά ρεύματα, τα οποία στη συνέχεια, με τη διείσδυση πρακτόρων, συνδέθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τον ιμπεριαλισμό… Στα πλαίσια της ταξικής πάλης που διαπέρασε το κόμμα και το κράτος τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, η οριοθετική γραμμή ήταν ανάμεσα στις δυνάμεις που υπερασπίζονταν τη λενινιστική πολιτική του Στάλιν και στις δυνάμεις που ενθάρρυναν την τεχνοκρατία, τη γραφειοκρατία και τη στρατοκρατία. Οι τελευταίες θα πάρουν την ηγεμονία στην ηγεσία του κόμματος, όταν θα γίνει το πραξικόπημα του Χρουστσόφ… Ας σημειώσουμε ακόμη τη στήριξη που είχε τόσο ο Τίτο όσο και ο Γκορμπατσόφ από τις ΗΠΑ…» (Ελένη Μπέλλου, «Μια άλλη ματιά στον Στάλιν», Ριζοσπάστης, 15/6/1997).
Οφείλω να παραδεχτώ, σύντροφοι, τόνισε η Ελένη Μπέλλου, ότι αυτά όλα ήταν ψευτιές και γελοιότητες από την αρχή ως το τέλος. Δεν υπήρχε καμιά λενινιστική πολιτική του Στάλιν, ούτε καμιά έγνοια του Μάρτενς ή δική μου να υπερασπίσουμε τον Λένιν. Άλλωστε ο Μάρτενς είναι ένας αισχρός αντισοβιετικός και αντικομμουνιστής, πολέμιος της ΕΣΣΔ και οπαδός της δημιουργίας αντισοβιετικού-αντικομμουνιστικού μετώπου με στρατιωτικούς του ΝΑΤΟ στη δεκαετία του 1970, ενώ στο ίδιο βιβλίο του που επαινούσα αφειδώς χαρακτηρίζει τον Λένιν διανοητικά διαταραγμένο και συκοφάντη των συνεργατών του. Ο πραγματικός λόγος των επαίνων μου στον Μάρτενς ήταν η προσωπική μου φιλοδοξία, η θέλησή μου να αναδειχτώ με κάθε τρόπο στην ηγεσία του Κόμματος. Για να το επιτύχω αυτό δεν δίστασα να πιαστώ από ένα τέτοιο αντιδραστικό κάθαρμα όπως ο Μάρτενς.
Τέλος, ο Δημήτρης Γόντικας ζήτησε συγνώμη από το κόμμα και την εργατική τάξη για το θλιβερό πρόσφατο άρθρο του «Το ηθικό κύρος των κομμουνιστών», όπου εκθείαζε την «υποταγή στη συλλογική σκέψη» του Κόμματος. Πρέπει να παραδεχτούμε σύντροφοι, τόνισε, ότι αυτό που γίνεται στο κόμμα μας δεν έχει καμιά σχέση με το ηθικό κύρος των κομμουνιστών ούτε με καμιά συλλογική σκέψη. Πρόκειται μόνο για μια προσπάθεια να καλυφθεί η έλλειψη κύρους της ηγεσίας, η απουσία σκέψης και η ανεπάρκειά μας. Πηγή της είναι ο φόβος μας μήπως βγουν τα άπλυτά μας στη φόρα, εξαιτίας του οποίου κρατάμε εφτασφράγιστα τα κομματικά μας αρχεία. Πρέπει να βάλουμε τέρμα σε αυτή την κατάσταση, και να δώσουμε στη δημοσιότητα κάθε σημαντικό υλικό και ντοκουμέντο, ώστε να μπορέσει η νέα γενιά να μάθει την πραγματική ιστορία του κινήματος και να έχει καλύτερη τύχη και πορεία από τη δική μας.
11. Στο κλείσιμο της συνεδρίασης η Α. Παπαρήγα εξήρε τις αυτοκριτικές παρεμβάσεις των μελών του ΠΓ και της ΚΕ. Τόνισε όμως ότι αυτές, όπως και οι δικές της διαπιστώσεις, οδηγούν σε ένα γενικότερο συμπέρασμα. Η ιστορική αλήθεια, που δείχνουν όλα αυτά, είναι η πλήρης διάσταση του Κόμματός μας με τον μπολσεβικισμό, με τις επαναστατικές παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος.
Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι, είπε η ΓΓ του ΚΚΕ, πριν 95 χρόνια οργάνωσαν και καθοδήγησαν την έφοδο της εργατικής τάξης στον ουρανό. Αυτό που οργανώσαμε εμείς, η τωρινή ηγεσία του ΚΚΕ, την τελευταία 20ετία ήταν η έφοδος των αριβιστών του μηχανισμού στις καρέκλες. Δημιουργήσαμε έτσι μια ανώμαλη κατάσταση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η ουσιαστική χρεοκοπία του Κόμματός μας σε όλα τα ζητήματα.
Ο σύντροφος Λαφαζάνης πριν μερικό καιρό είπε κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Είπε ότι στην εποχή μας χρειάζεται ένας νέος μπολσεβικισμός. Πιστεύω πως αυτό είναι μια πολύ σωστή και πολύτιμη ιδέα. Πρέπει όμως να πούμε στο σύντροφο Λαφαζάνη ότι αυτός ο νέος μπολσεβικισμός δεν μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σε φθαρμένα και ψευδεπίγραφα υλικά του σταλινικού παρελθόντος, ούτε στην αμοιβαία συγκάλυψη, τις αυταπάτες και την αποφυγή της αλήθειας. Ο μπολσεβικισμός, είχε πει ο Τρότσκι, συνεπάγεται μια ανώτερη εντιμότητα απέναντι στην εργατική τάξη. Και η έντιμη στάση σε σχέση με μας είναι να παραδεχτούμε την πλήρη αποτυχία μας και να κάνουμε στην άκρη. Διαφορετικά, αν επιμείνουμε, θα στιγματιστούμε οριστικά και αμετάκλητα σαν αποστάτες του κομμουνιστικού κινήματος.
Αλλά αυτό, σύντροφοι, δεν είναι αρκετό.
Πρέπει να παραδεχτούμε ακόμη ότι δεν χρεοκοπήσαμε μόνο εμείς, αλλά εξαιτίας μας χρεοκόπησε ιστορικά το Κόμμα μας. Ως ΚΚΕ προδώσαμε το 1945 το Εαμικό Κίνημα με τη συμφωνία της Βάρκιζας και την αποκήρυξη του Άρη, και το ξαναπροδώσαμε για δεύτερη φορά στις μέρες μας με την απόφασή μας ότι η κομματική αποκατάσταση του Άρη είναι αδύνατη. Ακόμη και τίποτε άλλο να μην υπήρχε, είναι σαφές ότι ένα κόμμα που έχει προδώσει δυο φορές την υπόθεση της εργατικής τάξης στη χώρα του έχει χρεοκοπήσει οριστικά και αμετάκλητα και δεν μπορεί πια να υπάρχει.
Ποια είναι η βαθύτερη αιτία, σύντροφοι, που φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
Η βαθύτερη αιτία θα βρεθεί κατά τη γνώμη μου στο ότι δεν υπήρχε ποτέ στο ΚΚΕ σοβαρή μαρξιστική ανάλυση της κατάστασης. Ήταν αυτό το περιστατικό που επέτρεπε στους κάθε λογής θεσιθήρες να επικρατούν και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη σταλινική ανωμαλία. Εξαιτίας αυτής της έλλειψης έβγαιναν στον αφρό οι καιροσκόποι τύπου Σιάντου και οι φανατικοί τύπου Ζαχαριάδη. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον άνθισαν οι διάφοροι καρεκλοκένταυροι, που λυμαίνονταν τα κομματικά πόστα, όπως ο γνωστός Βάσος Γεωργίου. Όλοι σας πιστεύω έχετε υπόψη για την περίπτωσή του. Ειδικός γραμματέας του Σιάντου, αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» και υπεύθυνος της ΚΟΜΕΠ και της σχολής για τα κομματικά στελέχη στην κατοχή, με αυτή την ιδιότητά του έστελνε τότε γράμματα στις κομματικές οργανώσεις για την ανάγκη αδελφικών σχέσεων με τους Εγγλέζους και δημοσίευσε τα απαξιωτικά σχόλια για τον Άρη. Μετά το 1974 όμως ξέχασε τι έκανε στο παρελθόν και ορκιζόταν στην αρθρογραφία του στο «Ριζοσπάστη» όταν ξεκίνησε η Περεστρόικα ότι δεν είχε ποτέ καρέκλες στο Κόμμα, για να μην βγουν στη φόρα και διάφορα εγκλήματα, όπως η εξόντωση του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Π. Δαμασκόπουλου, που είχαν διαπράξει στην κατοχή αυτός και οι όμοιοί του.
Πρέπει να παραδεχτούμε ανοιχτά, σύντροφοι, ότι κι εμείς δημιουργήσαμε την ίδια σάπια κατάσταση. Όχι μόνο διασύραμε τον μαρξισμό και την υπόθεση της εργατικής τάξης, αλλά μαζέψαμε γύρω μας κάθε λογής θεσιθήρες και κόλακες, για να μας δοξολογούν και να μας αποκοιμίζουν σχετικά με την ανεπάρκειά μας – ανθρώπους που κατά κανόνα δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τον κομμουνισμό. Μιλώ για τις εθνικίστριες τύπου Λιάνας Κανέλλη, που εγώ προσωπικά έφερα στο Κόμμα, για τους ανερμάτιστους και αποτυχημένους καριερίστες ιστορικούς τύπου Γκίκα και Μαργαρίτη, που έρχονται στο Κόμμα για να σταδιοδρομήσουν, και στους οποίους εμείς αναθέσαμε τη συγγραφή της ιστορίας του Κόμματός μας. Και κοντά σε αυτούς βέβαια ένα σωρό πειθήνιους και χοντροκέφαλους ινστρούχτορες, που αναδείξαμε στο «Ριζοσπάστη», των οποίων η ύψιστη επαναστατική φιλοδοξία είναι να καλοπερνούν και να τρέχει κάθε μήνα ο μισθός τους. Με το μαρξισμό και με την υπόθεση της εργατικής τάξης όμως, σύντροφοι, δεν μπορεί να παίζουμε και να κοροϊδεύουμε. Και μεις, πρέπει να το παραδεχτούμε ανοιχτά, παίξαμε και κοροϊδέψαμε ασύστολα για καιρό.
Μια τέτοια σάπια κατάσταση, που συνοδεύεται και από πλήρη πολιτική χρεοκοπία – οφείλουμε να είμαστε σαφείς σε σχέση με αυτό – δεν μπορεί πια να διορθωθεί από τα μέσα. Αυτό σημαίνει, σύντροφοι, πως ο ιστορικός κύκλος του ΚΚΕ έχει πλέον κλείσει. Όσο και αν μας φαίνεται πικρό, είναι αναγκαία η αυτοδιάλυση του Κόμματός μας και η δημιουργία ενός νέου μαρξιστικού κόμματος της εργατικής τάξης. Αυτό το νέο Κόμμα θα συνεχίσει τις παραδόσεις του Άρη και του Μπελογιάννη, αλλά και κάθε αγωνιστικού στοιχείου σε κάθε τάση στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας, δημιουργώντας παράλληλα τους όρους για να μην επαναληφθούν τα νοσηρά φαινόμενα του παρελθόντος. Αυτό το νέο κόμμα, που αναπόφευκτα θα δημιουργηθεί, θα κρίνει με βάση τη στάση μας, το κατά πόσο εμείς, τα μέλη της τωρινής ηγεσίας, έχουμε τα φόντα να φέρουμε τον υψηλό τίτλο του μέλους του κόμματος της εργατικής τάξης, ολοκλήρωσε το κλείσιμό της η ΓΓ του ΚΚΕ.
Η ΚΕ του ΚΚΕ, εκτιμώντας τις ξεκάθαρες αυτές θέσεις της Α. Παπαρήγα και της υπόλοιπης κομματικής ηγεσίας, αναγνωρίζει την ιστορική αναγκαιότητα για την αυτοδιάλυση του ΚΚΕ και καλεί τα μέλη και τα στελέχη του να συμβάλουν με όλες τις δυνάμεις τους στη θεμελίωση του νέου μαρξιστικού εργατικού κόμματος. Τα καλεί, μέσα από τις γραμμές του νέου αυτού Κόμματος, να στρατευθούν συνειδητά, με γνώση και αποφασιστικότητα, στον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή στις δύσκολες και μεγάλες μάχες που έρχονται.
Αθήνα, 1η Απρίλη 2012
Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Η παρούσα «Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ» είναι, βέβαια, πρωταπριλιάτικη φάρσα.
Έχει όμως το σοβαρό σκοπό να δείξει μέσα από την πρωταπριλιάτικη φάρσα, τη φάρσα που αντιπροσωπεύει απέναντι στο μαρξισμό η ηγεσία του ΚΚΕ σε όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου· να δείξει πιο γενικά τι θα έλεγε μια πραγματική κομμουνιστική ηγεσία σήμερα, δίνοντας ένα μέτρο σύγκρισης με τις παράλογες, αντιδραστικές θέσεις της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ, αλλά και με τις θέσεις των άλλων αριστερών δυνάμεων, που παρά τα θετικά στοιχεία τους παραμένουν ελλιπείς
2 σχόλια:
Καλή ιδέα το πρωταπριλιάτικο αλλά το κάνατε ΑΧΤΑΡΜΑ εντέλει χώνοντας μέσα όλα τα ΑΠΟΘΗΜΕΝΑ που σας ταλαιπωρούν άλυτα, χρόνια τώρα.
ο λεβέντης που το έγραψε και χιουμορ διαθέτει και γνώσεις και λέει πολλές αλήθειες δυστυχώς .
Δημοσίευση σχολίου