Μερικές σκέψεις για τις προοπτικές της Αριστεράς
του
Χρήστου Κεφαλή*
Η 12/2 είναι πια παρελθόν. Οι επιπτώσεις της, ωστόσο, είναι παρούσες και θα παραμείνουν παρούσες για πολύ καιρό. Χωρίς καμιά υπερβολή, μπορούμε μάλιστα να πούμε πως μετά τη 12/2 τίποτα δεν θα είναι ίδιο στη χώρα όπως πριν. Η ημερομηνία αυτή θα περάσει στην...
ελληνική ιστορία ως μια μέρα που αποκρυστάλλωσε τάσεις αναπτυσσόμενες εδώ και χρόνια στην κοινωνία και την πολιτική ζωή.
Το «Μνημόνιο 2» ψηφίστηκε στη Βουλή, αλλά με τέτοιες απώλειες για τα δυο μεγάλα κόμματα του κατεστημένου, που ισοδυναμούν με ταφόπλακα για το κυρίαρχο σε όλη τη μεταπολίτευση σύστημα του δικομματισμού. Στην πράξη αποδείχτηκε η αδυναμία της κυβέρνησης Παπαδήμου να εφαρμόσει την αντιλαϊκή συνταγή των αστικών κομμάτων και της τρόικας, για την οποία ακόμη και ο Σόιμπλε ομολογεί ότι και η κατά γράμμα υλοποίησή της δεν βγάζει από το αδιέξοδο. Η μαζική συμμετοχή του κόσμου στη διαδήλωση στο Σύνταγμα έδειξε τη διάθεση του λαού να αγωνιστεί για να ανατρέψει το σάπιο πολιτικό σύστημα και να υπερασπίσει το δικαίωμά του στη ζωή. Η προκλητική επίθεση της αστυνομίας με χημικά ακόμη και σε σύμβολα της ελληνικής ιστορίας όπως ο Μ. Θεοδωράκης και ο Μ. Γλέζος, και το κάψιμο του κέντρου της Αθήνας από τους κουκουλοφόρους, πιστοποιούν την ετοιμότητα του κατεστημένου, μπροστά στη διαφαινόμενη ανοιχτή πλέον χρεοκοπία, για ακόμη πιο αντιδραστικές εκτροπές στο άμεσο μέλλον και την αδυναμία του οργανωμένου κινήματος να αυτό-περιφρουρηθεί και να δώσει αποτελεσματική έκφραση στη λαϊκή δυναμική.
Το μόνο χειροπιαστό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, εφόσον τα πράγματα με το νέο Μνημόνιο, το PSI, κ.λπ., δεν σκοντάψουν στη γερμανική αδιαλλαξία και τις αντιθέσεις μέσα στην ΕΕ, είναι ότι η αντίδραση εξασφάλισε ένα μικρό χρονικό διάστημα για να ανασυντάξει το πολιτικό σύστημά της (έργο στο οποίο πιθανότατα θα παίξει ενεργό ρόλο η πλειοψηφία των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που καταψήφισαν το Μνημόνιο). Ήδη, οι ωμοί εκβιασμοί από την πλευρά της Γερμανίας για μετάθεση της εφαρμογής της συμφωνίας για μετά τις εκλογές ή για να μπει η δημοκρατία οριστικά στο γύψο με την παράταση της θητείας της κυβέρνησης Παπαδήμου, θέτουν υπό αμφισβήτηση ακόμη και αυτό το «κέρδος», φέρνοντας πιο κοντά τις ανεξέλεγκτες εξελίξεις. Στις συνθήκες αυτές, έχει μεγάλη σημασία, στο λίγο χρόνο που απομένει, να δοθεί μια σοβαρή σκέψη πάνω στις προοπτικές του κινήματος και το ρόλο της Αριστεράς.
Πώς, με ποιους όρους θα μπορέσει το κίνημα να ανατρέψει τη λεηλασία του νέου μνημονίου και τη μαζική δυστυχία που έρχεται; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να τεθεί και να απαντηθεί, με ρεαλισμό και χωρίς αγκυλώσεις και αυταπάτες.
Κατά τη γνώμη μας, η επιτυχής απάντηση του κινήματος θα γίνει δυνατή αν η αντίδραση του κόσμου είναι μαζική, έχει διάρκεια και μπορέσει να γίνει το έναυσμα για μια διεθνή κινητοποίηση. Αν, όπως έγινε στην Αραβική Άνοιξη, γίνουμε μάρτυρες μιας εξέγερσης που θα επεκταθεί τουλάχιστον σε μερικές χώρες με ανάλογα προβλήματα (Ισπανία, Πορτογαλία, κ.λπ.), ώστε να ταρακουνήσει ισχυρά το σύστημα, τότε μπορεί να αισιοδοξούμε. Αν αντίθετα η διαμαρτυρία περιοριστεί ή μετατραπεί σε εξέγερση μόνο στη χώρα μας (πράγμα όχι δεδομένο, αλλά πιθανό, αν πάμε σε χρεοκοπία τύπου Αργεντινής), όσο ισχυρή και αν είναι, δύσκολα θα μπορέσει να κάμψει όλη την ευρωπαϊκή αντίδραση. Σε κάθε περίπτωση, η προοπτική είναι μεσοπρόθεσμη, τα πράγματα δεν θα κριθούν σε λίγες μέρες, όποια και αν είναι η άμεση εξέλιξη.
Ήδη υπάρχουν ορισμένα ενθαρρυντικά σημάδια. Στην Πορτογαλία και την Ισπανία αναπτύσσονται μαζικές διαμαρτυρίες για τα προωθούμενα εκεί ανάλογα μέτρα, αναζωπυρώνοντας το κίνημα των Αγανακτισμένων. Την ίδια μέρα με την Αθήνα, εκατοντάδες χιλιάδες λαού διαδήλωσαν στη Λισσαβόνα, ενώ μια γενική απεργία προγραμματίζεται για την Ισπανία στις 19 Φεβρουαρίου. Η κατάσταση θυμίζει έντονα Τυνησία πριν το ξέσπασμα της έκρηξης – δεν είναι τυχαίο που ο Καρατζαφέρης μίλησε για «έκρηξη επανάστασης από εξαθλίωση» στην Ελλάδα, «που θα κατακάψει μετά την Ευρώπη». Το αν όντως θα προκύψει από αυτά μια Ευρωπαϊκή Άνοιξη είναι όμως νωρίς για να το πούμε, καθώς είμαστε ακόμη στην αρχή της νέας εξόρμησης του κινήματος, μετά τη σχετική «κάλμα» του τελευταίου εξαμήνου.
Θετικό στοιχείο επίσης είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, η πολιτική μετατόπιση σήμερα στην Ελλάδα είναι προς τα αριστερά. Η κυβέρνηση του Παπαδήμου δεν μπορεί να επιβάλει την πειθάρχηση, ακριβώς όπως και οι αδύναμες βοναπαρτιστικές κυβερνήσεις τύπου Μπρίνινγκ, που εμφανίστηκαν στην αρχή της κοινωνικής κρίσης στη Γερμανία της Βαϊμάρης το 1930. Ο Καρατζαφέρης είναι συγχυσμένος όχι γιατί δεν έχει κατεύθυνση – η στροφή σε μια δικτατορική διακυβέρνηση που συστήνει ανταποκρίνεται στα συμφέροντα του συστήματος και θα γίνεται η κύρια επιλογή του στην πορεία, όσο θα βαθαίνει η κρίση – αλλά γιατί του λείπουν οι δυνάμεις για να την επιβάλει.
Από κει και πέρα, ωστόσο, η αποκρυστάλλωση των θετικών στοιχείων δεν θα γίνει αυτόματα. Σημαντικό ρόλο θα παίξει η ικανότητα της Αριστεράς, στη χώρα μας και διεθνώς, για μια ουσιαστική, προωθητική παρέμβαση στις εξελίξεις. Και η κατάσταση στις κορυφές της Αριστεράς στη χώρα μας δυστυχώς δεν επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία:
Α) Το ΚΚΕ, πέρα από το σταλινισμό του, ή μάλλον σε άρρηκτη σύνδεση με αυτόν, την τελευταία διετία:
- Αποκήρυξε τις εξεγέρσεις στον Αραβικό Κόσμο ως καθοδηγούμενες από τον ιμπεριαλισμό, ψευδο-επαναστάσεις, κοκ.
- Αποκήρυξε εκ νέου τον Άρη Βελουχιώτη, με το να αποφανθεί ότι δεν είναι άξιος να φέρει την ιδιότητα του μέλους του κόμματος λόγω της παραβίασης της πειθαρχίας σχετικά με τη Βάρκιζα.
- Αποκήρυξε τα κινήματα των Αγανακτισμένων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ ως «κατευθυνόμενα», «ύποπτα», «ανώριμα», κλπ. Ούτε ένας βουλευτής του δεν καταδέχτηκε να βρεθεί μέσα στον απλό κόσμο, όταν γέμιζε το Σύνταγμα.
- Δεν εξετάζει πουθενά το ενδεχόμενο ούτε βασίζεται στην διεθνιστική προοπτική ενός ευρωπαϊκού κινήματος, που αν τυχόν αναπτυχθεί αύριο, πάλι θα το βρει σκάρτο, επειδή δεν θα έχει διαβάσει εγκαίρως το «Ριζοσπάστη» ώστε να υψώσει τη σημαία της «λαϊκής εξουσίας».
- Ως διέξοδο, ζητά εκλογές και την εγκεφαλική έγκριση από το λαό μιας προκάτ γραμμής, χωρίς καμιά σύνδεση ή επαφή με τις πραγματικές εξελίξεις. Η βάση αυτής της γραμμής, η «αντεπίθεση για τη λαϊκή εξουσία» είναι λαθεμένη, γιατί παρανοεί το βασικά αμυντικό χαρακτήρα των καθηκόντων του κινήματος για την απόκρουση της επίθεσης του κεφαλαίου. Υπερπηδά έτσι το τωρινό αμυντικό στάδιο στο όνομα μιας φανταστικής αντεπίθεσης για την οποία δεν αρκούν σήμερα οι δυνάμεις, εμποδίζοντας ταυτόχρονα τη συγκέντρωση αυτών των δυνάμεων με το σεχταρισμό της.
Μια τέτοια εικόνα, με όση «ανυπακοή» και «απειθαρχία» και αν σερβίρεται, είναι η εικόνα συμβιβασμένων με το σύστημα. Βασικά αντανακλά τη λογική των σκουριασμένων γραφειοκρατών της ηγεσίας Παραρήγα, που ζουν στον κόσμο τους και νομίζουν ότι η πραγματικότητα θα περιμένει ακίνητη ώσπου να εκπληρώσουν τις φαντασιοκοπίες τους. Αυτό δεν αναιρεί βέβαια τις γνήσιες αγωνιστικές διαθέσεις του απλού κόσμου στο ΠΑΜΕ, κλπ, με τον οποίο πρέπει να επιδιώκεται η κοινή δράση.
Β) Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει και αποτυπώνει μια ορισμένη αγωνιστική δυναμική. Διακρίνεται όμως από ασάφεια και ατολμία, λόγω της πολυδιάσπασης ανάμεσα στις διάφορες συνιστώσες και των συγκρουόμενων συχνά θέσεών τους.
Γ) Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να συνεισφέρει θετικά σε επίπεδο αντικαπιταλιστικής προπαγάνδας, αλλά δεν έχει αποκτήσει ισχυρούς δεσμούς με τον κόσμο, ούτε την πολιτική ευλυγισία ώστε να κάνει τις αναγκαίες κινήσεις για να βρεθεί στη Βουλή σε αυτές τις εκλογές, που είναι όρος για να μπορέσει να ασκήσει στο άμεσο μέλλον επιρροή.
Δ) Άλλες δυνάμεις, όπως η Δημοκρατική Αριστερά, το Άρμα Πολιτών και οι Οικολόγοι βρίσκονται ουσιαστικά εκτός Αριστεράς, όντας εμφανώς ενταγμένες σε επίπεδο ηγεσιών στο σύστημα, παρότι δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς επιμέρους διαφοροποιήσεις και μετατοπίσεις ατόμων ή ομάδων.
Εάν μακροχρόνια η κατάσταση στους πολιτικούς φορείς της Αριστεράς παραμείνει έτσι, το κίνημα μπορεί να δώσει μάχες, τελικά όμως θα μείνουν χωρίς θετικό ιστορικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό δεν αφήνει αμφιβολία η ισχύς του αντιπάλου που αντιπροσωπεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι διεθνείς οργανισμοί του κεφαλαίου. Ακόμη κι αν ο λαός κάνει το χρέος του και ενισχύσει στις επικείμενες εκλογές τις δυνάμεις της Αριστεράς, απέναντι σε ένα τέτοιο αντίπαλο η ύπαρξη στοιχειώδους συνοχής και η μέγιστη συγκέντρωση δυνάμεων είναι όρος για μια αποτελεσματική αντίσταση και για το άνοιγμα ενός διαφορετικού, ριζοσπαστικού δρόμου. Διαφορετικά, αν η Αριστερά δεν έχει θεμελιωμένη κατεύθυνση, ο κίνδυνος του αδιέξοδου χάους είναι ήδη ορατός και θα γίνει αναπόφευκτος.
Είναι επίσης σαφές ότι η πηγή της κακοδαιμονίας και το πρόβλημα στην Αριστερά σήμερα βρίσκεται πρώτα και κύρια στην αρνητική, απομονωτική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αυτή η στάση δεν είναι τυχαία, ούτε μπορεί να αλλάξει με γενικόλογες εκκλήσεις υπέρ της ενότητας της Αριστεράς, όπως τείνουν να θεωρούν ορισμένες δυνάμεις στο ΣΥΡΙΖΑ. Απεναντίας, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη σταλινική στροφή που πραγματοποίησε και προώθησε μεθοδικά την τελευταία 20ετία η ηγεσία Παπαρήγα: την παραχάραξη της ιστορίας του ελληνικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, την συστηματική διαστρέβλωση των αιτίων της διάλυσης της ΕΣΣΔ, τη συκοφάντηση των πρωτεργατών της Οκτωβριανής Επανάστασης, την αποκατάσταση του Στάλιν και του Ζαχαριάδη, το ξεκαθάρισμα του ΚΚΕ από κάθε διαφορετική, ρεαλιστική και σοβαρή άποψη. Το να νομίζει κανείς ότι η ηγεσία Παπαρήγα μπορεί να αλλάξει πορεία μετά από όλα αυτά σημαίνει να αυταπατάται, γιατί αυτό προϋποθέτει να παραδεχτεί ότι όλη η ως τώρα πορεία της ήταν λαθεμένη και δεν υπάρχει απολύτως κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί μια τέτοια αισιόδοξη υπόθεση, ούτε στην ιστορία του σταλινισμού γενικά, ούτε στην πολιτεία της ηγεσίας του ΚΚΕ τα προηγούμενα 20 χρόνια. Αλλά και αν υποτεθεί ότι οι καταστάσεις πίεζαν τόσο αφόρητα ώστε να αναγκάσουν την ηγεσία του ΚΚΕ σε μια στροφή, αυτή θα ήταν από μέρους της ένας καθαρά τακτικός ελιγμός. Στην πράξη θα σήμαινε απλά ένα προσωρινό «ενωτικό» κουκούλωμα των ανοιχτών θεμάτων, καθιστώντας αναπόφευκτη την χρεοκοπία του όλου εγχειρήματος και την ακόμα πιο ισχυρή επαναβεβαίωση του δογματισμού. Το να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό, δεν είναι καλύτερο από το να ελπίζει ότι, ενώ τα πράγματα με βάση την ως τώρα εμπειρία πέφτουν προς τα κάτω, μπορεί ίσως αύριο να αρχίσουν να πέφτουν προς τα πάνω – και να καταδικάζει στην πράξη τον εαυτό του στην αδράνεια, στο όνομα της μελλοντικής αυτής «ελπίδας».
Όλα αυτά θέτουν επιτακτικά επί τάπητος το θέμα των συμμαχιών και της συνεργασίας ιδιαίτερα εκείνων των δυνάμεων ανάμεσα στις οποίες μπορεί πιθανά να βρεθεί μια κοινή βάση – ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ (μαζί με το Μέτωπο του Α. Αλαβάνου) κατά πρώτο λόγο. Μια παρόμοια συνεργασία στις επικείμενες εκλογές, αν γινόταν δυνατή, θα είχε όχι λίγα θετικά αποτελέσματα. Πρώτο θα διαμόρφωνε μια ριζοσπαστική δυναμική και τη δυνατότητα να αντιπαρατεθεί ένα πιο ισχυρό, πραγματικό αντιμνημονιακό μέτωπο στο ψευδεπίγραφο που τείνει να δημιουργηθεί με την προσχώρηση ομάδων από το ΠΑΣΟΚ, πιθανά και κάποιων από τους βουλευτές που καταψήφισαν το νέο Μνημόνιο, στο κόμμα του Κουβέλη και/ή σε κάποιο κυοφορούμενο νέο αστικό κόμμα. Και δεύτερο, θα έδινε τη δυνατότητα για μια προσέγγιση ανάμεσα στην αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δυστυχώς, η δυνατότητα της παραπάνω συνεργασίας δεν έχει διερευνηθεί σοβαρά ως τώρα. Ο λόγος θα βρεθεί στην επιμονή των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς να θέτουν ως όρο κάθε εκλογικής συνεργασίας μια εξαρχής αντικαπιταλιστική πλατφόρμα. Κατά τη γνώμη μας, το να τίθεται ένας τέτοιος όρος στην παρούσα στιγμή είναι λάθος, γιατί το καθήκον του κινήματος σήμερα είναι η απόκρουση της αντιδραστικής επίθεσης και όχι η ανατροπή του καπιταλισμού. Η γραμμή λοιπόν της συμφωνίας δεν μπορεί να είναι ο αντικαπιταλισμός, αλλά η αντιμνημονιακή-αντινεοφιλελεύθερη γραμμή, η οποία όμως, για να είναι πραγματική πρέπει να περιλαμβάνει την παύση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ με μια αριστερή κυβέρνηση. Το να πηγαίνει κανείς παραπέρα από αυτό και να ζητά μια συμφωνία και για τον αντικαπιταλισμό, σημαίνει να θέτει ως όρο συνεργασίας τη συμφωνία όχι μόνο στα καθήκοντα του τωρινού σταθμού, αλλά και στα καθήκοντα του επόμενου, πράγμα παράλογο. Βέβαια, ο αντικαπιταλισμός πρέπει οπωσδήποτε να μπαίνει στις ιδεολογικές συζητήσεις, δεν μπορεί όμως να τίθεται ως όρος για πολιτικές και εκλογικές συνεργασίες, καθώς το θέμα της ανατροπής του καπιταλισμού δεν είναι ακόμη επίκαιρο.
Η Σοφία Σακοράφα εξέφρασε τη φωνή της λογικής σε αυτό το καίριο θέμα όταν, σε πρόσφατη συνέντευξή της στη «Μαρξιστική Σκέψη», όρισε ως βάση για τη συνεργασία της Αριστεράς, την αποδοχή «μιας πολιτικής θέσης κατ’ αρχήν αντιμνημονιακής, που θα θέτει ως στόχο τη ρήξη με τον καπιταλισμό. Ο στόχος όμως αυτός», πρόσθεσε, «δεν μπορεί να τίθεται ως προαπαιτούμενο συνεργασίας, αλλά κυρίως ως διαμορφούμενο διακύβευμα της ίδιας της κοινωνίας».
Το ξεχώρισμα των πολιτικών δυνάμεων που θα ανταποκριθούν στο αντικαπιταλιστικό διακύβευμα θα γίνει στην πορεία, καθώς πολιτικές δυνάμεις που σήμερα ταλαντεύονται θα αναγκαστούν από τα πράγματα να ταχθούν με τη μια ή την άλλη επιλογή. Και είναι σε αυτό το έργο που καλούνται να συμβάλουν όλοι οι αγωνιστές και οι υπεύθυνες ηγεσίες, όχι θέτοντας εκ των προτέρων όρους, αλλά εργαζόμενοι για την εκπλήρωσή τους στην πράξη, με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του κινήματος.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου