του
Κώστα Γούση
Το «όλη η εξουσία στη διορισμένη Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα Ευρωπαϊκά δικαστήρια» που ορίζει το Μάαστριχτ + της επικείμενης νέας Ευρωσυνθήκης έρχεται να σφραγίσει πολιτικούς μετασχηματισμούς μιας ολόκληρης περιόδου, που υποδεικνύουν ένα νέο παράδειγμα πολιτικής διακυβέρνησης, που συμβολικά, αλλά και...
πραγματικά καθορίστηκε από τους διορισμούς Παπαδήμου και Μόντι λίγους μήνες πριν. Τέτοιες εξελίξεις αναβαθμίζουν την ανάγκη να καταπιαστούμε με το καπιταλιστικό κράτος απ’ τη σκοπιά μιας θεωρίας μετάβασης και των προϋποθέσεων μιας νέας εργατικής αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας στα πλαίσια ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής.
Ο Πέρρυ Άντερσον το 1976 ξεχωρίζει το κράτος ως πρώτο πεδίο όπου δεν αρκούν οι αναφορές στους κλασσικούς και πρέπει να εμφανιστεί κάτω από μια σύγχρονη ερευνητική προοπτική. Την περίοδο αυτή ήδη μεγάλες συζητήσεις λάμβαναν χώρα σε Γερμανία, Γαλλία και Αγγλία ∙ από τη γερμανική σχολή της μεθοδικής παραγωγής του κράτους και τη δημιουργική αξιοποίηση του μεγάλου σοβιετικού νομικού Εβγκένι Πασουκάνις, το έργο του Πουλαντζά και τη διαμάχη με το Μίλιμπαντ, τη σκληρή κριτική στον Πουλαντζά από τους Χόλογουει, Πικιότο και Κλάρκ μέχρι το έργο των Φάιν και Χάρρις. Οι περισσότερες από αυτές τις συμβολές κι αντιπαραθέσεις εξελίχθηκαν στα πλαίσια των Διασκέψεων των Σοσιαλιστών Οικονομολόγων στην Αγγλία.
Εδώ θα αναφερθούμε μόνον στο «Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο», έργο των Φάιν και Χάρρις το 1979, τονίζοντας σε μια παράγραφο και με προφανή τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης μερικές κρίσιμες διαπιστώσεις τους. Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι η δουλειά που έχει γίνει πάνω στο πρόβλημα του κράτους μπορεί να χωριστεί σε αρκετά είδη, σύμφωνα με το επίπεδο αφαίρεσης που χρησιμοποιήθηκε. Στο «Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο» εξετάζουν το καπιταλιστικό κράτος στο ίδιο επίπεδο αφαίρεσης με τον τρόπο παραγωγής αγνοώντας τα εθνικά κράτη. Χωρίζοντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε στάδια ισχυρίζονται πως στα διαφορετικά στάδια, το κράτος έχει διαφορετικά επίπεδα σημαντικότητας και διαχωρίζουν ανάμεσα στα «καθολικά» χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού κράτους και σε εκείνα που βρίσκονται μόνο σε ορισμένα επίπεδα του. Οι Φάιν και Χάρρις αναφέρονται στην οικονομική αναπαραγωγή, τις σχέσεις δηλαδή που συνδέονται με την παραγωγή, τη διανομή και ανταλλαγή της αξίας και την κοινωνική αναπαραγωγή των ταξικών σχέσεων ως σύνολο. Άμεσο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην οικονομική και κοινωνική αναπαραγωγή θεωρούν το εμπόρευμα «εργατική δύναμη». Έτσι θέτουν το ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική, σχέση για την οποία ξέσπασαν οι μεγάλες αντιπαραθέσεις (αυτονομία του πολιτικού, οικονομισμός, σχέση οικονομικού και πολιτικού αγώνα κ.ο.κ.).
Πώς μπορεί στα πλαίσια αυτών των κατευθύνσεων να ξεχωρίσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού κράτους στα πλαίσια του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ως νέου σταδίου ανάπτυξης και κρίσης; Ο Λίο Πάνιτς έχει γράψει για την «πτώχευση των θεωριών κράτους» τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ ακόμη και αξιόλογες προσεγγίσεις (πχ. του Μπομπ Τζέσσοπ για το αυταρχικό κράτος) είναι συνειδητά αποκομμένες από μια συνολική περιοδολόγηση του καπιταλισμού. Η συζήτηση μέχρι και πριν το ξέσπασμα της κρίσης δυστυχώς περιορίστηκε στη νέα σχέση εθνικού – διεθνικού στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης (ποιος ο ρόλος των εθνών κρατών, αυτοκρατορία ή ιμπεριαλισμός κ.ο.κ.) με αυτόνομες, μεταναρχικές και μετα – ηγεμονικές προσεγγίσεις να αναπτύσσονται δυσανάλογα με τη θεωρητική δυναμική τους στα πλαίσια του αντι – παγκοσμιοποιητικού κινήματος. Μετά από δεκαετίες ιστορικών συμβιβασμών και αυταπατών για το δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό και ειρηνικό μετασχηματισμό του καπιταλιστικού κράτους, η μεταμοντέρνα αριστερά/αυτονομία απάντησε ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία. Στον αντίποδα στήθηκε μια εξιδανίκευση των αριστερών κυβερνήσεων σε Βενεζουέλα και Βολιβία που υποτίμησε τη δυναμική της ενσωμάτωσης, τα δομικά όρια και τις «από τα κάτω» λαϊκές συγκροτήσεις σαν καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων, ενώ κατά περιπτώσεις εγκλωβίστηκε ακόμη και σε επιλογές τύπου Λούλα και Κίρχνερ.
Πώς να συζητήσουμε για το κράτος και την ηγεμονία την περίοδο της κρίσης και των εξεγέρσεων; Έξι σημεία για μια θεωρία μετάβασης:
Σημείο πρώτο: Η συζήτηση για το κράτος σήμερα ανοίγει το ερώτημα της επανάστασης στα βυθισμένα στην κρίση αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη. Για να μην περιοριστούμε λοιπόν σε μια ακαδημαϊκή συζήτηση ξεκαθαρίζουμε ότι επιδιώκουμε να μελετήσουμε τους μετασχηματισμούς στο επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων ως σύνολο απ’ τη σκοπιά μιας σύγχρονης επαναστατικής τακτικής και κομμουνιστικής στρατηγικής που προσπαθεί να υπερβεί τη Σκύλλα μιας επαναστατικής επαγγελίας που μεταθέτει στο επέκεινα την επίλυση άμεσων υλικών προβλημάτων και τη Χάρυβδη μιας κυβερνητικής γελοιογραφίας που υποτιμά τις δυσκολίες, τους αντιδραστικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς και τις απρόβλεπτες δυναμικές της λαϊκής κι εργατικής πάλης. Τα δε μετα – ηγεμονικά αυτόνομα ρεύματα μένοντας σε απόσταση από το κράτος έχουν a priori αποδεχθεί την ήττα και πορεύονται ηρωικά και τίμια πολλές φορές, αλλά αναποτελεσματικά σε έναν κινηματικό κατακερματισμό αυτοδιαχειριστικών επικλήσεων ψάχνοντας τη δική τους εναλλακτική γωνιά – νησίδα στη μόνη καπιταλιστικά δυνατή κοινωνική κατάσταση πραγμάτων.
Σημείο δεύτερο: Μπορεί να μην αρκεί η αναφορά στους κλασσικούς του μαρξισμού για το ζήτημα του κράτους, αλλά αποτελούν αναντικατάστατο σημείο θεωρητικής εκκίνησης. Χωρίς το κεκτημένο του κλασσικού μαρξισμού δε μπορεί να υπάρξει επαναστατική θεωρία που να μην καταλήγει σε αναπαραγωγή προμαρξικών θέσεων σε μεταμοντέρνα περιτυλίγματα. Τη δεκαετία του ‘ 70, λίγο πριν «βραχυκυκλώσει η συζήτηση για τη στρατηγική», κατά την εύστοχη διατύπωση του Μπενσαϊντ, ο Μάριο Τρόντι είχε δώσει την κωδική ονομασία «ο Λένιν στην Αγγλία» στο εξής σχέδιο: Αφού ο Λένιν κατάφερε να φέρει το Μαρξ στην Αγία Πετρούπολη, έπρεπε η επαναστατική στρατηγική να φέρει το Λένιν στην καρδιά των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Μέχρι σήμερα, το σχέδιο αυτό παρέμεινε ανολοκλήρωτο και για δεκαετίες εγκαταλελειμμένο. Κι όμως, με το ξέσπασμα της κρίσης αποκτά νέα ιστορική επικαιρότητα. Τι σημαίνει να φέρεις το Λένιν στον 21ο αιώνα;
Σημείο τρίτο: Η διαφορά των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών του 21ου αιώνα από την τσαρική Ρωσία του ‘ 17 είναι παραπάνω από προφανής. Αποτελεί παρατήρηση που είχε γίνει ήδη από το Γκράμσι, ο οποίος επιχείρησε να την απαντήσει με επαναστατικό τρόπο και όχι όπως επέλεξαν να τον διαβάσουν οι επίγονοί του. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής. Η αναγνώριση της διαφοράς τίθεται για να προσεγγιστεί η επαναστατική διαδικασία με τρόπο αποτελεσματικό ή για να εξαλειφθεί η ομοιότητα της δυνατότητας του επαναστατικού άλματος και να δοθεί άλλοθι στην καθήλωση στον κοινοβουλευτισμό και το “business as usual” στην αριστερή εκδοχή του; Ο Λούκατς έγραφε το 1968 ότι τις μεγάλες ιστορικές επιλογές, τις επαναστατικές αποφάσεις δεν τις σοφίζονται ποτέ, «καθαρά θεωρητικά» κάποιοι λόγιοι στα σπουδαστήρια τους. Είναι, αντίθετα, απαντήσεις σε εναλλακτικές επιλογές που επιβάλλονται στην πραγματικότητα, από ένα λαό που έχει μπει σε κίνηση, στην καθημερινότητα αλλά μέχρι και τις ύψιστες πολιτικές αποφάσεις των κομμάτων και των ηγετών τους. Η εναλλακτική απόφαση του Οκτώβρη, δε βασίστηκε μόνο στο ναι ή όχι για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Τέθηκαν ώριμα ζωτικά ζητήματα (τερματισμός του πολέμου, διανομή της γης) που δεν είχαν από καθαρά θεωρητική άποψη άμεσο σοσιαλιστικό χαρακτήρα, αλλά στις τότε συγκεκριμένες συνθήκες μπορούσαν να καταλήξουν σε μια ικανοποιητική λύση για την πλειοψηφία των εργαζόμενων μαζών μόνο με την ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης.
Σημείο τέταρτο: Ιδιαίτερα χρήσιμοι απ’ αυτή την άποψη είναι ο ορισμός της επαναστατικής κατάστασης του Λένιν και της οργανικής κρίσης του Γκράμσι. Ξεχωρίζουμε στους ορισμούς αυτούς τη δραστηριότητα των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο από όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές» σε αυτοτελή ιστορική δράση. Με αυτή την έννοια η συζήτηση για το κράτος «δένει» με την ιστορική εμπειρία της εμφάνισης οργάνων επιβολής της λαϊκής θέλησης, που αποτελούν εν δυνάμει όργανα ευθείας αμφισβήτησης της αστικής πολιτικής κυριαρχίας. Τέτοια όργανα στο ξεδίπλωμα του επαναστατικού προτσές μπορούν να γίνουν κυβέρνηση συντρίβοντας τους αστικούς κρατικούς μηχανισμούς και συγκροτώντας ένα ιδιότυπο κράτος μη – κράτος τύπου Κομμούνας του Παρισιού και κυρίως Πανρωσικού Σοβιέτ των Σοβιέτ, όπως εγκαθιδρύθηκε το 1917.
Σημείο πέμπτο: Η ανάπτυξη τέτοιων οργάνων τύπου σοβιέτ, εργοστασιακών συμβουλίων κ.ο.κ. δε θα είναι copy – paste της εμπειρίας του 20ου αιώνα, αλλά οφείλουν να βασίζονται σ’ αυτή με θετικό και (αυτό)κριτικό τρόπο αξιοποιώντας τις σύγχρονες δυνατότητες, αλλά απαντώντας και στην αρνητική εμπειρία του εκφυλισμού των οργάνων αυτών στις χώρες που τα ανέδειξαν ιστορικά σε ανώτατη μορφή συνολικής διακυβέρνησης. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και ο πολιτικός στόχος της αντικαπιταλιστικής ανατροπής που διακηρύσσουν ΝΑΡ – νΚΑ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσπαθεί να επικοινωνήσει με τις εναλλακτικές επιλογές που επιβάλλονται στη σημερινή πραγματικότητα, καθώς θέτει τα άμεσα βιοποριστικά ζητήματα του εργαζόμενου λαού και τα συνδέει με τις ύψιστες πολιτικές αποφάσεις. Με την πεποίθηση ότι σε μια πορεία οργάνωσης του λαού σε ανώτερο επίπεδο με κέντρο ένα νέο εργατικό κίνημα μπορούν όχι απλά να ανασχεθούν πλευρές της επίθεσης, αλλά να επιβληθούν συνολικές κατακτήσεις πανεθνικού χαρακτήρα που να προκαλέσουν βαθιά ρήγματα στην αστική πολιτική κυριαρχία και να θέσουν το ζήτημα της επανάστασης και της εργατικής δημοκρατίας. Σ’ αυτή την πορεία η ίδια η πείρα του αγώνα και η παρέμβαση των πρωτοποριών που θα αναδειχθούν και θα κριθούν ως τέτοιες μπορεί να σφραγίσει το συσχετισμό δύναμης με μια νέα ηγεμονία και να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση ότι το καπιταλιστικό κράτος δεν είναι το φυσικό, αναλλοίωτο περιβάλλον και η μόνη δυνατή κοινωνική κατάσταση πραγμάτων.
Σημείο έκτο: Για τους λόγου αυτούς, οι παραλλαγές κοινοβουλευτικών περιπάτων κι αριστερών κυβερνήσεων εντός καπιταλισμού, όταν επικαθορίζουν το πρόγραμμα, την πολιτική πρόταση και δράση της αριστεράς δεν είναι απλά ένας διαφορετικός δρόμος για την κατάκτηση μιας νέας εργατικής αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας, αλλά ένας δρόμος που στο όνομα της ιστορικής πρωτοτυπίας αποπροσανατολίζει θεωρητικά και πολιτικά τις μάζες από τις προϋποθέσεις και την προοπτική της επαναστατικής πράξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου