Στις 21/2, η οργάνωση της ΔΕΑ προχώρησε σε μια δημόσια κριτική προς την Ανταρσύα σε σχέση με την ανοιχτή απεύθυνση της δεύτερης προς τους αγωνιστές και τις οργανώσεις της Αριστεράς για τη συγκρότηση ενός μετώπου ρήξης και ανατροπής.
Η κριτική της ΔΕΑ ακολουθεί το εξής σχήμα: Η Ανταρσύα προτείνει τη...
συγκρότηση μετώπου, αλλά το κάνει θέτοντας τόσο αυστηρό πλαίσιο, ώστε πρακτικά αποκλείει τους πάντες πέραν του εαυτού της. Το κείμενο της κριτικής είναι πασπαλισμένο -χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνεται κάπου- με την αίσθηση ότι πρόκειται για κάποιο “παιχνίδι” της Ανταρσύα, προφανώς για δημιουργία εντυπώσεων.
Η κριτική της ΔΕΑ πατάει σε κάτι που, δυστυχώς, είναι πραγματικότητα. Είναι κοινή διαπίστωση, όχι μόνο των αγωνιστών της Αριστεράς, ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας βλέπει τη διέξοδο από τη σημερινή κρίση σε κάποια μεγάλη πρωτοβουλία μιας “ενωμένης” Αριστεράς. Ο πόθος της ενότητας της Αριστεράς αγγίζει πλέον ακόμη και ανθρώπους που δεν αυτοπροσδιορίζονται σαν αριστεροί. Αυτό το ενδεχόμενο έχει θορυβήσει και ένα μέρος της αστικής τάξης, όπως φαίνεται και από τις άτσαλες δηλώσεις “δημοσιογράφων” και πολιτευτών. Αυτή η ελπίδα, αυτός ο πόθος όμως, έγινε συχνά έδαφος για ανήθικη σπέκουλα εκ μέρους πολλών οργανώσεων της Αριστεράς. Πολλά πισωγυρίσματα συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια εξ αιτίας αυτής ακριβώς της μικροπολιτικής και ανεύθυνης αντιμετώπισης του σοβαρότατου ζητήματος της ενότητας. Είναι δίκαιο λοιπόν αντανακλαστικό, κυρίως των αγωνιστών της Αριστεράς, όπου ακούν καλέσματα για “μέτωπα” να είναι δύσπιστοι. Προσωπικά, χαιρετίζω τη δυσπιστία τους και ελπίζω σε μια μαζική εισβολή αυτής της δυσπιστίας και αυτών των ανησυχιών σε κάθε οργανωμένο χώρο της Αριστεράς.
Υπό την έννοια αυτή, κάθε σοβαρή και συντροφική παρέμβαση ενάντια σε μικροηγεμονισμούς και τακτικισμούς είναι καλοδεχούμενη. Ο ίδιος ο χώρος της Ανταρσύα άλλωστε, ταλαιπωρήθηκε από τις πρακτικές αυτές, από την αρχή (με την τραγική αποτυχία συνεργασίας των δυνάμεων του ΜΕΡΑ και εκείνων που μετά συγκρότησαν την ΕΝΑΝΤΙΑ, γεγονός που πήγε την υπόθεση της συγκρότησης της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πολύ πίσω) μέχρι τις αντιπαραθέσεις στην πρόσφατη πανελλαδική της συνδιάσκεψη (για να μην πούμε εδώ για τα απίστευτα περιστατικά βίας που σημειώθηκαν μεταξύ συγκεκριμένων οργανώσεων της Ανταρσύα). Ο Χώρος πρέπει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τις πρακτικές αυτές, κανείς δεν διαφωνεί. Αυτό, δεν μπορεί παρά να γίνει δουλεύοντας, δοκιμάζοντας, και αξιολογώντας κάθε στιγμή την πορεία μας στη βάση των αρχών μας και όχι κάποιας πρόσκαιρης “αποτελεσματικότητας”.
Η κριτική της ΔΕΑ όμως δεν εκφράζει αυτές τις ανησυχίες. Η κριτική της ΔΕΑ προς την Ανταρσύα, πατώντας πάνω στην υπαρκτή ορμή του κύματος της ενότητας, στοχεύει στην πολιτική ουσία της πρότασης της Ανταρσύα. Δυστυχώς, το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας δύο εργαλεία ξένα προς τους μαρξιστές. Το πρώτο είναι η ανεπαίσθητη, “χειρουργική” αλλοίωση της πρότασης της Ανταρσύα και το δεύτερο είναι τα δάνεια από τον ουρανό, η χρήση μεταφυσικών, ιδανικών σχημάτων.
Οποιαδήποτε συντροφική κριτική, οφείλει να χαρακτηρίζεται από πλέρια ειλικρίνεια. Απαντάμε πάντα πάνω στις πραγματικές θέσεις του συντρόφου μας και όχι σε κάποια -βολική για μας- βερσιόν των θέσεών του. Στο κείμενο της κριτικής της ΔΕΑ, κύρια θέση καταλαμβάνει ένα μεγάλο ερωτηματικό. Οι σύντροφοι της ΔΕΑ κατηγορούν την Ανταρσύα ότι προβάλλει ένα αδιαπραγμάτευτο πολιτικό πλαίσιο, ακυρώνοντας έτσι την όποια προσέγγιση. Αλλά και πάλι όχι! η λέξη “αδιαπραγμάτευτο”, μπαίνει στο κείμενο της ΔΕΑ από την ίδια τη ΔΕΑ και μάλιστα με ερωτηματικό. Οι σύντροφοι της ΔΕΑ δεν σιγουρεύτηκαν φαίνεται για το ότι η Ανταρσύα δεν προτίθεται να “διαπραγματευτεί”. Απλά το υπέθεσαν, και προχώρησαν στην κριτική τους με την ηθική ασπίδα του πιο γοητευτικού από τα σημεία στίξης, του ερωτηματικού. Ας σημειώσουμε εδώ -προσπαθώντας να αποκρούσουμε τις αρνητικές συνυποδηλώσεις του όρου με τις οποίες παίζουν οι σύντροφοι της ΔΕΑ- ότι δεν είναι κακό γενικά και αόριστα το να είναι κανείς “αδιαπραγμάτευτος” σε κάποια πράγματα. Φαντάζομαι ότι και οι σύντροφοι της ΔΕΑ θεωρούν τους εαυτούς τους “αδιαπραγμάτευτα” μαρξιστές, “αδιαπραγμάτευτα” επαναστάτες, “αδιαπραγμάτευτα” μέρος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Μήπως όμως είναι κακό να προτείνει κανείς συνεργασία καταθέτοντας ταυτόχρονα και την άποψή του για τους στόχους και το πλαίσιο της συνεργασίας αυτής? Ακόμη περισσότερο, το να καταθέσει κανείς με ειλικρίνεια τις προτάσεις του αποτελεί αυτόματα ένδειξη αδιαλλαξίας? Προφανώς όχι! Το αντίθετο μάλιστα. Εάν σήμερα η Ανταρσύα (ή οποιοσδήποτε) κατέθετε μια πρόταση ενότητας άνευ όρων, μιας θολής “Ενότητας της Αριστεράς”, το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν μια ενίσχυση του κλίματος σπέκουλας που ανέφερα παραπάνω.
Προκαλεί μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι οι σύντροφοι της ΔΕΑ ενοχλούνται τόσο από το πλαίσιο που προτείνει η Ανταρσύα, καθώς διαβάζοντας την κριτική τους, διαπιστώνει κανείς ότι συμφωνούν σε όλα μα όλα τα σημεία του πλαισίου εκτός από ένα. Στο κείμενο της ΔΕΑ αναγνωρίζεται ότι στην πρόταση της Ανταρσύα υπάρχουν “μεγάλοι πολιτικοί στόχοι, όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί κοινή-μετωπική πάλη” αλλά και “άμεσες διεκδικήσεις πάνω στις οποίες ήδη αναπτύσσεται κοινή δράση”. Το μόνο που φαίνεται να ενοχλεί τη ΔΕΑ είναι η θέση για “έξοδο από το ευρώ, ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ”. Όμως στο κείμενο της κριτικής της ΔΕΑ δεν υπάρχει ούτε μια λέξη που να δείχνει το γιατί ακριβώς οι ίδιοι οι σύντροφοι διαφωνούν με τη θέση αυτή. Η μόνη ένσταση που διατυπώνουν είναι ότι η θέση αυτή αποκλείει τους υποψήφιους συμμάχους: το Σύριζα (αφού αποκλείει την πλειοψηφία του Συν), το ΚΚ (αφού δεν βάζει το θέμα της “λαϊκής οικονομίας”), αλλά και κάποιες οργανώσεις που ήδη συμμετέχουν στην Ανταρσύα (ίσως η Ανταρσύα να μην είναι τόσο… αδιάλλακτη τελικά! Σημειώνω ότι τουλάχιστον η θέση της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος εμφανίζεται παραποιημένη, ελπίζω άθελα!).
Προσωπικά, θεωρώ αυτή τη θέση της Ανταρσύα λαθεμένη. Τη θεωρούσα λαθεμένη ακόμη και με την παλιότερη διατύπωσή της, όπου έμπαινε ο προσδιορισμός “αντικαπιταλιστική” πριν από το “έξοδος από ευρώ-ΕΕ”. Η στόχευση στην έξοδο από την ΕΕ, αυτόματα θολώνει τις ταξικές γραμμές, έστω και χωρίς τη θέληση εκείνου που τη διατυπώνει, και φέρνει την “εθνική” αντιμετώπιση του ζητήματος της κρίσης από το παράθυρο. Όμως ας μη γελιόμαστε! Το πραγματικό ζήτημα που τίθεται σήμερα δεν είναι το αν υπάρχει ένα διαμορφωμένο κίνημα που θα διεκδικήσει την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ. Το ζήτημα είναι αν μπορεί κανείς σήμερα να απαντήσει ολοκληρωμένα στον εκβιασμό που μπαίνει και ξαναμπαίνει από τα αφεντικά. Αν το εργατικό κίνημα καταφέρει να ακυρώσει την εφαρμογή του Μνημονίου μας περιμένει η καταστροφή? Εδώ πρέπει να θυμίσουμε στους συντρόφους της ΔΕΑ ότι ο Σύριζα και το ΚΚ -για τη συμφωνία των οποίων η ΔΕΑ ανησυχεί και κατακρίνει την Ανταρσύα ότι τους διώχνει- στο μεγάλο εκβιασμό του Νοεμβρίου έκαναν πίσω, γεγονός που έστρωσε το δρόμο για τη λύση Παπαδήμου και μούδιασε το κίνημα για δύο μήνες. Το συμπέρασμα που βγαίνει από την εμπειρία αυτή είναι μόνο ένα. Ότι ακόμη και να μην θεωρεί κανείς την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ σαν υποχρεωτικό βήμα για τη διάλυσή της (δεν φαντάζομαι να διαφωνούν οι σύντροφοι της ΔΕΑ με το στόχο της διάλυσης του ιμπεριαλιστικού μηχανισμού που ονομάζεται ΕΕ?), είναι αναγκασμένος να λέει την αλήθεια στους εργαζόμενους, ότι δηλαδή με την ανατροπή του Μνημονίου η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι σχεδόν βέβαιη και ότι αυτό δεν θα είναι καταστροφή με την προϋπόθεση ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα αναλάβουν τη χώρα μέσα από τις διεργασίες που η Ανταρσύα κωδικοποιεί υπό τον όρο “Αντικαπιταλιστική Ανατροπή” (και που οι σύντροφοι της ΔΕΑ φαίνεται να συμφωνούν). Με την έννοια αυτή, η ΔΕΑ έχει κάποιο δίκιο: η πρόταση για “έξοδο από ευρώ-ΕΕ” πράγματι “για την ώρα αποτελεί θέση προπαγάνδας”, όμως το να γίνει αυτή η προπαγάνδα είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Αλλιώς, το εργατικό κίνημα μένει αφοπλισμένο απέναντι στην τρομοκρατία των ΜΜΕ ότι έξω από την ΕΕ μας περιμένει η κόλαση.
Οι σύντροφοι της ΔΕΑ εμφανίζονται βέβαιοι ότι η Ανταρσύα βάζει “αδιαπραγμάτευτα” το θέμα της εξόδου από την ΕΕ. Ότι έτσι απομακρύνει το Σύριζα και το ΚΚ καθώς ακυρώνει οποιαδήποτε συνεννόηση. Δεν διαβάζουν προσεκτικά! Ας δούμε τι ακριβώς γράφει το κάλεσμα της Ανταρσύα: “Οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να συμβάλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του αναγκαίου σήμερα αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής. Προσπερνώντας αυταπάτες κυβερνητισμού και ευρωπαϊσμού και παραμερίζοντας επικίνδυνες και καταστροφικές λογικές διάσπασης των αγώνων. Ταυτόχρονα πρέπει και τώρα να ανοίξει η συζήτηση για τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας για το σήμερα και το «αύριο» των αγώνων μας. Υπάρχει εναλλακτική λύση; Τι θα γίνει αν φύγουμε από την ΕΕ; Μπορεί και πώς να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς κέρδος, αγορά, εκμετάλλευση, καταπίεση; Μπορούν οι εργαζόμενοι να κυβερνήσουν; Τι Αριστερά χρειάζεται; Και σε αυτό το διάλογο και τη συντροφική αντιπαράθεση που δεν θα διακυβεύει την ενότητα των αγώνων θέλουμε να καταθέσουμε ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ την πρότασή μας. Την πρόταση για μια μαζική μετωπική αντικαπιταλιστική Αριστερά. Για την οικοδόμηση εκείνης της Αριστεράς που θα απαντήσει στην ιστορική κρίση του συστήματος, με την προοπτική της ρήξης με τον καπιταλισμό και μιας σύγχρονης επαναστατικής διαδικασίας για την εξουσία των ίδιων των εργαζόμενων.” Πρέπει να παλέψει κανείς πολύ σκληρά για να βρει στις γραμμές αυτές τα σημάδια της αδιαλλαξίας που επικαλούνται οι σύντροφοι της ΔΕΑ…
Υπάρχει όμως πράγματι κάτι που δεν μπορεί να λείψει από το κάλεσμα της Ανταρσύα, κάτι που είναι πιο σημαντικό από το ζήτημα της ΕΕ και που στην πραγματικότητα ενοχλεί. Η Ανταρσύα καλεί για μέτωπο της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Εδώ υπάρχει μια “μικρή” διαφορά με τους συντρόφους της ΔΕΑ. Οι οργανώσεις που αποτελούν την Ανταρσύα τοποθετούνται με συνέπεια στο χώρο της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αντίθετα η ΔΕΑ, σχεδόν από την ίδρυσή της, επέλεξε να κινηθεί στο θολό χώρο της “ενότητας της Αριστεράς”, όπως αυτή εκφράστηκε στην ανοιχτή πολιτική συνεργασία με το ρεφορμισμό, που αποτέλεσε το εγχείρημα του Σύριζα. Αν η επιμονή του χώρου της Ανταρσύα στην τοποθέτηση στην Αντικαπιταλιστική Αριστερά του κληροδότησε μια κάποια ροπή προς το σεκταρισμό, το αποτέλεσμα της δέσμευσης της ΔΕΑ στα σχέδια της “μεγάλης Αριστεράς” είναι η ιδρυματική αντιμετώπιση των πολιτικών και κινηματικών εξελίξεων μέσα από το πρίσμα της εξυπηρέτησης ή παρεμπόδισης της ανάπτυξης αυτής της “μεγάλης Αριστεράς”. Η τοποθέτηση της οργάνωσης της ΔΕΑ (και των υπόλοιπων αντικαπιταλιστών του Σύριζα, όπως προειδοποιούσαμε απο την αρχή) στα κινηματικά και πολιτικά γεγονότα λογοδοτούσε υποχρεωτικά στις ισορροπίες μέσα στο Σύριζα. Μιας και η ΔΕΑ κριτικάρει την Ανταρσύα για “παιχνίδια” με την ενότητα, ας θυμηθούμε τα απίστευτα “παιχνίδια” που παίχτηκαν στο εσωτερικό του Σύριζα και απογοήτευσαν πικρά μεγάλο αριθμό έντιμων αγωνιστών που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Ενότητας.
Οι σύντροφοι της ΔΕΑ λοιπόν εξετάζουν αναγκαστικά την πρόταση της Ανταρσύα, όχι τόσο σαν μια ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση συνεργασίας, αλλά με άξονα το πόσο διευκολύνει την ενότητα ολόκληρης της Αριστεράς. Από το κείμενο της κριτικής, φαίνεται πως η ΔΕΑ αντιμετωπίζει το ζήτημα της ενότητας μεταφυσικά, σαν το μόνο που να λείπει να είναι η μια ή η άλλη μαγική λέξη σε κάποιο πλαίσιο. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η εκτίμηση των συντρόφων της ΔΕΑ ότι “αν προχωρούσαν οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα γινόταν ακόμα πιο δύσκολο για το ΚΚΕ να συνεχίζει τη σημερινή «κουφή» στάση”. Οι σύντροφοι της ΔΕΑ αντικαθιστούν απρόσεκτα αυτό-που-υπάρχει με αυτό-που-θα-ήθελαν-να-υπάρχει. Θεωρούν εύκολη τη συνεργασία Σύριζα-Ανταρσύα σε πολιτικό επίπεδο? Πιστεύουν ότι όλα τα σημεία της πρότασης της Ανταρσύα που εκείνοι αποδέχονται, είναι το ίδιο αποδεκτά από ολόκληρο το Σύριζα? Αν ναι, τότε δεν μένει παρά να δηλώσουν ανοιχτά ότι κατά τη γνώμη τους ο Σύριζα έχει μετεξελιχθεί σε μαζικό επαναστατικό κόμμα. Ο Σύριζα σαν σύνολο δεν μπορεί να αποδεχθεί το πολιτικό πρόγραμμα της Ανταρσύα ακριβώς γιατί κυριαρχείται από το χαρακτηριστικό που οι σύντροφοι της ΔΕΑ αδυνατούν να δουν εξ αιτίας της χρόνιας προσκόλλησής τους στο χώρο αυτό. Κυριαρχείται από το ρεφορμισμό. Οι σύντροφοι της ΔΕΑ μπορεί να βλέπουν σαν όρο απαράβατο για οποιοδήποτε μέτωπο τη συμμετοχή του Συν, γιατί έτσι έχουν μάθει, όμως η πρόταση του Συν για “αναστολή πληρωμών” μέχρι να “πιάσουμε(!!!) θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης” καμία σχέση δεν έχει ούτε στο ελάχιστο με αντικαπιταλιστική πολιτική. Η καπιταλιστική “ανάπτυξη” (ήπια ή έντονη) πατάει πάνω στο ξεζούμισμα των εργαζομένων και όταν οι μαρξιστές μιλάνε για “ανάπτυξη”, απλά έχουν παραδοθεί στις σειρήνες της ταξικής συνεργασίας. Η αλήθεια βέβαια είναι -παρά τις ελπίδες της ΔΕΑ- ότι ο σημερινός Συν προσανατολίζεται (φυσικά) σε άλλου τύπου συνεργασίες, μακριά από το χώρο όχι μόνο της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά και γενικά της Αριστεράς. Τι κρίμα που αν τελικά αυτές οι συνεργασίες δεν ευδοκιμήσουν δεν θα είναι επειδή τις εμπόδισαν οι αντικαπιταλιστές του Σύριζα, αλλά επειδή θα έχει προλάβει το κόμμα του υπουργού δικαιοσύνης της κυβέρνησης Τζαννετάκη…
Οι σύντροφοι της ΔΕΑ αντικαθιστούν τις πραγματικές πολιτικές δυνάμεις και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν, με φανταστικές μεταφυσικές μαριονέτες, που στη συνέχεια τις κινούν με μαεστρία στη σκακιέρα της “ενότητας”. Αν τα βρούνε, μας λένε, ο Σύριζα με την Ανταρσύα, τότε το ΚΚ δεν θα μπορεί να κάνει τον κουφό. Πρόκειται λοιπόν περί τεχνικού ζητήματος. Το ΚΚ μπορεί να αναγκαστεί μέσα από επιδέξιες τακτικές κινήσεις της Ανταρσύα, της ΔΕΑ ή οποιουδήποτε άλλου, να προσχωρήσει στην “ενότητα της Αριστεράς”. Η μεταφυσική παρουσίαση του ΚΚ σαν ένα κόμμα “δύστροπο”, “απομονωμένο” και “κουφό” μπορεί να αρκεί για έναν αστό δημοσιογράφο, αλλά είναι εξαιρετικά ανεπαρκής για μια μαρξιστική οργάνωση. Η παρουσίαση αυτή εξυπηρετεί μόνο την αφήγηση, σύμφωνα με την οποία μπορεί κανείς εύκολα να “τραβήξει το ΚΚ από την απομόνωση” ή να το “ξε-κουφάνει”. Η παρουσίαση αυτή αφήνει στην άκρη το πραγματικό ζήτημα. Ότι το ΚΚ, παρά το γεγονός ότι τοποθετείται σαφέστατα πιο αριστερά από τα εξευτελισμένα ΚΚ και πρώην-ΚΚ της Ευρώπης, παραμένει δέσμιο της λογικής του “Λαϊκού μετώπου”, μιας πρότασης ταξικής συνεργασίας που ελπίζει να τεθεί στην υπηρεσία τόσο της εργατικής τάξης όσο και κάποιων υποτιθέμενων “προοδευτικών” κομματιών της αστικής τάξης. Είναι ακριβώς σ’αυτό το σημείο που η λογική του ΚΚ περί “Λαϊκής Οικονομίας” συγκρούεται με την πρόταση της Ανταρσύα για “Αντικαπιταλιστική Ανατροπή”. Οι σύντροφοι της ΔΕΑ, που κρατάνε στις ιδεολογικές τους αναφορές τις επεξεργασίες του Παντελή Πουλιόπουλου, θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί στις εκτιμήσεις τους για το πόσο εύκολα μπορούν να επηρεάσουν τη στάση και την πολιτική του ΚΚ.
Ο τρόπος που οι σύντροφοι της ΔΕΑ ασκούν την κριτική τους συσκοτίζει το γεγονός ότι η ενότητα των οργανώσεων της εργατικής τάξης δεν μπορεί να στριμωχτεί σε ένα μόνο επίπεδο. Δυστυχώς, ακόμη και η ίδια η έννοια της ενότητας, αντιμετωπίζεται από τη ΔΕΑ αυτονομημένη από τα συγκεκριμένα υλικά ζητήματα στα οποία καλείται να αποτελέσει απάντηση και λύση. Μια παρόμοια στάση στο ζήτημα είχε υιοθετήσει η οργάνωση της ΚΟΕ πριν από κάποια χρόνια. Μια στάση που πόνταρε στη μέγιστη δυνατή ενότητα των “αριστερών δυνάμεων”. Για να επιτευχθεί αυτό, έπρεπε να λείψουν τα “αδιαπραγμάτευτα? πλαίσια”. Σύμφωνα με το παραμύθι, η ενότητα ήταν ζήτημα τακτικής και μόλις αυτή πραγματωνόταν, το κίνημα (“ο λαός” έλεγαν) “θα έπαιρνε φωτιά”. Έτσι, χωρίς στόχο, χωρίς εξοπλισμό. Η διαταξική αυτή θεώρηση της ΚΟΕ την έφερε σήμερα να απομακρύνεται και από την ίδια τη ΔΕΑ και να αναζητά συμμάχους στους εθνικιστές. Η ενότητα λοιπόν δεν είναι ένα φάρμακο πάσης φύσης. Τουλάχιστον η Ανταρσύα δεν την αντιμετωπίζει έτσι. Οι επαναστάτες μαρξιστές σήμερα, την ίδια στιγμή που πρέπει να επιδιώκουν την πιο σφιχτή (ακόμη και οργανωτική) συνεργασία και συνύπαρξη των δυνάμεων της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, οφείλουν να απορρίπτουν “αδιαπραγμάτευτα” την πολιτική συμμαχία με το ρεφορμισμό. Η Αριστερά στην οικοδόμηση της οποίας οφείλουμε να ταχθούμε, δεν έχει σχέση ούτε με την “ανάπτυξη”, ούτε με την ταξική συνεργασία, ούτε με τον “υπερήφανο εθνικό δρόμο”. Αυτό δεν σημαίνει ότι στις συγκεκριμένες μάχες που ανοίγονται μπροστά μας δεν επιδιώκουμε τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση των δυνάμεων του εργατικού κινήματος. Η νίκη περνάει μέσα από τη συσπείρωση αυτή, μόνο που έχει συγκεκριμένους στόχους, σαφείς και βραχυπρόθεσμους. Για το τσάκισμα του “ασφαλιστικού” του Γιαννίτση, για την αποτροπή της αντιδραστικής συνταγματικής αναθεώρησης, έπαιξε ρόλο αυτή η αποφασιστική ενότητα στη δράση. Δεν γελιόμαστε ούτε είμαστε ρομαντικοί σ’αυτό. Γνωρίζουμε ότι οι εργαζόμενοι δεν έρχονται συνήθως στον αγώνα χωρίς τις οργανώσεις στις οποίες έχουν εμπιστοσύνη. Μόνο κάτω από το λάβαρο της Ανταρσύα, δεν είναι δυνατό να πετύχουμε τη μέγιστη κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Η συνεργασία λοιπόν της πλειοψηφίας των οργανώσεων που η εργατική τάξη αναγνωρίζει σαν ηγεσία της, σε βραχυπρόθεσμους και σαφείς στόχους οφείλει να είναι μόνιμη επιδίωξή μας. Η τακτική που εύστοχα αποδίδεται με το δίπολο “Βαδίζουμε χωριστά, χτυπάμε μαζί”, είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για τις μεγάλες νίκες που μας χρειάζονται, αλλά και για την ίδια την αποτελεσματική κινητοποίηση των εργαζομένων.
Ήρθε η ώρα λοιπόν να αντιστρέψουμε τα διλήμματα για τους συντρόφους της ΔΕΑ. Μήπως ήρθε πια ο καιρός να εγκαταλείψουν τις αυταπάτες τους για τη δυνατότητα αριστερόστροφης επίδρασης στο ρεφορμισμό? Μήπως ήρθε ο καιρός να επιστρέψουν στο φυσικό τους χώρο και να συμβάλλουν κι εκείνοι στη συγκρότηση ενός μεγάλου μετώπου της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
http://lefterisp.wordpress.com/2012/02/24/24/
1 σχόλιο:
Γειά χαρά.
http://www.dea.org.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%B1-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B5%CF%89%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B4%CE%B5%CE%B1
Δημοσίευση σχολίου