Στην ερώτηση όμως αν το ΚΚΕ καλεί σε...γενική απεργία, απάντησε πως «μια μορφή πάλης ποτέ δεν είναι η λύση στο πρόβλημα. Όσο ανεβασμένη και αν είναι αυτή […] πρέπει να παρεμποδίζονται και να υποσκάπτονται τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση και ταυτόχρονα να υπάρχει ένα μεγάλο κίνημα με όλες τις μορφές πάλης – δεν μπορώ να τις προκαθορίσω τώρα, ούτε τις διαδοχικές φάσεις που θα περάσει αυτό το κίνημα». Σε συνδυασμό με την απαξίωση των πλατειών, της Κερατέας, του «Δεν πληρώνω», προκύπτει κενό στην πρόταση του ΚΚΕ, αφού δεν είναι ξεκάθαρο πώς μπορούν οι εργαζόμενοι να δράσουν. Μένει ένα κάλεσμα «παρεμπόδισης» των μέτρων, ενώ ως πολιτικοποίηση προτείνεται η ενίσχυση του ΚΚΕ με μόνο συγκεκριμένο δρόμο την ψήφο.
Η καθήλωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας στην εκλογική διαμαρτυρία είναι τάση που ενισχύεται και από την άρνηση πολιτικών στόχων που μπορούν να ωριμάσουν στην κοινωνική συνείδηση την αντικαπιταλιστική διέξοδο. Στην κοινωνία αποκαλύπτεται ο ρόλος της ΕΕ και καταρρέει ο μύθος της «ισχυρής Ελλάδας» του ευρώ. Όμως, το ΚΚΕ αρνείται τη σημασία του πολιτικού στόχου για έξοδο από ΕΕ και ευρωζώνη. Κάθε πολιτικός στόχος που δεν προϋποθέτει τη «λαϊκή εξουσία» θεωρείται πρόταση διαχείρισης του συστήματος. Την ίδια στιγμή ο Ριζοσπάστης προβάλλει οικονομικούς στόχους όπως λόγου χάρη επιδότηση ενοικίου 100% για ανέργους, αποφεύγοντας όμως τη σύνδεση με την ανατροπή του Μνημονίου, με αποτέλεσμα στόχοι που ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες να γίνονται ευχολόγια.
Έτσι το ΚΚΕ σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, από έναν τελείως διαφορετικό δρόμο, συμβαδίζει τελικά με τον ΣΥΡΙΖΑ στο επίπεδο των στόχων του κινήματος, αφήνοντας εκτός τη ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ, αλλά και στην πολιτικοποίηση δια των εκλογών. Μάλιστα πρωτοδιατύπωσε το αίτημα των εκλογών στις 15 Ιούνη, όταν ο κόσμος στους δρόμους κλόνισε την κυβέρνηση, χωρίς να προκρίνουν την ανατροπή της κυβέρνησης με τους αγώνες, επιλογή που θα λειτουργούσε ενισχυτικά στη 48ωρη απεργία στις 28-29 Ιούνη.
Ίσως αυτά εξηγούν την όξυνση της πολεμικής του ΚΚΕ απέναντι στην αντικαπιταλιστική αριστερά, δυστυχώς με τη μέθοδο της λαθροχειρίας. Σε άρθρο στο Ριζοσπάστη (24/7/11) ο Τ. Τραβασάρος της Ιδεολογικής Επιτροπής ανακαλύπτει στροφή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον κυβερνητισμό παραθέτοντας το παρακάτω απόσπασμα από την Εισήγηση της 1ης Συνδιάσκεψης: «μέσα στην όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων και την κρίση του πολιτικού συστήματος, που κάνουν εμφανές το ενδεχόμενο για κατάρρευση κυβερνήσεων υπό το βάρος του λαϊκού παράγοντα, είναι πιθανό να δούμε ένα φάσμα ενδεχομένων από αστικές κυβερνήσεις που να λειτουργούν υπό τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος, αντιφατικές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας, πιθανώς και με συμμετοχή κομματιών της Αριστεράς. Φυσικά, η στάση των ταξικών δυνάμεων του εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς απέναντι σε τέτοιες κυβερνήσεις δεν είναι ίδια με τη στάση απέναντι σε καθαρά αστικές κυβερνήσεις…».
Βέβαια αν διαβάσει κάνεις το απόσπασμα ως το τέλος της πρότασης που διακόπτεται, τα συμπεράσματα είναι διαφορετικά: «ωστόσο σε κάθε περίπτωση η θέση μας είναι ότι μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δεν περνάει μέσα από την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας. Γι’ αυτό και επιμένουμε ότι σε κάθε περίπτωση η δυνατότητα επαναστατικής ανατροπής και πραγματικής εργατικής διεξόδου περνάει από τη συγκρότηση αυτοτελών μορφών της πάλης για την εργατική εξουσία, ανταγωνιστικών και εξωτερικών προς το αστικό κράτος. Διαφορετικά ο κίνδυνος της ενσωμάτωσης ή και της ήττας θα παραμένει ανοιχτός».
Το ίδιο απόσπασμα πετσόκοψε σε ανάλογο άρθρο ο Στ. Κρητικός την περασμένη Κυριακή. Φτώχεια επιχειρημάτων και έλλειψη αυτοπεποίθησης προδίνουν αυτά τα φτηνά τεχνάσματα, με τη σφραγίδα μάλιστα της Ιδεολογικής (!) Επιτροπής. Το ουσιώδες ερώτημα παραμένει: πώς ένα λαϊκό κίνημα δίχως στόχους ανατροπής, με την ηττοπαθή λογική καθυστέρησης των Μνημονίων θα φτάσει να ζητήσει «λαϊκή εξουσία», ανατρέποντας αυτή των μονοπωλίων;
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (14.8.11)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου