Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Για το συνδικαλιστικό κίνημα / Σ. Ανδρονίδης

«Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ, ο ακαθόριστος αγέρας, η σελήνη των κρατήρων, σελήνη ξερή, χυμένη, μέσα στις ουλές, η πέτρινη τρύπα του σκισμένου χιτώνα, οι χίλιες παγωμένες φλέβες, ο πανικός του χαλαζία, του σταριού, της αυγής, τα κλειδιά που απλώνονται στους μυστικούς βράχους, η τρομαχτική ευθεία του κομματιασμένου Νότου, το θειάφι που κοιμάται μες στη δομή της κατακόρυφης γεωγραφίας σου, και οι διατάξεις της τουρκουάζας που κυλάει γύρω απ’ τη θλάση του φωτός, απ’ το στέριο κλαδί τ’ αδιάκοπα ανθισμένο, απ’ την πλατιά της λόχμης νύχτα». (Pablo Neruda, ‘Από Ψηλά).

Η δραστηριοποίηση των εργατικών συνδικάτων αποτελεί μία κρίσιμη πτυχή αφενός μεν για την κατανόηση του εύρους της βαθιάς οικονομικής κρίσης, αφετέρου δε για την....
μεταβολή του τρόπου διαχείρισης της. Η μη ουσιαστική δραστηριοποίηση  του επίσημου θεσμικού συνδικαλισμού ‘κορυφής’ (ΓΣΕΕ & ΑΔΕΔΥ), την τελευταία διετία, αίρει το βασικό πλαίσιο νομιμοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος, παράγοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για την δομική αποκρυστάλλωση της ‘κρίσης’ στο εσωτερικό του. Η ευρύτερη συνδικαλιστική κρίση και οι συνδηλώσεις της  επηρεάζουν και την δράση των εργατικών συνδικάτων, μεταβάλλοντας το πεδίο άσκησης των συνδικαλιστικών «καθηκόντων». Η συνδικαλιστική κρίση περιλαμβάνει τους εξής άξονες: 1. Χαμηλός βαθμός συνδικαλιστικής πυκνότητας. Η αποσυνδικαλιστικοποίηση των συνδικάτων αποτρέπει την δομική παρέμβαση η οποία θα έτεινε στην μεταβολή του συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας.
Ο Απόστολος Καψάλης αναφέρει κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία: «η απουσία  συλλογικής εκπροσώπησης της εργασίας στο 98% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα είναι από την μια, δείγμα σοβαρής ανεπάρκειας του νομοθετικού πλαισίου που καθορίζει την εσωτερική ζωή των συνδικάτων περιορίζοντας τους όρους της οργανωτικής τους αυτονομίας και από την άλλη, ένδειξη έλλειψης επίμονης διεκδίκησης από μέρους τους για αναγκαίες αλλαγές στο υφιστάμενο πλαίσιο. Από σχετική έρευνα του Εργατικού Κέντρου Αθήνας (Vprc- 2008) προκύπτει ότι το 52% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν υπάρχει κανένα σωματείο για τον χώρο του, ενώ σε ανάλογη έρευνα του ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ (Vprc- 2008) το 35% των μισθωτών του δημοσίου τομέα και το 82% του ιδιωτικού τομέα απαντάει αρνητικά στο ερώτημα, εάν είναι μέλος κάποιου συνδικαλιστικού σωματείου (38% και 77% αντίστοιχα στην επικαιροποιημένη έρευνα του 2010)».[1] 2. Αδυναμία «ανάγνωσης» και «χαρτογράφησης» των ρήξεων και των εγκάρσιων τομών που προκάλεσε η διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Η εκτίναξη του ποσοστού της ανεργίας, της ανεργίας που πλέον έχει μετασχηματιστεί σε δομική, η κατίσχυση και η εφαρμογή των ελαστικών μορφών απασχόλησης, η ουσιαστική κατάργησε των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελούν χαρακτηριστικά και απτά παραδείγματα των επί τα χείρω αλλαγών που επέφερε η ταξική διαχείριση των τρεχουσών «ροών» της οικονομικής κρίσης. Στην περίπτωση αυτή, το συνδικαλιστικό κίνημα δεν κατάφερε να λειτουργήσει ως ένας πλέριος κοινωνικός-συλλογικός «διανοούμενος» που θα συνέβαλλε στη συγκρότηση ενός διερυμένου κοινωνικού μετώπου λόγου και δράσης. Ο οργανωμένος συνδικαλισμός ‘κορυφής’ δεν κατάφερε να απαντήσει επιστημονικά[2] και προς όφελος του εργατικού μπλοκ, στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους.
Οι εγκάρσιες τομές που προκλήθηκαν στο πεδίο του κοινωνικού, απαιτούσαν και απαιτούν (πέρα από την αυτονόητη διαπίστωση τους), την προσίδια ενεργοποίηση του κοινωνικού-συνδικαλιστικού «διανοούμενου» ο οποίος και θα προχωρούσε στην ανάλυση της νέας κοινωνικής σύνθεσης, συνθέτοντας ταυτόχρονα τις αναγκαίες επιστημονικές και  ιδεολογικές απαντήσεις στο μονόδρομο διαχείρισης της οικονομικής κρίσης. Ακόμη και τώρα, απαιτείται η οργανική σύμφυση απαντητικού λόγου και διεκδικητικής δράσης. 3. Οι μορφές δράσης που υιοθετήθηκαν. Η αποκρυστάλλωση μίας έντονης «κρισιακής» κατάστασης που αρθρώθηκε σε πολλαπλές κατευθύνσεις, απαιτούσε και απαιτεί την εναλλαγή των μορφών πάλης και δράσης. Οι μορφές συνδικαλιστικής δραστηριοποίησης δύνανται να  εκκινούν από την πραγματοποίηση γενικών-πανελλαδικών απεργιών και να καταλήγουν στον συμβολικό όσο και πραγματικό αποκλεισμό εργασιακών χώρων, κάτι που θα συνέβαλλε στην ποιοτική κλιμάκωση της διεκδικητικής δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η πολλαπλή άρθρωση του «κρισιακού» σήμερα ισούται με την  κύρια μετατόπιση πλούτου και κοινωνικής ισχύος προς την πλευρά του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας. Η ποιοτική εναλλαγή των μορφών δράσης δύναται να ασκήσει σημαντική εργατική πίεση στο άρχον συγκρότημα εξουσίας, ενώ, την ίδια στιγμή, η ίδια η πολλαπλή μορφή της εργατικής-συνδικαλιστικής «απάντησης», επαναπροσδιορίζει τον ρόλο των συνδικάτων ως θεμελιακών κοινωνικών και αντικρισιακών «εργαλείων».
Τα εργατικά συνδικάτα νοούνται και ορίζοντας ως άμεσα και θεμελιώδη κοινωνικά «παίγνια» τα οποία δύνανται να  επιτελέσουν μία «διπλή κίνηση»: από την μία πλευρά, δύνανται να λειτουργήσουν ως ανοιχτή μορφή κοινωνικής εκπροσώπησης, ήτοι ως «μηχανισμοί» συνάρθρωσης κοινωνικής-ταξικών συμφερόντων στο πρωταρχικό κοινωνικό επίπεδο, (χώροι εργασίας), ενώ από την άλλη πλευρά, ανανοηματοδοτούν την ίδια την έννοια της εργατικής τάξης. Με αυτόν τον τρόπο δύνανται να συμβάλλουν στον επαναπροσδιορισμό της κοινωνικής ολότητας, προσδίδοντας απτή και «πραγματική» μορφή στις προσίδιες μορφές της εργατικής διεκδίκησης. Μία μεγάλη εργατική κινητοποίηση, αφενός μεν μετασχηματίζει το ίδιο το συγκροτησιακό πλαίσιο της κοινωνικής δομής που αποκαλείται εργατική τάξη στην κατεύθυνση της «ανύψωσης» της κοινωνικής-ταξικής σύγκρουσης σε δομικό προσδιοριστικό παράγοντα της κοινωνικής ολότητας, αφετέρου δε επαναθεμελιώνει τον ρόλο των εργατικών συνδικάτων ως πρόδρομων «δεικτών» μίας αυξημένης λαϊκής-εργατικής μαζικότητας. Τώρα, ένα τέταρτο στοιχείο της συνδικαλιστικής κρίσης σχετίζεται με την αδυναμία μίας «ολικής» παρέμβασης στο χώρο δραστηριοποίησης και «αναπαραγωγής» των πλέον πληττόμενων τμημάτων του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων. Ουσιαστικά, ο επίσημος συνδικαλισμός κορυφής (ΓΣΕΕ& ΑΔΕΣΥ) δεν έχει καταφέρει να συνθέσει μία διευρυμένη  στρατηγική ενσωμάτωσης των πληττομένων κατηγοριών στα συνδικάτα και στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Σε εποχές βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, απαιτείται η ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος προς την κατεύθυνση της επιτέλεσης καθηκόντων κοινωνικού-συνδικαλιστικού «διανοούμενου», ενός «διανοούμενου» που θα ορίζει τις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές συντεταγμένης της σύμφυσης με τα πολιτικά κόμματα. Με άλλα λόγια διατυπωμένο, τα «αυτόνομα» εργατικά συνδικάτα δύνανται να ορίσουν και να επιβάλλουν τις δικές τους προτεραιότητες στο πολιτικό κόμμα με τα οποία συμφύονται πολιτικά και ιδεολογικά.
Έτσι, η σχέση κόμματος-συνδικάτου συγκροτείται και διαρθρώνεται από τα «κάτω» προς τα «άνω». Το περίφημο πρόβλημα της κομματικοποίησης-παραταξιοποίησης του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος ισοδυναμεί με την πρωταρχική «απίσχνανση» των εργατικών συνδικάτων, καθώς και με την ταυτόχρονη ενσωμάτωση τους στη στρατηγική και το πλαίσιο που ορίζει το πολιτικό κόμμα. Με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο, οι οιονεί κομματικές-πολιτικές προτεραιότητες διαμεσολαβούνται στο εσωτερικό των εργατικών συνδικάτων, παράγοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και την αποκρυστάλλωση της μορφής συνδικάτο-«παρακολούθημα» (σαφώς, υπήρξαν και ρήξεις και διασπάσεις).
Στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, η ανάγκη συγκρότησης μαζικών δυνάμει κυριαρχικών κομμάτων με κοινωνική φορά, είχε ως συνέπεια οι συνδικαλιστικές παρατάξεις (ΔΑΚΕ & ΠΑΣΚΕ) να λειτουργούν ως «ιμάντες» μίας εξόχως φορτισμένης πολιτικής διαμεσολάβησης «από τα πάνω». Με άλλα λόγια διατυπωμένο, η ίδια η διαδικασία δόμησης μαζικών κομμάτων ενέγραψε ως βασικό χαρακτηριστικό την «εργαλειοποίηση» των εργατικών-συνδικαλιστικών δομών, εκεί όπου οι συνδικαλιστικοί «ιμάντες» αφενός μεν μετέφεραν τις κομματικές-πολιτικές προτεραιότητες στο άμεσο πεδίο του κοινωνικού, αφετέρου δε μετατόπιζαν τους όρους της πολιτικής-συνδικαλιστικής ισχύος. Η συγκρότηση συνδικαλιστικών καρτέλ κορυφής που κινούνταν με τους όρους επιβολής συνδικαλιστικής δύναμης και ισχύος αποτελεί ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Βέβαια, η ένταση και το «βάθος» εκδίπλωσης των ενεργών «ροών» της οικονομικής κρίσης προκαλεί δυνάμει «ρηξιακές» ανακατατάξεις στο όλο περίγραμμα της συσχέτισης πολιτικού κόμματος-εργατικού συνδικάτου, με ιδιαίτερη αναφορά στα πρώην πλέον μεγάλα κόμματα εξουσίας (Ν.Δ & ΠΑΣΟΚ).
Από την άλλη πλευρά, δομικές ανακατατάξεις συντελούνται και στο εσωτερικό του εργατικού-συνδικαλιστικού φορέα που πρόσκειται στο χώρο του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ). Στο συγκεκριμένο αριστερό χώρο δεν έχει δοθεί ιδιαίτερη ερευνητική «προσοχή». Η δημιουργία της ‘Μαχητικής Εργατοϋπαλληλικής Ταξικής Ανατροπής’, νοείται και ορίζεται ως επιδίωξη υπέρβασης της στενά παραταξιακής ‘Αυτόνομης Παρέμβασης’, η οποία προφανώς ανήκε σε ένα περιορισμένο πλαίσιο που δεν έχει σχέση με τον κοινωνικά διευρυμένο ΣΥΡΙΖΑ. Η ‘Μαχητική Εργατοϋπαλληλική Ταξική Ανατροπή’ επιδιώκει να παρέμβει με κυριαρχικούς όρους στο ευρύτερο συνδικαλιστικό κίνημα, ανατρέποντας το πλαίσιο της δομικής απόκλισης που συγκροτείται μεταξύ υψηλής πολιτικής επιρροής (ΣΥΡΙΖΑ) και χαμηλής κοινωνικής επιρροής (‘Αυτόνομη Παρέμβαση’ στους χώρους εργασίας).
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η δραστηριοποίηση των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών σωματείων βάσης, σωματεία που κινήθηκαν με άξονα την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων σε εργασιακούς χώρους που χαρακτηρίζοντας από την μειωμένη συνδικαλιστική συμμετοχή και δράση (εργαζόμενοι στο χώρο του βιβλίου). Αυτή η θετική τάση πρέπει να συνεχιστεί. Το συνδικαλιστικό κίνημα οφείλει να επιχειρήσει την ώσμωση του με τα δρώντα κοινωνικά κινήματα, καθώς και με μορφές αλληλέγγυας δράσης (βλέπε το πείραμα της αυτοδιαχείρισης στη ΒΙΟΜΕ).
«Τα συνδικαλιστικά κινήματα ήταν και είναι οργανώσεις διαπραγμάτευσης της αξίας της εργατικής δύναμης αλλά και οργανωτικά μορφώματα της εργατικής εξέγερσης και ανεξάρτητα από την πολυμορφία των στόχων τους. Η δεύτερη αυτήν λειτουργία η σημαντικότερη, ίσως, κατά την παρούσα συγκυρία, συμπυκνώνει και εκφράζει την ηθική διάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος η οποία διαφεύγει, ευτυχώς, από τους υποδεκαμετρικούς υπολογισμούς των σύγχρονων λογιστών μας».[3]



[1] Βλ. σχετικά, Καψάλης Απόστολος, ‘Τα ελληνικά συνδικάτα στο περιβάλλον της οικονομικής ύφεσης και κρίσης’, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, 2012, σελ. 7, rosalux.gr. Το πρόβλημα της χαμηλής συνδικαλιστικής πυκνότητας κατέστη πιο έντονο την «κρισιακή» περίοδο, καθότι ουσιαστικά ισοδυναμεί με την έλλειψη νομιμοποίησης της δράσης και του λόγου των συνδικάτων. Η γενικότερη αποσυνδικαλιστικοποίηση «υφαίνει» το πλαίσιο της χαμηλής-«ποιοτικής» παρέμβασης των συνδικάτων μέσα στους χώρους εργασίας. Πάντως, η μικρή μεταβολή που συντελείται στη συνδικαλιστική σύνθεση, το 2010, μπορεί να χαρακτηριστική θετική, καθότι ταυτίζεται με τις πρωταρχικές αντιδράσεις στη Μνημονιακή διαχείριση και ρύθμιση των «ροών» της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης.
[2] Είναι ιδιαιτέρως σημαντική βέβαια η επιστημονική τεκμηρίωση των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων που προσφέρει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Η ίδια η ηγεσία της ΓΣΕΕ οφείλει να ενισχύσει ακόμη περισσότερο, με υλικούς πόρους και την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή το Ινστιτούτο Εργασίας. Ο επίσημος συνδικαλισμός ‘κορυφής’ δεν αξιοποίησε «ολικά» τα επιστημονικά πορίσματα του Ινστιτούτου Εργασίας. Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ κατέδειξε τις δομικές μεταβολές που έχουν επέλθει στο εσωτερικό του μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων.
[3] Βλ. σχετικά, Κουκουλές Γιώργος, ‘Αναδρομή σ’ ένα αμφιλεγόμενο παρελθόν’, στο, ‘Το ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στο Τέλος του 20ου αιώνα’, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Κασιμάτη Κούλα, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1997, σελ. 72.

Δεν υπάρχουν σχόλια: