Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

αρθρο- Μπορεί να νικηθεί με συνταγματικά μέσα ο φασισμός;

του
Χρ. Κεφαλή*
Η πρόσφατη πρόταση του Ε. Βενιζέλου να τεθεί η Χρυσή Αυγή εκτός του συνταγματικού φάσματος προκάλεσε μια ορισμένη αμηχανία στους ακτιβιστές του αντιφασιστικού κινήματος. Η πρωτοβουλία, που ξεκίνησε στις αρχές Δεκέμβρη, είχε συνέχεια με τη συνάντηση Βενιζέλου - Μεϊμαράκη στις 12/12, με αντικείμενο, όπως αναφέρθηκε, «την αντιμετώπιση της ρατσιστικής - ξενοφοβικής βίας και τη συσπείρωση όλων των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων κατά του...
αντισυνταγματικού χαρακτήρα της “Χρυσής Αυγής”»1. Αυτές οι κινήσεις έθεσαν και θέτουν ορισμένα εύλογα ερωτήματα: Μπορεί μια τέτοια πρόταση να είναι ειλικρινής και ρεαλιστική; Είναι δυνατό να ξεμπερδέψουμε με το φασισμό μέσα από τον αγώνα για τη νομική, συνταγματική του απαγόρευση; Και ποια θα έπρεπε να είναι η στάση των αντιφασιστών απέναντι στο συγκεκριμένο αίτημα
 

Από αρκετές φωνές στο κίνημα υποδείχτηκε ο υποκριτικός χαρακτήρας της παρέμβασης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Όταν οι κυβερνώντες θρέφουν με όλη την πολιτική τους το φασισμό και το ρατσισμό, ωθώντας χιλιάδες πολίτες στο περιθώριο με τα Μνημόνια και δημιουργώντας τις συνθήκες της απόγνωσης που εξέθρεψαν το φασισμό στο Μεσοπόλεμο, και εξωθώντας τον απελπισμένο αυτό κόσμο στο φανατισμό και την υστερία ενάντια στους μετανάστες με τα τείχη που υψώνουν στον Έβρο, τότε το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι θα έκαναν καλύτερα να σιωπούν.
Ωστόσο, το αίτημα για τη συνταγματική θέση εκτός νόμου του φασισμού δεν είναι νέο. Μια ανάλογη στάση υιοθετούσαν στη Γερμανία τα αστικά κόμματα και η σοσιαλδημοκρατία, ή τουλάχιστον μερίδες αυτών των κομμάτων, στην περίοδο της ανόδου του Χίτλερ. Η αναφορά σε αυτή την εμπειρία, και την ανάλυσή της από τον Τρότσκι στα γραπτά του για τη γερμανική κρίση, μπορεί να προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα για τη σημασία του παραπάνω αιτήματος και την ενδεδειγμένη αντιμετώπισή του από το αντιφασιστικό κίνημα σήμερα.
Ο «αντιφασιστικός συνταγματισμός» της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και η κριτική του Τρότσκι
Κατά την περίοδο της ορμητικής ανόδου των ναζί, τα αστικά κόμματα της Γερμανίας απέφυγαν κάθε λαϊκή, μαζική κινητοποίηση για να φράξουν το δρόμο στον Χίτλερ. Ιδιαίτερα η γερμανική σοσιαλδημοκρατία (SPD), αξιοποιώντας και τη σεχταριστική τακτική του Γερμανικού ΚΚ που απέκλειε το ενιαίο μέτωπο, αρνήθηκε συστηματικά να κινητοποιήσει τα ένοπλα στρατιωτικά τμήματα που διέθετε. Αντί γι’ αυτό περιορίστηκε σε εκκλήσεις και αναφορές στη νομιμότητα, ως το σίγουρο μέσο για να νικηθούν οι ναζί.
«Η νομιμότητα θα τον σκοτώσει» και «κράτος επέμβα» ήταν δυο από τα πιο κεντρικά συνθήματα των σοσιαλδημοκρατών για την αντιμετώπιση του Χίτλερ. Ταυτόχρονα, ο Τύπος τους καλούσε διαρκώς τον πρόεδρο της Γερμανίας –έναν πρόεδρο που δεν ήταν άλλος από τον αρχι-αντιδραστικό στρατηγό, επικεφαλής του γερμανικού γενικού επιτελείου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Πάουλ φον Χίντεμπουργκ– να εγγυηθεί τη συνταγματική τάξη, γιατί αυτό θα έβαζε, δήθεν, έναν αμετακίνητο φραγμό στο δρόμο του ναζισμού. Με αυτό το σκεφτικό, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία έφτασε να υποστηρίξει όχι μόνο την αντιλαϊκή κυβέρνηση του Μπρίνινγκ αλλά ακόμη και την επανεκλογή του Χίντεμπουργκ στις προεδρικές εκλογές του 1932, γιατί αλλιώς θα έβγαινε ο Χίτλερ.
Η πρόταση του κ. Βενιζέλου δεν κάνει άλλο από το να αναπαράγει, μάλιστα όπως θα δούμε σχεδόν κατά γράμμα, την πολιτική των σοσιαλδημοκρατών και των αστικών κομμάτων της Γερμανίας, που φυσικά δεν εμπόδισε διόλου τους ναζί να φτάσουν στην εξουσία. Αυτή η πολιτική κριτικαρίστηκε εύστοχα από τον Τρότσκι. Στο Και Τώρα; παραθέτει σχετικά αποσπάσματα άρθρων στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό Τύπο, εξηγώντας τη σημασία της:
«Νομίζουν», έγραφε ο Τρότσκι, αναφερόμενος στους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς και δημοσιολόγους, «πως ο Χίτλερ δεν θα μπορέσει να φτάσει ποτέ στην εξουσία χωρίς τη θέληση της αστυνομίας και της Ράιχσβερ [του γερμανικού στρατού]. Η Ράιχσβερ όμως, κατά το Σύνταγμα, υπακούει στον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό, ως τη στιγμή που επικεφαλής του Κράτους θα βρίσκεται ένας πρόεδρος πιστός στο Σύνταγμα, ο φασισμός δεν θα ’ναι επικίνδυνος… Η ελπίδα που στηρίζουν στον πρόεδρο, είναι η ελπίδα να βρούνε σωτηρία μέσα στο “κράτος”. Μπροστά στη σύγκρουση που πλησιάζει ανάμεσα στο προλεταριάτο και τη φασιστική μικρομπουρζουαζία… οι μαρξιστές του “Φόρβερτς”2 καλούν σε βοήθεια το νυχτοφύλακα. “Κράτος επέμβα!” (Staat, greif zu!)»3.
Ακριβώς όπως οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες περίμεναν από τη φθαρμένη και ανυπόληπτη δημοκρατία της Βαϊμάρης να σπεύσει σε βοήθειά τους απέναντι στον Χίτλερ, ο κ. Βενιζέλος σήμερα κάνει έκκληση στην παραπαίουσα συνταγματική νομιμότητα και τους θεσμούς, που έχουν δείξει όλη τους την αναλγησία και την ταξική καταπιεστική φύση τους απέναντι στο λαό, να κινητοποιηθούν ενάντια στη Χρυσή Αυγή.
Στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929 και της παρακμής της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η οποία κυβερνιόταν ουσιαστικά με έκτακτα διατάγματα με βάση το άρθρο 48 του συντάγματος, η πολιτική των γερμανών σοσιαλδημοκρατών δεν ήταν μόνο ένα βολικό άλλοθι και μια αυτό-εξαπάτηση για την απροθυμία τους να διεξάγουν οι ίδιοι οποιονδήποτε πραγματικό αντιναζιστικό αγώνα. Στην πράξη, αυτή η πολιτική βοηθούσε τους ναζί να προχωρούν και να κερδίζουν τα ταλαντευόμενα στοιχεία του κρατικού μηχανισμού. Ο Τρότσκι εξήγησε διεισδυτικά πώς επιδρούσαν οι εκκλήσεις για κινητοποίηση του κράτους ενάντια στους ναζί, στους κρατικούς παράγοντες και τους δημόσιους λειτουργούς στους οποίους απευθύνονταν:
«Οι εκκλήσεις της σοσιαλδημοκρατίας προκαλούν πάνω στον κρατικό μηχανισμό, στους δικαστές, στη Ράιχσβερ, στην αστυνομία, αποτέλεσμα αντίθετο από κείνο που προεξοφλούσαν οι συντάκτες τους. Ο δημόσιος υπάλληλος ο πιο “νομιμόφρων”, ο πιο “ουδέτερος”, ο λιγότερο συνδεμένος με τους εθνικοσοσιαλιστές σκέφτεται πάνω κάτω έτσι: “Πίσω από τους σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται εκατομμύρια άνθρωποι. Διαθέτουν τεράστια μέσα: τον Τύπο, το κοινοβούλιο, τους δήμους. Πρόκειται για το ίδιο τους το τομάρι. Στην πάλη ενάντια στους φασίστες έχουν σίγουρη την υποστήριξη των κομμουνιστών κι ωστόσο αυτοί οι πανίσχυροι κύριοι απευθύνονται σε μένα, τον υπάλληλο, για να τους σώσω από την επίθεση ενός κόμματος που συγκεντρώνει εκατομμύρια μέλη, που οι αρχηγοί τους μπορούν να γίνουν αύριο προϊστάμενοί μου: οι δουλειές, λοιπόν, αυτών των κυρίων σοσιαλδημοκρατών φαίνεται πως πάνε άσχημα… Είναι, λοιπόν, καιρός να σκεφτώ κι εγώ, ο δημόσιος υπάλληλος, το τομάρι μου”. Και τελικά ο “νομιμόφρων” και “ουδέτερος” υπάλληλος, που ως τα χτες ήτανε ακόμα διστακτικός, κοιτάζει να σιγουρευτεί διπλά, δηλαδή, να συνάψει δεσμούς με τους εθνικοσοσιαλιστές για να εξασφαλίσει το αύριο. Έτσι οι ρεφορμιστές… εργάζονται και πάνω στη γραφειοκρατική γραμμή, για τους φασίστες»4.
Ανάμεσα στους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες και το κόμμα του κ. Βενιζέλου υπάρχει, βέβαια, μια ουσιώδης διαφορά. Οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ήταν όντως το πανίσχυρο κόμμα που περιγράφει ο Τρότσκι, ένα κόμμα που διατηρούσε μαζική απήχηση στην εργατική τάξη, είχε υπό τον έλεγχό του τα συνδικάτα και τμήματα του τοπικού κρατικού μηχανισμού. Οι ηγέτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας είχαν όλα τα μέσα για να παλέψουν, αν ήθελαν, αποτελεσματικά ενάντια στον Χίτλερ – το πρόβλημά τους ήταν ότι δεν ήθελαν. Το κόμμα του κ. Βενιζέλου, αντίθετα, έχει υποστεί για χρόνια μια ισχυρή αντιδραστική μετατόπιση και είναι σήμερα σε μια διαλυτική πορεία, που ακόμη και αν δεν έχει ολοκληρωθεί, το έχει κάνει ένα φάντασμα σε σχέση όχι μόνο με αυτό που ήταν η σοσιαλδημοκρατία στο Μεσοπόλεμο, αλλά ακόμη και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ως πριν την έναρξη της κρίσης. Η αδυναμία του κ. Βενιζέλου να παλέψει αποτελεσματικά ενάντια στον ανερχόμενο νεοφασισμό δεν είναι μόνο υποκειμενική αλλά και αντικειμενική.
Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η εκτίμηση του Τρότσκι ότι η καμπάνια νομιμότητας των σοσιαλδημοκρατών ενίσχυε στην πραγματικότητα τους ναζί, ισχύει δέκα φορές περισσότερο για την πρωτοβουλία του κ. Βενιζέλου, από τον οποίο τυχαίνει να λείπουν και όλα τα μέσα για να τη θέσει σε οποιαδήποτε πρακτική εφαρμογή. Έτσι το μόνο που του μένει να κάνει είναι να συναντά και να παρακαλά τον κ. Μεϊμαράκη για το σκοπό αυτό. Ενώ αυτού του είδους οι υψηλές συνομιλίες δεν φέρνουν και δεν μπορούν να φέρουν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, στην πράξη ενισχύουν τη Χρυσή Αυγή. Τη βοηθούν να κάνει πιο πειστικό το δήθεν “αντισυστημικό” προφίλ της και να δυναμώνει τους δεσμούς της με τα κατεστραμμένα στρώματα που παρασύρονται από τη δημαγωγία της, δημιουργώντας τους την ψευδαίσθηση ότι αντιπροσωπεύει κάτι διαφορετικό από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και γι’ αυτό γίνεται αντικείμενο διωγμών.
Για την “αντισυνταγματικότητα” και τη θέση εκτός νόμου του ναζισμού
Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι ο κ. Βενιζέλος δεν αρκείται σε μια γενική έκκληση για περιφρούρηση της συνταγματικής νομιμότητας, αλλά προβάλλει και ένα πολύ συγκεκριμένο αίτημα: να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή.
Είναι αμφίβολο, βέβαια, κατά πόσο ισχύει αυτό: η έκφραση του κ. Βενιζέλου «εκτός συνταγματικού τόξου» δεν υποδηλώνει αναγκαστικά κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα, όμως, ακόμη και αν ληφθεί με την πιο “ριζοσπαστική” της εκδοχή, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα νέο σε αυτή.
Το 1932 στη Γερμανία η κυβέρνηση του Μπρίνινγκ, μια από τις τελευταίες γερμανικές κυβερνήσεις πριν από την επικράτηση των ναζί βασιζόμενη κυρίως στο κόμμα του Κέντρου, είχε πάρει ένα ανάλογο μέτρο. Η κυβέρνηση Μπρίνινγκ είχε θέσει εκτός νόμου τις παραστρατιωτικές οργανώσεις των ναζί, τα SA και τα SS, τον Απρίλιο του 1932. Αυτή η κίνηση, ωστόσο, δεν είχε κανένα απολύτως πρακτικό αποτέλεσμα, όντας περισσότερο ένα μέσο πίεσης για να δεχτούν οι ναζί να δώσουν ανοχή στην κυβέρνηση. Την ίδια περίοδο που ίσχυε η “απαγόρευση”, ο Σλάιχερ, ο διάδοχος του Μπρίνινγκ, διαπραγματευόταν παρασκηνιακά με τον Χίτλερ την πιθανή υποστήριξή του ως καγκελάριου από τους ναζί με αντάλλαγμα την άρση της απαγόρευσης. Οι ναζί απλά απέφυγαν για λίγο καιρό τις προκλήσεις, που θα μπορούσε να οδηγήσουν σε μια σύγκρουση με τον ομοσπονδιακό στρατό και την αστυνομία και κράτησαν ανέπαφες τις δυνάμεις τους. Μέσα σε δυο μήνες, τα διατάγματα του Μπρίνινγκ για την απαγόρευση άρθηκαν, αφού στο μεταξύ η κυβέρνησή του κατέρρευσε.
Ακόμη και οι ναζί, που εκμεταλλεύτηκαν εκείνη την περίοδο επιδέξια τους παράγοντες που τους ευνοούσαν, είχαν μια αίσθηση της υπεροχής των πραγματικών τάσεων απέναντι στις λεγόμενες συνταγματικές επιταγές. Ένας από τους αξιωματούχους τους, ο Ότο Ντίτριχ, εκπρόσωπος Τύπου των ναζί και έμπιστος του Χίτλερ, αφηγείται παραστατικά την οικτρή τύχη των κοινοβουλευτικών και παρασκηνιακών ελιγμών του Μπρίνινγκ, την ίδια ώρα που οι ναζί κατακτούσαν τη μια θέση μετά την άλλη. Στην πράξη, ο Χίντενμπουργκ και οι υπόλοιποι ηγετικοί θεσμικοί παράγοντες της Γερμανίας υποστήριξαν τους ναζί και αυτό οδήγησε τελικά στην αποσύνθεση και την πτώση της κυβέρνησης Μπρίνινγκ:
«Ο Μπρίνινγκ δεν σκόνταψε, ούτε καταστράφηκε από τις ίντριγκες, αν και αυτές ήταν διαδεδομένες σε αυτή την καταιγίδα των πολιτικών δυνάμεων που ξέσπασε πάνω από το κεφάλι του. Ο Μπρίνινγκ αναγκάστηκε να υποκύψει στην πίεση του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος και παρασύρθηκε από αυτό το κύμα που δεν μπορούσε πλέον να ανακοπεί... Στις 13 Απρίλη, ο υπουργός του, ο Γκρένερ5, υποκύπτοντας δουλικά στην επιθυμία των Κόκκινων της Πρωσίας, είχε διαλύσει τα SA, τα SS και τη χιτλερική νεολαία, με τη συγκατάθεση του Κέντρου και του Λαϊκού Κόμματος της Βαυαρίας… Στις 24 Απρίλη ο Μπρίνινγκ τιμωρήθηκε στην Πρωσία, τη Βαυαρία, τη Βυρτεμβέργη, το Αμβούργο και το Άνχαλτ. Το κόμμα του Κέντρου και οι σοσιαλδημοκράτες ηττήθηκαν παντού βαριά… Στις 9 Μάη ο Μπρίνινγκ, ο οποίος στο μεταξύ, μετά από διαπραγματεύσεις, είχε αναζητήσει καταφύγιο κάτω από τις φτερούγες μιας ισχνής πλειοψηφίας, αντιμετώπισε το Ράιχσταγκ… Παρά την επίθεση με ρόπαλα ενάντια στο NSDAP στις 12 Μάη στο Ράιχσταγκ… η μοίρα του Γκρένερ σφραγίστηκε. Το πρώτο χάσμα ανοίχτηκε στην κυβέρνηση του Μπρίνινγκ… Στις 29 Μάη… η κοινή γνώμη έμαθε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο του Ράιχ είχε απορρίψει την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας που είχε ριχτεί ενάντια στο NSDAP ως αβάσιμη. Αυτή η αγανακτισμένη κατηγορία, την οποία η κυβέρνηση του Μπρίνινγκ είχε επιρρίψει ενάντια στο κόμμα μας μπροστά στον Πρόεδρο του Ράιχ, είχε επιφέρει την απαγόρευση των SA… Ο Μπρίνινγκ, που καταλάβαινε για χρόνια πώς να επωφελείται από την κοινοβουλευτική κυριαρχία του κόμματός του σε βάρος του έθνους, υποχρεώθηκε να δικαιολογήσει τις πράξεις του μπροστά στον Πρόεδρο του Ράιχ την επόμενη μέρα… Η απάντηση ήρθε γρήγορα, ο “μύθος του Μπρίνινγκ” τερματίστηκε. Η αυλαία έπεσε πάνω στον τελευταίο καγκελάριο του Κέντρου»6.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ντίτριχ περιβάλλει εδώ την αφήγησή του με ένα σωρό δημαγωγικά στοιχεία, προσπαθώντας να εμφανίσει ότι η νίκη των ναζί ήταν αποτέλεσμα ενός μαζικού κινήματος, ενώ η αλήθεια, που ο ίδιος ομολογεί, είναι ότι απλά τα επίσημα κρατικά όργανα και οι θεσμοί προτίμησαν να περάσουν με το μέρος των ναζί, αδειάζοντας τον Μπρίνινγκ. Οπωσδήποτε όμως έχει μια ακριβέστερη και πιο οξυμένη αντίληψη των παραγόντων που καθόρισαν την εξέλιξη από εκείνη των τότε υπερασπιστών της “συνταγματικής νομιμότητας” τύπου Μπρίνινγκ. Περιττό να πούμε, βέβαια, ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος Χίντεμπουργκ, από τον οποίο οι σοσιαλδημοκράτες περίμεναν να εγγυηθεί τη συνταγματική τάξη, αφού άδειασε τον Μπρίνινγκ, μερικούς μήνες μετά όχι μόνο ανέθεσε την καγκελαρία στον Χίτλερ, αλλά υπέγραψε πρόθυμα όλα τα διατάγματα που έδιναν στους ναζί έκτακτες εξουσίες και άνοιξαν το δρόμο προς τη δικτατορία τους.
Το εγχείρημα που αναλαμβάνει σήμερα ο κ. Βενιζέλος είναι το ίδιο με εκείνο που ήλπιζε να φέρει σε πέρας ο Μπρίνινγκ. Και η υποκείμενη επιχειρηματολογία επίσης είναι ταυτόσημη: όπως ο ναζισμός στο παρελθόν, η Χρυσή Αυγή σήμερα αμφισβητεί την αστική δημοκρατία και νομιμότητα – επομένως θα πρέπει να κηρυχτεί παράνομη. Ο Τρότσκι είχε απαντήσει ήδη σε αυτό πως το τι είναι νόμιμο και τι όχι δεν κρίνεται από τις τυπικές συνταγματικές προβλέψεις, αλλά από τη ζωντανή πάλη των κοινωνικών δυνάμεων. «Και τι θα συμβεί», ρωτούσε τους τότε οραματιστές των νομικών λύσεων, «αν το πνεύμα της Βαϊμάρης βρει σε μια δοσμένη κατάσταση… ότι “η ανάγκη δεν γνωρίζει νόμους”; Και τι θα γίνει αν η φθαρτή ύλη που περιβάλλει το πνεύμα της Βαϊμάρης… γίνει σκόνη στην πιο ανελέητη ώρα;»7
Η ιστορία δικαίωσε τις προβλέψεις του Τρότσκι: όταν τελικά το γερμανικό κεφάλαιο αποφάσισε να παραδώσει την εξουσία στους ναζί – βοηθημένο ασφαλώς τα μέγιστα και από την τυφλή πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού – όλα τα νομικά εμπόδια παραμερίστηκαν και η δημοκρατία της Βαϊμάρης κατέρρευσε σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί ότι δεν ήταν πολύ δύσκολο στους ναζί να αντιμετωπίσουν την εκστρατεία περί «αντισυνταγματικής φύσης» του κόμματός τους ακόμη και όταν τους δημιούργησε μια προσωρινή ενόχληση. Μερικές ανέξοδες δηλώσεις από μέρους του Χίτλερ και άλλων αξιωματούχων των ναζί ότι οπωσδήποτε το κόμμα τους σεβόταν την κοινοβουλευτική νομιμότητα και θα κινούνταν στα πλαίσιά της όταν θα έπαιρνε την κυβέρνηση, ήταν αρκετές για να στερήσουν ακόμη και την τυπική αιχμή από τις ενέργειες και τις προσπάθειες του Μπρίνινγκ. Ο Τρότσκι ανέλυσε επίσης εκτενώς τις συνταγματικές διακηρύξεις του Χίτλερ, δείχνοντας ότι ο σκοπός τους ήταν να αποκοιμίσουν την κοινή γνώμη, βοηθώντας ταυτόχρονα τα άλλα αστικά κόμματα και τους παράγοντες να συνδιαλλαγούν μαζί του και να του ανοίξουν πιο εύκολα το δρόμο προς την εξουσία8.
Η σημερινή κατάσταση
Η εμπειρία της Γερμανίας έδειξε ότι ο ναζισμός, όταν γίνεται απειλητικός, δεν μπορεί να καταπολεμηθεί και να νικηθεί με συνταγματικά μέσα. Για τους μαρξιστές, δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σε αυτό. Ο φασισμός, στις διάφορες παραλλαγές του, γίνεται απαραίτητος στην αστική τάξη όταν ο καπιταλισμός μπαίνει σε βαθιά κρίση και τα συνηθισμένα κοινοβουλευτικά μέσα δεν αρκούν για να υπερασπίσει την αντιδραστική εξουσία της. Το να καλεί, λοιπόν, κανείς σε κοινοβουλευτική και συνταγματική απαγόρευση του φασισμού επειδή είναι επικίνδυνος στην αστική νομιμότητα, σημαίνει ουσιαστικά να καλεί την αστική τάξη να παραιτηθεί από το κύριο όπλο που έχει στη διάθεσή της για να διατηρήσει την εξουσία, όταν η νομιμότητα αυτή αποδεικνύεται ανεπαρκής και καταρρέει. Σημαίνει να ζητά από την αστική τάξη να αρκεστεί σε εκείνα τα μέσα που της είναι σήμερα αναποτελεσματικά και να παραιτηθεί οικειοθελώς από εκείνα που μπορεί να της είναι αποτελεσματικά, αποδεχόμενη έτσι ουσιαστικά την ήττα της. Κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε στο Μεσοπόλεμο, παρότι και τότε δεν έλειψαν οι σχετικές εκκλήσεις, και μπορούμε να προβλέψουμε ότι δεν θα συμβεί και τώρα. Απεναντίας, αυτό που βλέπουμε είναι ότι ο φασισμός γίνεται σήμερα μια βασική επιλογή της αντίδρασης για να επιβάλει με στυγνό τρόπο την τάξη που δεν μπορεί να αποκαταστήσει ο κοινοβουλευτισμός. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αστική τάξη δεν θα διστάσει στο μέλλον να παραδώσει την εξουσία στους νέους φασίστες, αν αποδειχτεί έμπρακτα στην πορεία ότι τα υπόλοιπα διαθέσιμα μέσα της αποτυχαίνουν πλήρως.
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί ή επιτρέπεται να εξισώσουμε μηχανικά την τωρινή κατάσταση με εκείνη του Μεσοπολέμου. Απεναντίας, υπάρχουν διαφορές συνδεόμενες με όλη τη μεταπολεμική εξέλιξη και την ανάπτυξη της κρίσης στα τελευταία χρόνια που πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη. Αυτές δεν αλλάζουν την ουσία του ζητήματος, αλλά απαιτούν μια διαφοροποιημένη τακτική.
Μετά την ήττα των φασιστικών κρατών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο φασισμός τέθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο περιθώριο. Ορισμένα κράτη, όπως η Γερμανία, θέσπισαν μια αυστηρή αντιναζιστική νομοθεσία, η οποία απαγόρευε τα ναζιστικά κόμματα, τη σβάστικα, την αμφισβήτηση του Ολοκαυτώματος, κοκ. Ωστόσο, ο κύριος παράγοντας που περιόρισε το ναζισμό δεν ήταν αυτές οι απαγορεύσεις, αλλά οι νωπές μνήμες των βαρβαροτήτων του και η μεταπολεμική άνθιση του καπιταλισμού στην περίοδο του κράτους πρόνοιας. Όταν οι αστικές τάξεις, ωθημένες από την όξυνση των καπιταλιστικών αντιφάσεων, στράφηκαν στο νεοφιλελευθερισμό και ο φασισμός άρχισε εκ νέου να ανεβαίνει, οι απαγορεύσεις αυτές, όπου ίσχυαν, αποδείχτηκαν τελείως αναποτελεσματικές για να του φράξουν το δρόμο. Η παράκαμψή τους έγινε δυνατή με την ίδρυση πιο πλατιών ακροδεξιών κομμάτων, που φραστικά αποδοκίμαζαν το παρελθόν του ναζισμού, μέσα στα οποία οι νέο-ναζί, μαζί με διάφορα κρυπτο-φασιστικά στοιχεία έβρισκαν μια ζεστή στέγη.
Στην ίδια τη Γερμανία, δημιουργήθηκε μετά το 1945 το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (NDP), ένα βασικά νέο-ναζιστικό κόμμα, που άρχισε να κερδίζει επιρροή μετά την επανένωση της χώρας, πατώντας πάνω στο θέμα των μεταναστών. Το 2001 έγινε στη Γερμανία μια προσπάθεια να τεθεί εκτός νόμου το κόμμα αυτό, όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιχείρησε να το φέρει σε δίκη στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, με την κατηγορία ότι ήταν αντισυνταγματικό. Ωστόσο, τα πράγματα πήραν μια απροσδόκητη τροπή το 2003, όταν αποκαλύφθηκε ότι ένας αριθμός από ανώτατα στελέχη του NDP ήταν πράκτορες ή πληροφοριοδότες της γερμανικής κυβέρνησης. Μπροστά στον κίνδυνο να φανεί η διαπλοκή του κράτους με το παρακράτος, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Τα επόμενα χρόνια το NDP είχε αξιόλογες επιτυχίες, μπαίνοντας σε αρκετά τοπικά κοινοβούλια της Γερμανίας9.
Η εξέλιξη αυτής της υπόθεσης είναι από μόνη της αποκαλυπτική για το πόσο υποκριτικές και ουτοπικές είναι οι βλέψεις για συνταγματική απαγόρευση του ναζισμού. Πραγματικά, αν υπήρχε μια χώρα όπου, λόγω του ναζιστικού παρελθόντος, υπήρχε όλο το νομικό οπλοστάσιο για να στηριχτεί μια τέτοια διαδικασία, αυτή ήταν η Γερμανία. Και όμως, ο νεοναζισμός πέρασε αλώβητος τη δοκιμασία. Αλλά και σε άλλες χώρες, από την Ιταλία και τη Γαλλία στην αρχή, ως τις σκανδιναβικές χώρες, τις κάτω χώρες και την Κεντρική Ευρώπη σήμερα, οι νεοναζί εντάχθηκαν στα κόμματα των διαφόρων Λεπέν, χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς. Αν, λοιπόν, δεν έγινε τίποτα τότε, που οι συνθήκες ήταν πολύ πιο ευνοϊκές, γιατί να πιστέψει κανείς ότι τώρα, σε συνθήκες κρίσης, ανόδου του φασισμού και βαθύτερης διάβρωσης του αστικού κράτους από αυτόν, θα προκύψει κάτι διαφορετικό;
Είναι βέβαια αλήθεια ότι, ενώ ο νεοφασισμός και η ακροδεξιά ανεβαίνουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο σημείο να γίνουν τόσο απειλητικοί, όσο ήταν ο ναζισμός στη Γερμανία από το 1929. Αλλά αυτή η διαφορά είναι σχετική. Είναι ήδη αρκετά απειλητικοί και μια μερίδα της αστικής τάξης, του κρατικού μηχανισμού, κ.λπ., προσανατολίζεται ήδη προς αυτές τις δυνάμεις και τις ενισχύει. Από την άλλη μεριά, όπως ειπώθηκε, δυνάμεις όπως το κόμμα του κ. Βενιζέλου δεν έχουν την ισχύ που είχε στο Μεσοπόλεμο η σοσιαλδημοκρατία, μια ισχύ την οποία εκμεταλλεύτηκε βέβαια για να καθηλώσει και να ενσωματώσει το εργατικό κίνημα. Οι δυνάμεις αυτές, στη φυσιογνωμία και την ισχύ τους, μοιάζουν πολύ περισσότερο με αυτό που ήταν τότε το Κέντρο του Μπρίνινγκ, όντας ήδη ασθενέστερες και χωρίς πραγματική ισχύ απέναντι στον ανερχόμενο νεοφασισμό. Γι’ αυτό οι ελιγμοί τους είναι καταδικασμένοι να μείνουν χωρίς αποτέλεσμα.
Για να αποσαφηνίσουμε παραπέρα αυτό το σημείο, ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο ενδεχόμενο. Ας υποθέσουμε ότι ο κ. Βενιζέλος πετυχαίνει να εξασφαλίσει τη συναίνεση και των άλλων αστικών κομμάτων, ότι η υπόθεση πάει στο αρμόδιο συνταγματικό δικαστήριο, κερδίζεται και αύριο βγαίνει η απόφαση που κηρύσσει εκτός νόμου τη Χρυσή Αυγή. Το ερώτημα είναι: Τι θα γίνει από κει και πέρα; Πώς θα εφαρμοστεί αυτή η απόφαση;
Η Χρυσή Αυγή, πέρα από τη μαζική υποστήριξη του αστυνομικού σώματος, που εκφράστηκε με πάνω από το 50% της ψήφου των αστυνομικών που πήρε στις εκλογές του Μάη και του Ιούνη 2012, έχει ισχυρές διασυνδέσεις με τμήματα και στελέχη των κεντρικών υπηρεσιών ασφάλειας10. Η τάση αυτών των στοιχείων θα είναι όχι να διαλύσουν, αλλά να προστατέψουν τη Χρυσή Αυγή. Πώς λοιπόν θα καμφθεί η αδράνεια και η αντίστασή τους; Θα είναι έτοιμη η τότε κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό από τέτοια στοιχεία; Και σε ποιους θα στηριχθεί σε ένα τέτοιο έργο, όταν όλη η πολιτική της αποξενώνει το λαό που θα μπορούσε να δώσει το μόνο ισχυρό στήριγμα;
Αν η δήθεν συνταγματική «διάλυση» της Χρυσής Αυγής λάβαινε χώρα σήμερα, τότε η πιο πιθανή εξέλιξη της επόμενης μέρας θα ήταν να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο και πιο «μετριοπαθές» νεοφασιστικό, ακροδεξιό κόμμα, με τη συνένωση με ομάδες του ΛΑΟΣ, την ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματος του κ. Καμμένου (που φημολογείται ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της διάσπασης) και άλλες διάσπαρτες εθνικιστικές ομάδες. Ένα τέτοιο κόμμα θα έπαιρνε, βέβαια, εξαρχής θέση μέσα στο «συνταγματικό τόξο», καταδικάζοντας όλες τις «ακρότητες» και τις «αντισυνταγματικές παρεκτροπές». Το μόνο νοητό αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του κ. Βενιζέλου θα ήταν έτσι να δημιουργηθεί και στη χώρα μας ένα κόμμα αντίστοιχο του Εθνικού Μετώπου του Λεπέν, ένας ελληνικός λεπενισμός. Κάτι τέτοιο όμως, ενώ θα χαιρετιζόταν πιθανά από τους παράγοντες του κατεστημένου σαν ένα βήμα προς την αποδοχή της νομιμότητας από όλους, στην πραγματικότητα θα ήταν ένα μεγάλο βήμα εμπρός για την παραπέρα ενίσχυση και προώθηση του νεοφασισμού.
Σημαίνει αυτό ότι τα αντιφασιστικά κινήματα θα πρέπει απλά να καταγγείλουν σαν υποκριτική ή εξωπραγματική την πρωτοβουλία του κ. Βενιζέλου και να υποδείξουν μόνο τις ευθύνες του ίδιου και των άλλων παραγόντων του κατεστημένου για την άνοδο του νεοναζισμού; Όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν μια μονόπλευρη αντίδραση. Η πρωτοβουλία Βενιζέλου δείχνει ότι ανάμεσα στις παραδοσιακές δυνάμεις του συστήματος και το νεοφασισμό υπάρχουν ορισμένες αντιθέσεις, όπως αυτές που υπήρχαν στο Μεσοπόλεμο. Οι παραδοσιακές αστικές δυνάμεις αισθάνονται, όπως και τότε, ότι ο φασισμός τείνει να τις παραμερίσει και προσπαθούν να κάνουν κάτι για να εξασφαλίσουν την απειλούμενη θέση τους, που είναι συνδεμένη με τις κοινοβουλευτικές μορφές εξουσίας. Το καθήκον του αντιφασιστικού κινήματος είναι να εκμεταλλευτεί αυτές τις αντιθέσεις για να θέσει τα πραγματικά ζητήματα του αντιφασιστικού αγώνα.
Οι παραδοσιακοί εκπρόσωποι του κατεστημένου προσπαθούν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι ο φασισμός μπορεί να νικηθεί και να παραμεριστεί με συνταγματικά, νόμιμα μέσα. Το αντιφασιστικό κίνημα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτή την προσπάθεια για να διακηρύξει και να πείσει τους εργαζόμενους, που ανησυχούν από την επανεμφάνιση του ναζισμού, ότι τέτοιου είδους μέτρα, ακόμη και αν ληφθούν, δεν θα πετύχουν από μόνα τους απολύτως τίποτα. Είναι να πείσει ότι είναι δικαίωμα και καθήκον του λαού να δώσει ο ίδιος μια απάντηση στις νεοναζιστικές συμμορίες, άσχετα αν υπάρχουν ή όχι οι σχετικές νομικές αποφάσεις και προβλέψεις. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την οργάνωση και εδραίωση αντιφασιστικών επιτροπών στις γειτονιές, επιτροπών που θα συνενώσουν σε μια κοινή αμυντική πάλη προοδευτικούς εργαζόμενους και μετανάστες ώστε να να σπάσουν την τρομοκρατία και την οργάνωση που έχουν πετύχει οι νεοφασίστες σε αρκετές περιοχές.
Μετά τη νίκη των ναζί στη Γερμανία, ο φασισμός νικήθηκε στην Αγγλία και τη Γαλλία στους δρόμους, από τις κινητοποιήσεις του λαού, που έβαλαν φραγμό στις αναπτυσσόμενες φασιστικές ομάδες σε αυτές τις χώρες. Έτσι και μόνο έτσι θα πολεμηθεί και θα νικηθεί ο φασισμός και σήμερα.
Σημειώσεις
1. Βλέπε, π.χ., Συνάντηση Βενιζέλου-Μεϊμαράκη για πρωτοβουλίες εναντίον Χρυσής Αυγής, http://www.newsbomb.gr/politikh/story/261475/synantisi-venizeloy-meimaraki-gia-protovoylies-enantion-hrysis-aygis.
2. Η Φόρβερτς (Εμπρός) ήταν η επίσημη εφημερίδα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.
3. Λεόν Τρότσκι, Και Τώρα;, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, σελ. 14-15.
4. Στο ίδιο, σελ. 15-16.
5. Ο Βίλχελμ Γκρένερ ήταν Γερμανός στρατηγός, από τους συντελεστές της κατάπνιξης της γερμανικής επανάστασης το 1918 και αργότερα υπουργός άμυνας και εσωτερικών σε διάφορες γερμανικές κυβερνήσεις.
6. Ότο Ντίτριχ, With Hitler on the Road to Power, Λονδίνο 1934, σελ. 31-32.
7. Τρότσκι, στο ίδιο, σελ. 14.
8. Γι’ αυτή την πλευρά της τακτικής των ναζί, βλέπε Τρότσκι, στο ίδιο, σελ. 131-32 και για μια ανάλυση και συσχέτισή της με τα ανάλογα τεχνάσματα της σύγχρονης ακροδεξιάς, Χρήστου Κεφαλή, «Για τον ακροδεξιό, νεοφασιστικό κίνδυνο και την αντιμετώπισή του», Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 5, σελ. 320-23.
9. Για το θέμα αυτό, βλέπε το λήμμα για το NDP στη wikipedia, http://en.wikipedia.org/wiki/National_Democratic_Party_of_Germany.
10. Βλέπε τα σχετικά δημοσιεύματα στο Βήμα: Β. Λαμπρόπουλος, «Ένας στους δύο αστυνομικούς ψήφισαν Χρυσή Αυγή», 11/5/2012 και «Οι αστυνομικοί ψήφισαν και πάλι μαζικά Χρυσή Αυγή», 19/6/2012. Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, ποσοστά πάνω από 50% πέτυχε η Χρυσή Αυγή σε εκλογικά τμήματα όπου ψήφιζαν αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ, των ΜΑΤ, κοκ.
* Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός και συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: