Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Θέσεις Αριστερού Ρεύματος : μια συντροφική κριτική


Π. Λαφαζάνης
Τα τελευταία χρόνια το Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΝ σε στρατηγικής σημασίας ζητήματα, όπως είναι το πρόγραμμα, η πολιτική συμμαχιών του κόμματος και η εναλλακτική πρόταση εξουσίας, αλλά και σε ζητήματα δράσης και ταξικού προσανατολισμού, προβάλει σε γενικές γραμμές θέσεις που κινούνται αριστερότερα της ηγετικής πλειοψηφίας. Κορυφαία στιγμή αυτής της διαφοροποίησης ήταν η απόλυτα σωστή διακήρυξη της ανάγκης για στροφή του κόμματος στον επαναστατικό μαρξισμό στο τελευταίο συνέδριο. Παρόλα αυτά τα 2 περίπου χρόνια που...
έχουν περάσει από το συνέδριο, οι απόψεις που έχει εκφράσει δημόσια η ηγεσία του ΑΡ έχουν σε κάποια σημεία βρεθεί σε αντίφαση με τη σωστή εκείνη διακήρυξη.

Το προγραμματικό πλαίσιο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην ιστοσελίδα ΙΣΚΡΑ, όπως και το «κείμενο Συμβολής του ΑΡ, στην ΚΠΕ του ΣΥΝ, ενόψει της πανελλαδικής συντονιστικής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ», σε ορισμένα σημεία είναι – αν και διστακτικά – μετατοπισμένο πιο αριστερά σε σύγκριση με τις «εκδοχές των 30» στο συνέδριο του ΣΥΝ.

Πολύ σωστά οι σ. της ηγεσίας του ΑΡ, ασκούν κριτική στην πολιτική συνεργασιών της ηγεσίας του κόμματος, τονίζοντας ότι το αντιμνημονιακό μέτωπο δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες, καθώς η εναντίωση στο μνημόνιο και τις πολιτικές που απορρέουν από αυτό είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής συνθήκη για συνεργασία και πολύ περισσότερο, για ένα μέτωπο που θα διεκδικήσει την εξουσία και μια αριστερή διέξοδο από την κρίση. Γενικά σωστά επίσης, επιμένουν στην ανάγκη συμπαράταξης της Αριστεράς (και βασικά του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, καθώς και άλλων μικρών σχημάτων όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) όχι μόνο σε επίπεδο κοινής δράσης, αλλά και πολιτικής συμπαράταξης για μία κοινή λύση εξουσίας, μια κυβέρνησης της Αριστεράς.

Επίσης σε γενικές γραμμές, σωστά τονίζουν ότι οι συνεργασίες με δυνάμεις που αποδεσμεύονται από τα’ αριστερά του ΠΑΣΟΚ, θα πρέπει να γίνουν, όχι με όρους συμφωνιών κορυφής (πολλές φορές με αμφιλεγόμενες προσωπικότητες) που βασίζονται σε προγραμματικές υποχωρήσεις από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και σε μια εκλογοκεντρική αντίληψη. Με αυτό τον τρόπο τελικά ζημιώνεται η υπόθεση της ενότητας της Αριστεράς, αλλά και της οικοδόμησης δεσμών με την εργατική και λαϊκή κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ που πρέπει σίγουρα να είναι το ζητούμενο. Σωστά τονίζουν οι ηγετικοί σ. του ΑΡ, ότι η όποια συνεργασία, πρέπει να χτιστεί πρώτα στη δράση, σε κοινούς αγώνες και μετά στη βάση μιας προγραμματικής συζήτησης, όπου η Αριστερά δεν θα πρέπει να μπει στη λογική συμψηφισμών, θυσιάζοντας το πρόγραμμα της για χάρη της μαζικότητας στην καλύτερη περίπτωση ή απλά ενός καλύτερου εκλογικού αποτελέσματος στην χειρότερη, γιατί τότε δεν θα έχει καταφέρει να κερδίσει πολιτικά τον κόσμο στον οποίο απευθύνεται, αλλά απλά θα παίζει στα μάτια του, το ρόλο ενός υποκατάστατου του σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ.

Όσον αφορά το αναγκαίο πολιτικό πρόγραμμα πάνω στο οποίο οι σ. θεωρούν ότι πρέπει να χτιστεί το πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς πρέπει να σημειώσουμε, ότι μαζί με ορισμένες επιβεβλημένες θέσεις, υπάρχουν κενά, ασάφειες, λάθη και πολλές φορές μια διγλωσσία σε διάφορα κείμενα και δημόσιες τοποθετήσεις, που συγχύζει τον κόσμο και τα ίδια τα κομματικά μέλη και τους υποστηρικτές.

Συγκεκριμένα στο κείμενο «συμβολή στην ΚΠΕ του ΣΥΝ» που αναφέραμε παραπάνω διαβάζουμε:

«Η απάντηση στη σημερινή κρίση δεν μπορεί να είναι κάθε μορφής και παραλλαγής κεντροαριστερά νεφελώματα ούτε η επαναφορά σε μια «καλή» σοσιαλδημοκρατική διαχείριση του καπιταλισμού, αλλά μια στρατηγική, που θα έχει ως προοπτική την υπέρβαση του καπιταλισμού και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας και κοινωνίας…. Ένας νέος «ανθρώπινος» και «κοινωνικός» καπιταλισμός δεν είναι εφικτός και η επίτευξή του συνιστά ουτοπία…. Αν θεωρητικά μπορεί να υπάρξει, -κάτω από την επαναστατική πίεση του σοσιαλισμού και την απειλή γιγάντιων εργατικών αγώνων- θα συνιστά «διάλειμμα» που θα δώσει τη θέση του γρήγορα σε νέες κρίσεις και αντιδραστικές παλινορθώσεις.»

Οι παραπάνω θέσεις θα μπορούσαν να είναι απόλυτα σωστές, αν αντί για μια αφηρημένη προοπτική, ο σοσιαλισμός εμφανιζόταν με ένα ξεκάθαρο τρόπο σαν επίκαιρος και αναγκαίος σήμερα και αν αντί για «υπέρβαση» το κείμενο καλούσε με σαφήνεια για την ανατροπή του καπιταλισμού. Πως όμως συμβιβάζεται η σωστή κριτική στη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση με την προοπτική ενός ενδιάμεσου σταδίου πριν τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, έξω από το ευρώ και με μια φιλολαϊκή πολιτική ανάπτυξης που ευαγγελίζονται οι σύντροφοι σε άλλες τοποθετήσεις τους; Για παράδειγμα, σε μια σειρά κείμενα αναρτημένα στην ΙΣΚΡΑ δημοσιευμένα σε ειδική θεματική ενότητα με τίτλο «ερωτήσεις και απαντήσεις για την έξοδο από το Ευρώ», υπάρχει μια προσπάθεια απάντησης στο βασικό ερώτημα: τι μέτρα θα πάρει μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα επιλέξει να σπάσει με την ευρωζώνη και να σταματήσει να πληρώνει το χρέος. Σε αυτά λοιπόν τα κείμενα, περιγράφεται μια πολιτική εθνικού δρόμου ανάπτυξης, χωρίς πουθενά να μπαίνει σαν προϋπόθεση, η αρχή έστω του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας, η εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος. Εδώ λοιπόν, επανερχόμαστε στην προοπτική ενός προοδευτικού σταδίου του καπιταλισμού (σύντομου;), ή μιας προοδευτικής πολιτικής μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, αντίθετα από τις παραπάνω σωστές διακηρύξεις των συντρόφων.

Και σε άλλα κείμενα όμως, όπως το σχόλιο της ΙΣΚΡΑ για την ομιλία στελέχους του ΚΚΕ (Δ. Κουτσούμπα) για την έκδοση του Δοκιμίου ιστορίας του ΚΚΕ, βλέπουμε μια διάθεση υπεράσπισης της θεωρίας των σταδίων*:

«…Ο Δ. Κουτσούμπας θέτει περίπου ως αποκλειστικό το δίλημμα: στρατηγική των σταδίων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό ή άμεση σοσιαλιστική λύση, επιλέγοντας μάλλον το δεύτερο. Δεν υπάρχουν, όμως, άλλες επιλογές μετάβασης στο σοσιαλισμό και την κομμουνιστική προοπτική;» Επίσης σε κείμενο- απάντηση σε άρθρο του Μ. Μαίλη εναντίον του ΑΡ: «… Και κάτι επιπλέον, μήπως ο Μ.Μ. προτείνει, αν καταλάβαμε καλά, ως εναλλακτική απάντηση στη σημερινή κατάσταση ένα «καθαρό» σοσιαλισμό, χωρίς την παραμικρή μεταβατική μορφή περάσματος; Θα ήταν ενδιαφέρον!»

Δυστυχώς, η θεωρία των σταδίων, που υπήρξε από τα χρόνια της Β’ Διεθνούς ως και σήμερα η πεμπτουσία του ρεφορμισμού, είναι ασυμβίβαστη με την ουσία του επαναστατικού μαρξισμού, στον οποίο αναφέρονται οι σ. της ηγεσίας του ΑΡ. Η προσκόλληση των προγραμμάτων της Αριστεράς σε αυτή την αντι-μαρξιστική θεωρία κόστισε στο ελληνικό, αλλά και διεθνές εργατικό κίνημα τεράστιες ήττες, σε καταστάσεις παρόμοιες με τη σημερινή (Ευρώπη δεκαετίας του ’30, Χιλή, τραγική κατάληξη του ΕΑΜικού κινήματος και πολλά άλλα τραγικά παραδείγματα). Η θεωρία αυτή, συνίσταται ακριβώς στην υπεράσπιση της δυνατότητας ύπαρξης ενός φιλολαϊκού καπιταλισμού, σαν ένα ενδιάμεσο στάδιο πριν τον σοσιαλισμό και καταλήγει πάντα σε μια λογική ταξικής συνεργασίας με μια δήθεν «προοδευτική» μερίδα της αστικής τάξης.

Απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση για την στροφή του κόμματος στον επαναστατικό μαρξισμό, είναι να ασκήσουμε μια σκληρή κριτική σε όλες τις πολυποίκιλες εκδοχές αυτής της θεωρίας και να επιστρέψουμε στην βασική αλήθεια των κλασικών του μαρξισμού, σύμφωνα με τους οποίους: «Ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική και την κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μίας στην άλλη. Και σ’ αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μία πολιτική μεταβατική περίοδος, που το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο, παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» (Καρλ Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα).

Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα από το ίδιο κείμενο τους βασικούς άξονες του προγράμματος που προτείνουν οι σύντροφοι:

«5. ΘΕΜΕΛΕΙΩΔΕΙΣ ΣΤΟΧΟΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Θεμελιώδη συστατικά ενός προοδευτικού προγράμματος διεξόδου μαζί με τη διακοπή αποπληρωμής του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη και την αμφισβήτηση και συνολική σύγκρουση με την Ε.Ε. θα πρέπει να είναι:

- Η ρύθμιση των ιδιωτικών χρεών για τα λαϊκά νοικοκυριά και τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, έως τη διαγραφή τους για τις πιο αδύνατες κοινωνικές κατηγορίες

- Η άμεση εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών, για την εφαρμογή μιας νέας χρηματοπιστωτικής πολιτικής με αποκλειστικά αναπτυξιακά, παραγωγικά και κοινωνικά κριτήρια

- Ο έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων από και προς την Ελλάδα για την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας και την προστασία της νέας νομισματικής πολιτικής

- Η συγκρότηση, μέσω μιας νέας Κεντρικής Τράπεζας, μιας εθνικής προοδευτικής νομισματικής πολιτικής προνομιακής επενδυτικής χρηματοδότησης της οικονομίας, ανάπτυξης και απασχόλησης.

- Ο πλήρης δημόσιος ιδιοκτησιακός, εργατικός και κοινωνικός έλεγχος όλων των στρατηγικών τομέων της οικονομίας.

- Η ανασυγκρότηση του δημοσίου προκειμένου το τελευταίο να καταστεί σύγχρονο, αποδοτικό και αποτελεσματικό και να αναλάβει ένα νέο αναπτυξιακό, παραγωγικό, κοινωνικό και οικολογικό ρόλο.

- Η ριζικά δίκαιη αναδιανομή του πλούτου και η προώθηση μιας ριζοσπαστικής προοδευτικής φορολογικής μεταρρύθμισης.»

Είναι προφανές, ότι το παραπάνω προγραμματικό πλαίσιο κινείται πιο αριστερά σε σχέση με το πρόγραμμα που υπερασπίζεται δημόσια η σημερινή ηγετική πλειοψηφία. Αυτό όμως δεν αρκεί για να το κάνει ένα αληθινά επαναστατικό, μαρξιστικό πρόγραμμα. Πρέπει λοιπόν, να σταθούμε ειδικά σε κάποια σημεία. Πρώτα και κύρια, χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ποιοι είναι οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας που πρέπει να μπουν κάτω από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο της κοινωνίας. Η παρούσα διατύπωση, αφήνει περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες, γιατί μπορεί να σημαίνει απλώς την επανακρατικοποίηση των πρώην ΔΕΚΟ (που σίγουρα είναι αναγκαία, αλλά κάθε άλλο παρά επαρκής για την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού), αλλά μπορεί να σημαίνει και κάτι πολύ διαφορετικό. Κατά τη γνώμη μας, στρατηγικοί τομείς της οικονομίας, είναι πέραν από τις ΔΕΚΟ, η μεγάλη βιομηχανία, οι μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα είτε στον βιομηχανικό, είτε στον τομέα των υπηρεσιών, οι υποδομές (λιμάνια, οδικό δίκτυο κλπ), καθώς και ο τομέας των μεταφορών. Όλα αυτά πρέπει να συμπεριληφθούν ξεκάθαρα στο πρόγραμμα εθνικοποιήσεων μιας αριστερής σοσιαλιστικής κυβέρνησης.

Μόνο, όμως η εθνικοποίηση δεν αρκεί, αν δεν συνδυαστεί με έναν κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Αν οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις αφεθούν να λειτουργήσουν ως καπιταλιστικές, με κριτήριο τους νόμους της αγοράς και το κέρδος, και όχι στη βάση ενός συνολικού κεντρικού σχεδιασμού, με στόχο την πλήρη αξιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων για την κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας, τότε δεν θα ξεπεραστεί ολοκληρωτικά η βασική αιτία της καπιταλιστικής κρίσης, δηλαδή η αναρχία στην παραγωγή. Αυτό το μέτρο που αποτελεί το θεμέλιο λίθο κάθε αυθεντικού σοσιαλιστικού προγράμματος, λείπει από το κείμενο. Όμως χωρίς τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας δεν υφίσταται κατάργηση ή υπέρβαση του καπιταλισμού.

Εξίσου νεφελώδης όμως, τόσο στη διατύπωση, όσο και στην ουσία είναι και η προτελευταία θέση η σχετική με το «δημόσιο». Κατ’ αρχήν ο όρος αυτός, δεν είναι δόκιμος, γιατί συσκοτίζει την ταξική φύση του αστικού κράτους. Ο «δημόσιος τομέας» δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο που μπορεί να τον χειριστεί μια σοσιαλιστική κυβέρνηση για να εξυπηρετήσει άλλα συμφέροντα, από αυτά για τα οποία είναι οικοδομημένος. Περικλείει μέσα του, τους μηχανισμούς του αστικού κράτους και το νομικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα του καπιταλισμού και με αυτή την έννοια, αποτελεί όργανο της αστικής τάξης για την κυριαρχία της πάνω στις υποτελείς τάξεις. Δεν μπορεί λοιπόν να αρχίσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό μια αριστερή κυβέρνηση, απλά «ανασυγκροτώντας» (ποια θα είναι αλήθεια η φύση αυτής της ανασυγκρότησης;), το αστικό κράτος, αλλά μόνο τσακίζοντας το και δημιουργώντας στη θέση του, ένα ριζικά διαφορετικό κράτος, ένα εργατικό κράτος. Βασισμένο δηλαδή στις δημοκρατικές δομές αυτοοργάνωσης των εργαζόμενων (εργατικά συμβούλια, λαϊκές συνελεύσεις κλπ) και στην κατάργηση του μονοπωλίου της βίας από ιδιαίτερα σώματα ανδρών.

Τέλος, μια δομική αδυναμία του προγράμματος, είναι η έλλειψη ξεκάθαρης διεθνιστικής προοπτικής. Ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, μπορεί μόνο να αρχίσει και σε καμία περίπτωση να ολοκληρωθεί στα πλαίσια μιας χώρας. Η ιστορική εμπειρία του 20ού αιώνα απέδειξε, ότι ούτε καν χώρες- μεγαθήρια σαν την ΕΣΣΔ και την Κίνα, δεν μπόρεσαν να χτίσουν τον σοσιαλισμό σε εθνικά πλαίσια, ούτε και να αντέξουν από μόνες τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας απέναντι στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη (αν και πέτυχαν οικονομικά και κοινωνικά θαύματα στη βάση της σχεδιασμένης οικονομίας). Πόσο μάλλον η Ελλάδα που στερείται σε πλουτοπαραγωγικές πηγές και τεχνογνωσία και είναι πολύ περισσότερο εξαρτημένη από το διεθνή καταμερισμό. Ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός μπορεί και πρέπει να αρχίσει στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνο με την κοινή προσπάθεια τουλάχιστον των πιο προηγμένων εθνών της Ευρώπης.

Αυτή η προοπτική πρέπει να εξηγείται ξεκάθαρα στους εργαζόμενους. γιατί αλλιώς αντιλαμβάνονται (και σωστά) τον «εθνικό δρόμο» προς το σοσιαλισμό, απλά σαν μια αναδιανομή της φτώχειας και των στερήσεων. Έτσι λοιπόν, είναι ανάγκη, ο στόχος της αποδέσμευσης από το ιμπεριαλιστικό μπλοκ της ΕΕ, να συνδέεται άρρηκτα με τον προγραμματικό στόχο της Ενωμένης Σοσιαλιστικής Ευρώπης, κάτω από τις κοινές προσπάθειες των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων. Αυτός ο στόχος όμως, λείπει εντελώς από τα προγραμματικά κείμενα των σ. της ηγεσίας του ΑΡ και μάλιστα εμφανίζονται όλο και λιγότερο οι υπαρκτές παλιότερα θέσεις για μια προοπτική συνεργασίας των ευρωπαϊκών χωρών στη βάση της αποδέσμευσης από την ΕΕ, που αποτελούσαν ελλιπή έστω κατάδειξη μιας διεθνιστικής προοπτικής.

Κι εδώ εισερχόμαστε, στην βασικότερη αδυναμία των θέσεων που προβάλλονται από τους σ., που είναι μία εμμονή στο σύνθημα της εξόδου από το ευρώ και της υπεράσπισης μιας εθνικής νομισματικής πολιτικής, που αγγίζει τα όρια του φετιχισμού. Είναι προφανώς ολόσωστη η θέση, ότι μέσα στα πλαίσια του ευρώ και της ευρωζώνης, δεν είναι δυνατή όχι μόνο η έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, αλλά ούτε και η εφαρμογή της στοιχειωδέστερης προοδευτικής μεταρρύθμισης. Εμείς θα προσθέταμε, ούτε στα πλαίσια της καπιταλιστικής ΕΕ γενικότερα.

Είναι προφανές, ότι η εφαρμογή κάθε πραγματικού σοσιαλιστικού προγράμματος προϋποθέτει την παύση πληρωμών του χρέους και αναπόφευκτα θα έχει σαν συνέπεια την έξοδο από το σύστημα του ευρώ. Όταν όμως προβάλλεται η θέση για έξοδο από το ευρώ, σαν θεμέλιος λίθος του προγράμματος, σαν βασικό σύνθημα και μάλιστα όχι σαν ανάγκη για την εφαρμογή σοσιαλιστικών μέτρων, αλλά για μια εθνική νομισματική πολιτική στα πλαίσια του καπιταλισμού, τότε διαπράττεται ένα σοβαρότατο λάθος. Η καπιταλιστική κρίση, δεν οφείλεται στο σκληρό νόμισμα, αλλά στην ίδια τη λειτουργία του συστήματος, δηλαδή στην αναρχία της παραγωγής και την κίνηση της οικονομίας γύρω από τον άξονα του κέρδους. Την κρίση την βιώνουν (και σαν κρίση χρέους) και χώρες που έχουν εθνικό νόμισμα. Άλλωστε η Ελλάδα, έχει χρεοκοπήσει πολλές φορές με εθνικό νόμισμα. Η θέση αυτή μεταθέτει την βασική αιτία της κρίσης, από την ίδια την παραγωγή, στη νομισματική κυκλοφορία, και εκεί αναζητά μάταια και τη λύση της.

Πρέπει να πούμε ξεκάθαρα, ότι παρότι είναι αναγκαίο να σπάσουμε με το ευρώ, το εθνικό νόμισμα δεν θα δώσει σε καμία περίπτωση διέξοδο από μόνο του. Η διέξοδος βρίσκεται μόνο στην κατάργηση της καπιταλιστικής αναρχίας και το τσάκισμα του σπάταλου αστικού κράτους. Βρίσκεται μόνο στην εθνικοποίηση και τον κεντρικό δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας, και όχι στην υποτίμηση του νομίσματος. Όταν λοιπόν προβάλλονται σαν κεντρικός άξονας του προγράμματος μας, όχι αυτά, αλλά το εθνικό νόμισμα και ο εθνικός δρόμος ανάπτυξης, γίνεται ξεκάθαρο, ότι ζητάμε μία διέξοδο μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Και αν είναι ουτοπία η επιβίωση μακροπρόθεσμα μιας σοσιαλιστικής Ελλάδας, είναι αντιδραστική ουτοπία, η επιβίωση μιας Ελλάδας καπιταλιστικής, έξω από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Αντιθέτως, η λύση πρέπει να αναζητηθεί στον γνήσιο διεθνισμό, χωρίς τον οποίο δεν υφίσταται μαρξισμός.

http://www.marxismos.com/greece-menu/greece-politics-menu/greece-politics-syriza-menu/1487-theseis-aristerou-reymatos-mia-syntrofiki-kritiki.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: