Π. Λίλλη
Η κυβέρνηση του τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου «χλόμιασε» μέσα τρείς μήνες, αλλά το ζήτημα της «κυβέρνησης της Αριστεράς» έχει γίνει ένα ερώτημα πρώτης γραμμής. Και δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, γιατί γεννήθηκε και ωρίμασε μέσα στην εξέλιξη των ταξικών αντιστάσεων τα τελευταία δύο χρόνια...Στην αρχή ήταν η παθητική δυσαρέσκεια στην κυβερνητική πολιτική. Ακολούθησαν οι πρώτες αντιστάσεις, με τα συνδικάτα να καλούν σε 24ωρες γενικές απεργίες. Ταυτόχρονα ένα ακτιβίστικο κομμάτι προχώρησε στη συγκρότηση επιτροπών αγώνα «Δεν πληρώνω» ενάντια στα διόδια και στην αύξηση των εισιτηρίων στις δημόσιες συγκοινωνίες. Η συνέχεια δόθηκε στις πλατείες, με κυρίαρχα συνθήματα «Να φύγουν» και «Κάτω η κυβέρνηση». Ύστερα ήρθε το σύνθημα «Να τους διώξουμε με αγώνες» και τέλος το «Γενική πολιτική απεργία».
Όλες αυτές οι αναβαθμίσεις των συνθημάτων αντιστοιχούσαν σε ανεβάσματα της μαζικότητας του κινήματος αντίστασης, σε φθορά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, αλλά και σε πολιτικά προχωρήματα. Όλα όμως σκάλωναν στην έλλειψη μιας θετικής διεξόδου, μιας εναλλακτικής πρότασης.[1]
Σ’ αυτή την πρόκληση των καιρών, ο ΣΥΝ πήρε την πρωτοβουλία να απαντήσει. Έτσι τους τελευταίους μήνες διατύπωσε ανοικτά την πρόταση για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» με εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο και πρόγραμμα.[2] Αυτή την πρόταση την έβαλε μπροστά, καλώντας σε συσκέψεις και εκδηλώσεις αριστερές οργανώσεις και πολιτικούς παράγοντες ΠΑΣΟΚικής προέλευσης. Παράλληλα αναβάθμισε το κάλεσμα για εκλογές εδώ και τώρα.
Η «κυβέρνηση της Αριστεράς» (ή οι «εργατικές κυβερνήσεις», όπως λέγονταν τα πρώτα χρόνια της Τρίτης Διεθνούς[3]), είναι από τα σημεία που διαχωρίζουν τα ρεύματα της Αριστεράς σε στρατηγική βάση και όχι σε επίπεδο τακτικής. Και είναι στο κέντρο μιας αντιπαράθεσης με επάλληλα ερωτήματα. Ποιο είναι το περιεχόμενο μιας τέτοιας κυβέρνησης; Σε ποιες συνθήκες μπορεί να προκύψει; Ποια είναι η στάση των επαναστατών κ.λπ.
Σ’ αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα πρώτο σχόλιο της πρότασης του ΣΥΝ, αλλά και να διερευνήσουμε τους όρους και τους τρόπους που έγινε πράξη η γραμμή των «εργατικών κυβερνήσεων» στο παρελθόν. Γι’ αυτό είμαστε αναγκασμένοι να καταφύγουμε στην επαναστατική παράδοση.
Προσωρινή κυβέρνηση και Σοβιέτ
Το 1917 μπαίνει για πρώτη φορά το ζήτημα της κυβέρνησης για τους επαναστάτες.[4] Από το Φλεβάρη του 1917 (η πρώτη επανάσταση που γκρέμισε τον τσάρο), μέχρι τον Οκτώβρη (η δεύτερη επανάσταση που ανέβασε στην εξουσία τους Μπολσεβίκους) υπήρχε στη Ρωσία μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Απ’ την μια ήταν η Προσωρινή Κυβέρνηση αστών και μικροαστικών κομμάτων και δυνάμεων και απ’ την άλλη τα Σοβιέτ που στήριζαν εθελοντικά την Προσωρινή Κυβέρνηση. Οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι είχαν στην αρχή τη συντριπτική πλειοψηφία στα Σοβιέτ.
Τον Απρίλη αυτής της χρονιάς ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι έριξαν το σύνθημα «Κάτω οι καπιταλιστές υπουργοί- Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ».[5] Μ’ αυτό το σύνθημα καλούσαν τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους (τα μικροαστικά δημοκρατικά κόμματα) να ξεκόψουν από τη συμμαχία τους με την αστική τάξη και το κόμμα των Καντέ και να συγκροτήσουν μόνοι τους κυβέρνηση στη βάση των Σοβιέτ, με άμεσο πρόγραμμα την ειρήνη, το μοίρασμα της γης και τις εκλογές για τη Συντακτική.
Τι στάση θα κρατούσαν οι Μπολσεβίκοι απέναντι σε μια τέτοια κυβέρνηση; Πρώτα απ’ όλα δεν θα συμμετείχαν σε καμιά κυβερνητική θέση, γιατί είχαν διαφορετικό πολιτικό πρόγραμμα, αλλά θα ήταν η «νόμιμη αντιπολίτευση». Όμως θα υποστήριζαν την κυβέρνηση, αν δεχόταν επίθεση της αντίδρασης και ταυτόχρονα θα συνέχιζαν την ανεξάρτητη κριτική και προπαγάνδα τους από τα αριστερά.
Σε περίπτωση που οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι συνέχιζαν τη συμμαχία τους με την αστική τάξη, τότε το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» καταρχήν θα εκπαίδευε τις επαναστατημένες μάζες στην ιδέα της αυτοκυβέρνησης. Παράλληλα όμως θα αποκάλυπτε το συμβιβαστικό και ασταθή ρόλο των μικροαστικών κομμάτων ανάμεσα στο Σοβιέτ και την Προσωρινή Κυβέρνηση και την αδυναμία τους να ξεκόψουν από την άρχουσα τάξη. Και αυτό σίγουρα θα λειτουργούσε υπέρ της αποφασιστικής και ξεκάθαρης μπολσεβίκικης γραμμής.
Η εξέλιξη της επανάστασης, παρά τα διάφορα ζιγκ-ζαγκ, επιβεβαίωσε τελικά την πολιτική πρόβλεψη των Μπολσεβίκων. Από το Σεπτέμβρη και μετά, η πολιτική γραμμή τους έγινε ένα σαρωτικό λαϊκό ρεύμα που κατέκτησε την απόλυτη πλειοψηφία στα Σοβιέτ και τα οδήγησε στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Πριν όμως την τελική έφοδο για την εξουσία, ο Λένιν κατοχύρωσε τα μαθήματα από την επαναστατική εμπειρία του 1917. Για την παλιά κρατική μηχανή: Οι επαναστάτες είναι αδύνατον να την διαχειριστούν ή να την διευθύνουν, αλλά πρέπει μόνο να την τσακίσουν, ώστε να μη μείνει πέτρα πάνω σε πέτρα.[6] Για τη δυαδική εξουσία[7] και την επαναστατική κατάσταση[8]: Είναι μια μικρή και οξύτατη πολιτική περίοδος και δεν καταλήγει ποτέ σε συμβιβασμό. Για τα σοβιέτ (ή την Κομούνα): Είναι ο μόνος τύπος οργάνωσης της εργατικής εξουσίας.
Τρίτη Διεθνής: Ενιαίο Μέτωπο και εργατικές κυβερνήσεις
Μέχρι το 1922 και το τέταρτο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς, το ζήτημα των εργατικών κυβερνήσεων είχε παραχωρήσει τη θέση του σε άλλες προτεραιότητες... Πρέπει όμως να δούμε απ’ την αρχή πώς ξετυλίχτηκε η συζήτηση στο χώρο των επαναστατών.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918), πέρα από την τεράστια κοινωνική καταστροφή που προκάλεσε, είχε και βαθιές επιπτώσεις στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά της εποχής. Τα σοσιαλιστικά κόμματα διασπάστηκαν σε υποστηρικτές των εθνικών τους κυβερνήσεων στον πόλεμο (σοσιαλπατριώτες) και σε αντιπάλους (διεθνιστές). Η ρωγμή βάθυνε με τη ρωσική επανάσταση. Όλοι οι διεθνιστές στάθηκαν στο πλευρό της αδιαπραγμάτευτα, ενώ οι πρώην «υπερασπιστές της πατρίδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο» μετατράπηκαν σε αδιάλλακτους πολέμιούς της.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ένα κύμα επαναστάσεων (με κέντρα κυρίως τη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Ιταλία) σάρωσε όλη την Ευρώπη. Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία ιδρύθηκε η Τρίτη Διεθνής το 1919, σαν το παγκόσμιο επιτελείο της επανάστασης. Στις τάξεις της συγκέντρωνε τα κομουνιστικά κόμματα διαφόρων χωρών, τα οποία γεννήθηκαν σαν αριστερές διασπάσεις της σοσιαλδημοκρατίας. Έτσι στο εργατικό κίνημα διαμορφώθηκαν δύο αντίπαλες πτέρυγες: η ρεφορμιστική-σοσιαλδημοκρατική και η επαναστατική-κομουνιστική. Ο Τρότσκι συνήθιζε να παρουσιάζει τους σοσιαλδημοκράτες σαν τον γιατρό που στέκεται στο προσκεφάλι του άρρωστου καπιταλισμού και προσπαθεί να τον σώσει, ενώ τους επαναστάτες σαν το νεκροθάφτη που του ετοιμάζει το φέρετρο.
Η δυτική μπουρζουαζία όμως κατόρθωσε να αποκρούσει την επαναστατική επίθεση (1918-1920) με τη βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας. Το 1921 το επαναστατικό κύμα υποχώρησε. Ήταν η ώρα της επίθεσης των καπιταλιστών στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, για να ξαναπάρουν πίσω όλες τις παροχές και παραχωρήσεις που είχαν κάνει, όταν το επαναστατικό κύμα ξεσπούσε.
Αυτή τη νέα πολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη είχε να αντιμετωπίσει το τρίτο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς (1921). Οι νέοι συσχετισμοί επέβαλλαν την αλλαγή του άμεσου σκοπού των επαναστατών. Τη θέση της εφόδου για την εξουσία πήρε η στροφή για την κατάκτηση της πλειοψηφίας των μαζών, που ακολουθούσαν ακόμη τη σοσιαλδημοκρατία. Ταυτόχρονα έπρεπε να διεξάγουν αδυσώπητους αγώνες επιβίωσης ενάντια στην πείνα και την ανεργία, που θέριζαν τις φτωχές λαϊκές μάζες. Και η τακτική που θα εξυπηρετούσε αυτά τα δύο καθήκοντα ήταν το ενιαίο εργατικό μέτωπο.
Ο Τρότσκι συμπύκνωσε πολύ καλά αυτή την πολιτική: Αν το πρώτο καθήκον των κομουνιστικών κομμάτων είναι η ιδεολογική τους ανεξαρτησία από τους ρεφορμιστές, τότε το δεύτερο είναι η κατάκτηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης.[9] Χωρίς αυτούς τους δύο όρους είναι ανέφικτη η κατάκτηση της εξουσίας.
Το ενιαίο μέτωπο απευθύνεται στις μάζες, αλλά και στις ηγεσίες τους και το προνομιακό πεδίο εφαρμογής του είναι οι μαζικοί αγώνες και όχι οι κρατικοί θεσμοί και τα κοινοβούλια. Ταυτόχρονα με την ενότητα δράσης με τους ρεφορμιστές, οι επαναστάτες δεν θυσιάζουν κάτω από οποιουσδήποτε όρους την ανεξαρτησία τους και το δικαίωμα στην ελεύθερη κριτική, την οποία ασκούν ανοικτά ενάντια στους ρεφορμιστές. Τελικό κριτήριο της επιτυχίας της ενιαιομετωπικής τακτικής είναι η εξάπλωση της κομουνιστικής επιρροής στις εργατικές μάζες.
Με τη νέα τακτική τα κομουνιστικά κόμματα ανασυγκρότησαν γρήγορα τις δυνάμεις τους και διεκδίκησαν την ηγεσία του εργατικού κινήματος από τους σοσιαλδημοκράτες. Στη Γερμανία αυτή την περίοδο (1921-1922) η γραμμή του ενιαίου μετώπου απέδωσε τους περισσότερους καρπούς. Το ΚΚ Γερμανίας έγινε το μεγαλύτερο κομουνιστικό κόμμα στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες του κόσμου με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, με καθοριστική επιρροή σ’ ολόκληρους βιομηχανικούς κλάδους και μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων στην κεντρική Γερμανία. Η απειλητική ισχύς των Γερμανών κομουνιστών και το ξεκίνημα μιας κρίσης, που σε λίγους μήνες θα βρισκόταν εκτός ελέγχου, δημιούργησαν ξανά τις συνθήκες μιας επαναστατικής κατάστασης, στο κέντρο της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, στα τέλη του 1922, έγινε το τέταρτο συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς, που διαμόρφωσε τις θέσεις για τις «εργατικές κυβερνήσεις».[10]
Σαν ιδεολογικό σύνθημα η «εργατική κυβέρνηση» είναι μια λαϊκή έκφραση για την εργατική εξουσία και οι κομουνιστές τη χρησιμοποιούν έτσι και αλλιώς. Σαν πολιτικό σύνθημα όμως περιπλέκει πολύ τα πράγματα.
Από τις συζητήσεις στο τέταρτο συνέδριο καθορίστηκαν τρείς διαφορετικές παραλλαγές εργατικών κυβερνήσεων, που επιβεβαιώνονταν εμπειρικά και υποχρέωναν στη διαμόρφωση ανάλογης τακτικής.
Η πρώτη παραλλαγή εργατικής κυβέρνησης ήταν οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που εφάρμοζαν ένα φιλοκαπιταλιστικό πρόγραμμα και δεν αμφισβητούσαν τους θεσμούς του αστικού κράτους. Ήταν οι λεγόμενες «κατά φαντασία εργατικές κυβερνήσεις», σαν του ΑΚΕΛ σήμερα στην Κύπρο. Η τακτική απέναντι τους ήταν απλή και ξεκάθαρη: αδιάλλακτη αντιπολίτευση απ’ τα αριστερά, μέχρι την ανατροπή τους.
Η δεύτερη παραλλαγή ήταν η εργατική κυβέρνηση που ήταν ταυτόσημη με τα Σοβιέτ, όπως στη Ρωσία. Αυτές είναι και οι μόνες κυβερνήσεις που στηρίζουν οι κομουνιστές και στις οποίες συμμετέχουν.
Η τρίτη παραλλαγή όμως ήταν αυτή που προκάλεσε το πιο έντονο ενδιαφέρον: Τι γίνεται στην εξαιρετική περίπτωση που η πολιτική του ενιαίου μετώπου αναδείξει τις συνασπισμένες εργατικές οργανώσεις σε πλειοψηφικό ρεύμα μέσα στην κοινωνία, ενώ την ίδια ώρα κλυδωνίζεται η ισορροπία του κράτους και μπαίνει ζήτημα εξουσίας;
Αυτό το υποθετικό ερώτημα έγινε το 1923, στη Γερμανία, καθοριστικό στρατηγικό ζήτημα για τη γερμανική και για την παγκόσμια επανάσταση.
Η χαμένη επανάσταση
Το 1923 η Γερμανία μπήκε στο μάτι του κυκλώνα. [11] Το Γενάρη τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ για να απαιτήσουν τις πολεμικές αποζημιώσεις,[12] που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει η γερμανική κυβέρνηση. Τότε πρωθυπουργός ήταν ο Κούνο, ένας αντιδραστικός πολιτικός που εκπροσωπούσε τους Γερμανούς βιομήχανους . Η κυβέρνηση κήρυξε παθητική αντίσταση στην κατοχή και βρήκε πολιτική στήριξη, εν ονόματι της εθνικής ενότητας, από τη σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα.
Η μόνη αντιπολίτευση στο γερμανικό εθνικισμό και την οικονομική πολιτική ήταν το ΚΚΓ. Με κεντρικό σύνθημα «Χτυπάμε τον Πουανκαρέ[13] στο Ρουρ και τον Κούνο στον Σπρέε»,[14] το ΚΚΓ συγκέντρωσε και οργάνωσε την εργατική άμυνα. Τον Αύγουστο, ένα τεράστιο απεργιακό μέτωπο, που καθοδηγούσε η συνδικαλιστική αντιπολίτευση και τα εργατικά συμβούλια, σάρωσε όλη τη Γερμανία. Οι κομουνιστές ενίσχυσαν ραγδαία τις δυνάμεις τους.
Μπροστά στο φόβο ενός επαναστατικού κτυπήματος, η άρχουσα τάξη αποφάσισε να διαπράξει μια απροκάλυπτη εθνική προδοσία (πετώντας τον πατριωτισμό της στα σκουπίδια) και να συμβιβαστεί με τους Γάλλους ιμπεριαλιστές. Μ’ αυτό τον τρόπο έκλεισε το εξωτερικό μέτωπο και έστρεψε την προσοχή της αποκλειστικά στον εσωτερικό εχθρό: το εργατικό κίνημα.
Παρ’ όλα αυτά, τον Οκτώβρη η κατάσταση είχε φτάσει στο πιο κρίσιμο σημείο της. Το ΚΚΓ ήταν πια ξεκάθαρα η ηγετική δύναμη μέσα στη γερμανική εργατική τάξη. Οργανωτικά στηριζόταν στα εργατικά συμβούλια που είχαν προσπεράσει τα επίσημα συνδικάτα στους χώρους δουλειάς, στις «επιτροπές τιμών»[15] που είχαν εξαπλωθεί σχεδόν σε κάθε μεγάλη πόλη της Γερμανίας και στις Προλεταριακές Εκατονταρχίες, την ένοπλη εργατική πολιτοφυλακή που αριθμούσε χιλιάδες μαχητές.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση και κάτω από την επιμονή των Τρότσκι, Ζηνόβιεφ και Ράντεκ, οι Γερμανοί κομουνιστές αποδέχτηκαν πρόταση των αριστερών σοσιαλδημοκρατών και μπήκαν στις κυβερνήσεις των δύο κεντρικών κρατιδίων της Σαξονίας και της Θουριγγίας. Παρότι η συγκρότηση των δύο συγκεκριμένων εργατικών κυβερνήσεων έγινε με τους πιο τυπικούς κοινοβουλευτικούς όρους (απόλυτη πλειοψηφία της Αριστεράς σε ψήφους και βουλευτικές έδρες), η κεντρική ιδέα της συμμετοχής ήταν η πρόσβαση στις στρατιωτικές αποθήκες και ο έλεγχός τους.
Για την ηγεσία της Τρίτης Διεθνούς η ένοπλη σύγκρουση με το γερμανικό στρατό ήταν αναπόφευκτη και θα ήταν άμεση. Η γραμμή όμως της εξέγερσης νικήθηκε στο συνέδριο των προλεταριακών οργανώσεων που έγινε στο Κέμνιτζ εκείνες τις αποφασιστικές μέρες. Ο στρατός της εργατικής τάξης ήταν στη θέση του, αλλά το σύνθημα της επίθεσης δεν δόθηκε ποτέ... Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα το εργατικό κίνημα άρχισε να υποχωρεί και ο γερμανικός Οκτώβρης έμεινε στην ιστορία σαν μια χαμένη ευκαιρία και μια μεγάλη ήττα.[16]
Ο Τρότσκι συνεχίζει την παράδοση
Η παγκόσμια κρίση και η επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία το 1933 άνοιξαν ξανά ένα νέο κεφάλαιο μεγάλων ταξικών αναμετρήσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Το κέντρο της επαναστατικής θύελλας μεταφέρθηκε στη Γαλλία (1934-1938) και την Ισπανία(1936-1939).
Ταυτόχρονα όμως ο σταλινισμός, που είχε επικρατήσει στη Ρωσία απ’ το 1928, είχε μεταλλάξει τα παλιά κομουνιστικά κόμματα σε γραφειοκρατικούς ρεφορμιστικούς μηχανισμούς. Αυτή τη φορά οι επαναστάτες ήταν ασήμαντες ομάδες, απομονωμένες από το εργατικό κίνημα και δεν είχαν καμιά αναλογία με το κόμμα των Μπολσεβίκων πριν την επανάσταση του 1917 ή με τους Γερμανούς Σπαρτακιστές τη δεκαετία του ’20.
Για τον Τρότσκι, η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, χαρακτηριζόταν από μια αντίφαση, που φαινόταν αξεπέραστη: Απ’ τη μια η κατάσταση ήταν αντικειμενικά ώριμη για επανάσταση, ενώ απ’ την άλλη ο υποκειμενικός παράγοντας, το επαναστατικό κόμμα, είτε καθυστερούσε πολύ είτε απλά δεν υπήρχε. Επαναστατική κατάσταση[17] χωρίς επαναστατικά κόμματα σαν αντίπαλο δέος απέναντι στις ηγεσίες των κομουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων σε τι πολιτικό αποτέλεσμα θα οδηγούσε; Η ίδια η ιστορία θα έδινε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Η Γαλλία ήταν το πρώτο τεστ των μικρών επαναστατικών δυνάμεων, που προσπαθούσαν να ανασυγκροτηθούν μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ενώ η κρίση στη Γαλλία βάθαινε, το κίνημα της εργατικής τάξης γινόταν όλο και πιο επιθετικό και ενωτικό. Η γαλλική αριστερά υποχρεώθηκε έτσι να ξεπεράσει τους παλιούς διαχωρισμούς και να συγκροτήσει την πρώτη αντιφασιστική συμμαχία. Σ’ αυτό το περιβάλλον ο πυρήνας των επαναστατών έπρεπε να υπερβεί τη στενή προπαγάνδα και να ανοιχτεί στη μαζική δουλειά.
Με την καθοδήγηση του Τρότσκι μπήκε στην πρώτη γραμμή το σύνθημα «Κυβέρνηση Ενιαίου Μετώπου, κυβέρνηση Σοσιαλιστών- Κομουνιστών»[18], με βάση ένα πρόγραμμα μεταβατικών αιτημάτων, που θα στηριζόταν στις επιτροπές αντιφασιστικής πολιτοφυλακής και στη γενική πολιτική κινητοποίηση της εργατικής τάξης.
Αυτό το σχέδιο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την εκτίμηση των σταλινικών ότι όχι μόνο δεν υπήρχε στη Γαλλία επαναστατική κατάσταση, αλλά ούτε καν προεπαναστατική και άρα στο κέντρο της πολιτικής δράσης έπρεπε να είναι οι άμεσοι οικονομικοί αγώνες και όχι το ζήτημα της κυβέρνησης (μια γραμμή που συγγενεύει εκπληκτικά με τις θέσεις του ΚΚΕ σήμερα...).
Παρότι η ιστορία επιβεβαίωσε τελικά την τροτσκιστική γραμμή ανάλυσης, τα πολιτικά και οργανωτικά οφέλη για τους επαναστάτες δεν ήταν αρκετά για να αλλάξουν τους συσχετισμούς μέσα στο κίνημα.
Ο Τρότσκι επανήλθε στο θέμα το 1938. Τότε έκλεινε ένας κύκλος 20 χρόνων μεγάλων ταξικών μαχών, αλλά με αρνητικό ισολογισμό για την εργατική τάξη. Ο κόσμος είχε ήδη πάρει την τροχιά του πολέμου.[19] Στο Μεταβατικό πρόγραμμα[20] αφιερώνει στις εργατικές κυβερνήσεις ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Κέντρο έχει ξανά την εμπειρία του 1917 και το όπλο αγκιτάτσιας των Μπολσεβίκων ενάντια στους Εσέρους και τους Μενσεβίκους «Σπάστε τους δεσμούς σας με την μπουρζουαζία. Πάρτε στα χέρια σας την εξουσία!». Σ’ αυτό το σημείο ο Τρότσκι ήταν απόλυτα ξεκάθαρος. Θεωρούσε ότι αυτό το γενικευμένο σύνθημα ακολουθούσε την πορεία πολιτικής ανάπτυξης της εποχής και η ζύμωση γύρω του είχε (και έχει) μια τεράστια παιδαγωγική σημασία για την εργατική τάξη.
Συμπύκνωση των θέσεων για τις εργατικές κυβερνήσεις
1. Οι επαναστάτες δεν συμμετέχουν σε καμιά κυβέρνηση που στηρίζεται στον παλιό κρατικό μηχανισμό της αστικής τάξης για να εφαρμόσουν το πρόγραμμα τους. Γιατί είτε θα εγκαταλείψουν το πρόγραμμα τους, είτε θα αναγκαστούν να συντρίψουν αυτό το μηχανισμό για να το εφαρμόσουν.
2. Η «εργατική κυβέρνηση» σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα έχει μεγάλη σημασία στο βαθμό που είναι προέκταση της τακτικής του ενιαίου μετώπου. Μ’ αυτή την έννοια έχει τη βάση της στις μαζικές επιτροπές δράσης, στους χώρους παραγωγής και στις γειτονιές. Σηματοδοτεί επίσης το πέρασμα του αγώνα από αμυντικό σε επιθετικό και αντιστοιχεί σε μια μεταβολή των συσχετισμών μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατών... Με άλλα λόγια, είναι μια «κυβέρνηση» σε συγκυρία που έχει δυναμική επαναστατικής κατάστασης.
3. Στο μέτρο που συγκροτηθεί μια τέτοια κυβέρνηση της Αριστεράς, τότε πρέπει να είναι ξεκάθαρο στους επαναστάτες και την εργατική πρωτοπορία ότι δεν θα είναι μια κυβέρνηση ενδιάμεσος στόχος, σταθμός, στάδιο ή καθεστώς. Θα είναι όμως μια κυβέρνηση «έκτακτων αναγκών και ειδικών αποστολών», θα έχει πολύ μικρή διάρκεια και θα αποτελεί το τελευταίο στάδιο προετοιμασίας για τη σύγκρουση για την εξουσία.
Μόνο μ’ αυτές τις προϋποθέσεις το σύνθημα για την «κυβέρνηση της αριστεράς» δεν θα μετατραπεί σε παγίδα του κινήματος. Είτε παθητικοποιώντας το κίνημα εν όψει μιας λύσης απ’ τα πάνω, είτε εγκλωβίζοντας τους επαναστάτες σε διαχειριστές και διευθυντές της κρατικής μηχανής.
Οικονομική και πολιτική κρίση
Η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οικονομική. Ξεκίνησε το 2009 με τη μορφή της κρίσης χρέους και μετατράπηκε σε μια πολιτική κρίση διαρκείας. Στην αρχή φούσκωσε η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης, αλλά μετασχηματίστηκε γρήγορα σε αλλεπάλληλα κύματα αγώνων. Πίσω όμως απ’ αυτή την εργατική αναταραχή υπήρχε το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της κυβερνητικής πολιτικής του Μνημονίου και της κοινής γνώμης. Εδώ βρίσκεται και η ουσία της πολιτικής κρίσης.
Αυτό το χάσμα προήλθε από τη δραματική επιδείνωση των συνθηκών ζωής των μαζών. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στους εργαζόμενους, τους ανέργους[21] και τους μετανάστες, αλλά και στα μεσαία στρώματα που βλέπουν τη ζωή τους να αναποδογυρίζει κυριολεκτικά. Αυτή η κατάσταση είναι που παράγει την αναταραχή και μια ψυχολογία εξέγερσης στις πλατιές μάζες και με τη σειρά της προκαλεί ανατροπές στις παλιές κομματικές ισορροπίες (κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, βάλτωμα της ΝΔ και εκτίναξη των δημοσκοπικών ποσοστών της Αριστεράς).
Παρ’ όλα αυτά, ούτε η οικονομική και πολιτική κρίση δεν σημαίνουν ότι μπαίνει αυτόματα ζήτημα εξουσίας (αν και η ρευστότητα της κατάστασης δεν αποκλείει ένα τέτοιο ενδεχόμενο). Αλλά ούτε βεβαίως και το επίπεδο συνείδησης των μαζών, τα τελευταία δύο χρόνια, έχει ξεπεράσει πολλές κοινοβουλευτικές αυταπάτες.
Σ’ αυτή ακριβώς τη στιγμή έρχεται η πρόταση του ΣΥΝ για ένα συνασπισμό εξουσίας των αντιμνημονιακών δυνάμεων, που θα γίνει πλειοψηφικό εκλογικό ρεύμα και θα ανεβάσει στην εξουσία μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτή η κυβέρνηση θα έχει σαν άμεσο στόχο την ανατροπή του Μνημονίου (για τη σωτηρία της χώρας) και προοπτική το σοσιαλισμό. Σίγουρα η πρόταση δείχνει να συμβαδίζει με τα προχωρήματα της κοινής γνώμης. Επιπλέον προσφέρει μια θετική εκλογική ερμηνεία στα κενά που άφηνε το σύνθημα «Κάτω η κυβέρνηση».[22]
Ποια είναι όμως η βασική εκτίμηση στην οποία στηρίζεται η πρόταση του ΣΥΝ; Οι μαζικοί αγώνες δεν θα είναι η καθορίζουσα πλευρά των εξελίξεων, αλλά ο μόνος εφικτός δρόμος, ενάντια στην κυβέρνηση του Μνημονίου, θα είναι ο εκλογικός. Γι’ αυτό «εκλογές εδώ και τώρα» ή ακόμη και «αγώνες για εκλογές»! Θα λέγαμε ότι αυτό το σενάριο είναι απελπιστικά μονομερές και ηττοπαθές. Αλλά πάνω σ ’αυτό το σενάριο πατάει το τρίπτυχο της πολιτικής του ΣΥΝ αυτή την περίοδο: «εκλογές, δίκτυα αλληλεγγύης και κυβέρνηση της Αριστεράς».
Η πρόταση του ΣΥΝ δέχτηκε αμέσως τη χλευαστική επίθεση του ΚΚΕ[23] και απορρίφτηκε μετά φανών και λαμπάδων. Πρέπει να ομολογήσουμε όμως ότι η κριτική του, ως ένα σημείο, ήταν σωστή: Οι σύμμαχοι είναι εντελώς αφερέγγυοι και το πρόγραμμα πολύ ανεπαρκές και δεν υπολογίζει καθόλου τις αντιδράσεις του κεφαλαίου...
Το πρόγραμμα της «κυβέρνησης της Αριστεράς»
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθούμε στο πρόγραμμα της «κυβέρνησης της Αριστεράς». Το πρόγραμμα είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες και τα βάσανα των απλών ανθρώπων. Μιλάει πολύ λίγο και πολύ γενικά για τα προβλήματά τους (ανεργία, φτώχεια, υγεία κ.λπ.). Την ίδια ώρα, κεντρική ιδέα του προγράμματος αναδεικνύεται η «παραγωγική ανασυγκρότηση» της οικονομίας. Και το τι σημαίνει αυτό φαίνεται από την ορολογία που χρησιμοποιείται: ελληνική οικονομία, χώρα, ανάπτυξη, επενδύσεις κ.λπ. Όροι που πνίγουν ερωτήματα όπως «Θα έχουμε δουλειά;», «Πόσες ώρες θα δουλεύουν οι εργάτες;», «Τι μισθούς θα παίρνουμε;». Αλλά αυτά είναι τα ζητήματα αφετηρίας μιας εργατικής οικονομικής πολιτικής για να φτάσει στη συνέχεια στην «παύση πληρωμών στους τοκογλύφους», στις «εθνικοποιήσεις με εργατικό έλεγχο» και στην «προοδευτική φορολογία» πάνω στην ιδιοκτησία και τον πλούτο.
Η «παραγωγική ανασυγκρότηση» της οικονομίας συμπληρώνεται με τη «δημοκρατική ανασυγκρότηση» του κράτους (ή τη διεύρυνση της δημοκρατίας...). Και σε ποια βάση και με ποιο περιεχόμενο; Στη βάση της αξιοκρατίας, της διαφάνειας, της αποτελεσματικότητας κ.λπ. Αυτές όμως οι «αιώνιες αξίες» είναι κούφιες λέξεις χωρίς κανένα πολιτικό νόημα, γιατί δεν υπάρχουν προτάσεις στοιχειωδώς σοβαρές. Τι να σημαίνει άραγε «δημοκρατική ανασυγκρότηση» για την αστυνομία;
Αλλά, πέρα απ’ αυτό, υπάρχει ένα σοβαρότερο πρόβλημα. Η μεταφυσική φλυαρία για το κράτος συγκαλύπτει, στην πράξη, την ταξική του ουσία: το κράτος δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο που μπορεί να το χρησιμοποιεί ο καθένας, αλλά είναι το κράτος της αστικής τάξης που έχει κύριο σκοπό του την προστασία της ιδιοκτησίας της και της εξουσίας της. Και όλα αυτά μέσα στην κλιμάκωση της κρίσης, που το κράτος πετάει όλο και συχνότερα κάθε δημοκρατική και κοινωνική μάσκα, παίρνοντας το δρόμο του κοινοβουλευτικού αυταρχισμού.
Τέλος, με τη «δημοκρατική ανασυγκρότηση» υπονοείται ότι η «κυβέρνηση της Αριστεράς» θα έχει πίστωση χρόνου και θα συγκρούεται με την αντίδραση στους κρατικούς μηχανισμούς με όρους εκλογικής πλειοψηφίας και πίεσης του μαζικού κινήματος και θα επιβάλλει τμηματικά «διαρθρωτικές αλλαγές»... Όλα αυτά όμως είναι οι φαντασιώσεις των μοντέρνων ρεφορμιστών (ευρωκομουνιστικού τύπου ). Δεν ισχύσαν ποτέ και πουθενά, γιατί το κράτος δεν είναι ένας ναρκωμένος τίγρης που θα μπορείς να τον κόβεις κομματάκι-κομματάκι.
Θα προσθέταμε κάτι ακόμη. Η πρόταση του ΣΥΝ λειτουργεί σαν φράγμα στους μαζικούς αγώνες με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ότι πάνω απ’ όλα παραχωρεί χωρίς περιστροφές την πρωτοβουλία των κινήσεων ξανά στην κυβέρνηση (αυτή τη φορά του Λ. Παπαδήμου) για το αν και το πότε θα εξαγγείλει εκλογές, μετατρέποντας τους εργαζόμενους και την Αριστερά σε θεατές των εξελίξεων. Ο δεύτερος είναι σοβαρότερος, γιατί καλλιεργεί αυταπάτες στις μάζες που αντιστέκονται και ριζοσπαστικοποιούνται, ότι η άμεση δράση τους δεν είναι η διέξοδος, αλλά ότι υπάρχει μια κοινοβουλευτική-κυβερνητική λύση της κρίσης από καλύτερους διαχειριστές.
Μ’ αυτή την έννοια, η πρόταση του ΣΥΝ δεν απευθύνεται στην πραγματικότητα στο ριζοσπαστισμό των αγώνων ενάντια στο Μνημόνιο. Κοιτάζει πολύ περισσότερο προς τους ΠΑΣΟΚογενείς παράγοντες παρά στην Αριστερά, επιλέγοντας μια εκλογική πολιτική συμμαχιών που αλλοιώνει το ξεχωριστό στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο συμμετέχει και ο ΣΥΝ.
Να γιατί πρέπει να απορρίψουμε την πρόταση του ΣΥΝ για «κυβέρνηση της Αριστεράς», σαν το εναλλακτικό ριζοσπαστικό πολιτικό σχέδιο: Πρώτο, γιατί είναι δεξιά σε επίπεδο προγράμματος. Δεύτερο, γιατί δεν έχει ρεαλιστική βάση. Τρίτο, γιατί είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη των μαζικών αντιστάσεων.
Επίλογος
Παρ’ όλα αυτά μένουν μια σειρά αναπάντητα ερωτήματα. Το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς» έχει μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση για τους μεταρρυθμιστές και τους επαναστάτες. Για τους μεταρρυθμιστές είναι μια πραγματικά κυβερνητική πρόταση, είναι η πιο εξέχουσα στιγμή του κοινοβουλευτικού και κυβερνητικού δρόμου για το «σοσιαλισμό».[24]
Για τους επαναστάτες, αντίθετα, είναι ένα ξεκάθαρα αντικυβερνητικό και αντιρεφορμιστικό σύνθημα. Είναι ένα γενικό σύνθημα, κομμάτι των άμεσων και μεταβατικών διεκδικήσεων που αποτελούν την επαναστατική απάντηση στην κρίση. Απευθύνεται στις λαϊκές μάζες, που ακολουθούν τα ρεφορμιστικά κόμματα, που μπορούν να ξεπεράσουν τις αυταπάτες τους μόνο μέσα από την εμπειρία του αριστερού κυβερνητισμού.
Πάνω σ’ αυτή τη στρατηγική διαίρεση, που στη συγκυρία της κρίσης οξύνεται και δεν αμβλύνεται, προκύπτουν μια σειρά τακτικά ζητήματα. Πριν απ’ όλα για το άμεσο μέλλον και τις εκλογές που έρχονται: πρέπει να δώσουμε τη μάχη των εκλογών ενάντια στο μπλοκ του Μνημονίου, υποστηρίζοντας και συμμετέχοντας στον ΣΥΡΙΖΑ ή και σε μια ευρύτερη αριστερή εκλογική συνεργασία, χωρίς να εγκαταλείψουμε ούτε στιγμή την πολιτική ανεξαρτησία μας.
Το πιο σημαντικό είναι όμως, αν προέκυπτε μια τέτοια κυβέρνηση, δηλαδή κυβέρνηση ΚΚΕ και ΣΥΝ –και προφανώς μέσα στο περιβάλλον της παγκόσμιας κρίσης– τι στάση θα κρατούσαμε σαν επαναστατική Αριστερά; Είναι αδύνατο για τους επαναστάτες να συμμετέχουν σε μια τέτοια κυβέρνηση, αν και θα τη στηρίζαμε, αν δεχόταν επίθεση από την αντίδραση. Όμως δεν θα ήταν μια χαμένη ευκαιρία για μας: Το κύριο καθήκον μας θα ήταν να ρίξουμε όλες τις δυνάμεις μας για να οργανώσουμε την πιο αδιάλλακτη αντιπολίτευση… με προοπτική την ανατροπή αυτής της κυβέρνησης από τα αριστερά!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πολύ σημαντική είναι η παρατήρηση του Λένιν για τα αρνητικά συνθήματα: «...Δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, κάτι σαν “αρνητικό” σοσιαλδημοκρατικό σύνθημα που σκοπεύει μόνο στην “όξυνση της εργατικής συνείδησης ενάντια στον ιμπεριαλισμό” χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει η θετική απάντηση στο ερώτημα πως η Σοσιαλδημοκρατία θα λύσει το πρόβλημα, όταν θα πάρει την εξουσία. Ένα “αρνητικό” σύνθημα, ασύνδετο με μια σαφή θετική πρόταση, δεν θα οξύνει, αλλά θα αμβλύνει τη συνείδηση, γιατί ένα τέτοιο σύνθημα είναι μια άδεια φράση, μια διακήρυξη χωρίς νόημα...». Στο «Η καρικατούρα του μαρξισμού και ο ιμπεριαλιστικός οικονομισμός», 1916.
2. Πολλές δηλώσεις και άρθρα στελεχών του ΣΥΝ, αλλά βασικά οι δύο πρόσφατες ΚΠΕ του κόμματος τον Οκτώβρη και το Δεκέμβρη του 2011.
3. Τρίτη Διεθνής (1919-1943). Τα τέσσερα πρώτα συνέδριά της (1919-1922) θεωρούνται οι βάσεις της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής. Πολύ κατατοπιστικό είναι το βιβλίο του Ντάκαν Χάλας «Η Τρίτη Διεθνής», 1985.
4. Η Κομούνα, το 1871, ήταν η πρώτη ιστορική εμπειρία εργατικής εξουσίας. Σαν έννοια θεωρείται ταυτόσημη με τα Σοβιέτ (εργατικά συμβούλια). Γι’ αυτό διαχωρίζουμε την Κομούνα από τις «εργατικές κυβερνήσεις» σαν πολιτικό σύνθημα.
5. Λένιν: «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση (Οι θέσεις του Απρίλη)», 1917. «On compromises», 1917.
6. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», 1917.
7. Λένιν: «Για τη δυαδική εξουσία», 1917.
8. Λένιν: «Μαρξισμός και εξέγερση», 1917.
9. Λ.Τρότσκι : «On the united front», 1922.
10. John Riddell: «German workers and the birth of the united front». ISR, Νο 79, 2011.
11. Κρις Χάρμαν: «Η χαμένη επανάσταση».
12. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών, 1919. Ληστρική συνθήκη που υπέγραψαν οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου με τους νικημένους, ιδιαίτερα τη Γερμανία.
13. Ακραίος εθνικιστής και αντικομουνιστής πρωθυπουργός της Γαλλίας.
14. Ποτάμι που διασχίζει το Βερολίνο.
15. Μαζική οργάνωση που συγκέντρωνε κυρίως τις γυναίκες στις φτωχές και εργατικές γειτονιές ενάντια στις αυξήσεις τιμών που επέβαλλαν οι έμποροι στα βασικά είδη ανάγκης.
16. Η γερμανική ήττα προκάλεσε την οξύτατη αντιπαράθεση του Λ. Τρότσκι με την τρόικα Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν. Αφορμή στάθηκε το βιβλίο του Τρότσκι «Τα μαθήματα του Οκτώβρη», το1924. Από τις πιο ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις στη διαμάχη ήταν αυτή του Αύγουστου Ταλχάιμερ (Γερμανού κομουνιστή ηγέτη): «A missed opportunity;»,1931 και «The struggle for the united front in Germany 1920-23», 1932.
17. Λ. Τρότσκι: «What is a revolutionary situation», 1931.
18. Λ. Τρότσκι: «Ακόμη μια φορά πού βαδίζει η Γαλλία»,1935.
19. Λ. Τρότσκι: «Το Μεταβατικό πρόγραμμα» αποτέλεσε την πολιτική πλατφόρμα ίδρυσης της 4ης Διεθνούς το 1938. Σ’ εκείνη τη σκοτεινή εποχή έγινε η σημαία συσπείρωσης των λίγων και διασκορπισμένων επαναστατών σ’ όλο τον κόσμο.
20. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945). Το μεγαλύτερο ανθρώπινο σφαγείο στην ιστορία. Ξεκίνησε με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία και έληξε με τη ρήψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι της Ιαπωνίας. Αλλά το αξεπέραστο σημείο φρίκης ήταν τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
21. ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
22. Σίγουρα επίσης διαφέρει από το 6ο συνέδριο του ΣΥΝ τον Ιούνιο του 2011 και την 4η Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο, όπου δεν έμπαινε το ζήτημα της κυβέρνησης.
23. Αλλεπάλληλα άρθρα στο «Ριζοσπάστη», κυρίως από τον Μεντρέκα και τον Μαΐλη.
24. Όπως έλεγε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η διαφορά μας με τους μεταρρυθμιστές δεν είναι μόνο στο δρόμο, αλλά και στο περιεχόμενο του ίδιου του σοσιαλισμού
πηγή: ΔΕΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου