ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ, ΣΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕ ΠΟΔΗΛΑΤΟ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΦΟΡΡΗ 6 ΚΟΖΑΝΗ, ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 15:00 ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, ΚΕΙΜΕΝΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΔΑΜΟΓΙΑΣ, ΜΟΥΣΙΚΗ ΘΑ ΠΑΙΖΕΙ Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ.
Το Ρεμπέτικο τραγούδι
Τα ρεμπέτικα, είναι τραγούδια μιας μειοψηφίας Ελλήνων, που ζούσαν και δρού-σαν,....
μ’ έναν ιδιόρρυθμο δικό τους τρόπο τελείως διαφορετικό από το κοινωνικό σύ-νολο. Οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίστηκαν από την τότε ανερχόμενη αστική τάξη, σαν περιθωριακοί. Αυτό έπαψε να ισχύει, όταν εμφανίστηκε και ανήλθε ο τύπος του μάγκα.
Ο μάγκας δεν συμβιβάζονταν με τους αστούς, αλλά δεν πείραζε κανέναν, αν δεν τον ενοχλούσαν. Ήταν ο άνθρωπος της αγοραίας Πιάτσας, που δρούσε σύμφωνα μ’ έναν ιδιότυπο δικό του κώδικα, πιο φυσικό, και πιο ανθρώπινο. Πού οι κανόνες του, δεν είχαν καμία σχέση, με τους κανόνες του ξενόφερτου, αρτηριοσκληρωτικού νομικού συστήματος, που με τόση ευκολία, επέβαλε στον ελληνικό χώρο, η συγκε-ντρωτική και εγκληματική αστική εξουσία.
Ο τύπος του μάγκα, δεν είχε καμιά σχέση με το περιθώριο. Συμμετείχε στα κοι-νωνικά δρώμενα, μ’ έναν τρόπο που αυτός επέλεγε, χωρίς συμβιβασμούς, ή υποχω-ρήσεις στο ξενόφερτο τρόπο ζωής που έφερε στη χώρα μας η μεγαλοαστική τάξη.
Σχετικά με τον τρόπο έμπνευσης, εξέλιξης και επιβολής, αλλά και ως προς το δυ-ναμισμό του, δίπλα στο Ρεμπέτικο μπορεί να σταθεί μόνο το Ταγκό της πρώτης πε-ριόδου, δηλαδή μέχρι το 1920. Το πρώτο, βγήκε μέσα από τη φυλακή και τον τεκέ (και αργότερα εμπλουτίστηκε από Σμυρναίικα μουσικά στοιχεία) και το δεύτερο, μέσα από τα πορνεία και τα καταγώγια του Μπουένος Αύρες, (σχεδόν την ίδια χρονική περίοδο), περίπου στα 1880. Κοντά σ’ αυτά είναι και το Πορτογαλικό Φάντο στην παλιά μορφή του.
Τα Ρεμπέτικα τραγούδια ποτέ δεν εκφυλίζονται σε θρηνωδία και κακομοιριά, όπως αργότερα τα λαϊκά τραγούδια. Αντίθετα, τονίζουν το ψυχικό μεγαλείο και τη μεγαλοφροσύνη. Παράλληλα, εξυμνούν και τα υλικά μέσα που απαλύνουν τους καη-μούς, τις πίκρες και τα βάσανα, της ανθρώπινης ζωής.
Μάρκος Βαμβακάρης
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, γεννήθηκε στη Σύρο το 1905. Σε ηλικία 8 ετών, αναγκά-στηκε ν’ αφήσει το σχολείο και να εργαστεί, γιατί ο πατέρας του πήγε στον πόλεμο. Αυτός μαζί με τη μητέρα του, συντηρούσαν τα δύο αδέλφια του και την νεογέννητη αδελφή του. Έκανε διάφορες δουλειές, τις οποίες περιγράφει μ’ έναν καταπληκτικό τρόπο, στο θαυμάσιο διαλογικό τραγούδι του «Ο πολυτεχνίτης».
Το 1919 κι ενώ ο πατέρας του είχε γυρίσει, πηγαίνει στον Πειραιά. Μέσα σε εννιά μήνες, όλη η οικογένεια Βαμβακάρη τον ακολουθεί. Δουλεύει μαζί με τον πατέρα του στο λιμάνι. Γέμιζαν με κάρβουνο τις αποθήκες των πλοίων. Αργότερα θα εργαστεί στα σφαγεία σαν εκδοροσφαγέας, κοινώς μακελάρης. Το επάγγελμα αυτό, θα το εξα-σκήσει για πάρα πολλά χρόνια.
Σε ηλικία 20 ετών παντρεύεται με καθολικό γάμο, μια πολύ όμορφη κοπέλα. Τρε-λά ερωτευμένος μαζί της πληγώθηκε αφάνταστα, όταν διαπίστωσε, ότι τον απατάει με το χειρότερο τρόπο. Σε λίγα χρόνια χωρίζει. Η μορφή της όμως θα πλανιέται μέσα του, ολόκληρες δεκαετίες. Όλα τα τραγούδια του που μιλούν για βάσανα, για καη-μούς, για πίκρες, αλλά και για εκδίκηση, εστιάζονται γύρω απ’ αυτήν, που τόσο α-γάπησε και τον πρόδωσε με τον πιο αισχρό τρόπο.
Δεύτερο καθολικό γάμο δεν μπορεί να κάνει. Στην περίοδο της κατοχής, ένας θαυμαστής του ιερέας, τον παντρεύει με ορθόδοξο γάμο, παρ’ όλες τις μουρμούρες των Καθολικών παπάδων. Από το γάμο αυτό απέκτησε τρία αγόρια. Πέθανε το 1972 σε ηλικία 67 ετών.
Το1933, Ο Μάρκος Βαμβακάρης καθιέρωσε το μπουζούκι στη δισκογραφία. Κι αυτό με τη σειρά του, εκτοπίζει τα σαντουροβιόλια και κυριαρχεί. Ακολουθεί η χρυσή τριετία του ρεμπέτικου, 1933—1936.
Την περίοδο αυτή, το ρεμπέτικο καλύπτει, το 60 με 70% της ελληνικής δισκο-γραφίας. Την ανοδική πορεία του θα σταματήσει η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Εκτός από συνθέτης και στιχουργός, ο Μάρκος Βαμβακάρης, υπήρξε και αξιόλογος ενορχηστρωτής, αλλά και ένας άψογος ερμηνευτής. Επιπρόσθετα έχει ερμηνεύσει και τραγούδια άλλων συνθετών. Οι ερμηνείες πολλών δικών του συνθέσεων, αλλά και ξένων τραγουδιών, (ειδικότερα μαζί με τον Τσιτσάνη), είναι ανεπανάληπτες και διδάσκουν υποδειγματικά, την τέχνη της ερμηνείας ενός τραγουδιού.
Αξιοσημείωτο είναι, ότι Βαμβακάρης επέβαλε με επιτυχία μουσικές, στίχους και ερμηνείες, που άρεσαν σ’ αυτόν και στο στενό του περιβάλλον, χωρίς να τον κατευ-θύνει κανείς άλλος. Συγχρόνως κατόρθωσε να παρασύρει κι άλλους συνθέτες να εκ-φραστούν μ’ αυτόν τον τρόπο.
Σχόλια για τρία τραγούδια:
Τη φώναζαν μ’ ένα συνηθισμένο ξενικό γυναικείο όνομα. Δεν ήταν το πραγματικό της. Κατάγονταν από την Κρήτη. Είχε σκούρα σγουρά μαλλιά και δυο πανέμορφα μαύρα μάτια. Το πρόσωπό της, ήταν λευκό σαν κρίνος. Χαρακτηριστικό χρώμα των γυναικών των οίκων ανοχής. Όταν δεν πούλαγε το κορμί της στα Βούρλα, το παράδι-νε στον προστάτη της. Η μόνη χαρά, που της είχε απομείνει, ήταν τα όνειρά της. Κι από κει μέσα, δόθηκε ολόψυχα σε κάποιον που αγάπησε παράφορα. Κι αυτός αντα-ποκρίθηκε, χαρίζοντάς της την αθανασία.
Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια.
Η φλόγα που μου καίει τα σωθικά και ο λογισμός μου που πλανιέται γύρω από σένα, κοντεύουν να μ’ αποσώσουν. Σα να μην έφταναν όλα τ’ άλλα. Θα γυρίσω στο νησί μας. Θ’ ανταμώσουμε σ’ ένα κρυφό ακρογιάλι. Θα σμίξουμε εκεί πέρα. Και με-τά, πιασμένοι χέρι-χέρι, θα γυρίσουμε όλες τις φυσικές ομορφιές του τόπου μας.
Και δεν θα με πειράξει καθόλου, αν αφήσω την τελευταία μου πνοή μέσα στην α-γκαλιά σου, σε μια δροσερή βουνοπλαγιά της μικρής μας πατρίδας.
Φραγκοσυριανή.
Τον Ιανουάριο του 1936, πέθανε ξαφνικά ο πολιτικός ηγέτης του Στρατιωτικού Συνδέσμου και αρχηγός του Εθνικού—Ριζοσπαστικού κόμματος, Γεώργιος Κον-δύλης.
Στις 18 Μαρτίου 1936, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ξεψύχησε μακριά από την πατρίδα του. Στις 13 Απριλίου του ίδιου χρόνου, πέθανε αιφνιδίως και ο Υπηρεσιακός Πρω-θυπουργός Κωνσταντίνος Δεμερτζής. Και οι τρεις, ανήκαν σε διαφορετικές πολι-τικές παρατάξεις. Η πολιτική αστάθεια και ο κοινοβουλευτικός ξεπεσμός, χαρακτηρίζουν έντονα την περίοδο αυτή. Ο Γεώργιος ο Β΄, γίνεται αίτιος πολλών δεινών για τη χώρα μας, όπως αργότερα και ο ανεψιός του Κωνσταντίνος.
Το τραγούδι γράφεται το δεύτερο 15ηνθήμερο Απριλίου, του 1936. Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου το εξαφανίζει. Στη δεκαετία του 1970, ο Ηλίας Πετρόπουλος, α-νακαλύπτει το δίσκο.
Οι Πρωθυπουργοί.
Κείμενο: Γιώργος Δαδαμόγιας
Επιμέλεια κειμένου: Λάκης Γκούμας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου