Του
Μιχάλη Σπουρδαλάκη
Το δράμα των τελευταίων ημερών, εντός και εκτός κοινοβουλίου, δεν αποτέλεσε έκπληξη για πολλούς από μας. Η ψήφος εμπιστοσύνης που εξασφάλισε η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου για να συγκροτήσει μια… «άλλη κυβέρνηση» μπορεί να φαίνεται τουλάχιστον...
παράδοξο και να δημιουργεί αρνητικές σκέψεις, όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για την παρούσα αντοχή των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα, αλλά με κανένα τρόπο δεν μας ρίχνει από τα σύννεφα. Κι αυτό γιατί οι εξελίξεις αυτές ουσιαστικά αποτελούν την επιβεβαίωση μιας μακροχρόνιας κρίσης του πολιτικού συστήματος και της δημοκρατίας. Αυτό είναι και ο λόγος που θεωρώ ότι εισερχόμαστε σε μια παρατεταμένη κυβερνητική αστάθεια.
Οι παρακάτω αφοριστικές σκέψεις ίσως συμβάλουν στη συζήτηση των ζητημάτων λειτουργίας της δημοκρατίας που αναδεικνύει η συγκυρία:
1. Η πολιτική κρίση στην Ελλάδα είχε προηγηθεί της δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης. Η κρίση νομιμοποίησης και η συνεπαγόμενη κρίση εκπροσώπησης είχε επισημανθεί και αναλυθεί από πολλούς, τουλάχιστον από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας.
2. Βασικό χαρακτηριστικό των θεσμών κοινωνικής και κυρίως πολιτικής εκπροσώπησης ήταν ο σταδιακός προσανατολισμός τους στην εξυπηρέτηση των κρατικών προτεραιοτήτων και όχι η οργάνωση, η έκφραση και η διεκδίκηση των κοινωνικών αναγκαιοτήτων και διεκδικήσεων. Η πολιτική κρατικοποιήθηκε.
3. Η «κρατικοποίηση» της πολιτικής δεν άφησε μόνο την κοινωνία στον προαύλειο χώρο της κρατικής εξουσίας, αλλά μετασχημάτισε και την ίδια την κυβέρνηση. Η τελευταία παύει να ασκεί τη διοίκηση και τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας και να αντλεί τη νομιμοποίησή της από την ικανότητά της να εξασφαλίζει συνδυαστικά την ευημερία με τις συνθήκες συσσώρευσης. Μετασχηματίζεται σε διακυβέρνηση, δηλαδή σε απλό διοικητικό διαχειριστή των κρατικών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων, οι οποίες είναι άρρηκτα δεμένες με τα συμφέροντα και τη δυναμική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Τα έντονα αντικομματικά και απολίτικα στοιχεία της συζήτησης στη βουλή, όπου η διαδικασία διαχείρισης δοσμένων συμφωνιών ήταν πιο σημαντική από τη συζήτηση του περιεχομένου τους, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης.
4. Στο πλαίσιο αυτών των μετασχηματισμών η όποια προσφυγή στις διαδικασίες έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας (εκλογές, δημοψήφισμα, ουσιαστική διαβούλευση) θεωρείται εξωπραγματικό και ανορθολογικό. Γι’ αυτό και θα έχουμε εκλογές μόνον «όταν θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση».
5. Παρατηρείται μια συστηματική σύγχυση ανάμεσα στη νομιμότητα και τη νομιμοποίηση. Ποια λ.χ. νομιμοποίηση απολαμβάνουν οι κατά τα λοιπά νόμιμες διαδικασίες «ψήφου εμπιστοσύνης»;
6. Η καταφυγή ή/και, από κάποιες μεριές, το αίτημα για κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», ή ακόμη «εθνικής ευθύνης» (εδώ η επιρροή της «αριστεράς της ευθύνης» είναι καταφανής), ουσιαστικά δεν αποπολιτικοποιεί μόνο το πολιτικό και κοινωνικό επίδικο, παρακάμπτοντας τις λαϊκές αντιδράσεις, αλλά εμπεδώνει ακόμη περισσότερο τον αποκλειστικά κρατικό προσανατολισμό της πολιτικής και κομματικής αντιπαράθεσης.
7. Τέλος, το αίτημα για εκλογές που εκφωνήθηκε τις τελευταίες μέρες από την αντιπολίτευση, στο βαθμό που δεν συνοδεύεται από σαφή πρόταση αλλαγής πολιτικών και κυρίως αλλαγής του πεδίου της πολιτικής αντιπαράθεσης από κρατοδιοικητικό κεντρικό σε κοινωνιοκεντρικό, δεν θα οδηγήσει σε ουσιαστική αμφισβήτηση του υπάρχοντος κρισιογόνου «δημοκρατικού» προτύπου. Σε αυτό το πλαίσιο λ.χ. αντί να ασκείται κριτική στα τεχνάσματα «κυβέρνηση τεχνοκρατών», «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας» ένα κάλεσμα για «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας», με αντίστοιχο πρόγραμμα, θα ήταν πιο αποτελεσματικό. Αλλά το τελευταίο, εκτός από μεγάλη, είναι μια άλλη συζήτηση.
ΕΠΟΧΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου