Ενα πολύ καλό άρθρο του Άγγελου Καλοδούκα στο aformi.gr, που, αν και δημοσιεύτηκε 27 Ιουλίου 2009, είναι επίκαιρο και σήμερα και αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά, αφού εξακολουθούν να ισχύουν οι ίδιοι μπαμπούλες και η ίδια αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από την Αριστερά.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, για άλλη μια φορά, έχουν οξυνθεί ανεβάζοντας επικίνδυνα την ένταση στο Αιγαίο. Ο ελληνικός τύπος αποδίδει την «όξυνση της τουρκικής προκλητικότητας» στα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας....
Στην κόντρα αφενός της ισλαμικής κυβέρνησης του Ερντογάν με τον στρατό και τους κεμαλιστές, και αφετέρου στο γεγονός ότι «η Τουρκία πιστεύει πως έχει φθάσει η στιγμή να αναγορευθεί επίσημα σε περιφερειακή δύναμη. Αντλεί την πεποίθηση αυτή από τη σημασία που της αποδίδει η νέα αμερικανική κυβέρνηση»1. Οι εφημερίδες προβάλλουν τις, υποτιθέμενες, φιλοτουρκικές θέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για να «αποδείξουν» (για άλλη μια φορά) ότι η Ελλάδα αποτελεί «ανάδελφο έθνος». Επιπλέον λόγος της «τουρκικής επιθετικότητας», θεωρείται ότι είναι το γεγονός ότι οι ενταξιακές πιθανότητες στην Ε.Ε. της Τουρκίας είναι μηδαμινές, και επομένως η Άγκυρα επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τους ανταγωνισμούς με την Αθήνα ως μοχλό πίεσης προς τις Βρυξέλλες. Συνοπτικά λοιπόν, οι εφημερίδες παρουσιάζουν την Τουρκία ως μοναδική υπεύθυνο της νέας φάσης όξυνσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ελληνική κυβέρνηση ως «αμυνόμενη» (και ακόμα περισσότερο, ως «υποχωρητική» και περίπου έτοιμη να απεμπολήσει «εθνικά δίκαια»).
Από αυτή την εθνοκεντρική θεώρηση των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν λείπει και η Αριστερά.
Ο Αλέκος Αλαβάνος κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. σαν μέσο πίεσης προς την Άγκυρα και την επιθυμία της να γίνει μέλος της Ε.Ε. Με άλλα λόγια καλείται η ελληνική πλευρά να κάνει ότι κατηγορείται η Τουρκία! Αλλά ασφαλώς οι ελληνικές κυβερνήσεις το κάνουν ήδη αυτό εδώ και χρόνια, δεν χρειάζονται τις προτροπές του Αλαβάνου. Ο Αλαβάνος επίσης κατήγγειλε την Τουρκία ως: «χώρα η οποία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, δεν πολιτεύεται με βάση τις αρχές της καλής γειτονίας»2. Πράγμα που σημαίνει ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ η Ελλάδα «πολιτεύεται με βάση τις αρχές της καλής γειτονίας» (ή κάτι παρόμοιο). Καλείται λοιπόν η ιμπεριαλιστική Ε.Ε. να βοηθήσει την «αναξιοπαθούσα» ελληνική άρχουσα τάξη. Με όλο το συμπάθιο, αυτό δεν είναι αριστερή πολιτική…
Φυσικά το ΚΚΕ δεν υστερεί σε εθνοκεντρισμό, το αντίθετο μάλιστα. Ακόμα και όταν γίνονται από τις κυβερνήσεις των δυο χωρών προσπάθειες εξομάλυνσης των μεταξύ τους σχέσεων, το ΚΚΕ τις καταγγέλλει ως περίπου… εθνοπροδοτικές. Έτσι οποιαδήποτε διευθέτηση στα πλαίσια του ΝΑΤΟ:
«[…] ενισχύει το πλαγιοκόπημα των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, που οδηγεί βήμα βήμα σ’ έναν τύπο ελληνοτουρκικής συγκυριαρχίας και τελικά διχοτόμησης του Αιγαίου και περιορισμού των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και εκχώρησής τους, στα πλαίσια λειτουργίας των διακρατικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ)»3. (Οι υπογραμμίσεις είναι του Ριζοσπάστη).
Όλα αυτά λέγονται σε μια περίοδο όπου η επιθετικότητα της κυβέρνησης Καραμανλή προς τους γείτονες της χώρας είναι σε αυξημένο επίπεδο. Η Δημοκρατία της Μακεδονίας βρίσκεται στο στόχαστρο με το μπλοκάρισμα των ενταξιακών της προοπτικών στην Ε.Ε. (και στο ΝΑΤΟ) από μέρους της Ελλάδας με πρόσχημα το όνομα της χώρας (που η Αθήνα επιμένει να θέλει να επιβάλει στο λαό της χώρας αυτής). Στην Τουρκία οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων διαρκώς υπενθυμίζουν ότι οι όποιες σχέσεις με την Ε.Ε. περνούν από την Αθήνα (αυτό ονομάζεται εκβιασμός για όποιους καμώνονται ότι δεν το καταλαβαίνουν). Χαρακτηριστικότερο όλων: οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας έχουν οξυνθεί το τελευταίο διάστημα λόγω του θέματος των «λαθρομεταναστών». Η κυβέρνηση Καραμανλή απαιτεί (και δεν διστάζει να χρησιμοποιεί την Ε.Ε. ως μοχλό πίεσης με παρεμβάσεις του ίδιου του πρωθυπουργού) να έχει το «δικαίωμα» να απελαύνει με συνοπτικές διαδικασίες στην Τουρκία όσους «παράνομους» μετανάστες «προερχόμενους από την Τουρκία» συλλαμβάνονται στις γνωστές «επιχειρήσεις σκούπα» (θαυμάστε και το όνομα των επιχειρήσεων… επιτέλους για ανθρώπους μιλάμε!).
Πρώτον, ακόμα και αν η Τουρκία συμφωνούσε σε αυτήν την απαίτηση η Αριστερά θα έπρεπε να αντιδράσει. Αυτοί οι άνθρωποι προέρχονται όχι μόνο από την Τουρκία αλλά και από χώρες που έχουν καταστραφεί από πολέμους (Ιράκ, Πακιστάν, Αφγανιστάν κλπ). Θα «επιστραφούν» στην Τουρκία… και μετά; Θα κλειστούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή θα επιστραφούν στις εξαθλιωμένες χώρες από όπου προέρχονται; Και οι δυο προοπτικές είναι εξ ίσου απαράδεκτες.
Δεύτερον, μια τέτοιου τύπου επιτυχής διακρατική συμφωνία θα απαιτούσε και η Ελλάδα να δέχεται επιστροφή «λαθρομεταναστών» που έφυγαν από τη χώρα π.χ. για Ιταλία. Τέτοιες «επιτυχείς» συμφωνίες θα μετέτρεπαν την Ευρώπη όχι απλά σε φρούριο αλλά σε στρατοκρατούμενο ρατσιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μόνο ρατσιστές και φασίστες θα συμφωνήσουν με τις απαιτήσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Καπιταλιστικές αντιθέσειςΗ Αριστερά θα πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ανταγωνισμούς ως αυτό που πράγματι είναι:
Αντιθέσεις δηλαδή, ανάμεσα σε δύο άρχουσες τάξεις που ανταγωνίζονται στην περιοχή επιδιώκοντας τα συμφέροντα τους. Καμιά από τις δυο δεν έχει «δίκιο» ή «άδικο». Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών δεν έχουν καμιά σχέση με τη «δικαιοσύνη». Είναι διαφορές συμφερόντων και τα λεγόμενα «περί δικαίου» αποτελούν φτηνή κρατική προπαγάνδα.
Οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας στο Αιγαίο είναι τόσο εκρηκτικές, ώστε η περιοχή θεωρείται από το σύνολο των διεθνών αναλυτών ως περιοχή υψηλού κινδύνου για ενδεχόμενο πόλεμο. Οι δυο χώρες έχουν βρεθεί στα πρόθυρα πολέμου (που αποφεύχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή) τρεις φορές: το 1976, το 1987 και το 1996 με την κρίση στα Ίμια.
Ο λόγος της αποτυχίας όσων προσπαθειών έχουν γίνει για εξομάλυνση των σχέσεων των δυο χωρών, οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για δυο καπιταλιστικές χώρες με ανταγωνιστικά συμφέροντα στην περιοχή των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και για το ποια από τις δυο θα ελέγχει τους δρόμους του πετρελαίου του Καυκάσου που οδηγούν στις δυτικοευρωπαϊκές αγορές. Καμιά από τις δυο χώρες δεν είναι διατεθειμένη να «απεμπολήσει τα δίκαια εθνικά της συμφέροντα», δηλαδή τα συμφέροντα των δικών της καπιταλιστών.
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους δυο καπιταλισμούς κορυφώθηκε το 1974 για το ποιος θα ελέγχει την Κύπρο, και από τότε πέρασε με αυξανόμενη ένταση στην περιοχή του Αιγαίου. Η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι στις ελληνοτουρκικές διαφορές δεν διεκδικεί τίποτα, ενώ αντίθετα η Τουρκία προβάλλει «απαράδεκτες διεκδικήσεις», και παραβιάζει το «διεθνές δίκαιο».
Η αλήθεια είναι διαφορετική. Και οι έλληνες καπιταλιστές διεκδικούν στο Αιγαίο (και μάλιστα τη «μερίδα του λέοντος»!), παραβιάζοντας το «διεθνές δίκαιο» που επικαλούνται (ή ερμηνεύοντάς το όπως τους συμφέρει).
Οι διαφορές στο Αιγαίο Α) Το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας (ο θαλάσσιος βυθός που εκτείνεται από τις ακτές μέχρι βάθους 200 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας). Το ζήτημα αυτό ανέκυψε με έντονο τρόπο όταν έγινε γνωστό ότι ενδεχομένως στο Αιγαίο να υπάρχουν υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου. Πρώτη η Ελλάδα, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την Τουρκία, άρχισε έρευνες στην ανοιχτή θάλασσα στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η Τουρκία αντέδρασε στέλνοντας το ερευνητικό σκάφος Σισμίκ-Ι (Χόρα) στο Αιγαίο στα 1976 (προκαλώντας την περίφημη πολεμοκάπηλη κραυγή του Ανδρέα Παπανδρέου «Βυθίσατε το Χόρα»).
Σύμφωνα με την ελληνική άποψη η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πρέπει να είναι η μέση γραμμή μεταξύ των ελληνικών νήσων του ανατολικού Αιγαίου και των τουρκικών παραλίων. Σε αυτή τη περίπτωση το Αιγαίο μετατρέπεται σε «ελληνική λίμνη» με την Ελλάδα να ελέγχει το 97% της υφαλοκρηπίδας και στην Τουρκία να απομένει «μηδαμινή υφαλοκρηπίδα»4 παρ’ ότι έχει χιλιάδες μίλια ακτής στο Αιγαίο!
Με βάση το «διεθνές δίκαιο» τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, όμως οι έλληνες καπιταλιστές διαρκώς αυξάνουν τις απαιτήσεις τους στο Αιγαίο με παράλογα τεχνάσματα που δεν έχουν καμιά σχέση με οποιανδήποτε έννοια δικαίου. Την κρίση στα Ίμια (που λίγο έλειψε να οδηγήσει σε πόλεμο) την προκάλεσε η προσπάθεια της Αθήνας να δημιουργήσει «υποδομή» σε βραχονησίδες του Αιγαίου και να τις παρουσιάσει ως «κατοικήσιμες»(!!) και άρα ότι έχουν υφαλοκρηπίδα, «σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο»!5
Ακριβώς επειδή μπορεί να δημιουργηθούν «αιτίες πολέμου» το «διεθνές δίκαιο» δεν εφαρμόστηκε κατά γράμμα στις περισσότερες των αμφισβητούμενων περιπτώσεων όπως στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας το 1969, αλλά με διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις ενδιαφερόμενες χώρες και την αρχή του τι είναι «δίκαια μοιρασιά» ειδικά και κατά περίπτωση6.
Β) Αιγιαλίτιδα ζώνη. Με βάση την Συνθήκη της Λοζάννης (1923) η έκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο ορίστηκαν στα τρία ναυτικά μίλια. Η επέκταση στα έξι μίλια έγινε μονομερώς από την Ελλάδα το 1936 ενώ η Τουρκία τα επέκτεινε μόλις στα 1964! Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) δίνει το δικαίωμα στην Ελλάδα να τα επεκτείνει στα δώδεκα μίλια. Σε μια τέτοια περίπτωση η ελληνική κυριαρχία στα ύδατα του Αιγαίου από 35% σήμερα θα έφτανε στο 64%, ενώ για την Τουρκία η αύξηση θα ήταν μηδαμινή, από 8,8% στο 10%. Το Αιγαίο θα γινόταν κλειστή ελληνική θάλασσα και η Τουρκία θα είχε μόνο δυο στενά ανοίγματα προς την ανοικτή θάλασσα! Η Ελλάδα θα εγκλώβιζε την Τουρκία με προφανές οικονομικό αντίκτυπο για την τελευταία (θα περιοριζόταν δραστικά η θάλασσα που θα μπορούσαν να αλιεύσουν Τούρκοι ψαράδες).
Σε αυτό το ζήτημα η Ελλάδα δεν έχει να αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις μόνο της Τουρκίας. Επειδή μια επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στις συνθήκες του Αιγαίου θα παρεμπόδιζε την διεθνή ναυσιπλοΐα, προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις των παρευξείνιων χωρών (κατά κύριο λόγο της Ρωσίας) αλλά επίσης των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών χωρών με αυξημένη ναυσιπλοΐα στην περιοχή.
Γ) Εναέριος χώρος. Σε αυτό το ζήτημα η Αθήνα παραβιάζει ξεκάθαρα το «διεθνές δίκαιο» που τόσο επικαλείται. Το «διεθνές δίκαιο» ορίζει ότι ο εναέριος χώρος πρέπει να είναι ίσος με τα χωρικά ύδατα. Η Ελλάδα ενώ έχει έξη μίλα χωρικά ύδατα, μονομερώς από το 1931 όρισε τον εναέριο χώρο της στα δέκα μίλια. Οι περίφημες τουρκικές «παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου» γίνονται σε αυτά τα επιπλέον τέσσερα μίλια που θέλει να ελέγχει η Αθήνα παρά το «διεθνές δίκαιο».
Δ) Η στρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Και εδώ η Ελλάδα παραβιάζει το «διεθνές δίκαιο». Η Ελλάδα στην περίπτωση της Χίου, Λέσβου, Σάμου, Ικαρίας, παρά την συνθήκη της Λοζάννης περί μερικής αποστρατιωτικοποίησης, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στρατιωτικοποίησε τα νησιά «πέραν των επιτρεπτών ορίων»7. Το ίδιο ισχύει και για τα Δωδεκάνησα όπου στην παραχώρησή τους στην Ελλάδα από την Ιταλία με την Συνθήκη των Παρισίων (1947) οριζόταν η αποστρατιωτικοποίηση τους.
Κλείνοντας την αναφορά για τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο, μια σύντομη παρατήρηση για το «διεθνές δίκαιο»:
Θα πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο ότι το περίφημο «διεθνές δίκαιο», που τόσο υποκριτικά επικαλείται η Αθήνα, δεν είναι και τόσο… δίκαιο και αθώο. Το «διεθνές δίκαιο» και τα δώδεκα μίλια τα έχουν επιβάλλει οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με σκοπό να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά τους και όχι κάποιοι «σοφοί νομικοί»! Έτσι η ηπειρωτική Γαλλία δικαιούται 32.000 τετραγωνικά μίλια θάλασσας, όμως επειδή έχει κάποια νησιά – αποικίες έφτασε να ελέγχει 2,8 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια! Οι ΗΠΑ κατά καιρούς έλεγχαν θαλάσσια έκταση που έφτανε και τα 250 μίλα γύρω από τις ακτές τους8!! Η Νικαράγουα των Σαντινίστας οδήγησε τις ΗΠΑ σε διεθνή δικαστήρια όπου οι ΗΠΑ καταδικάστηκαν, όμως αυτές έγραψαν στα «παλαιότερα των υποδημάτων τους» τις αποφάσεις!
Μια δικαστική απόφαση για τις ελληνοτουρκικές διαφορές δεν πρόκειται να λύσει τα προβλήματα, από την στιγμή που η πλευρά που θα θεωρήσει ότι «αδικήθηκε» είτε δεν θα την εφαρμόσει είτε θα οδηγηθεί στην αναμόχλευση άλλων διαφορών προκειμένου να «ισοφαρίσει».
Πατριώτες και «ευρωπαίοι»Η κοινοβουλευτική Αριστερά και ένα μέρος του ΠΑΣΟΚ (αλλά ακόμα και η ΝΔ και το ΛΑ.Ο.Σ.) προβάλλουν την θέση ότι την Τουρκία την υποστηρίζουν πάντοτε οι ΗΠΑ λόγω της γεωπολιτικής της θέσης.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν κανένα πρόβλημα με την Ελλάδα, ήταν πάντοτε στο πλευρό τους σε όλες τις πολεμικές τους εξορμήσεις. Από τους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία μέχρι το Ιράκ και το Αφγανιστάν οι ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν πάντοτε στο πλευρό των ΗΠΑ. Μάλιστα στην εισβολή και την κατοχή του Ιράκ, οι ελληνικές κυβερνήσεις υπήρξαν πολύ πιο χρήσιμοι και αξιόπιστοι σύμμαχοι για τις ΗΠΑ απ’ ότι η Τουρκία, που απαγόρευε (ή περιόριζε) τη χρησιμοποίηση των βάσεων των Αμερικανών στην Τουρκία από το φόβο μήπως οι ΗΠΑ ενθαρρύνουν τη δημιουργία Κουρδικού κράτους. Επομένως είναι αστήρικτος μύθος ότι δήθεν οι ΗΠΑ ευνοούν την Τουρκία από την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, για τις ΗΠΑ και οι δυο χώρες είναι ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντά τους. Σαν μεγάλη ιμπεριαλιστική χώρα ακροβατεί ανάμεσα και στις δυο, χρησιμοποιώντας τις διαφορές τους για να ισχυροποιεί την θέση της στην περιοχή.
Τις διαφορές ανάμεσα στους δυο καπιταλισμούς δεν τις δημιούργησαν οι ΗΠΑ (ή η Ε.Ε.). Και οι δυο καπιταλισμοί προσπαθούν να αναδειχθούν σε περιφερειακές μεγάλες δυνάμεις, επιδιώκοντας πάντοτε τη συναίνεση των μεγάλων ιμπεριαλιστών.
Γι’ αυτό είναι εντελώς λανθασμένη η πλειοδοσία σε πατριωτισμό της κοινοβουλευτικής (αλλά και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής) Αριστεράς. Καμιά άρχουσα τάξη δεν παραδίδει τα «εθνικά της δίκαια» γιατί αυτά είναι ταυτόσημα με την ίδια της την ύπαρξη, με τα ταξικά της συμφέροντα. Η άρχουσα τάξη ξέρει καλύτερα από τον Ριζοσπάστη ή την Αυγή να υπερασπίζεται τα ταξικά («εθνικά») της συμφέροντα.
Αλλά είναι εξ’ ίσου επικίνδυνη η άποψη φιλελεύθερων (;) αστών (που δυστυχώς την υποστηρίζουν και τμήματα του ΣΥΝ) ότι η «οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση» μέσω της Ε.Ε. μπορεί να φέρει την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Αθήνας-Άγκυρας. Η ΕΕ είναι εξίσου ιμπεριαλιστική όπως και οι ΗΠΑ. Για την Αθήνα η ένταξη της στην Ε.Ε. είναι εφαλτήριο για την οικονομική διείσδυση στα Βαλκάνια, ενώ ταυτόχρονα εκβιάζει τις διάφορες χώρες της περιοχής προβάλλοντας τον διαμεσολαβητικό της ρόλο ανάμεσα σ’ αυτές και την Ε.Ε. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, είτε της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ, χρησιμοποιούν την Ε.Ε. «σαν μοχλός πίεσης» προς την Τουρκία. Αυτή η λογική δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη από μια ανοιχτά εθνικιστική θέση. Υπάρχει μια κοινή βάση: την προσπάθεια να επιβληθούν οι θέσεις των ελλήνων καπιταλιστών σε βάρος του «αντιπάλου». Πρόκειται για επιθετική, σοβινιστική πολιτική που ανεβάζει σε επικίνδυνο επίπεδο τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στις δυο άρχουσες τάξεις.
Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις Ελλάδας – Τουρκίας έχουν στοιχίσει πανάκριβα στους εργαζόμενους και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες αναπόφευκτα οδηγούν σε προγράμματα λιτότητας και περικοπές κοινωνικών δαπανών. Ο κίνδυνος να ξεσπάσει πόλεμος «δι’ ασήμαντον αφορμή» είναι υπαρκτός και υπογραμμίζει τον παραλογισμό των καπιταλιστικών ανταγωνισμών. Ελλάδα και Τουρκία (μαζί με τις ΗΠΑ) εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται στην κορυφή των εξοπλιστικών δαπανών στο ΝΑΤΟ, με δαπάνες που ξεπερνούν το 3% του ΑΕΠ. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς γιατί και στις δυο χώρες η ανεργία σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο ενώ οι κοινωνικές δαπάνες είναι οι χαμηλότερες της Ευρώπης.
Σημειώσεις1: Το Βήμα 19 Ιουλίου 2009.
2: Ελευθεροτυπία, Τρίτη 21/7/2009.
3: http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=3402159&publDate=4/6/2006
5: Βλέπε και το βιβλίο του Άλκη Κούρκουλα, δημοσιογράφου του ΑΠΕ, Ίμια, εκδόσεις Σιδέρης.
4, 6, 7: Από το βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, Η Ελλάδα και ο «εξ ανατολών κίνδυνος», Εκδόσεις Πόλις.
8: Clyde Sanger: Ordering the oceans : The Making of the Law of the Sea (London : Zed Books, 1986
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου