του Σίμου Ανδρονίδη* |
Ο «χώρος» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μπορεί να
λειτουργήσει ως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ως το πρότυπο εφαρμογής
προπλασμάτων άμεσης δημοκρατίας. Αυτά τα οργανωτικά και πολιτικά προπλάσματα κινούνται
στον αντίποδα των τοπικών μπλοκ εξουσίας, τα οποία και νοούνται ως
μετασχηματισμός της κρατικής-εξουσιαστικής «σφαίρας» σε τοπική. Τα οργανωτικά
και πολιτικά προπλάσματα άμεσης δημοκρατίας μπορούν να ανασημασιοδοτήσουν εκ
νέου την πολιτική «σφαίρα» και το πολιτικό πράττειν, ορίζοντας ταυτόχρονα ένα
«νέο» κρισιακό σημείο και πεδίο για την κατανόηση της...
πολιτικής πράξης.
Οι πρόσφατες δημοτικές και περιφερειακές
εκλογές σημαδεύτηκαν από την παρουσία συμπαγών τοπικών μπλοκ εξουσίας τα οποία
συγκροτούνται και ανασυγκροτούνται με άξονα την διαχείριση και την νομή των
κοινοτικών πόρων και κονδυλίων. Και είναι αυτή η εξουσιαστική ανασυγκρότηση που
τα επιτρέπει να συνδέονται και να συμφύονται οργανικά με την κεντρική εξουσία,
όχι από την άποψη της μεταφοράς κρίσιμων για την λειτουργία των δήμων και των
περιφερειών αρμοδιοτήτων και πόρων, αλλά από την άποψη της οργανικής πρόσδεσης
με την κεντρική-κρατική εξουσία στο επίπεδο της λήψης και εφαρμογής
αντιλαϊκών-αντεργατικών μέτρων.
Τα τοπικά μπλοκ εξουσίας, οι κοινωνικές
συμμαχίες «κορυφής» που συγκροτούνται καλύπτουν και επικαλύπτουν την τοπική
«χωρικότητα», με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των λαϊκών-εργατικών στρωμάτων από
την διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Έτσι,
με αυτό τον τρόπο, η τοπική μικροεξουσία ορίζεται ως εξής: 1. Ως κυριαρχία των
«από πάνω», οι οποίοι ασκούν την τοπική εξουσία και διαχειρίζονται τις
συνδηλώσεις αυτής, και, 2. Ως αποκλεισμός των «από κάτω», οι οποίοι αφενός
μεν αδυνατούν να βρουν «χωρικό» σημείο
πρόσβασης στην τοπική εξουσία, αφετέρου δε αδυνατούν να επηρεάσουν την
στρατηγική κατεύθυνση της εξουσίας. Η
διαδικασία ταυτόχρονης και αντίστροφης πολιτικής «φοράς» που νοείται ως
πρόσβαση στην εξουσία και ως αποκλεισμός από την εξουσία, διαμορφώνει και
αποκρυσταλλώνει ένα αμάλγαμα «υλικότητας» της τοπικής εξουσίας, ένα αμάλγαμα
που είναι εξόχως περιορισμένο και περιχαρακωμένο, καθότι περικλείει μόνο τα
τοπικά μπλοκ εξουσίας.
Η υποψηφιότητα του Κώστα Κουλουρίδη για τον
δήμο της Χαλκίδας «υπερέβη» αυτό το εν
πολλοίς κρατικό πρότυπο τοπικής διοίκησης, που ορίζεται ως
απεύθυνση και άσκηση πολιτικής «από τα κάτω». Αυτή η υποψηφιότητα «από τα
κάτω» προσδιορίζει και το πεδίο παρέμβασης της «τοπικής» εργατικής τάξης, και
όχι μόνο. Ο συνδυασμός της «Κινητοποίησης» συναντά και εκφράζει συνάμα τις
καλύτερες αμεσοδημοκρατικές παραδόσεις του λαϊκού-εργατικού κινήματος. Η
συγκρότηση ενός εργατικού προπλάσματος που διεκδίκησε τον δήμο της Χαλκίδας
συνδέθηκε με τις καλύτερες αγωνιστικές παραδόσεις της τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η
αναθέσμιση προπλασμάτων άμεσης και εργατικής δημοκρατίας στην τοπική
Αυτοδιοίκηση μπορεί να συμβάλλει στην αναζωογόνηση των μορφών δραστηριοποίησης
και κινητοποίησης «από τα κάτω». Η υπέρβαση των τοπικών μπλοκ μικροεξουσίας
είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την εκ νέου νοηματοδότηση του τοπικού
δημοκρατικού γίγνεσθαι.
Και στο δήμο της Χαλκίδας είχαμε ακριβώς αυτό.
Δεν κάνουμε λόγο για μία απλή υποψηφιότητα διεκδίκησης του δημαρχιακού θώκου,
αλλά για ένα συλλογικό και συμμετοχικό «πείραμα» και εγχείρημα ανασυγκρότησης
της κατακερματισμένης και «πληγωμένης» εργατικής σφαίρας της περιοχής, σε άμεση
και οργανική σύνδεση με τον «ποιοτικό» εμπλουτισμό» της άμεσης δημοκρατίας. Και
ως ευρύτερο συλλογικό και συμμετοχικό «πείραμα» και εγχείρημα υπερέβη την
«χωρική γεωγραφία της Χαλκίδας και της Εύβοιας, «ξυπνώντας» μνήμες μίας
πολιτικής οντολογίας που ακουμπά στις καλύτερες παραδόσεις του ελληνικού
λαϊκού-εργατικού κινήματος. Η διαφοροποίηση και η πρωτοτυπία της υποψηφιότητας
του Κώστα Κουλουρίδη έγκειται ακριβώς στο ταξικό-εργατικό πρόσημο που προώθησε.
Δεν είχε καμία απολύτως σχέση με «θολά» και «πολυσυλλεκτικά» ψηφοδέλτια που
σχηματίστηκαν σε άλλους δήμους, και τα οποία αντιλαμβάνονται την πολιτική ως
συμμαχία κορυφής «από τα πάνω».
Η συγκρότηση και κατάρτιση ενός αμιγώς
εργατικού ψηφοδελτίου προϋπέθετε την οργανική συμμετοχή των εργαζομένων και
των ανέργων της περιοχής. Αυτών που
έχουν πληγεί από τις συνέπειες της βαθιάς οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης. Με
την έλευση της οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης η κοινωνική «γεωγραφία» και η
κοινωνική διαστρωμάτωση της Χαλκίδας άλλαξαν ριζικά. Η προϊούσα αποβιομηχάνιση
του νομού της Εύβοιας οξύνθηκε σε μεγάλο βαθμό με την έλευση της οικονομικής
κρίσης. Και η υποψηφιότητα του Κώστα Κουλουρίδη δημιούργησε μία «αγωνιστική»
και πολιτική οντολογία συνάρθρωσης εργατικών συμφερόντων και διεκδίκησης
εργατικών συμφερόντων. Ο συνδυασμός της «Κινητοποίησης» κατάφερε να πλήξει τα
τοπικά μπλοκ μικροεξουσίας, ως αποτέλεσμα της δραστηριοποίησης «από τα κάτω».
Δημιούργησε ένα πρόπλασμα άμεσης-εργατικής
δημοκρατίας στον προνομιακό χώρο της τοπικής Αυτοδιοίκησης, εκεί όπου
τέμνεται ο λόγος περί αντιμετώπισης και υπέρβασης των συνεπειών της κρίσης με
την πράξη της «ζώσας» και συμβολικής εργατικής διεκδίκησης και αντίστασης. Η
σύζευξη λόγου και πράξης, αποκρυσταλλωμένη στο «φορτισμένο» πλαίσιο της
υποψηφιότητας του, νοείται και επικαθορίζεται ως πολιτικό «συμβάν». Έτσι, στο
φορτισμένο αυτό πλαίσιο το «φορτισμένο» και πρωτότυπο αυτό συλλογικό εγχείρημα
συναντά αντίστοιχα παραδείγματα από το εξωτερικό, παραδείγματα που επικαθόρισαν
την πορεία του αντίστοιχου εργατικού κινήματος.
Και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο
δήμος του Porto Αlegre στη Βραζιλία.
Εκεί όπου η άμεση δημοκρατία πραγματώθηκε ως βίωμα και ως πράξη. «Ο μεγάλος
νεωτερισμός που εισήγαγε το P.T στα πειράματα αυτά, ονομάστηκε «συμμετοχικός
προϋπολογισμός», ο οποίος επιτρέπει στους τοπικούς πληθυσμούς-σε κάθε συνοικία
του Porto-Alegre και τώρα, σε
κάθε περιφέρεια της Πολιτείας της Rio Grande do Sul- να αποφασίζει,
κατά τη διάρκεια ανοικτών σε όλο των πληθυσμών συνελεύσεων, τις προτεραιότητες
του δημόσιου προϋπολογισμού που επενδύεται στην περιοχή τους. Μ’ άλλα λόγια, ο
ίδιος ο πληθυσμός είναι αυτός που καθορίζει, σε μια γνήσια εκδήλωσης άμεσης
δημοκρατίας, εάν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα του προϋπολογισμού για
την κατασκευή ενός δρόμου, ενός σχολείου, ή ενός ιατρικού κέντρου».[1]
Το συλλογικό και συμμετοχικό πείραμα της
«Κινητοποίησης» ισούται με την εγκαθίδρυση σε πραγματικό «χωροχρόνο» της άμεσης
και εργατικής δημοκρατίας στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της Χαλκίδας.
Αυτό το πολιτικό, οργανωτικό και εργατικό πρόπλασμα που συγκροτήθηκε στο δήμο
της Χαλκίδας, προσομοιάζει με τις καλύτερες παραδόσεις του εργατικού κινήματος
σε παγκόσμιο επίπεδο, προσεγγίζοντας δομικά το εγχείρημα της άμεσης δημοκρατίας
του Porto Alegre της Βραζιλίας.
Τα δύο συγκεκριμένα και συμπαγή εργατικά προπλάσματα διαμορφώνουν μία «ενιαία»
σφαίρα διεκδίκησης και ανανοηματοδότησης της πολιτικής πράξης στο πεδίο της
τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η οργανική και δομική τους σύμφυση παράγει τις
αποκρυσταλλώσεις ενός μείζονος πολιτικού «συμβάντος» και εγχειρήματος
επανάκτησης του κινηματικού και εργατικού πράττειν.
Και στα δύο εγχειρήματα οι εργαζόμενοι έχουν
την πρωτοβουλία των κινήσεων, με αποτέλεσμα το «ανώνυμο» και «ατομικό» πλήθος
να συγκροτείται σε εργατική σφαίρα ριζικής αλλαγής του κοινωνικού και πολιτικού
γίγνεσθαι. Χαλκίδα (Ελλάδα) και Porto Alegre (Βραζιλία) υπερβαίνουν την
χρονική απόσταση, τέμνουν και ανατέμνουν οριζόντια και κάθετα την πολιτική
διαδικασία, ορίζουν εκ την εργατική συμμετοχή και ανάγονται στην ευρύτερη
προσίδια σφαίρα της συμμετοχής των εργαζομένων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων,
σε συνδυασμό με την δομική εναντίωση στην κυρίαρχη αστική τάξη. Και θεωρούμε
πως η παρακάτω επισήμανση του Michael Lowy, επίκαιρη όσο ποτέ σε συνθήκες
βαθιάς οικονομικής κρίσης και φτωχοποίησης των εργαζομένων, συμπυκνώνει με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο το νόημα και το πλαίσιο της υποψηφιότητας του Κώστα
Κουλουρίδη: «Οι εμπειρίες αυτές είναι ακόμη πρόσφατες και εύθραυστες.
Σημειώθηκαν σε μια χώρα (σ.σ: Βραζιλία) κατεστραμμένη από τις νεοφιλελεύθερες
πολιτικές, στραγγαλισμένη από το (δημόσιο) χρέος, και κυριαρχούμενη από μία
αδηφάγο και παρασιτική ολιγαρχία».[2]
Η διαπίστωση αυτή ισχύει αυτούσια και για την
Ελλάδα. Η «εμπειρία» της υποψηφιότητας του Κώστα Κουλουρίδη αποτελεί το χρήσιμο
«αντιπαράδειγμα» σε μία χώρα «κατεστραμμένη από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές».
Το «νέο» και το ριζικά διαφορετικό που κομίζει η υποψηφιότητα του, δημιουργούν
τις απαραίτητες και αναγκαίες πολλαπλές ταυτότητες της εναντίωσης, της
συμμετοχής και της διεκδίκησης. Η οικονομική και πολιτική οντολογία της κρίσης,
βρίσκει την πολιτική και εξόχως συμβολική οντολογία της αντίστασης.
Η αστική τάξη βρίσκει απέναντι της ένα
εργατικό-κοινωνικό κίνημα που προέρχεται «από τους εργάτες» και απευθύνεται
στους «εργάτες». Με τα λόγια του Charles Tilly: «Στις αρχές του 21ου
αιώνα, άνθρωποι απ’όλο τον κόσμο αναγνωρίζουν τον όρο κοινωνικό κίνημα ως προσκλητήριο σάλπισμα, ως αντίβαρο στην
καταπιεστική εξουσία, ως κάλεσμα για λαϊκή δράση εναντίον ενός ευρέος φάσματος
πηγών καταπίεσης και προβλημάτων».[3]
[1] Βλ.σχετικά, Lowy Μichael, ‘Δημοκρατία και Σοσιαλισμός. Σκέψεις εμπνευσμένες από
ένα δοκίμιο του Νίκου Πουλαντζά’, στο, Ρήγος Άλκης & Τσουκαλάς
Κωνσταντίνος, (επιμ.), ‘Η Πολιτική Σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς και η
επικαιρότητα του έργου του’, Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, Εκδόσεις
Θεμέλιο, Αθήνα, 2001, σελ.502.
[3] Βλ.σχετικά, Tilly Charles, ‘Κοινωνικά Κινήματα. 1768-2004’ . Μετάφραση: Τσακίρης
Θανάσης, Επιμέλεια: Μήτσης Χρήστος, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2007, σελ.19.
*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου