Το ζήτημα που ανέκυψε πρόσφατα με τα περιουσιακά
στοιχεία ορισμένων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε μια σειρά από ερωτήματα
στα οποία δόθηκαν πολλαπλές απαντήσεις. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι απασχόλησαν,
και δικαίως, το κόμμα, από τη βάση μέχρι την...
κορυφή, και όχι μόνο γιατί
ο αστικός Tύπος και τα social media ασχολήθηκαν υπέρμετρα και με μεγάλες
δόσεις κακεντρέχειας με το όλο ζήτημα.Θέμα σαν αυτό ασφαλώς δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά. Όσο περίεργο και αν φαίνεται, προβλήματα αυτού του είδους έχουν απασχολήσει το οργανωμένο σοσιαλιστικό κίνημα σχεδόν από τα πρώτα του βήματα. Ο Ένγκελς σε μια επιστολή του στον Εντ. Μπερνστάιν, τον Μάρτιο του 1883, απαντούσε σε ανάλογα ερωτήματα: «Αφήστε το ατυχές άρθρο του Jahrbuch ν’ αναπαυθεί εν ειρήνη. Δικαιολογούσε τους χρηματιστές. Αλλά θα μπορούσε κανείς να είναι κάλλιστα χρηματιστής ο ίδιος και ταυτόχρονα σοσιαλιστής, και συνεπώς να μισεί και να περιφρονεί την τάξη των χρηματιστών. Μήπως θα μου περάσει ποτέ από το μυαλό να δικαιολογηθώ επειδή ήμουν επίσης κάποτε associι (μέτοχος) εργοστασίου; Όποιος με κατηγορούσε γι’ αυτό θα αντιμετωπιζόταν κατάλληλα. Και αν ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα αύριο να κερδίσω στο χρηματιστήριο και να θέσω έτσι στη διάθεση του κόμματος στην Ευρώπη και στην Αμερική ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, θα πήγαινα αμέσως στο χρηματιστήριο».
Επιτροπές κοινές για Κ.Ο. και κόμμα
Το ζήτημα δεν βρίσκεται, λοιπόν, στην οικονομική κατάσταση των βουλευτών -ασφαλώς βρίσκεται και εκεί- αλλά στο πώς η Κ.Ο του ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, σε συνθήκες κρίσης του πολιτικού συστήματος και εκφυλισμού του κοινοβουλευτισμού, θα αποδείξει ότι δεν αποτελεί μέρος ενός απονομιμοποιημένου συστήματος, ότι δεν βρίσκεται στο κάδρο της πολιτικής απαξίωσης.
Η Κ.Ο. της δικής μας αριστεράς δεν έχει, δεν πρέπει να έχει, τίποτα κοινό με τις αντίστοιχες ομάδες των συντηρητικών αστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε και οφείλει να δείξει στο κοινοβούλιο, και μάλιστα από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι δεν είναι μια παραλλαγή των κομμάτων του δικομματισμού. Οι βουλευτές μας δεν έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να αποδεχθούν το σύνολο των προνομίων του κανονισμού της Βουλής. Δεν έπρεπε να πάρουν αυτοκίνητο (υπάρχουν πάμφθηνα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα). Δεν έπρεπε να αποδεχθούν να έχουν αστυνομική προστασία -από τι τους προστατεύουν άλλωστε. Δεν χρειάζονται, ούτε το κόμμα χρειάζεται, όλους τους αποσπασμένους. Και βέβαια όσοι χρειάζονται δεν πρέπει να προέρχονται από τους δοκιμαζόμενους χώρους της παιδείας και της υγείας.
Οι επιστημονικοί συνεργάτες πρέπει να ανήκουν στο σύνολο τους σε επιτροπές κοινές για την Κ.Ο. και το κόμμα, σε άμεση σύνδεση με τις θεματικές και κλαδικές επιτροπές, όπου αυτές υπάρχουν. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα συνδεθεί η κοινοβουλευτική πρακτική με τη δράση του μαζικού κινήματος. Η επερώτηση στο κοινοβούλιο, ως πολιτική παρέμβαση, από μόνη της είναι ανεπαρκής αν δεν είναι συνδυασμένη με την παρέμβαση μας στο μαζικό κίνημα.
Η δημιουργία ενός υπέρογκου γραφειοκρατικού μηχανισμού, βασισμένου σε επαγγελματικά στελέχη -ασφαλώς και δεν είμαι εγώ που θα αρνηθώ την ανάγκη επαγγελματικών στελεχών- δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωογόνο και ανιδιοτελή συμμετοχή των μελών και των υποστηρικτών του κόμματος και, βέβαια, δεν μπορεί να συγκροτήσει τον ΣΥΡΙΖΑ της νέας εποχής.
Όλα για την Αλληλεγγύη
Άφησα για το τέλος τις κάθε είδους αμοιβές των βουλευτών. Οι αποδοχές των βουλευτών, καλώς ή κακώς, ορισμένες φορές μάλιστα με δόση υπερβολής, βρίσκονται επίσης στο στόχαστρο της κοινωνίας -μια ακόμα έκφραση της κρίσης του συστήματος εξουσίας. Και σε αυτό το σημείο πρέπει να είμαστε διαφορετικοί. Η πρόταση του προέδρου για την ανάγκη -εκτός της παρακράτησης του 20% της βουλευτικής αποζημίωσης για το κόμμα- και της επιπλέον καταβολής του 20% των αποδοχών των βουλευτών στην Αλληλεγγύη ήταν και παραμένει εντελώς απαραίτητη. Έχω την άποψη ότι για ορισμένους βουλευτές μας, χωρίς οικονομικά προβλήματα, θα έπρεπε να δίνεται το μεγαλύτερο μέρος ή ακόμα και το σύνολο των αποδοχών τους στο κόμμα και την Αλληλεγγύη -κυρίως σ’ αυτή. Μια πράξη αυτού του είδους αποτελεί μια έμπρακτη απάντηση, όχι μόνο στους ετσι κι αλλιώς κακοπροαίρετους αντιπάλους μας, αλλά, κυρίως, στα μέλη, τους υποστηρικτές και τους ψηφοφόρους του κόμματος μας που ζητούν από εμάς, που επαγγελόμαστε τις μεγάλες αλλαγές και ανατροπές, να είμαστε εντελώς διαφορετικοί, να βρισκόμαστε έξω από το κάδρο της κάθε είδους απαξίωσης.
Η απάντηση σε κάθε περίπτωση δεν είναι δύσκολη.
πηγή: εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου