του Παν. Σωτήρη* |
Αν κάτι εντυπωσιάζει στους διαξιφισμούς με αφορμή την
υπόθεση Χριστόδουλου Ξηρού είναι ο ασφυκτικός περιορισμός τους στο πολύ
συγκεκριμένο πλαίσιο της τρέχουσας εκδοχής «νομιμότητας», αυτής δηλαδή που
ορίζεται από την «αντιτρομοκρατική νομοθεσία» και την αντίστοιχη (ασκούμενη)
πολιτική. Η συζήτηση, όμως, για πολιτική λύση και όχι ποινική μεταχείριση της
ένοπλης πολιτικής πάλης πρέπει επειγόντως να ανοίξει…
Το ένα άκρο αυτής της συζήτησης ορίζεται από την
ακροδεξιά ατζέντα της κυβέρνησης, που όχι μόνο υπερασπίζεται το ιδιαίτερα
αυταρχικό πλαίσιο «αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας» που μας κληροδότησε η εποχή
Σημίτη, αλλά και επιδιώκει –στην προσπάθειά της να παρουσιάσει μια εικόνα
«νόμου και τάξης»– να επιστρέψει το ποινικό και το σωφρονιστικό σύστημα στο...
παρελθόν, αναιρώντας ακόμη και τα ελάχιστα που έχουν κατακτηθεί σε επίπεδο
ανθρώπινων δικαιωμάτων για τους κρατούμενους. Στην ίδια λογική, βέβαια, και τα
κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης που, καιρό τώρα, έχουν αναγάγει σε ύψιστο ζήτημα τιμής
την προετοιμασία της κοινής γνώμης για οποιαδήποτε ad hoc έκτακτη νομοθεσία –
πόσο μάλλον όταν αυτή εικονογραφείται με «πάρτι τρομοκρατών» και άλλα
παράλληλα.
Από την άλλη, όμως, έχουμε την αμήχανη προσπάθεια του
ΣΥΡΙΖΑ να υπερασπιστεί τα όποια μετέωρα βήματα δειλού εκσυγχρονισμού του
ποινικού συστήματος έγιναν το προηγούμενο διάστημα, όπως ήταν λ.χ. οι άδειες
στους κρατουμένους. Πάντα, όμως, με την παράλληλη «αποκήρυξη της τρομοκρατίας»
και του «ειδεχθούς χαρακτήρα» των εγκλημάτων των «τρομοκρατών». Αντανακλαστικό
που επιτείνεται από το επικοινωνιακό μπαράζ απέναντι στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που
κατά καιρούς είχαν διαφωνήσει με την αντιτρομοκρατική υστερία ή συμμετέχουν ενεργά
σε κινήματα υπεράσπισης των δικαιωμάτων των κρατουμένων.
Ωστόσο, αυτή είναι μια συζήτηση που μένει στα όρια μιας
ποινικής αντιμετώπισης του ζητήματος της ένοπλης πάλης. Χωρίς να υποτιμούμε τη
σημασία της, η αντιπαράθεση της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των κρατουμένων
απέναντι στην λογική των «έκτακτων» αντιτρομοκρατικών μέτρων, απειλεί να
συσκοτίσει σήμερα τις πιο κρίσιμες πλευρές του ζητήματος, που είναι οι
πολιτικές. Με μια έννοια, δηλαδή, αποτελεί μια (ακόμη) προσπάθεια να στραφεί ο
μέσος όρος της συζήτησης πιο «δεξιά».
Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν μια πολιτική
επιλογή που οδήγησε τόσο στις «έκτακτες» αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες όσο και
στην τρέχουσα διαχείριση των ανακριτικών και ποινικών διαδικασιών. Μια πολιτική
επιλογή που δεν επεδίωξε ούτε επιδιώκει απλώς με εργαλειακό τρόπο να
αντιμετωπίσει καθαυτές τις πρακτικές ένοπλης πάλης. Επιχειρεί να εγγράψει
συνολικότερα αποτελέσματα αυταρχικής θωράκισης και προληπτικών «υγειονομικών
ζωνών», θεσμικών και συμβολικών, απέναντι σε ριζοσπαστικές πολιτικές πρακτικές.
Αντίστοιχα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι
έγκλειστοι για πράξεις «τρομοκρατίας» είναι φυλακισμένοι για πράξεις, των
οποίων τα κίνητρα είναι πολιτικά. Η παραδοχή του πολιτικού χαρακτήρα μιας
πράξης δεν προϋποθέτει (όπως θέλουν να μας πείσουν) και τη συμφωνία με αυτή. Το
να θεωρείς ατελέσφορη μια πολιτική στάση που οδηγεί στην ένοπλη βία, αυτό δεν
την κάνει λιγότερο πολιτική, ούτε μετατρέπει όποιον αναγνωρίζει το πολιτικό της
κίνητρο σε «υπερασπιστή δολοφόνων». Αναδεικνύει, όμως, διαφορετικά κίνητρα, πλαίσια,
αξιολογικές αναφορές, από ό,τι η κοινή εγκληματικότητα. Επομένως, στην πιθανή
αντίρρηση περί της ύπαρξης «απεχθών εγκλημάτων» που δεν μπορούν εύκολα να
«συγχωρεθούν», η απάντηση είναι ακριβώς η παραδοχή του πολιτικού χαρακτήρα των
συγκεκριμένων ενεργειών, του πώς εντάσσονταν σε μια ορισμένη αντίληψη πολιτικής
ανατρεπτικής πάλης, που έδειξε ότι είναι ατελέσφορη. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε
να μείνουμε σε μια αντίληψη της ποινής ως εκδίκησης, που είναι έξω και πέρα
ακόμη και από αυτή την ίδια την κλασική φιλελεύθερη αντίληψη για το δίκαιο.
Με αυτή την έννοια, δεν αρκεί σήμερα να μιλήσουμε μόνο
με όρους υπεράσπισης δικαιωμάτων ή και διεκδίκησης να μην αναιρεθούν τα όποια
βήματα εκσυγχρονισμού του σωφρονιστικού συστήματος έγιναν, όσο σημαντικό και
εάν είναι αυτό. Χρειάζεται να μιλήσουμε και για άλλες πολιτικές επιλογές σε
σχέση με την αντιμετώπιση της ένοπλης πάλης.
Αυτή τη στιγμή έχουμε ακόμη στη φυλακή μια σειρά από
καταδικασμένους για σχετικά αδικήματα, αλλά και μια ολόκληρη βιομηχανία από
διώξεις ενάντια στην τρέχουσα «γενιά» της ένοπλης πάλης, κύρια από τον
αντιεξουσιαστικό χώρο. Οι άνθρωποι αυτοί αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν ένα
«έκτακτο» ποινικό καθεστώς που περιλάμβανε μια απαράδεκτη εκδοχή «συλλογικής
ευθύνης» (το «διαρκές αδίκημα της συμμετοχής»), ειδικά δικαστήρια χωρίς
ενόρκους και συνολικά μια λογική «ιδιώνυμου». Αντιμετωπίζουν, ταυτόχρονα,
διαρκή ανακριτικά και δικαστικά πραξικοπήματα, από τη χρήση που κάνει η
Αντιτρομοκρατική του αποθέματος αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού που έχει
συλλέξει μέχρι τις μεθοδεύσεις για παρατάσεις των προφυλακίσεων.
Η πολιτική διαφωνία με τις πρακτικές ένοπλης πάλης, τον
ατελέσφορο χαρακτήρα τους, τον κίνδυνο να έχουν ένα αντίστροφο αποτέλεσμα, δεν
αναιρεί την ανάγκη η Αριστερά να έχει μια καθαρή θέση απέναντι σε αυτά τα
ερωτήματα.
Προφανώς και η ουσιαστικότερη απάντηση θα ήταν όντως να
υπήρχε ένα κίνημα κοινωνικού μετασχηματισμού που εκ των πραγμάτων θα απαντούσε
στην απελπισία ή τα αδιέξοδα που τροφοδοτούν τέτοιες πρακτικές. Όμως, αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη τόσο για
συγκεκριμένες θεσμικές τομές αλλά και για πολιτικές αποφάσεις.
Ξεκινώντας, βέβαια, από την αναίρεση όλου του νομικού
οπλοστασίου των «αντιτρομοκρατικών ρυθμίσεων». Αυτό θα αλλάξει ούτως ή άλλως τα
δεδομένα και τις συνέπειες για διάφορες σε εξέλιξη υποθέσεις και θα σημάνει τον
τερματισμό της απαράδεκτης ποινικής ομηρίας ενός τμήματος του αντιεξουσιαστικού
χώρου.
Η κρίσιμη, όμως, πολιτική επιλογή αφορά την εκκίνηση
μιας διαδικασίας που να βάζει τέλος στην ποινική αντιμετώπιση του πολιτικού
φαινομένου, που ήταν η ένοπλη πολιτική βία αυτής της μορφής, συμπεριλαμβανομένων
και βημάτων που θα άνοιγαν το δρόμο για την αποφυλάκιση όσων παραμένουν
έγκλειστοι.
Προφανώς, δεν προτείνω κάποιου τύπου νομοθεσία περί
«μεταμέλειας» ή «αποκήρυξης», πρακτικές που έχουν δοκιμαστεί σε διάφορες χώρες,
μια που αυτό περιλαμβάνει μια απαίτηση φρονηματικής συμμόρφωσης που θα ήταν
ηθικά απαράδεκτη. Μιλάω για την πολιτική επιλογή από τη μεριά της Αριστεράς να
μπει ο στόχος της διεκδίκησης θεσμικών βημάτων που θα οδηγούν στο τέλος της
ποινικής μεταχείρισης όσων διώχτηκαν ή διώκονται για πρακτικές ένοπλης πάλης.
Μια τέτοια επιλογή, αφενός επικυρώνει το τέλος, εδώ και καιρό, ενός ιστορικού
κύκλου ένοπλης πάλης (ως αδιέξοδης και μειοψηφικής επιλογής), αφετέρου δίνει
πολιτική διέξοδο απέναντι στο φετιχισμό της «σύγκρουσης», που σε μεγάλο βαθμό
αποτελεί απάντηση απελπισίας στις αντιφάσεις των κινημάτων. Διεκδικεί την
άρνηση μιας ποινικής ομηρίας που ήρθε ως αποτέλεσμα μιας αυταρχικής
καθεστωτικής σκλήρυνσης, τμήμα ενός παγκόσμιου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Είναι μια επιλογή που με αφετηρία την εκτίμηση του αδιεξόδου της ένοπλης πάλης,
επιδιώκει μια πολιτική λύση, ακριβώς επειδή αντιλαμβάνεται το επίσης αδιέξοδο
της ποινικής σκλήρυνσης.
Προφανώς μια τέτοια κατεύθυνση έρχεται σε ρήξη με ένα
φάσμα δεσμεύσεων που είχαν να κάνουν και με πιέσεις είτε ιμπεριαλιστικών
κέντρων είτε με βεντέτες επιχειρηματικών και πολιτικών «τζακιών». Όμως, ας μην
ξεχνάμε ότι υπήρξαν εποχές που ακόμη και αστοί πολιτικοί μπορούσαν να είναι πιο
οξυδερκείς: ποιος θυμάται σήμερα το περίφημο «δόγμα Μιτεράν» που έδινε άσυλο στη
Γαλλία στους διωκόμενους για «τρομοκρατία» στην Ιταλία, εάν εκ των πραγμάτων
προέκυπτε ότι εγκατέλειπαν την ένοπλη δράση;
Όσο κατανοητοί και εάν είναι τυχόν λόγοι επικοινωνιακής
διστακτικότητας ως προς το άνοιγμα τέτοιων θεμάτων (ο φόβος της «μονταζιέρας» ή
τυχόν «υπερατλαντικών» διαβημάτων), η συζήτηση αυτή, στις ουσιώδεις πλευρές της
πρέπει να ανοίξει, όπως –και πρωτίστως– να γίνει η θεσμική προεργασία. Θαρρετά
και με γνώμονα τις αξίες της Αριστεράς και όχι του πολιτικού μάρκετινγκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου