Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Οργανωτικές πτυχές της στασιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ - Ανάθεση ή συμμετοχή;

Του Βένιου Αγγελόπουλου
Είναι κοινή διαπίστωση ότι ο Σύριζα έχει χάσει την ανοδική δυναμική του και ότι πάνω από ένα τρίτο των πολιτών δεν βλέπει την Αριστερά σαν την ελπίδα του μέλλοντος αλλά την θεωρεί κι αυτήν «μία από τα ίδια». Όσο ισχύει αυτό, η οποιαδήποτε συμμετοχή του Σύριζα σε οποιαδήποτε κυβέρνηση οποιουδήποτε χρώματος δεν μπορεί παρά να οδηγήσει την...
Αριστερά ή στην ήττα ή στην αυτοακύρωση – και τον κόσμο της εργασίας σε ακόμα δεινότερες καταστάσεις.

Ζητούμενο είναι λοιπόν το ξεπέρασμα αυτής της κατάστασης, η διατήρηση της πολιτικής πρωτοβουλίας, η αύξηση της απήχησης μέχρι την κατάκτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας: υπόθεση σύνθετη, που δεν μπορεί να εξαντληθεί σε τούτο το κείμενο. Κάποιες πτυχές μόνο θα θιγούν, που αφορούν τα οργανωτικά κυρίως ζητήματα.

Ανάθεση ή συμμετοχή;

Η πολιτική άνοδος σίγουρα δεν εξασφαλίζεται με ανοίγματα προς φθαρμένα πολιτικά στελέχη που αναζητούν νέα στέγη – κάθε άλλο μάλιστα. Απαιτείται αντίθετα να αναδειχθούν νέα στελέχη, χωρίς πολιτικό παρελθόν αλλά με κοινωνικές ευαισθησίες, οξυμένες λόγω κρίσης, στα οποία η Αριστερά μπορεί και πρέπει να δώσει προοπτικές και διεξόδους δράσης. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ψηφοφόροι του Σύριζα εφταπλασιάστηκαν, ενώ τα μέλη μόλις διπλασιάστηκαν (με βάση τους αριθμούς της Συνδιάσκεψης του Δεκέμβρη). Και σίγουρα ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των 30.000 μελών συμμετέχουν μόνο για να ψηφίζουν αντιπροσώπους, αναπαράγοντας τη λογική της ανάθεσης της πολιτικής σε πιο «έμπειρα» χέρια.

Μπορούν αυτά τα τριάντα χιλιάδες μέλη να είναι ενεργά και να γίνουν εξήντα κι εκατόν εξήντα χιλιάδες, ένας στους δέκα δηλαδή ψηφοφόρους; Μπορούν να είναι όχι απλά ακροατές, χειροκροτητές κι αφισοκολλητές, αλλά παραγωγοί πολιτικής; Αν όχι, χάσαμε.

Μέγεθος οργανώσεων

Χρειάζεται λοιπόν αφενός τα μέλη να αναγνωρίζονται στον κοινό πολιτικό στόχο (κι αυτό είναι θέμα σαφήνειας της κεντρικής πολιτικής κατεύθυνσης) και να μετέχουν στη διαμόρφωσή του. Μπορεί αυτό να επιτευχθεί με οργανώσεις βάσης των 50, 100 (και βάλε) ατόμων, με συνδιασκέψεις των χιλιάδων, με κεντρικό όργανο των 316; Όργανα όπου κάποιοι κάνουν μακροσκελείς τοποθετήσεις και κάποιοι άλλοι περιορίζονται σε πεντάλεπτες ή τρίλεπτες δεν παράγουν πολιτική. Είτε απλά επικυρώνουν, είτε, όταν υπάρχουν διαφωνίες, παράγουν γρίνια ή/και κουκούλωμα των αντιθέσεων – όχι σύνθεση.

Είναι, νομίζω σαφώς προτιμότερο να έχεις οργανώσεις των 25-30 ατόμων το πολύ, όπου όλοι γνωρίζουν όλους και αποκτούν αμοιβαία εμπιστοσύνη μέσα από την κοινή δράση (ή, αντίθετα, τα ελαττώματα κάποιων –και ιδίως η ιδιοτέλεια- γίνονται ορατά με γυμνό μάτι, εφόσον ο καθείς οφείλει να πάρει θέση ή να συμμετάσχει στην κοινή προσπάθεια). Αν αυτό υιοθετηθεί, θα έχεις αμέσως 1200 οργανώσεις των 25 μελών αντί 300 των 100 κατά μέσο όρο.

Τέσσερα κύτταρα των 25 όχι απλώς είναι πιο ενεργά από ένα των εκατό (αναγκαστικά μειώνονται τα μέλη-«δέντρα»), αλλά και τετραπλασιάζουν τον αριθμό των μεσαίων στελεχών: μέλη και συντονιστές των αντίστοιχων γραμματειών. Κι αυτό είναι ένα από τα ζητούμενα όπως είπαμε στην αρχή: ας μην είναι έμπειρα άτομα, ας κάνουν και λάθη, ας μάθουν. Δεν μπορούμε να αρκεστούμε στο στελεχικό δυναμικό του παρελθόντος όταν τα καθήκοντα έχουν πληθύνει, ούτε θα τα βγάλουμε πέρα καταφεύγοντας στην πολυθεσία: για να μην πάμε πιο ψηλά, είναι σφάλμα επιστημονικοί συνεργάτες βουλευτών να γίνονται γραμματείς τοπικών οργανώσεων.

Το έργο της Βουλής είναι τεράστιο και δεν αφήνει περιθώριο για άλλες χρονοβόρες ασχολίες – και η ευθύνη μιας τοπικής οργάνωσης δεν μπορεί να είναι πάρεργο (εκτός κι αν η δραστηριότητά της είναι υποτονική, πράγμα που δυστυχώς συχνά συμβαίνει[1]). Ακόμα χειρότερα, όταν ο γραμματέας της τοπικής όπου ανήκει ο βουλευτής είναι συνεργάτης του, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε προσωπικά φέουδα.

Ο πολλαπλασιασμός των οργανώσεων βάσης επιβάλλει και κάτι άλλο: να αυξηθούν οι ενδιάμεσες οργανωτικές βαθμίδες που θα έχουν αυξημένο συντονιστικό έργο. Κι εδώ έχουμε ανάδειξη νέων στελεχών, αλλά έχουμε ταυτόχρονα αύξηση της γραφειοκρατικοποίησης. Κάτι τέτοιο πρέπει και μπορεί να καταπολεμηθεί. Ένα μέσο προς αυτή την κατεύθυνση είναι η θέσπιση της οριζόντιας ηλεκτρονικής επικοινωνίας των οργανώσεων βάσης: αυτό (ανεξάρτητα από το μέγεθος και το πλήθος των οργανώσεων) αποτελεί και απόφαση της περασμένης Συνδιάσκεψης η οποία, απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει υλοποιηθεί.

Αντιμετώπιση διαμαχών

Σ’ έναν πολυπληθή πολιτικό οργανισμό οι διαμάχες είναι αναπόφευκτες, και πρέπει να υπάρχει μέριμνα για την αντιμετώπισή τους. Και διαμάχες είναι πολλών ειδών, από την πολιτική διαφωνία μέχρι την προσωπική αντιπαλότητα, που πολλές φορές μάλιστα το ένα κρύβει τ’ άλλο. Ήδη, από την προεκλογική περίοδο (όπου ενδιάμεσα όργανα δεν υπήρχαν) έφταναν στη Γραμματεία του Σύριζα αναφορές και καταγγελίες μεταξύ συντρόφων. Απ’ όσο γνωρίζω αντιμετωπίστηκαν με συστάσεις «να τα βρουν» στις περισσότερες περιπτώσεις. Προφανώς μάλλον δεν τα βρήκαν μεταξύ τους, αλλά η εκλογική επιτυχία έστειλε τα προβλήματα στα αζήτητα. Όταν όμως το τσουνάμι καταλάγιασε, παλιές και νέες διαμάχες αναφάνηκαν: αλλού είχαν τοπική χροιά, αλλού υπήρξε κόντρα μεταξύ παλιών και νέων μελών, αλλού κάποιοι πήγαν να καπελώσουν άλλους – για να αναφερθώ μόνο σε περιπτώσεις επιπέδου βάσης και όχι σε βουλευτές που άδειαζαν συντρόφους τους σε τηλεοπτική εκπομπή.

Τα φαινόμενα αυτά απασχόλησαν την προηγούμενη Γραμματεία, που κατέληξε να προτείνει τη σύσταση μιας Επιτροπής Δεοντολογίας με καθήκον αφενός να διατυπώσει κάποιους κανόνες, αφετέρου να παρεμβαίνει για την επίλυση των διαφορών σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες. Η Συνδιάσκεψη αποφάσισε τη σύσταση αυτής της επιτροπής, η νέα Γραμματεία όμως, απ’ όσο γνωρίζω, την ανέβαλε επ’ αόριστο με το σκεπτικό ότι η αποστολή της ήταν ασαφής ή κάτι τέτοιο[2]. Προφανώς ένα νέο όργανο έχει ασαφή χαρακτήρα. Για παράδειγμα, θα μπορεί να παίρνει αποφάσεις επίλυσης διαμαχών, ή θα εισηγείται στην Κεντρική Επιτροπή; Αλλά αυτή και όλες οι άλλες ασάφειες δεν πρόκειται να αποσαφηνιστούν ποτέ αν κανείς δεν ασχοληθεί μαζί τους, αν δεν υπάρξουν προτάσεις περί αυτών και δοκιμασία στην πράξη.

Η ανυπαρξία μιας τέτοιας επιτροπής που θα μπορούσε να διερευνήσει σε βάθος τις διαφορές και τις καταγγελίες, και να καταλήγει πότε μια συμφιλίωση είναι εφικτή και πότε όχι, πότε χρειάζεται να υπάρξουν συστάσεις ή και ποινές, απλώς διαιωνίζει προβληματικές καταστάσεις, όπου η απόφαση στέλνεται σε όργανα με άλλη βασική αρμοδιότητα – την παραγωγή πολιτικής – και τα οποία είτε αποφασίζουν με γνώμονα τους συσχετισμούς μεταξύ τάσεων και παραγόντων, είτε διατυπώνουν ευχές συντροφικής συνύπαρξης ακόμη κι όταν η συντροφικότητα έχει ανεπανόρθωτα διαρραγεί, καταφεύγοντας μάλιστα σε δογματισμούς του τύπου «μία οργάνωση μπορεί να χωριστεί στα δύο μόνο σε γεωγραφική βάση». Τέτοιες ευχές όμως, ιδίως όταν υπάρχει αδυναμία ή άρνηση να διερευνηθούν σε βάθος οι διαμάχες, είναι ανέφικτες και αποθαρρύνουν στέλνοντας κόσμο στα σπίτια τους.

Σίγουρα τα κακώς κείμενα που θίγονται εδώ δεν είναι τα μόνα που χρειάζονται θεραπεία. Αλλά η θεραπεία τους είναι απαραίτητη. Προσκρούει βέβαια στην ανάγκη να διατηρηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του στελεχικού μηχανισμού, που είχαν σχηματιστεί σε άλλες καταστάσεις. Όμως η ιστορία σήμερα βαδίζει με πολύ γοργότερους ρυθμούς από τους ρυθμούς με τους οποίους οι διάφορες τάσεις αυξάνουν την επιρροή τους – και μόνο το παράδειγμα της Κύπρου έρχεται να μας το υπενθυμίσει. Κι αν το ένστικτο αυτοσυντήρησης των μηχανισμών είναι ισχυρότατο, δεν παύουν να αποτελούνται από άτομα, και μάλιστα από αριστερά άτομα, που μπορούν[3], όταν οι περιστάσεις ξεφεύγουν από τη ρουτίνα, να βάλουν το μυαλό τους να σκεφτεί πιο πέρα από το δογματισμό της συνήθειας.

Σημειώσεις

[1] Παρά το γεγονός ότι η επανεκκίνηση του Σύριζα αποφασίστηκε στη Συνδιάσκεψη του 2011 (η επανεκκίνηση προϋποθέτει στασιμότητα, τα αίτια της οποίας τα κατάπιε η λήθη), πολλές οργανώσεις δεν επανεκκίνησαν πριν από το φθινόπωρο του 2012 – ως τότε δεν λειτούργησαν παρά μόνον ως εκλογικοί μηχανισμοί συνιστωσών, τάσεων και παραγόντων.

[2] Κερδίζει άραγε σε αξιοπιστία ο Σύριζα όταν η Γραμματεία του ανατρέπει αποφάσεις της Συνδιάσκεψης; Έχει η Γραμματεία τέτοιο δικαίωμα, και αν όχι πώς ελέγχεται;

[3] Δεν μπορώ δεν υπάρχει, δεν θέλω υπάρχει…


Πηγή: Του Βένιου τα καμώματα

Δεν υπάρχουν σχόλια: