Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Το ΕΑΜ και τα ζητήματα τακτικής και στρατηγικής του ΚΚΕ

του
Αλέξη Θεοδώρου


Το ΕΑΜ ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 από το ΚΚΕ, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ), την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) και το Αγροτικού κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ). Και τα τέσσερα αυτά κόμματα την εποχή εκείνη ήταν πολύ μικρά και εξουθενωμένα από τις διώξεις της δικτατορίας του Μεταξά. Οι οργανωμένες δυνάμεις τους δεν ξεπερνούσαν μερικές εκατοντάδες μέλη και μερικές δεκάδες στελέχη. Ιδιαίτερα το ΚΚΕ -που ήταν το μεγαλύτερο σε επιρροή και σε...
δύναμη κόμμα- βρισκόταν σε φάση ανασυγκρότησης καθώς είχε δεχθεί συντριπτικά χτυπήματα από την τετραυγουστιανή δικτατορία, η οποία δεν δίστασε να δημιουργήσει μέχρι και χαφιέδικη καθοδήγηση του κόμματος.
Η δημιουργία του ΕΑΜ ανταποκρινόταν στις επείγουσες ανάγκες της χώρας και του λαού. Η τριπλή- γερμανική, ιταλική και βουλγάρικη- κατοχή δεν άφηνε περιθώρια για διαφορετική απάντηση. Έπρεπε να οργανωθεί η αντίσταση του ελληνικού λαού, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας.

Εθνικοαπελευθερωτικός ή ταξικός αγώνας;

«Αλλά γιατί ο αγώνας έπρεπε να είναι εθνικοαπελευθερωτικός και όχι ταξικός;», ρωτάνε ορισμένοι που έμαθαν να επαναλαμβάνουν λέξεις και φράσεις χωρίς να αντιλαμβάνονται την ουσία τους. Ας δεχτούμε την πρόκληση και ας τους απαντήσουμε.

Πρώτο. Δεν υπάρχει εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην ιστορία που να μην είναι ταυτόχρονα και ταξικός. Ούτε την εποχή των αστικών, ούτε την εποχή των προλεταριακών κινημάτων συνέβηκε κάτι διαφορετικό. Τον ταξικό προσανατολισμό σ’ έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τον δίνει η τάξη που ηγείται.

Δεύτερο. Όταν μια χώρα βρεθεί υπό ξενική στρατιωτική κατοχή -όπως βρέθηκε η Ελλάδα την περίοδο 1941-1944- μπορεί το κοινωνικό καθεστώς της να μην αλλάζει σε επίπεδο παραγωγικών σχέσεων, αλλά τροποποιείται σημαντικά η εξουσία της άρχουσας τάξης. Ο κατακτητής καταργεί την οργάνωση της άρχουσας τάξης σε κράτος και οι κρατικές δομές παίρνουν κάτω από την δική του κυριαρχία. Το ίδιο συνέβηκε και στην Ελλάδα την περίοδο της κατοχής. Η οργάνωση της αστικής τάξης σε κράτος- η ανώτερη δηλαδή οργάνωση ταξικής κυριαρχίας- διαλύθηκε. Η χώρα τριχοτομήθηκε και κρατική μηχανή πέρασε στα χέρια των κατακτητών- κυρίως των γερμανών κατακτητών. Το συνακόλουθο αυτής της εξέλιξης είναι να εκλείψει ο βασικός, ο κεντρικός, κρίκος που κρατάει την ενότητα του έθνους γύρω από την κυρίαρχη τάξη. Άλλωστε, όσοι έχουν σχέση με την αντίληψη του μαρξισμού για το έθνος, γνωρίζουν πολύ καλά πως ποτέ μια εθνική ενότητα δεν είναι ολοκληρωμένη αν δεν καταλήγει σε κρατική ενότητα, αν η τάξη που ηγείται του έθνους δεν καταφέρει να οργανωθεί σε κράτος.

Τρίτο: Στο πλαίσιο των παραπάνω, το ταξικό ζήτημα επί κατοχής, τόσο για την αστική τάξη όσο και για το προλεταριάτο έμπαινε με τον εξής τρόπο. Η αστική τάξη όφειλε να επιδιώξει την οργάνωσή της σε κράτος συγκεντρώνοντας και πάλι το έθνος γύρω της. Αυτό μπορούσε να το πετύχει με δύο τρόπους: Είτε συνεργαζόμενη με τον κατακτητή κι ευελπιστώντας ότι αυτός θα κέρδιζε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων θα ξαναέβρισκε την κρατική της οντότητα είτε πολεμώντας τον κατακτητή για την απελευθέρωση της χώρας, με την ελπίδα ότι αυτός θα έχανε τον πόλεμο κι εκείνη θα μπορούσε να παλινορθωθεί στο κράτος της και θα αναδεικνυόταν και πάλι σε ηγέτιδα τάξη του έθνους. Αντίθετα από την αστική τάξη, το προλεταριάτο δεν είχε καμία άλλη επιλογή από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα μέσα από τον οποίο μαζί με την απελευθέρωση της χώρας θα επιδίωκε μια νέα εθνική ενότητα υπό την ηγεμονία του. Μόνο έτσι θα άνοιγε ο δρόμος για την εκπλήρωση της ιστορικής του αποστολής.

Την ανάδειξη του προλεταριάτου σε ηγέτιδα τάξη του έθνους ο Μαρξ την έθετε ως προϋπόθεση για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από αυτό. Έγραφε στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»: «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορεί να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν. Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη (στην αγγλική έκδοση του Μανιφέστου το 1888, αντί της φράσης ‘‘να να ανυψωθεί σε εθνική τάξη’’, υπάρχει η φράση ‘‘να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους’’), να συγκροτηθεί το ίδιο σε έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμία περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης» (βλέπε: «Μαρξ-Ένγκελς: Διαλεχτά έργα», τόμος πρώτος, σελ. 40- 41). Συνεπώς, αν το προλεταριάτο στην προσπάθειά του να πάρει την πολιτική εξουσία πρέπει να αναδειχτεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, ο πιο άμεσος ο πιο ευθύς και ο μοναδικός, σε τελευταία ανάλυση, δρόμος για να το πετύχει αυτό σε συνθήκες κατοχής μιας χώρας δεν είναι άλλος από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

Η ίδρυση του ΕΑΜ και το ζήτημα της εξουσίας

Το ΕΑΜ, όπως σαφώς αναφέρεται στο ιδρυτικό του κείμενο, συγκροτήθηκε πάνω στην αρχή της ισοτιμίας. Καμία από τις πολιτικές οργανώσεις που το συγκρότησαν δεν είχε εξορισμού ηγετικό ρόλο. Αυτό ήταν απολύτως σωστό. Ο ηγέτης ενός πραγματικού λαϊκού κινήματος ούτε ορίζεται ούτε επιβάλλεται. Αναγνωρίζεται και καταξιώνεται. Το δεύτερο σημαντικό στην ίδρυση του ΕΑΜ ήταν ο σεβασμός των ιδρυτικών του δυνάμεων στη δυναμική των πραγμάτων ή -για να το πούμε με άλλα λόγια- σ’ αυτό που ο Μαρξ το είπε με μια πολύ σύντομη, αλλά βαθιά διαλεκτική φράση: «Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει το Είναι αλλά το Είναι καθορίζει τη συνείδηση». Αναφέρει το ιδρυτικό ντοκουμέντο του ΕΑΜ: «Εις το ΕΑΜ γίνεται ισοτίμως δεκτόν και παν άλλο κόμμα ή οργάνωσις που δέχεται τας αρχάς του παρόντος Ιδρυτικού ως και να εργασθή δια την επιτυχία των σκοπών του ΕΑΜ. Προκειμένου να γίνει δεκτή εις το ΕΑΜ οιαδήποτε οργάνωσις δεν εξετάζεται το παρελθόν ή αι αντιλήψεις των σχετικώς με την μελλοντικήν ανασυγκρότησιν της ελευθέρας και ανεξαρτήτου Ελλάδος, αλλά η πίστις των εις την ανάγκην του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνος, η τιμιότης των απέναντι αυτού και η αποδοχή των αρχών του ΕΑΜ που περιλαμβάνονται εις το παρόν Ιδρυτικόν». Για να διατυπωθεί μια τόσο ανοικτή θέση στο ζήτημα της συγκρότησης του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, θα πει πως οι ιδρυτές του είχαν βαθιά συνείδηση πως ο πόλεμος, πολύ περισσότερο ο πόλεμος ενός λαού ενάντια στους κατακτητές του, δεν είναι μια συνηθισμένη κατάσταση όπου τα ζητήματα των πολιτικών αντιλήψεων και διαφορών μπορούν να μπουν με τον παλιό προπολεμικό τρόπο των ειρηνικών εξελίξεων. Αντίθετα σε συνθήκες πολέμου- και μάλιστα ενός τέτοιου πολέμου- τίποτα δεν μένει όπως πριν, τίποτα δεν εξελίσσεται όπως πριν και τίποτα δεν διαμορφώνεται με τους όρους και τους χρόνους του παρελθόντος.

Οι σκοποί του ΕΑΜ, όπως καταγράφονται στο ιδρυτικό του είναι οι παρακάτω: «α) Η απελευθέρωσις του Έθνους μας από τον σημερινόν ξένον ζυγόν και η απόκτησις της πλήρους ανεξαρτησίας της χώρας μας. β) Ο σχηματισμός προσωρινής κυβερνήσεως του ΕΑΜ αμέσως μετά την εκδίωξιν των ξένων κατακτητών, μοναδικός σκοπός της οποίας θα είναι η προκήρυξις εκλογών δια συντακτικήν εθνοσυνέλευσιν, με βάση την αναλογικήν ίνα ο λαός αποφανθή κυριαρχικώς επί του τρόπου της διακυβερνήσεως του. γ) Η κατοχύρωσις του κυριαρχικού τούτου δικαιώματος του Ελληνικού Λαού, όπως αποφανθή περί του τρόπου της διακυβερνήσεως του, από πάσαν αντιδραστικήν απόπειρα, ήτις θα τείνη να επιβάλη εις τον λαόν λύσεις αντιθέτους προς τας επιθυμίας του και η εκμηδένισις δι' όλων των μέσων του ΕΑΜ και των οργάνων που το αποτελούν, πάσης τοιαύτης αποπείρας».

Θα μπορούσαν οι σκοποί του ΕΑΜ να είναι διαφορετικοί, ειδικά στο ξεκίνημά του; Οι τροτσκιστικές οργανώσεις της περιόδου της κατοχής, τουλάχιστον αυτές που σφράγισαν τότε αυτόν τον χώρο, θεωρούσαν το ΕΑΜ εθνικιστική παρέκκλιση. Το ίδιο και την εθνικοαπελευθερωτική πάλη την οποία αρνούνταν. Μένοντας στο σχήμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, χαρακτήριζαν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό. Δεν αντιλαμβάνονταν τη σοβαρή τροποποίηση στο χαρακτήρα του πολέμου που είχε επιφέρει η εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης, αδυνατούσαν να δουν ότι ο πολέμος των λαών των υπό κατοχή χωρών, όπως και ο πόλεμος στις αποικίες και στην Κίνα ήταν δίκαιος. Αυτές οι οργανώσεις κύρια πολιτική τους επιδίωξη είχαν το εργατικό μέτωπο, πρότειναν την αντιιμπεριαλιστική προπαγάνδα στις τάξεις του εχθρού και τη συναδέλφωση με τους γερμανούς στρατιώτες, προσδοκούσαν την μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο. Μια παρόμοια λογική, ως ιστορική εκτίμηση του πολέμου, καλλιεργείται εδώ και χρόνια και στις τάξεις του ΚΚΕ, περισσότερο όμως προσεκτική- και γι’ αυτό απείρως πιο αντιφατική. Η ιστορία έχει γραφεί, το ΚΚΕ έχει ταυτότητα και δεν είναι εύκολο στις τάξεις του να επαναφέρει κανείς αναλλοίωτες τις αντιλήψεις των τροτσκιστών της δεκαετίας του ’40. Όμως, η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ υποστηρίζει φανερά σήμερα πως η στρατηγική του κόμματος, όπως διαμορφώθηκε στην 6η ολομέλεια της ΚΕ το 1934, ήταν λανθασμένη και υπεύθυνη για τα λάθη και την ήττα του κινήματος της κατοχής, ότι ο β’ πόλεμος ήταν μόνο ιμπεριαλιστικός. Με άλλα λόγια έχει υιοθετηθεί όλη η θεωρητική βάση που οδήγησε στην τοτινή τροτσκιστική καταθλιπτική ιλαροτραγωδία. Επιπλέον, σε ανύποπτο χρόνο έχει διατυπωθεί στα κομματικά έντυπα και θέση άρνησης των Εθνικοαπελευθερωτικών Μετώπων- άρα και του ΕΑΜ ως τέτοιου. Στην ΚΟΜΕΠ (ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ), στο τεύχος 5/2005, σε ένα εντελώς αθώο άρθρο (αν κρίνουμε από τον τίτλο του) για την «Συμφωνία της Καζέρτας», στο υποκεφάλαιο ΤΑ «ΕΘΝΙΚΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΑ ΜΕΤΩΠΑ» γράφτηκε τούτο: «Η υιοθέτηση της πολιτικής γραμμής για δημιουργία πανεθνικού μετώπου και αντίστοιχης κυβέρνησης, με την έννοια της αναγκαιότητας κυβερνητικής συμμαχίας με τη ‘‘δημοκρατική’’ πολιτική εκπροσώπηση της αστικής τάξης, είναι ο βασικός παράγοντας που τελικά ανέκοψε τη ριζοσπαστικοποίηση του λαϊκού αγώνα. Αυτό βρήκε την αντανάκλασή του ακόμα και στα απελευθερωτικά προγράμματα των κομμουνιστών, που τα περισσότερα, αν όχι όλα, έθεσαν ως τελικό σκοπό της ένοπλης πάλης το πολύ μια δημοκρατία ‘‘διαφορετική’’ από αυτή που προϋπήρχε του φασισμού και του πολέμου. Έτσι εξ αντικειμένου διευκολύνθηκε η αστική τάξη να γεφυρώσει κατά μεγάλο μέρος τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της (όσο αυτό ήταν δυνατόν) και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ρήγματα ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη, ακόμα και εντός της εργατικής τάξης, διατηρώντας έτσι τον ηγεμονικό της ρόλο στην κοινωνία». Μια τέτοια τοποθέτηση γύρω από το ζήτημα των Εθνικοαπελευθερωτικών Μετώπων τί άλλο θα μπορούσε να σημαίνει αν όχι άρνηση ενός τέτοιου εγχειρήματος και φυσικά του εγχειρήματος του ΕΑΜ;

Το χειρότερο είδος ιδεαλισμού με το οποίο μπορεί να προσεγγίσει άνθρωπος το παρελθόν, η χειρότερη διαστρέβλωση που μπορεί να κάνει στην ιστορία, είναι να κρίνει την έναρξη ενός ιστορικού γεγονότος ή φαινομένου έχοντας στο μυαλό του την κορύφωσή του την οποία γνωρίζει, ακριβώς επειδή πρόκειται για κάτι που έχει ήδη γίνει. Λες και το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας είναι εξασφαλισμένο εκ των προτέρων. Αυτό ακριβώς κάνει σήμερα η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ και όσοι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Παίρνουν το ΕΑΜ του τέλους της κατοχής, το ΕΑΜ των δύο και πάνω εκατομμυρίων μελών, με μια επιρροή που άγγιζε- αν δεν ξεπερνούσε- το 80% του ελληνικού λαού, με ένα στρατό, τον ΕΛΑΣ, 130.000 μαχητών, με μια νεολαία, την ΕΠΟΝ, 700.000 μελών και μ’ ένα ΚΚΕ 400.000 μελών και ζητάνε λογαριασμό από μερικές δεκάδες στελέχη και μερικές εκατοντάδες μέλη (όλων των ΕΑΜικών κομμάτων), ασκώντας κριτική αφ’ υψηλού γιατί οι λιγοστοί εκείνοι πρωτοπόροι δεν ίδρυσαν εκείνο το μέτωπο και γιατί δεν έθεσαν εκείνους τους στόχους που οι, εκ των του ασφαλούς, επικριτές τους θα ήθελαν.

Πώς δημιουργείται ένα πλειοψηφικό κίνημα και πώς εξυπηρετείται η στρατηγική του κόμματος

Όταν δημιουργήθηκε το ΕΑΜ η Ελλάδα βρισκόταν υπό ξενική κατοχή, Από τη σκοπιά της διακυβέρνησής της, την προπολεμική περίοδο, ο λαός στη συνείδησή του είχε καταγεγραμμένο ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς, αυτό της 4ης Αυγούστου κι ένα κράτος το οποίο, από ιδρύσεώς του, είχε υποστεί πλήθος ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών με αποτέλεσμα να έχει καταρρακωθεί κάθε έννοια εθνικής ανεξαρτησίας. Σ’ εκείνες τις συνθήκες, μόνο οι στόχοι της απελευθέρωσης της χώρας, της πλήρους ανεξαρτησίας της και της διαμόρφωσης των προϋποθέσεων για την απόλυτα ελεύθερη έκφραση, μεταπολεμικά, της βούλησης του λαού μπορούσαν να συσπειρώσουν ευρύτατες λαϊκές μάζες γύρω από μια μετωπική, απελευθερωτική οργάνωση. Η εκπλήρωση των ιδιαίτερων επιδιώξεων του ΚΚΕ, των δικών του στρατηγικών στόχων, στο ξεκίνημα εκείνης της προσπάθειας, περνούσε μέσα από δύο προϋποθέσεις: α) να καταφέρει το ΕΑΜ να συγκεντρώσει στις γραμμές του την πλειοψηφία του λαού και β) το κόμμα να αναδειχτεί ηγέτιδα δύναμη του Εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου και κατ’ επέκταση ολόκληρου του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις εκπληρώθηκαν με το παραπάνω, καθιστώντας γελοιότητα τις εκ των υστέρων επικρίσεις για το πώς- και με ποιους στόχους- συγκροτήθηκε το ΕΑΜ.

Το ΚΚΕ στην κατοχή, βρισκόταν δίπλα στο λαό και στα προβλήματα του, πρωταγωνιστής για την λύση τους, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο. Ήταν ο οργανωτής όλων των εργατικών- λαϊκών κινητοποιήσεων και διεκδικήσεων. Ο μεγαλύτερος ίσως άθλος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, στο πρώτα βήματα του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου, ήταν ο αγώνας για την επιβίωση και τη σωτηρία του λαού στη μεγάλη πείνα το χειμώνα του 1941- 1942, αλλά και σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Χαρακτηριστικό της σημασίας που έδινε το κόμμα στην επιβίωση του λαού είναι το γεγονός ότι η συγκέντρωση όλων των δυνάμεων για την αντιμετώπιση της πείνας, το χειμώνα του 1941- 1942, οδήγησε στην καθυστέρηση της συγκρότησης του ΕΛΑΣ. Το ΚΚΕ γνώριζε πολύ καλά -αυτό που είναι αυτονόητο αλλά πολύ συχνά παραγνωρίζεται- πως ένας λαός για να αγωνιστεί πρέπει πρώτα να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. «Οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε θέση να ζουν για να μπορούν να κάνουν ιστορία» έγραφαν οι Μαρξ- Ένγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία (Κ. Μαρξ- Γρ. Ένγκελς: Η Γερμανική Ιδεολογία, εκδόσεις Gutenberg, τόμος Α’, σελ. 73).

Το ΚΚΕ, στην κατοχή, είχε πλήρη συνείδηση του δρόμου μέσα από τον οποίο μπορούσαν να εκπληρωθούν οι στρατηγικές του επιδιώξεις. Η Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του κόμματος (Δεκέμβρη 1942), στην πολιτική της απόφαση, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας επιβεβαιώνοντας την ορθότητα της ως τα τώρα πολιτικής γραμμής και ταχτικής του Κόμματος διακηρύσσει ότι: Κεντρικό καθήκον του ΚΚΕ παραμένει ή πάλη κατά του ξένου καταχτητή και η απελευθέρωση της Ελλάδας και του ελληνικού λαού από κάθε εξωτερική και εσωτερική πολιτική και οικονομική σκλαβιά. Ο αγώνας για το διώξιμο τού ξένου καταχτητή και την εθνική απελευθέρωση απαιτεί σήμερα μιαν ενιαία και αποφασιστική πάλη ολόκληρου τού ελληνικού λαού.

Πάνω στη βάση της οργανωμένης και ενιαίας πανεθνικής πάλης για την εθνική απελευθέρωση και τη λύση τού εσωτερικού καθεστώτος σύμφωνα με την ελεύθερη θέληση τού ελληνικού λαού μπορεί και πρέπει να συγκεντρωθούν όλες οι εθνικές δυνάμεις της χώρας μέσα στις γραμμές τού ’Εθνικού ’Απελευθερωτικού Μετώπου. -Η συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης από τα κόμματα και οργανώσεις πού αγωνίζονται σύμφωνα με τούς σκοπούς τού ’Εθνικού ’Απελευθερωτικού Μετώπου αμέσως μετά το διώξιμο τού ξένου καταχτητή, η οποία θ’ αποκαταστήσει τις λαϊκές ελευθερίες, θα ενεργήσει ελεύθερο δημοψήφισμα για τη λύση τού πολιτειακού ζητήματος και εκλογές συντακτικής εθνοσυνέλευσης με το αναλογικό εκλογικό σύστημα, αποτελεί τον πιο σωστό τρόπο λύσης του εσωτερικού ζητήματος και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και του ελληνικού λαού.

Με βάση αυτούς τούς σκοπούς το ΚΚΕ έκανε και θα κάνει ό,τι μπορεί για τη συγκέντρωση όλων των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων, όλων των εθνικών δυνάμεων του τόπου στον ενιαίο πανεθνικό αγώνα. Κάθε Έλληνας, πολιτικό κόμμα και οργάνωση πού πραγματικά θέλει να ιδεί την Ελλάδα ανεξάρτητη και τον ελληνικό λαό νοικοκύρη του τόπου του, δεν μπορεί να έχει αντιρήσεις γι’ αυτούς τούς πολιτικούς σκοπούς και να στέκεται έξω απ’ τις γραμμές του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και τον κοινό εθναπελευθερωτικόν αγώνα.

Η πραγματοποίηση του άμεσου πολιτικού σκοπού τού κόμματός μας- εθνική απελευθέρωση και λαοκρατική λύση του εσωτερικού καθεστώτος- αποτελεί στη συγκεκριμένη στιγμή τη μοναδική επαναστατική θέση. Μόνο αυτή ανοίγει πλατειά το δρόμο για την πραγματοποίηση των παραπέρα στρατηγικών σκοπών του κόμματός μας- την εγκαθίδρυση της λαϊκής δημοκρατίας με το περιεχόμενο πού δίνει σ’ αυτή η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του Γενάρη του 1934 και πού στηριγμένη στην αποφασιστική υποστήριξη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, την αγροτιά, των λαϊκών μαζών της πόλης και στα αντίστοιχά τους λαϊκά όργανα, αποτελεί σταθμό για την προοδευτική εκμηδένιση των εμποδίων στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου, το γρήγορο πέρασμα στο σοσιαλιστικό δρόμο παραγωγής και την ολοκληρωτική απαλλαγή του ελληνικού λαού από κάθε είδος οικονομικό ζυγό» (Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 91- 92).

Ο Μάκης Μαΐλης, στο άρθρο του στο Ριζοσπάστη (7/10/2012), διαστρεβλώνει πλήρως την πολιτική του ΚΚΕ όπως καταγράφεται στην απόφαση της Β’ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης. Από το παραπάνω απόσπασμα εκείνος παραθέτει μόνο τα κομμάτια που είναι υπογραμμισμένα (υπογράμμιση δική μας) με έντονα γράμματα. Κι αυτό για να καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: «Επιβεβαιώθηκε ότι ‘‘ο άμεσος πολιτικός στόχος’’, δηλαδή το λεγόμενο σκαλοπάτι για να προχωρήσει το κίνημα σε πιο προωθημένους στόχους, όχι μόνο δεν είναι βήμα μπροστά, αλλά αποτελεί πισωγύρισμα». Δηλαδή, στις συνθήκες που επικρατούσαν στα τέλη του 1942, κατά τον Μαΐλη ήταν λάθος και πισωγύρισμα να θέτει το κόμμα ως άμεσο πολιτικό στόχο την πάλη για την εθνική απελευθέρωση από τον κατακτητή με την συγκέντρωση ευρύτατων δυνάμεων, της πλειοψηφίας του λαού, στο ΕΑΜ και την συγκρότηση, μετά την απελευθέρωση, προσωρινής κυβέρνησης από τις ΕΑΜικές δυνάμεις για την πλήρη αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της χώρας και των λαϊκών ελευθεριών!!! Κι αυτά τα εξωφρενικά λέγονται και γράφονται από ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ το οποίο ανέλαβε από τις σελίδες της κομματικής εφημερίδας να υπερασπίσει τάχα το ΕΑΜ και το κόμμα από τα νύχια του οπορτουνισμού!!!

Αν ο Μ. Μαΐλης αξιοποιούσε διαφορετικά τον χρόνο και κόπο του, αν -αντί να διαστρεβλώνει την κομματική ιστορία, κόβοντας και ράβοντας τις κομματικές αποφάσεις ανάλογα με το τι ταιριάζει στις σχηματοποιημένες αντιλήψεις του- σίγουρα θα προσπαθούσε να κατανοήσει ό,τι διαβάζει. Κι αν μελετούσε τα κομματικά ντοκουμέντα σε βάθος και στην ολότητά τους, θα είχε να προσφέρει σημαντική υπηρεσία και στον εαυτό του και σε μας τους υπολοίπους. Γιατί κάτι θα μάθαινε εκείνος και κάτι θα μαθαίναμε κι εμείς απ’ αυτόν.

Στις συνθήκες του τέλους του ’42, όταν έγινε η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, παρά τις μεγάλες επιτυχίες, ούτε το ΕΑΜ ούτε το ΚΚΕ ήταν η δύναμη που εμφανίζεται την τελευταία χρονιά της κατοχής. Στην Πολιτική απόφαση της Συνδιάσκεψης -αλλά και στην εισήγηση του Σιάντου- αυτό ομολογείται πεντακάθαρα. Διαβάζουμε στην πολιτική απόφαση της Συνδιάσκεψης:

«Το κόμμα δεν πρέπει καθόλου να επαναπαυτεί πάνω στις ως τα τώρα επιτυχίες του. Παρ’ όλη την ορθή του πολιτική και τις θετικές πλευρές της πραχτικής του δράσης έχει ακόμα πολλές και σοβαρές ελλείψεις και αδυναμίες πού γίνονται ακόμα πιο μεγάλες όταν συγκριθούν με τα πιο σοβαρά και υπεύθυνα καθήκοντα πού μπαίνουν μπροστά του για άμεση πραγματοποίηση.

Η πραγματοποίηση της πλατείας εθναπελευθερωτικής πολιτικής του κόμματός μας, δηλαδή το αγκάλιασμα όλου του λαού χωρίς καμμιά εξαίρεση στον οργανωμένο, συντονισμένο και πολύμορφο πανεθνικό εθναπελευθερωτικό αγώνα ακόμα καθυστερεί και ιδιαίτερα στις επαρχιακές μας οργανώσεις.

  • Το εθναπελευθερωτικό μέτωπο (ΕΑΜ) σ’ όλη τη χώρα και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο είναι αμαζο, ενώ υπάρχουν όλες οι αντικειμενικές δυνατότητες τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο ν’ αγκαλιάσει εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια λαού.
  • Μεγάλο μέρος των εργατών παραμένουν έξω από τα εργατικά συνδικάτα και το ’Εργατικό Εθναπελευθερωτικό Μέτωπο. Οι άνεργοι είναι ανοργάνωτοι και διεσπαρμένοι. Αυτό αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για όλο το επαναστατικό κίνημα της χώρας ιδιαίτερα σήμερα που ή εργατική τάξη είναι το θεμέλιο, η πρωτοπόρα και πιο συνεπής μαχητική δύναμη του Εθνικού ’Απελευθερωτικού Μετώπου. Από τ’ άλλο μέρος οι πλατειές μάζες της αγροτιάς πού επίσης αποτελούν το βασικό σύμμαχο της εργατικής τάξης και σοβαρότατο παράγοντα στον όλο εθναπελευθερωτικό αγώνα, βασικά είναι ανοργάνωτες και έξω από τις συνεταιριστικές και τις επαγγελματικές αγροτικές οργανώσεις και το ΕΑΜ.
  • Οι πλατειές μάζες της Νέας Γενιάς και της εργαζόμενης γυναίκας της πόλης και του χωριού πού με τον ενθουσιασμό και τη μαχητικότητα τους αποτελούν σπουδαία μαχητική επαναστατική δύναμη, συμμετέχουν ελάχιστα στον οργανωμένο πανεθνικό αγώνα.
  • Οι αδυναμίες στην οργάνωση της πραχτικής εφαρμογής της πολιτικής μας και στη γενικότερη οργανωτική και τεχνική προετοιμασία για αποφασιστικούς αγώνες είναι έκδηλη.
  • Παρ’ όλο πού σήμερα η αριθμητική δύναμη του κόμματός μας είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά όμως συγκριτικά με τη μεγάλη διάχυτη πολιτική μας επιρροή και τις μεγάλες απαιτήσεις του σημερινού παλλαϊκού αγώνα είναι πολύ ανεπαρκής. Παράλληλα το χαμηλό κομματικό και θεωρητικό επίπεδο των κομματικών μας δυνάμεων και η πολύ χαλαρή επαναστατική επαγρύπνηση έναντι της βρωμερής δράσης όλων των εχθρών του κόμματος και του λαού μας δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους για την εκπλήρωση των άμεσων πολιτικών καθηκόντων μας και του ιστορικού προορισμού του κόμματός μας.
  • Οι παραπάνω ελλείψεις και αδυναμίες από λίγο ως πολύ υπάρχουν σ’ όλο το κόμμα μας, μα με ιδιαίτερη οξύτητα εκδηλώνονται στις επαρχιακές μας οργανώσεις πράμα που αποτελεί και την κυριώτερη αιτία στην έλλειψη ενός μεγάλου και αδιάκοπου απεργιακού και λαϊκού κινήματος σ’ αντίθεση με την Αθήνα και Πειραιά, όπου οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο.
  • Η εκπλήρωση των εξαιρετικά υπεύθυνων καθηκόντων του κόμματος στους αποφασιστικούς αγώνες πού ωριμάζουν, ή νικηφόρα έκβασή τους για το έθνος και τον εργαζόμενο λαό προϋποθέτει πώς σύσσωμο το κόμμα και σε συντομώτατο χρονικό διάστημα πρέπει να εξαλείψει κάθε καθυστέρηση, κάθε στενή σεχταριστική αντίληψη και τρόπο δουλειάς, πού εμποδίζει το πλάτεμα του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα και την οργανωτική ανάπτυξη του κόμματος και των λαϊκών οργανώσεων, να εξαλείψει κάθε υποτίμηση των μαχητικών διαθέσεων του λαού, τη βραδυκινησία του κομματικού μηχανισμού και να γίνει κίνητρο και οδηγός εκατομμυρίων λαϊκών μαζών» (στο ίδιο, σελ. 89- 90).

Αυτή ήταν η πραγματικότητα του κόμματος και του ΕΑΜ τον Δεκέμβρη του 1942 που έγινε η Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Και σ’ αυτή την πραγματικότητα ο Μάκης Μαΐλης δεν θα ήθελε να υπάρχει κανένας άμεσος πολιτικός στόχος, κανένα «λεγόμενο σκαλοπάτι για να προχωρήσει το κίνημα σε πιο προωθημένους στόχους» γιατί κατά τη γνώμη του αυτό «αποτελεί πισωγύρισμα». Μόνο που αυτό το «πισωγύρισμα» κι αυτοί οι «άμεσοι πολιτικοί στόχοι» έκαναν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να συγκεντρώσουν γύρω τους την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Είναι πισωγύρισμα αυτή η πολιτική που έδωσε στο ΚΚΕ την μεγαλύτερη επιτυχία της ιστορίας του γιατί προφανώς δεν ταιριάζει στον πούρο και αδιαπραγμάτευτο επαναστατισμό του Μάκη Μαΐλη. Δεν πειράζει. Οι κομμουνιστές θα συνεχίζουν να είναι υπερήφανοι για ‘κείνη την πολιτική του κόμματος και τα αποτελέσματά της. Δεν έχουν κανένα λόγο να προσχωρήσουν στον «καθαρό και ανόθευτο επαναστατισμό» των τροτσκιστικών γκρουπούσκουλων της περιόδου της κατοχής ο οποίος δοκιμάστηκε, άλλωστε, και απέτυχε οικτρά χωρίς να καταφέρει να προσφέρει έστω και μια ελάχιστη υπηρεσία στο λαό και στην εργατική τάξη. Όσο για την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ -αλλά και μια σειρά οπαδούς τους σημερινού αντικαπιταλιστικού μετώπου- που ακολουθούν την ίδια πολιτική των τροτσκιστών της δεκαετίας του ’30 και του ‘40, προσπαθώντας να τη σερβίρουν ως φρέσκια και ως πεμπτουσία της ιστορικής ανάλυσης, ας εξηγήσουν οι ίδιοι τί είναι εκείνο που τους κάνει τόσο να γοητεύονται τόσο απ’ ότι πιο αποτυχημένο και πιο θλιβερό εμφανίστηκε στις τάξεις του εργατικού κινήματος.

Το κρίσιμο 1944 και το ζήτημα της εξουσίας

Ο Εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος είναι μια επανάσταση που στρέφεται πρωτίστως κατά του κατακτητή κι έχει ως άμεσο και κύριο στόχο την απελευθέρωση της χώρας. Στην ιστορία όμως δεν εμφανίστηκε ποτέ εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας που να μην έχει και κοινωνικό περιεχόμενο. Το κοινωνικό του περιεχόμενο το δίνει η τάξη και η πολιτική της έκφραση που ηγούνται αυτού του αγώνα. Στους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα που οδήγησαν στο σπάσιμο των φεουδαρχικών πολυεθνικών κοινωνιών και στην δημιουργία εθνικών κρατών, το κοινωνικό περιεχόμενο είναι εμφανές. Επρόκειτο για μία μορφή αστικών επαναστάσεων. Αλλά και στους αντιαποικιακούς πολέμους αυτό είναι ακόμη εμφανέστερο δεδομένου ότι σε αυτούς πρωταγωνιστής δεν είναι μόνο η εθνική αστική τάξη αλλά και το προλεταριάτο. Έτσι αλλού προέκυψαν καθεστώτα με σαφή αστικό προσανατολισμό και αλλού μεταβατικά καθεστώτα που είχαν κατεύθυνση το σοσιαλισμό (π.χ. Κίνα, Βιετνάμ κλπ). Τα πράγματα γίνονται περισσότερο περίπλοκα όταν ο απελευθερωτικός αγώνας γίνεται σε μία κατεκτημένη χώρα όπου η αστική της ολοκλήρωση έχει πραγματοποιηθεί. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αστική τάξη δεν αγωνίζεται- όταν αγωνίζεται- για τον χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής αλλά για να πάρει πίσω το κράτος της. Για να ξαναοργανωθεί σε κράτος και μ’ αυτό τον τρόπο να πάρει υπό τον πολιτικό της έλεγχο ολόκληρη της κοινωνία. Αντίθετα, το προλεταριάτο είναι φορέας της νέας εξουσίας, των νέων σχέσεων παραγωγής. Αυτό συνέβηκε και με την ΕΑΜική εθνική αντίσταση. Όπου κυριάρχησε, δηλαδή στις απελευθερωμένες περιοχές, δεν παλινόρθωσε τα όργανα της προπολεμικής αστικής εξουσίας ούτε μια δημοκρατικότερη εκδοχή τους. Αντίθετα δημιούργησε νέου τύπου κρατικά όργανα που υπερέβαιναν τον καπιταλισμό.

Όπως αποδεικνύεται από το σύνολο των ιστορικών στοιχειών, τα οποία κανείς μέχρι σήμερα δεν επιχείρησε να αμφισβητήσει, από τον Δεκέμβρη του 1942 ως το Μάρτη 1944, οι απελευθερωμένες περιοχές στην Ελλάδα διευρύνονταν συνεχώς. Έτσι φτάσαμε στο σημείο η Ελεύθερη Ελλάδα, να ξεκινά από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και να φτάνει ως έξω από την Αθήνα. Περιλάμβανε ολόκληρη την περιοχή της Πίνδου καθώς και τις ορεινές περιοχές Τυμφρηστού, Βαρδουσίων, Γκιώνας, Παρνασσού, Καλλίδρομου, Ελικώνα, Πάρνηθας. Ελεύθερες περιοχές είχαν επίσης δημιουργηθεί στον Όλυμπο, Κίσσαβο, Πήλιο, Χάσια στη Θεσσαλία. Στη Νεμέρτσικα, στον Κασιδιάρη, στη Μουργκάνα, στο Σούλι στην Ήπειρο. Στα Πιέρια και στο Βέρμιο στην Κεντρική Μακεδονία. Στο Παναχαϊκό, τον Πάρνωνα, τον Ταΰγετο, στη Ζήρεια, το Μαίναλο στην Πελοπόννησο. Σε ορισμένα μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας. Στα νησιά Κρήτη, Εύβοια, Σάμο.

Χιλιάδες χωριά, κωμοπόλεις ακόμα και πόλεις, όπως η Καρδίτσα, η Καλαμπάκα, η Άγιά, το Καρπενήσι, η Αταλάντη, το Λιδωρίκι, το Μέτσοβο, η Κόνιτσα, το Δελβινάκι, τα Γρεβενά, η Δεσκάτη, ή Σιάτιστα κ.α. απαλλαχτήκαν από το βραχνά των καταχτητών και οι κάτοικοι τους άρχισαν να οργανώνουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις αρχές τον εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Το 1943 κατά τους μετριότερους υπολογισμούς, είχε απελευθερωθεί πάνω από το μισό έδαφος της χώρας κι ό ΕΛΑΣ είχε κάτω από τον έλεγχό του αρκετές ακόμα περιοχές, χωρίς να τις κρατάει σταθερά. Ο εχθρός περιορίστηκε κυρίως, στις μεγάλες πόλεις και προσπαθούσε να διατηρεί κάτω από τον έλεγχό τον τις βασικές σιδηροδρομικές και οδικές αρτηρίες.

Στην Ελεύθερη Ελλάδα, οι επιτροπές της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, της Λαϊκής Δικαιοσύνης και της Λαϊκής Ασφάλειας καθιερώθηκαν το 1943 σαν λαϊκός Δημοκρατικός θεσμός και η λαϊκή Δημοκρατική εξουσία απλώθηκε ταχύτατα όχι μόνο στις ελεύθερες αλλά και στις ημικατεχόμενες και σ' αρκετές περιπτώσεις και στις κατεχόμενες από τον εχθρό περιοχές της χώρας.

Στις 12 Μάρτη του ’44 -όπως όλοι γνωρίζουμε- η λαϊκή εξουσία απέκτησε και κεντρική κυβέρνηση, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις 25 Απρίλη 1944 πραγματοποιηθήκαν οι εκλογές για την ανάδειξη των λαϊκών αντιπροσώπων σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα και στο διάστημα από τις 14 ως τις 27 Μάη του ’44 συνήλθε στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας το Εθνικό Συμβούλιο. Η λαϊκή εξουσία απλώθηκε παντού. Ακόμη και στις κατεχόμενες περιοχές που δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν τα λαϊκά όργανα εξουσίας, η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη, δηλαδή τα ελληνικού τύπου Σοβιέτ, η λαϊκή εξουσία ήταν παρούσα με την τεράστια συμμετοχή του λαού στο ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ, την Εθνική Αλληλεγγύη, με ισχυρότατο το ΚΚΕ ως καθοδηγητική δύναμη και φυσικά με την παρουσία του λαϊκού στρατού, δηλαδή τον ΕΛΑΣ. Με άλλα λόγια, όταν μιλάμε, τουλάχιστον, για το 1944 είχαμε πραγματική λαϊκή εξουσία σε ολοκληρωμένη μορφή και περιεχόμενο.

Όμως τι είδους εξουσία ήταν αυτή; Ποιος ήταν ο χαρακτήρας της; Ήταν ένα εκδημοκρατισμένο αστικό καθεστώς ή ένας νέος τύπος κράτους ανώτερος από την αστική δημοκρατία, δηλαδή ένα κράτος τύπου κομμούνας και τύπου Σοβιέτ; Αν ήταν ένα εκδημοκρατισμένο αστικό καθεστώς θα πρέπει να μας εξηγηθεί που έχει παρουσιαστεί, στην παγκόσμια ιστορία, κάτι παρόμοιο; Και πως είναι δυνατόν να έχουμε ένα εκδημοκρατισμένο αστικό καθεστώς με το ΚΚΕ καθοδηγητική δύναμη και μ’ όλο το αστικό πολιτικό σύστημα και τον διεθνή ιμπεριαλισμό (βλέπε: Μεγάλη Βρετανία) στο απέναντι χαράκωμα; Που ήταν η αστική τάξη σ’ αυτή την κρατική οργάνωση;

Κράτος τύπου Κομμούνας, τύπου Σοβιέτ ήταν η Λαϊκή Εξουσία στην Ελλάδα του ’44 και μάλιστα πιο ολοκληρωμένο, από άποψη θεσμών και οργάνωσης, και από την Κομμούνα και από τα ρωσικά Σοβιέτ της περιόδου Φλεβάρης-Οκτώβρης 1917.

Αντίθετα, με την ιστορική εκείνη πραγματικότητα ο Μ. Μαΐλης στο προαναφερόμενο άρθρο του στο Ριζοσπάστη ισχυρίζεται ότι το 1944 είχαμε μόνο επαναστατική κατάσταση. Γράφει: «Το 1944 διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση και το ζήτημα της εξουσίας τέθηκε εξ αντικειμένου. Τις μέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (Οκτώβρης του 1944) δεν υπήρχε ακόμα κυβέρνηση στην Ελλάδα και οι αστικές πολιτικές ηγεσίες είχαν χάσει τη δυνατότητα να χειραγωγούν πλατιές λαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις ήταν στο έπακρο οξυμένες και το ΕΑΜ με τον ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν σχεδόν στο σύνολο της χώρας. Η επαναστατική κατάσταση αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο της ταξικής πάλης. Η διαμόρφωσή της θέτει το ζήτημα είτε της εφόδου του επαναστατικού κινήματος για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας και καμιάς άλλης (αφού άλλη προς τα μπρος δεν υπάρχει), είτε, αν την παραγνωρίσεις, οδηγεί στο πισωγύρισμα και στην αναδίπλωση του κινήματος. Εκείνο το διάστημα συνέβη το δεύτερο. Γιατί; Γιατί το Κόμμα μας δεν μπόρεσε να εντάξει στη στρατηγική του την εθνικοαπελευθερωτική πάλη ως κρίκο για την κατάκτηση της εξουσίας» (Οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Εκεί που υπάρχει μια επανάσταση ο Μαΐλης βλέπει μόνο επαναστατική κατάσταση. Κι εκεί που υπάρχει διαμορφωμένη επαναστατική εξουσία βλέπει μόνο την έφοδο. Αλλά κι αν ακόμα υπήρχε μόνο επαναστατική κατάσταση -κι όχι επαναστατική εξουσία διαμορφωμένη- τα προβλήματα που αυτή θα έθετε μπροστά στο επαναστατικό κίνημα δεν μπορούσαν να λυθούν μόνο ή καταρχήν με έφοδο. Αυτό τουλάχιστον είναι καταφανέστατο σε κάθε επανάσταση, πολύ περισσότερο στην ρώσικη επανάσταση από τον Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη του ’17. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη ότι ο Μαΐλης πέρα από την εργατική εξουσία δεν αναγνωρίζει καμία άλλη εξουσία που να κινείται προς τα εμπρός. Αυτό βέβαια είναι η πλήρης ανατροπή του Λενινισμού από ηγετικός στέλεχος ενός κόμματος που στη σημαία του γράφει ότι είναι μαρξιστικό-Λενινιστικό. Η αλήθεια βέβαια είναι πως όταν ο Λένιν έγραψε όσα έγραψε δεν είχε υπόψη του τις τωρινές επεξεργασίες της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ και του Μ. Μαΐλη. Αυτό πρέπει να αναγνωριστεί ως δυστύχημα για τον ηγέτη των Μπολσεβίκων.

Στην εισήγησή του στην Έβδομη Πανρωσική Συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ, τον Απρίλη του 1917, ο Λένιν έλεγε: «Τα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, που σήμερα καλύπτουν με το δίκτυ τους όλη τη Ρωσία, βρίσκονται τώρα στο κέντρο όλης της επανάστασης. Ωστόσο μου φαίνεται πως δεν τα καταλάβαμε και δεν τα μελετήσαμε όσο πρέπει. Αν αυτά πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, τότε δεν θα έχουμε πια ένα κράτος με τη συνηθισμένη σημασία της λέξης. Τέτοια κρατική εξουσία που να κράτησε πολύ καιρό, δεν υπήρξε ποτέ στον κόσμο, προς αυτή όμως πλησίαζε όλο το εργατικό κίνημα του κόσμου. Αυτό θα είναι ακριβώς κράτος τύπου Κομμούνας του Παρισιού. Μια τέτοια εξουσία είναι δικτατορία, δηλαδή εξουσία που δεν στηρίζεται στο νόμο, στην τυπική έκφραση της θέλησης της πλειοψηφίας, αλλά απευθείας άμεσα στη βία. Η βία είναι το όργανο της εξουσίας. Με ποιον όμως τρόπο τα Σοβιέτ θα αρχίσουν να χρησιμοποιούν αυτή την εξουσία; Θα καταφύγουν μήπως στον παλιό τρόπο διοίκησης μέσω της αστυνομίας, θα κυβερνούν μέσω των παλιών οργάνων εξουσίας. Κατά τη γνώμη μου δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, έτσι είτε αλλιώς μπροστά τους ορθώνεται το άμεσο καθήκον της οργάνωσης ενός μη αστικού κράτους. Χρησιμοποίησα ανάμεσα στους μπολσεβίκους τη σύγκριση αυτού του κράτους με τη Κομμούνα του Παρισιού με την έννοια ότι αυτή συνέτριψε τα παλιά όργανα διοίκησης και τα αντικατέστησε με εντελώς νέα, άμεσα απευθείας όργανα των εργατών. Με κατηγορούν ότι χρησιμοποίησαν στην τρέχουσα στιγμή μια λέξη που τρομάζει περισσότερο από καθετί τους καπιταλιστές, γιατί αυτοί άρχισαν να την σχολιάζουν σαν επιθυμία άμεσης εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού. Αλλά εγώ τη χρησιμοποίησαν μόνο με την έννοια της αντικατάστασης των παλιών οργάνων με νέα, προλεταριακά όργανα. Ο Μαρξ έλεγε πως αυτό αποτελεί τεράστιο βήμα προς τα μπρος όλου του παγκόσμιου προλεταριακού κινήματος» (Λένιν: Άπαντα, τόμος 31, σελ. 354 -οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Στην εισήγηση τους σ’ αυτή τη Συνδιάσκεψη των μπολσεβίκων ο Λένιν αναφέρει επίσης: «Η ρωσική επανάσταση δημιούργησε τα Σοβιέτ. Σε καμιά αστική χώρα του κόσμου δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν τέτοιοι κρατικοί θεσμοί, και καμιά σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει άλλη εξουσία εκτός από αυτήν. Τα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών πρέπει να πάρουν την εξουσία όχι για τη δημιουργία μιας συνηθισμένης αστικής δημοκρατίας ή για το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Μα τότε για ποιο σκοπό; Πρέπει να πάρουν την εξουσία για να κάνουν τα πρώτα συγκεκριμένα βήματα προς το πέρασμα αυτό, βήματα που μπορούν και πρέπει να γίνουν… Το ζήτημα μπαίνει έτσι: είτε τα Σοβιέτ θα αναπτυχθούν παραπέρα είτε θα βρουν άδοξο θάνατο, όπως έγινε με την Κομμούνα του Παρισιού. Αν υπήρχε ανάγκη μιας αστικής δημοκρατίας αυτό μπορούν να το κάνουν και οι καντέτοι» (στο ίδιο, σελ. 356- 358- οι υπογραμμίσεις δικές μας).

Πώς χάθηκε η εξουσία

Αυτό που περιγράφει ο Λένιν είχε συμβεί, στην πιο ολοκληρωμένη μορφή του, στην Ελεύθερη Ελλάδα με τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, τη Λαϊκή Δικαιοσύνη, τη Λαϊκή Πολιτοφυλακή, τον Λαϊκό Στρατό, τη Λαϊκή Κυβέρνηση και το Λαϊκή Εθνοσυνέλευση. Κι όλα αυτά είχαν επιτευχθεί με την στρατηγική της 6ης Ολομέλειας του 1934 την οποία ο Μαΐλης και η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ θεωρούν λανθασμένη ενώ αυτή είχε επιβεβαιωθεί στον απόλυτο βαθμό!!! Η εξουσία εκείνη δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από το πρώτο στάδιο της επανάστασης, όπως το όριζε η ολομέλεια. Ήταν η Σοβιετική Δημοκρατική Δικτατορία του Προλεταριάτου και της Αγροτιάς και το άμεσο καθήκον για το κόμμα αφορούσε την εδραίωση αυτής της εξουσίας σε ολόκληρη τη χώρα με την απελευθέρωσή της από τους κατακτητές. Εδώ ακριβώς ήταν που σκάλωσε η τότε ηγεσία του κόμματος.

Είναι γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ της περιόδου της κατοχής δεν αντιλήφθηκε το βάθος των αλλαγών και τον χαρακτήρα της εξουσίας που είχε δημιουργήσει το απελευθερωτικό κίνημα και δεν διαμόρφωσε γραμμή για την υπεράσπιση και εδραίωσή τους. Δεν υπάρχει κάτι το παράξενο ή το πρωτότυπο σ’ αυτή τη διαπίστωση. Ο Λένιν έχει γράψει ότι πολλά επαναστατικά κόμματα στην ιστορία βρέθηκαν με την εξουσία στα χέρια χωρίς να ξέρουν τί να την κάνουν. Το ίδιο ακριβώς που συνέβηκε στο δικό μας κόμμα συνέβηκε και στους μπολσεβίκους μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του ’17. Μέχρι να επιστρέψει ο Λένιν στην Ρωσία και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, κανένας μπολσεβίκος ηγέτης -και η ηγεσία ως σύνολο- δεν είχε καταλάβει ότι τα σοβιέτ αποτελούσαν τα κρατικά όργανα μιας νέας εξουσίας. Τα αντιλαμβάνονταν ως όργανα εκπροσώπησης του εργαζόμενου λαού. Γι’ αυτό και βολόδερναν σε θέσεις μεταξύ αντιπολίτευσης και κριτικής υποστήριξης της Προσωρινής κυβέρνησης

Ας επανέλθουμε όμως στα δικά μας. Μη αντιλαμβανόμενη η ηγεσία του ΚΚΕ το βάθος των αλλαγών και το χαρακτήρα της εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα σύρθηκε σε μια σειρά διαπραγματεύσεις με την αστική τάξη και τους εγγλέζους και προχώρησε σε μια σειρά συμφωνίες που στις μέρες της απελευθέρωσης είχαν δημιουργήσει στην χώρα δυαδική εξουσία ενώ το κύριο καθήκον ήταν η κυριαρχία της επαναστατικής εξουσίας σε όλη την επικράτεια. Με την συμφωνία του Λιβάνου και στη συνέχεια με την προσχώρηση του ΕΑΜ, τον Σεπτέμβρη του ’44, στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου στις Ελλάδα υπήρχαν δύο παράλληλες εξουσίες. Η μία, η πραγματική, ήταν η εξουσία του Εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Η άλλη, που την εξουσία της την αντλούσε εξολοκλήρου από την στήριξη ή την ανοχή του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, ήταν η αστική κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Οι δύο αυτές εξουσίες δεν θα μπορούσαν να συνυπάρχουν για πολύ καιρό. Ήταν ζήτημα χρόνου η μία να πνίξει την άλλη και γι’ αυτό ακριβώς προετοιμάστηκαν η αστική τάξη και οι εγγλέζοι. Στο πλαίσιο αυτό προέκυψε ο Δεκέμβρης του 1944 και η Λευκή τρομοκρατία μετά τη Βάρκιζα. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο διαμορφώθηκαν οι συνθήκες που οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο.

Με μια επανάσταση -η οποία μάλιστα ήταν τόσο βαθιά, όπως αυτή της περιόδου της κατοχής και της απελευθέρωσης- δεν ξεμπερδεύει κανείς εύκολα. Η αστική τάξη και ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν είχαν καμία αμφιβολία γι’ αυτό και το απέδειξαν. Το ΚΚΕ παρά τα λάθη του υπερασπίστηκε αυτή την επανάσταση με κορύφωση τον αγώνα του ΔΣΕ. Η σημερινή ηγετική ομάδα του ΚΚΕ παραδίδει εκείνη την επανάσταση στην αστική τάξη χαρακτηρίζοντας λανθασμένη την στρατηγική και την τακτική που την δημιούργησαν, προσδιορίζοντας τον χαρακτήρα της λαϊκής εξουσίας ως αστικοδημοκρατικό εκσυγχρονισμό, λοιδορώντας τα αποτελέσματα αυτής της εξουσίας για τα οποία πλήρωσαν με ένα ανεξάντλητο κυνηγητό δεκαετιών, με εξορίες και φυλακές, με εκτελεστικά αποσπάσματα χιλιάδες κομμουνιστών και λαϊκών αγωνιστών. Ας συνεχίσει στον ίδιο δρόμο. Το μόνο που καταφέρνει είναι να αποκαλύπτεται.

Αλέξης Θεοδώρου
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: