Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Μπρορεί να εφαρμοστεί ένα αριστερό κυβερνητικό πρόγραμμα μέσα στην ΕΕ;

του Γιώργου Βασσάλου*
 
Η Ελλάδα είναι ενταγμένη εδώ και τριάντα χρόνια στο θεσμικό οικοδόμημα της ΕΟΚ (1981) και μετέπειτα ΕΕ, είκοσι χρόνια στην ενιαία αγορά (1992) και δέκα χρόνια στον ενιαίο νόμισμα (2001). Για κανένα από αυτά τα στάδια ‘ευρωπαϊκής ενσωματώσης’ δεν έγινε, όχι απλά δημοψήφισμα, αλλά ούτε καν ένας αξιοπρεπής δημόσιος διάλογος σχετικά με τις πολύ πρακτικές συνέπειες τους.....

Μια καθυστερημένη συζήτηση με το πιστόλι στον κρόταφο

Η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα το πιο πρακτικό και συμβολικό ‘επίτευγμά’ της, το ενιαίο νόμισμα, μπαίνει στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης μόλις σήμερα, αφού η χώρα βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα της έκφρασης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στη δεύτερη ισχυρότερη νομισματική ζώνη του πλανήτη, και αφού με τις εντολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης συντελέστηκε μέσα σε δύο χρόνια η σημαντικότερη κοινωνικοικονομική οπισθοδρόμηση στη χώρα μας από το Β’ΠΠ, και από τις βιαιότερες στην Ευρώπη. Με λίγα λόγια δηλαδή, χρειάστηκε να μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, για να ενδιαφερθούμε λίγο για το τι πραγματικά είναι αυτός ο οργανισμός.
Αν και η σημαντικότητα του ζητήματος έχει συνειδητοποιηθεί πολύ περισσότερο από τα προηγούμενα χρόνια, η συζήτηση κυριαρχείται και πάλι από απειλές, αφορισμούς και ιδεοληψίες, και με ελάχιστη πρόνοια για ουσιαστική ενημέρωση και κατανόηση της λειτουργίας και της φύσης της ΕΕ, αλλά και των τωρινών διεργασιών εντός της.
Τα μνημονιακά κόμματα ανάγουν την παραμονή στο Ευρώ και την ΕΕ ως τον απόλυτο στόχο λέγοντας ότι έξοδος ίσον χάος και καταστροφή. Στην ουσία πρόκειται για την τελευταία σανίδα σωτηρίας για τη συνέχιση της αντεργατικής πολιτικής τους, για το τελευταίο ιδεολόγημα με κάποια δημόσια αποδοχή που μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της. Ο ενισχυμένος ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι μια διαμετρικά αντίθετη πολιτική μπορεί να εφαρμοστεί εντός της ΕΕ και να γίνει έναυσμα για να αλλάξει και η ίδια η ΕΕ. Δεν διαψεύδει ωστόσο ξεκάθαρα την αιτίαση ότι έξοδος σημαίνει καταστροφή.
Τόσο τα μνημονιακά κόμματα όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλούνται ένα υποτιθέμενο ρεύμα πολιτικής αλλαγής που υπάρχει μέσα στην ΕΕ ‘κατά της λιτότητας και υπέρ της ανάπτυξης’, που κάνει πρόσφορο το έδαφος είτε για επαναδιαπραγμάτευση των Μνημονίων είτε για να γίνει ανεκτή μια ενδεχόμενη καταγγελία τους. Τα μνημονιακά κόμματα αυτογελοιποιούνται χρησιμοποιόντας αυτό το επιχείρημα, καθώς η πιο σημαντική από τις λίγες πολιτικές αλλαγές που συμβαίνουν στην Ευρώπη είναι αυτή που συνέβη στη χώρα μας, με την καταβαράθρωσή τους. Αναγκάζονται δηλαδή να δεχτούν εμμέσως πλην σαφώς ότι η ήττα τους ανοίγει θετικές προοπτικές.
Η μόνη άλλη πρακτική αλλαγή που συνέβη αφορά την προεδρία της Γαλλίας, όπου ανήλθε κάποιος σίγουρα πιο προοδευτικός από το Σαρκοζί. Αυτό όμως από τη μία δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, κι από την άλλη όσον αφορά πολιτικές όπως η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και οι ιδιωτικοποιήσεις δεν πρόκεται να αλλάξει και πολύ τα πράγματα.
Η εκτίμηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα ότι η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη αλλάζει προς μια κατεύθυνση εναντίον της λιτότητας είναι εξαιρετικά επιφανειακή. Επικεντρώνεται σε κάποιες εναλλαγές στην κυβέρνηση κάποιων χωρών και δεν εξετάζει την τάση που εκφράζουν οι ριζικές μεταρρυθμίσεις που λαμβάνουν χώρα στη δομή της ΕΕ με έναν οργασμό νομοθετημάτων, ειδικά μετά την έναρξη της κρίσης στην Ευρώπη.
Ενδεικτικό της πλημμελούς πληροφόρησης, με βάση την οποία γίνονται οι συζητήσεις είναι ότι στο εκλογικό του πρόγραμμα για τις 6 Μάη ο ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε ότι στην Ιρλανδία ο λαός θα κληθεί με δημοψήφισμα να κρίνει το Σύμφωνο για το Ευρώ. Αυτό που τίθεται στην κρίση του ιρλανδικού λαού δεν είναι το Σύμφωνο για το Ευρώ το οποίο είναι σε ισχύ από το Μάρτιο του 2011, αλλά η πρόσφατη Συνθήκη για τη Σταθερότητα και την Οικονομική Διακυβέρνηση, που περιλαμβάνει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
Στον παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τη δυνατότητα να εφαρμοστούν μέσα στην ΕΕ πολιτικές όχι τρομερά ρηξικέλευθες και επαναστατικές, αλλά κεϋνσιανές ή παλαιάς κοπής σοσιαλδημοκρατικές. Πολιτικές που στον περασμένο αιώνα εφάρμοζε κάθε καπιταλιστική χώρα εάν ήθελε να ξανατονώσει την οικονομία της μετά από μια μεγάλη κρίση ή καταστροφή χωρίς να διαλύσει την κοινωνία της.
Πολλές τέτοιες πολιτικές περιέχονταν στο εκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την 6η Μαϊου. Αυτό δε λέγεται με σκοπό να αδικήσει το πρόγραμμα αυτό, που περιέχει και πολλά στοιχεία που πάνε πολύ πιο πέρα από έναν ‘κεϋνσιανισμό’ και μπορούν να αποτελέσουν σημεία σύγκλισης της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς: το πέρασμα των βασικών τομέων της οικονομίας υπό δημόσιο έλεγχο και δημοκρατικό σχεδιασμό με αυξανόμενο το ρόλο των εργατικών οργανώσεων στη διαχείρισή τους, είναι μέτρα που βρίσκει κανείς και στα προγραμματικά κείμενα του ΚΚΕ[1] και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ[2] ως πρώτα μέτρα εκκίνησης της διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό.
Αλλά ας πάρουμε κάποιες από αυτές τις πολιτικές, και ας εξετάσουμε κατά πόσο μπορούν να πραγματοποιηθούν εντός Ευρωζώνης και ΕΕ:

Διαγραφή χρέους εντός της Ευρωζώνης και της ΕΕ;

Μετά από απίστευτες παλινωδίες και αντιφατικές δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για το ζήτημα της κατάργησης ή αναδιαπραγμάτευσης των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, ιδίως μετά τις εκλογές, το τοπίο αρχίζει να ξεκαθαρίζει: εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ηγηθεί κυβέρνησης θα καταργήσει το υπάρχον μνημόνιο με νομοθέτημα στη βουλή και θα επαναδιαπραγματευτεί τις δανειακές συμβάσεις.[3]
Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας καταργήσει τους όρους των δανειστών θα πάει να διαπραγματευτεί μαζί τους νέους όρους για τη συνέχιση των δανείων που επιδιώκει. Μιλώντας στο Βερολίνο ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι οι Γερμανοί πολίτες ‘δεν μπορεί πια να χρηματοδοτούν με τα χρήματά τους ένα πρόγραμμα το οποίο έχει κριθεί δυο φορές ως αποτυχημένο (…) αλλά πρέπει να οικοδομήσουμε μαζί μια ευρωπαϊκή λύση σε ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, (…) Αν από την αρχή είχε επιλεχθεί ένα άλλο πρόγραμμα που δεν θα είχε στον πυρήνα του την έννοια της εσωτερικής υποτίμησης, της σκληρής λιτότητας, δεν θα ήταν σκληρά νεοφιλελεύθερο, αλλά θα βασίζονταν στην ανάπτυξη, στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, οι έλληνες θα μπορούσαμε να παράξουμε πλούτο ώστε να μπορέσουμε κάποια στιγμή να αποπληρώσουμε αυτά τα δάνεια τα οποία παίρνουμε από τον γερμανό και την γερμανίδα φορολογούμενο.’[4]
Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι λοιπόν να συνεχιστεί κάποια μορφή δανείου που θα συνοδεύεται από ένα άλλο οικονομικό πρόγραμμα, ένα καλό μνημόνιο, που θα παρέχει χρηματοδότηση για ανάπτυξη κλπ. Το ερώτημα είναι γιατί οι δανειστές της Ελλάδας θα δεχόντουσαν να συνεχίσουν να τις παρέχουν πόρους για να κάνει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που τώρα υστερικά απαιτούν από αυτήν.
Η γερμανική κεντρική τράπεζα προειδοποίησε για πρώτη φορά ότι στην περίπτωση που η ‘ελληνική κρίση’ φτάσει σε αδιέξοδο, τα συμφέροντας της Γερμανίας και της Ευρωζώνης θα εξυπηρετηθούν καλύτερα από την έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ. Σύμφωνα με το Ρώυτερς οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης έχουν λάβει οδηγίες από το Γιούρογκρουπ να κάνουν εθνικά πλάνα για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου ενδεχομένου.[5]
Ίσως όλοι αυτοί να μπλοφάρουν, αλλά και πάλι είναι δύσκολο κανείς να δει πιο θα είναι το μαγικό ραβδί που θα αλλάξει τη στάση της Τρόικας και των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ο Ολλάντ είναι αριστερός και βγάλουμε και το Χριστόφια οι υπόλοιποι είναι δεξιότατοι. Ειδικά εάν η διαπραγμάτευση γίνει με βάση το ‘δεν πρόκειται να βγω από το Ευρώ, σταματώ τα μέτρα λιτότητας και σας ζητώ να συνεχίσετε να μου παρέχετε δάνεια, αλλά για ανάπτυξη’. Όποιος νομίζει ότι έτσι θα απειλήσει τον κ. Σόιμπλε, ¢απλά δεν έχει δει τον κ. Σόιμπλε από κοντά’, όπως είπε ο Κ. Λαπαβίτσας.[6]
Πέρα από το συσχετισμό δυνάμεων, όμως, υπάρχουν και νομικά ζητήματα. Στο εκλογικό του πρόγραμμα ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει ‘επιλεκτική διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους είτε βρίσκεται σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, είτε σε κράτη’. Σύμφωνα με το κανονισμό του EFSF όμως εάν ένα κράτος μέλος του δανειοδοτικού αυτού μηχανισμού δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις του απέναντι σε ένα άλλο και προκύψει διαμάχη αυτή επιλύεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.[7] Μπορεί επίσης να γίνει επίκληση στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης της ΕΕ που προβλέπει την αμοιβαία τήρηση των υποχρεώσεων μεταξύ κρατών μελών.[8] To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει πρόστιμα σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Διόλου επαναστατικές ή αριστερές κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει σε διαγραφές χρεών και πάντα έρχονται αντιμέτωπες με κάποιου είδους διεθνή έννομη τάξη. Τα πλαίσια στην ΕΕ, ωστόσο, είναι πολύ πιο αυστηρά καθορισμένα και οι ποινές πολύ πιο εύκολο να επιβληθούν.

Περιορισμοί στη μισθολογική πολιτική

Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει την επαναφορά του κατώτατου μισθού εκεί που τον όριζε η Εθνική Συλλογική Σύμβαση. Αυξήσεις στους μσθούς περιέχει και το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ το ΚΚΕ μιλά και για ‘αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή στους μισθούς’. Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά και για λειτουργία της ελεύθερης συλλογικής διαπραγμάτευσης παντού.
Το νομοθετικό πακέτο για την οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ, όμως, που εγκρίθηκε το Φθινόπωρο του 2011 και έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή, θέτει όρια στο ποια μπορεί να είναι η εξέλιξη των μισθών και αντικειμενικά περιορίζει το πεδίο της ‘ελεύθερης’ συλλογικής διαπραγμάτευσης. Το νομοθέτημα αυτό, από τη μια, αυστηροποίησε το Σύμφωνο Σταθερότητας, αλλά εισήγαγε και μια νέα διαδικασία επιτήρησης ορισμένων μακρο-οικονομικών μεγεθών.
Ένα από αυτά είναι η εξέλιξη του ‘κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος’: ο λόγος της ονομαστικής αμοιβής του εργαζόμενου ως ποσοστό του ΑΕΠ ανά εργαζόμενο δεν πρέπει να αυξάνεται πάνω από +9% μέσα σε τρία χρόνια για τις χώρες της Ευρωζώνης και πάνω από +12% για τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ. Επειδή όμως συγρίνουμε ονομαστικές αμοιβές με πραγματικό ΑΕΠ, όταν το ΑΕΠ πέφτει το «κόστος εργασίας» ως ποσοστό του μεγαλώνει ακόμα κι αν η αγοραστική δύναμη των μισθών ή και οι ίδιοι οι ονομαστικοί μισθοί πέφτουν. Ο εντελώς αντεργατικός τρόπος που έχει σχεδιαστεί ο δείκτης αυτός εξηγεί γιατί με βάση τους πρώτους αριθμούς που δημοσίευσε η Επιτροπή, οι μισθοί σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ρουμανία, όπου έχουν ήδη υποστεί σφαγή, πρέπει να πέσουν κι άλλο. Οκτώ συνολικά χώρες φαίνεται παραβιάζουν το όριο του 9% ή 12%, μεταξύ των οποίων η Φινλανδία, ενώ Αυστρία, Δανία και Βρετανία βρίσκονται πολύ κοντά στο όριο. Ο δείκτης αυτός θα συνυπολογίζεται σωρευτικά με τους υπόλοιπους εννιά για την έκδοση συστάσεων ή προστίμων αλλά σίγουρα θα εξασκήσει τρομερή πίεση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και θα αυξήσει την πίεση στις κυβερνήσεις να επιβάλουν συμπίεση των μισθών. Βλέπουμε δε ότι τα πλαίσια μέσα στην Ευρωζώνη είναι ακόμα πιο ασφυκτικά.[9]
Με βάση το ‘οικονομικό εξάμηνο’ (μια τροποποίηση στο Σύμφωνο Σταθερότητας που έγινε το 2010), οι χώρες πρέπει κάθε Απρίλη να καταθέτουν το ετήσιο πρόγραμμά τους για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, επί του οποίου κάνει υποδείξεις η Κομισιόν. Σε μια σειρά από χώρες πέρυσι έγινε σύσταση για ‘αποκέντρωση’ των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κατάργηση της τιμαριθμικής προσαρμογής των μισθών (ή στοιχείων της), η απελευθέρωση των απολύσεων και η μείωση του ελάχιστου μισθού κλπ. (Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Κύπρος, Λουξεμβούργο). Οι προτάσεις της Κομισιόν συνέπεσαν με τις ιδέες της της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας βιομηχάνων BusinessEurope [10]. Με το Σύμφωνο για το Ευρώ οι κυβερνήσεις έχουν δεσμευτεί ότι θα φροντίζουν η εξέλιξη των μισθών να συνδέεται με τις διακυμάνσεις της ανταγωνιστικότητας της κάθε οικονομίας.
Ιδού λοιπόν σε ποιο πλαίσιο και με βάση ποια κριτήρια καθορίζονται οι μισθοί στην Ευρώπη του 2012 υπό την απειλή προστίμου για τις χώρες που ανέχονται ‘υπερβολικούς’ μισθούς και δυστυχώς καθόλου με βάση το κόστος διαβίωσης, την οικογενειακή κατάσταση, και την αξιοπρέπεια του εργαζόμενου, όπως προβλέπει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και φυσικά θέλουμε όλοι οι αριστεροί. Ακόμα κι αν καταργηθεί το μνημόνιο, η Ελλάδα θα υπόκειται σε αυτούς τους κανονισμούς για την οικονομική διακυβέρνηση.
Με βάση τον προτεινόμενο κανονισμό Μόντι ΙΙ μάλιστα (από το όνομα του μη εκλεγμένου Ιταλού πρωθυπουργού και πρώην συμβούλου της Επιτροπής), επιχειρείται να περιοριστεί δραστικά το δικαίωμα στην απεργία στις χώρες της ΕΕ. Ο κανονισμός θα δώσει νομική βάση στα εθνικά δικαστήρια για να κηρύσουν απεργίες παράνομες με βάση το θολό κριτήριο της αναλογικότητας σκοπού και τρόπου δράσης. Πολλές κυβερνήσεις, όπως οι σκανδιναβικές, έχουν δηλώσει τη διαφωνία τους, καθότι κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε συλλήβδην τα συστήματα τους που βασίζονται σε ισχυρές κλαδικές διαπραγματεύσεις με ευρεία χρήση της απειλής για απεργία. Έτσι λοιπόν ενδέχεται ο κανονισμός αυτός να μην περάσει τώρα. Η βούληση όμως της Κομισιόν να τελειώνει και με τις απεργίες είναι δεδομένη.

Έλεγχος των προϋπολογισμών από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών

Όπως συνηθίζεται στα αριστερά και προοδευτικά προγράμματα, έτσι και στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπονται εκτεταμένες δημόσιες δαπάνες σε υγεία, παιδεία, έρευνα, στο ασφαλιστικό σύστημα, στην απεξάρτηση κα. Στο πλαίσιο της ΕΕ όμως τα περιθώρια για δαπάνες γίνονται ασφυκτικά λόγω των κανόνων για το έλλειμμα.
Αναφέραμε παραπάνω της αυστηροποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας που επήλθε με το νομοθέτημα για την Οικονομική Διακυβέρνηση: οι διαδικασίες για την επιβολή χρηματικής ποινής αυτοματοποιήθηκαν και αυτή επιβάλεται με το που η χώρα ξεπεράσει το προβλεπόμενο όριο του 3%. Δύο ακόμα στοιχεία έρχονται να προστεθούν :
- Με δεύτερο νομοθέτημα για την οικονομική διακυβέρνηση (προσχέδιο της 23 Νοεμβρίου 2011) τα κράτη θα καταθέτουν πλέον και τους πρόχειρους προϋπολογισμούς, τους οποίους θα διορθώνει η Κομισιόν
- Με βάση τη νέα Συνθήκη με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, οι χώρες θα πρέπει να δέχονται επιπλέον οικονομικό πρόγραμμα σε περίπτωση που ξεπερνάνε το 3%.
- Έχουν συνταγματική υποχρέωση να τηρούν και ένα νέο όριο 0,5% ‘διαρθρωτικού’ ελλείμματος (δηλ. το έλλειμμα αν δεν υπήρχε ύφεση)
Αυτή τη στιγμή το όριο ελλείματος του 3% ξεπερνάνε 14 από τις 17 χώρες της Ευρωζώνης.
Η αύξηση των δαπανών ειδικά στην αρχή μια διαφορετικής οικονομικής πορείας για ένα τόπο συνήθως επιφέρει την αύξηση των ελλειμάτων και αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό. Η ίδια η Συνθήκη της ΕΕ ωστόσο καθιερώνει πλέον τη λιτότητα ως αιώνια πολιτική.

Εθνικοποίησεις – Κοινωνικοποιήσεις στο βασίλειο του ανταγωνισμού;

Η οικονομική πολιτική στην ΕΕ ‘ασκείται σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό’ (άρθρο 119) και πρέπει να ‘έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανταγωνιστικής ικανότητας των επιχειρήσεων·’ (Άρθρο 32)
Ο ανταγωνισμός δεν πρέπει να νοθεύεται από κανενός είδους κρατική παρέμβαση. Το άρθρο 107 της Συνθήκης της ΕΕ ορίζει ότι: ‘ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά την ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά’.
"Τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα’ μπορούν να υπάρχουν μόνο ‘κατά τρόπο, ώστε να αποκλείεται, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ΄ντόπιων και ξένων εταιρειών και υπηκόων.’"(άρθρο 37)
Αυτά ισχύουν ως γενικές αρχές και θα έθεταν εμπόδια σε κάθε εθνικοποίηση στρατηγικού κλάδου (φυσικού μονοπωλίου) που θα επιχειρούσε μία προοδευτική ή αριστερή κυβέρνηση.
Πέρα όμως από αυτούς του γενικούς κανόνες υπάρχουν και οι κανονισμοί απελευθέρωσης συγκεκριμένων κλάδων όπως:
- οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες
- η ενέργεια
- οι τηλεπικοινωνίες
- οι σιδηρόδρομοι
- τα ταχυδρομεία
Ο έλεγχος των βασικών μετοχικών πακέτων και άρα και της διοίκησης μεγάλων εταιρειών από τα κράτη δεν απαγορεύεται, αλλά η οργάνωση τους ως κρατικά μονοπώλια ναι. Κάθε κλάδος βρίσκεται σε διαφορετικό στάδιο απελευθέρωσης, με τον τραπεζικό τομέα να προηγείται, καθώς η διαδακασία στην ΕΕ προχώρησε παράλληλα με την απελευθέρωση των υπηρεσιών στα πλαίσια του ΠΟΕ. Τα ταχυδρομεία και οι σιδηρόδρομοι αρχίζουν τώρα μόλις να απελευθερώνονται. Στο στάδιο ανάπτυξης όπου είναι τώρα το οικονομικό σύστημα, το τεχνητό σπάσιμο κλάδων που έχουν φυσικά συγκεντροποιηθεί δε θα βοηθήσει καθόλου την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων παρά μόνο την κερδοφορία αυτών που θα έχουν πρόσβαση στην εξασφάλιση μεριδίων της αγοράς.
Ένα κάρο διατάξεις της ΕΕ θα παραβιάζονταν εάν μία χώρα αποφάσιζε να φέρει το συντριπτικό κομμάτι του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπο δημόσιο έλεγχο με διαφάνεια και κοινοβουλευτικό και εργατικό έλεγχο (όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ). Βέβαια καμία σχέση δεν θα είχε ένα τέτοιο μέτρο με την αγορά από το κράτος του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών μιας τράπεζας, όπως έχουν κατ’επανάληψη κάνει τα ευρωπαϊκά κράτη από το 2008 για να σώσουν τις ιδιωτικές τράπεζες. Η χώρα αυτή δε θα μπορούσε να απαγορεύσει σε ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να εγκατασταθούν και να ανταγωνιστούν με το εθνικοποιημένο σύστημα. Η ελευθερία της εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών εντός ΕΕ είναι δεδομένη. Το εθνικοποιημένο σύστημα θα αντιμετώπιζε επίσης πολλά προβλήματα με τη χρηματοδότησή του αφού οι όροι για την παροχή κρατικών εγγυήσεων είναι εξαιρετικά αυστηροί (πχ. Οδηγία 2006/48).
Σε περίπτωση χρεοκοπίας και εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος, η εγκαθίδρυση περιορισμού ή απαγόρευσης εξόδου κεφαλαίων θα παραβίαζε μία από τις τέσσερις βασικές θεμελιώδεις ελευθερίες της ΕΕ τουτέστιν την ελευθερία κίνησης κεφαλαίων.[11]Το προηγούμενο σαββατοκύριακο, οι αρχές της Φραγκφούρτης χρησιμοποίησαν και το επιχείρημα της παρεμπόδισης της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων για να απογεορεύσουν τις διαδηλώσεις κατά της ΕΚΤ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει ήδη ντε φάκτο δώσει προτεραιότητα στο σεβασμό της ελευθερίας αυτής σε βάρος βασικών δικαιωμάτων όπως αυτό της απεργίας.

Δια ροπάλου απαγόρευση του προστατευτισμού

Απορία προκαλεί η διαπίστωση στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ότι ‘η ενιαία αγορά και το ενιαίο νόμισμα κατάργησαν κάθε δυνατότητα προστασίας της εγχώριας παραγωγής, είτε με δασμούς είτε με τη νομισματική πολιτική και επέβαλαν τον πιο άγριο ανταγωνισμό’ με συνέπεια ‘στις πιο αδύναμες χώρες σα την Ελλάδα, η αποβιομηχάνιση και η καταστροφή ολόκληρων κλάδων της παραγωγής’ να είναι ραγδαίες. Παρά την έλλειψη αρκούντος δημοσίου διάλογου ο Συνασπισμός είχε σίγουρα υπόψη του αναλύσεις που με ακρίβεια προβλέποντας τα αποτελέσματα αυτά τόσο πριν την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την είσοδο στην Ενιαία Αγορα το 1992 όσο κι πριν την είσοδο στο Ευρώ το 2001. Παρόλαυτα τα στήριξε και τα δύο.
Και τώρα πάντως δεν προτείνει την ανάκτηση κάποιων προστατευτικών μέτρων καθότι αυτά φυσικά θα παραίβεναν θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδιαφέρουσες είναι και οι προτάσεις του για την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής με ‘τρόφιμα υψηλής ποιότητας’ για την εγχώρια κατανάλωση, κάτι που σίγουρα θα προσέκρουε στις ποσωστόσεις ανά έιδος και τον όλο σχεδιασμό της ΚΑΠ.

Ποιος δρόμος για την Ευρώπη των λάων και των εργαζομένων;

Για να παραβιάσει τις Συνθήκες και τη νομοθεσία της ΕΕ, μια κυβέρνηση δε χρειάζεται να προωθήσει αποφασιστικά τον εργατικό έλεγχο, να υποβοηθήσει τη δημιουργία λαϊκών θεσμών και να βασιστεί σε αυτούς, να στοχεύει σε κοινωνικοποιήσεις και στην εμπέδωση του δημοκρατικού σχεδιασμού. Αρκεί να θέλει απλά να κρατικοποιήσει κάποιους τομείς που αιμοραγούν την οικονομία της, να προσπαθήσει να προστατέψει την εγχώρια παραγωγή, ν’αυξήσει του μισθούς, τις δημόσιες επενδύσεις και να σταματήσει τη διαρροή κεφαλαίων. Αρκεί να θέλει να εξασκήσει μια οικονομική πολιτική που να υπάγεται σε κάποιου είδους λαϊκή κυριαρχία όπως αυτή ορίζεται στα αστικά συντάγματα, και να μη δέχεται αμάσητες τις επεξεργασίες της πάνσοφης Κομισιόν που ετοιμάζονται αγκαλιά με τις ισχυρότερες κυβερνήσεις και τους λομπίστες των πολυεθνικών.
Αν μία κυβέρνηση επιχειρήσει να εφαρμόσει τα μισά μέτρα από αυτά που είναι στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (δεν μιλάμε καν γι’αυτά που είναι σε αυτό του ΚΚΕ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) θα έχει να αντιμετωπίσει έναν αρμαγεδώνα προστίμων για κάθε λογής παραβιάσεις κανόνων ελλείματος, ανταγωνισμού, κρατικών ενισχύσεων, εμποδίων στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, ‘υπέρογκων’ μισθών κ.ο.κ. Επίσης θα μπορούσαν να διακοπούν οι ροές από τα ταμεία συνοχής και γεωργίας – που σε μη αμηλητέο βαθμό πρόκειται για φόρους Ελλήνων πολιτών που επιστρέφουν μέσω ΕΕ - λόγω ελλειμάτων σε περιφερειακό επίπεδο, όπως έγινε με την Ουγγαρία.[12]
Θα μπορούσε βέβαια σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση να ακολουθήσει στάση απειθαρχείας μην πληρώνοντας τα πρόστιμα, και ακολουθώντας τις πολιτικές που θέλει καλώντας σε διμερές επίπεδο και άλλες χώρες να τις ακολουθήσουν και να συνεργαστούν (έχοντας φυσικά αποχωρήσει από το Ευρώ). Ένα κομμάτι της αριστερής γαλλικής καμπάνια για το Όχι στο Ευρω-σύνταγμα το 2006 έχει περιγράψει αναλυτικά πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια τέτοια τακτική.[13] Πρόκειται για μια τακτική πρόκλησης κρίσης μέσα στην ΕΕ, ελπίζοντας στην απόσπαση συμμάχων. Αν ωστόσο δε δουλέψει σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνεχιζόμενη ένταξη μόνο προβλήματα θα προκαλεί στην εν λόγω κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση, όταν η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φωνάζει ότι θα αναδιαπραγματευτεί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο για όλη την Ευρώπη και θα γίνει η απαρχή για την αλλαγή πλεύσης σε όλη την Ευρώπη, οφείλουμε να πούμε ότι δεν πατάει στο έδαφος. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η ΕΕ ενέτεινε τη διαδικασία αντιδραστικοποίησης της σε όλα πεδία (οικονομία, κοινωνία, δημοκρατία, μυστικότητα, κλπ.) και η εκλογή Ολλάντ δεν άλλαξε τίποτα σε αυτό. Η αλλαγή πλεύσης θα γίνει μόνο αν υπάρξουν κινηματικές διεργασίες ανάλογες με αυτές που υπήρξαν στην Ελλάδα τα δύο τελευταία χρόνια, αλλά περισσότερο οργανωμένες και στοχευμένες, και αν γίνεται πριν οι άνθρωποι και σε άλλες χώρες πούνε το ψωμί, ψωμάκι.
Το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης των λαών, των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης είναι πολύ θεμιτό και ίσως και στοιχείο ταυτότητας του διεθνισμού της αριστεράς που αντιτίθεται στον εθνικισμό που όλο περισσότερο συγκλίνει με το νεοφιλελευθερισμό στο επίπεδο της ιδεολογίας. Είναι ωστόσο ματαιοπονία να υπολογίζει κανείς ότι η υπάρχουσα δομή μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάτι έστω και κατ’υποψίαν σοσιαλιστικό. Γιατί να κάτσει κανείς να αλλάξει ένα ένα όλα τα άρθρα και τους κανονισμούς που είδαμε παραπάνω;
Εάν υπάρχει συσχετισμός να ξεκινήσει μια πραγματική συνεργασία των ευρωπαϊκών (και γιατί όχι και άλλων γειτονικών) λαών σε διαφορετικές βάσεις και υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης, τότε μάλλον θα ήταν πιο κατάλληλη η ίδρυση από το μηδέν ενός οργανισμού. Η ιστορία της ΕΕ μας δείχνει ξεκάθαρα ότι ο σαν οργανισμός έχει τα συμφερόντα του κεφαλαίου στο DNA της.[14]
Η προτεραιότητα παραμένει στην κατάργηση των αντιλαϊκών μέτρων εκεί που είμαστε και την εκκίνηση αντίστροφης πορείας που μόνο η δράση στους χώρους δουλειάς και στο δρόμο μπορεί να εγγυηθεί. Η διατήρηση απολετεσματικών δίαυλων επικοινωνίας με τα κινήματα στις άλλες χώρες έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία.
-------------------------------------------
[1] ‘Η διεκδίκηση και υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα επιχειρήσεων και τομέων στρατηγικής σημασίας (έρευνα, τεχνολογία, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, τράπεζες, ορυκτός πλούτος). Απεξάρτησή τους από μονοπωλιακές δεσμεύσεις, προώθηση ουσιαστικού κοινοβουλευτικού και λαϊκού ελέγχου.’ Αναφέρει το πρόγραμμα του ΚΚΕ
[2] Εκλογική Διακήρυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 29 Απριλίου 2012http://www.antarsya.gr/node/239
[3] ‘η ακύρωση των Μνημονίων θα συνοδευτεί και από τη διεκδίκηση, που θα την θέσουμε εξαρχής, αναδιαπραγμάτευσης, συνολικά, του χρέους, προκειμένου να διαγραφεί το μεγαλύτερο μέρος του.’ Π. Λαφαζάνης στο Βήμα FM, 18 Μαϊου
[7] Αν είναι μεταξύ κράτους μέλους και του EFSF επιλύεται σε Λοουξεμβουργιανό δικαστήριο με βάση το αγγλικό δίκαιο! EFSF Framework Agreement
[8] Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
[10] Face aux lobbys européens - Yiorgos Vassalos, chercheur au Corporate Europe Observatory
[11] Οι άλλες είναι η ελευθερία κίνησης εργαζομένων, αγαθών και υπηρεσιών.
[12] Commission proposes to suspend €495 million of Cohesion Fund for Hungary for 2013 for failure to address excessive deficit
[13] Aurélien Bernier et le M’PEP: Désobéissons à l’Union européenne!
[14] Δείτε το τελευταίο κομμάτι σε αυτό το άρθρο ‘Ευρώπη των αφεντικώναπό τα γεννοφάσκια της-Eλεγχόμενη από τις πολυεθνικές’
Επίσης: Europe Inc. in crisis - the EU's alliance with big business is a dead-end http://www.corporateeurope.org/publications/europe-inc-crisis-eus-allian...
* Ο Γιώργος Βασσάλος είναι ερευνητής στο Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών
(συντομευμένη εκδοχή του άρθρου στο ΠΡΙΝ 27/5/12)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: