Γκρέμισμα του πολιτικού
συστήματος
O
σεισμός των εκλογών της 6ης Μάη δεν έστειλε απλά ένα μήνυμα
στην ελληνική άρχουσα τάξη και την Τρόικα, γκρέμισε το...
ετοιμόρροπο πολιτικό
σύστημα της Μεταπολίτευσης. Ήταν το τελειωτικό χτύπημα που έκανε σμπαράλια το
ήδη βαριά τραυματισμένο από την ψήφιση της νέας δανειακής σύμβασης μαύρο μπλοκ
που στήριξε τη συναινετική κυβέρνηση υπό τον τραπεζίτη Παπαδήμο.
Τα τρία κόμματα που
ανέλαβαν να εφαρμόσουν το μνημόνιο από κυβερνητικές θέσεις κατέρρευσαν: ΠΑΣΟΚ
και ΝΔ σημείωσαν «ιστορικά χαμηλά» ποσοστά και το ΛΑΟΣ πετάχτηκε έξω από το
κοινοβούλιο. Η Δημοκρατική Συμμαχία που εκπροσωπούταν στην προηγούμενη Βουλή και
υποστήριξε το μνημόνιο χωρίς να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες δεν γλίτωσε. Παρά
τη σκανδαλώδη προβολή της από τα ΜΜΕ έμεινε έξω από τη Βουλή. Οι εκλογές της
6ης Μαΐου επιβεβαίωσαν την ιστορική εμπειρία που θέλει να καταρρέουν
τα πολιτικά συστήματα χωρών στις οποίες εφαρμόζονται προγράμματα «δομικής
αναπροσαρμογής» σαν κι αυτά που απαιτούν οι υπερεθνικοί χρηματοπιστωτικοί
οργανισμοί όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα και που στην Ελλάδα επιβλήθηκαν
από τη λεγόμενη Τρόικα.
Το μνημόνιο 2 άταφος νεκρός;
Με το αποτέλεσμα των
εκλογών το «μνημόνιο 2» είναι απλά στον αέρα. Τα κόμματα που το στήριξαν έχουν
συντριβεί, η εφαρμογή των όρων της νέας δανειακής σύμβασης είναι πλήρως
απονομιμοποιημένη. Τα 77
μέτρα του Παπαδήμου μοιάζουν ξαφνικά να προέρχονται από
μια «άλλη εποχή». Παρότι όλοι οι εγγυητές της δανειακής σύμβασης, οι αγορές και
οι οίκοι αξιολόγησης περιμένουν την τήρηση των δεσμεύσεων, ακόμη και μ’ ένα νέο
«κοινοβουλευτικό πραξικόπημα», κανένας από τους εσωτερικούς εγγυητές, κανένα από
τα κόμματα του μνημονίου, είτε με κυβέρνηση τεχνοκρατών είτε με κυβέρνηση
εθνικής ενότητας, δεν μπορεί στην πραγματικότητα να το εφαρμόσει γιατί ξέρει ότι
την επόμενη μέρα κινδυνεύει με πλήρη διάλυση και πολιτική εξαφάνιση. Χωρίς
οποιαδήποτε «χαλάρωση», «επαναδιαπραγμάτευση», «επανεξέταση», οι πολιτικές
δυνάμεις που εγγυώνται την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν μπορούν
να διατηρήσουν με υλικούς όρους την παραμικρή κοινωνική συμμαχία που θα τους
επιτρέψει να αναπαραχθούν στοιχειωδώς. Το τραπέζι του μνημονίου δεν έχει ούτε
ψίχουλα για τις κοινωνικές πελατείες των κομμάτων του κεφαλαίου, που
συντρίβονται αδυσώπητα μέσα στην κρίση. Η ιδεολογική τρομοκρατία και ο φόβος όχι
μόνο δεν είναι αρκετά για να κάνουν τις μάζες να αγκιστρωθούν στην «υπεύθυνη
ηγεσία του τόπου» αλλά φαίνεται να τροφοδοτούν «ακραίες πολιτικές συμπεριφορές»,
«μηδενισμό» και «αντισυστημική βία», προοδευτική ή αντιδραστική. Αν συνεχίσουν
με το μνημόνιο, μόνο χειρότερα θα είναι γι’ αυτούς.
Πόλεμος χωρίς ανακωχή
Την ώρα που καταγράφεται
οριακή αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων του κεφαλαίου να εφαρμόσουν το μνημόνιο,
η απαίτηση από την Τρόικα, τις αγορές και προς το παρόν, τις σημαντικότερες
μερίδες των ελλήνων καπιταλιστών να εφαρμοστούν πάση θυσία οι βασικοί όροι της
νέας δανειακής σύμβασης παραμένει απόλυτη.
Παρά τα τρομοκρατικά
διλήμματα και τις δηλώσεις, «αν δεν τηρήσετε το μνημόνιο, φεύγετε από το ευρώ»
όλοι στην παγκόσμια οικονομία γνωρίζουν ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δύσκολα δεν θα
συνοδευτεί από αναταραχή στις αγορές, πίεση στις ήδη στοχοποιημένες
περιφερειακές χώρες της Ε.Ε. και πολύ πιθανά από μια «άτακτη» χρεοκοπία της
Ελλάδας που θα συμπαρασύρει την Ευρωζώνη και ίσως τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε
μια νέα βύθιση στην ύφεση. Όταν οι εκπρόσωποι της ΕΕ ή γερμανοί αξιωματούχοι
υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα μπορεί να φύγει από το Ευρώ χωρίς σοβαρούς κραδασμούς
για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα λένε την αλήθεια όσο και όταν ο Γεώργιος Α.
Παπανδρέου υποστήριζε ότι με τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης είχε ένα όπλο
«έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει» ενάντια στους κερδοσκόπους των αγορών. Δεν είναι το
μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας, όπως αρέσκονται να λένε, ικανό να ρίξει
την παγκόσμια οικονομία σε νέα και ίσως βαθύτερη ύφεση. Είναι ο παγκόσμιος
καπιταλισμός που είναι τελείως ασταθής, ανίκανος να μπει σε μια νέα μακρόπνοης
κερδοφορίας περίοδο, ώστε οι κάτοχοι τίτλων να πάψουν να αγωνιούν για την
ικανότητα κυβερνήσεων και κρατών να ανταποκριθούν στις «υποχρεώσεις» τους.
Επανάσταση αλλά όχι
ειρηνική
Σ’ αυτή λοιπόν την τανάλια
είναι πιασμένη η «ηγεμονική» πλέον πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο μέσα στην
αριστερά αλλά και σ’ ολόκληρη την κοινωνία. Το μνημόνιο δεν μπορεί να εφαρμοστεί
από κανένα αντίπαλο του και όλοι μα όλοι θα είναι αντίπαλοί του αν εννοεί στα
σοβαρά να το καταγγείλει. Για τους πάντες η κατάσταση μοιάζει μ’ ένα δίκοπο
μαχαίρι.
Η διαφορά, πλέον, είναι
ότι ο φόβος έχει αλλάξει στρατόπεδο. Μέσα στην ευφορία και την ανακτημένη
αυτοπεποίθηση ολοένα και μεγαλύτερων κομματιών της εργατικής τάξης τα σκοινιά
που τη δένουν με το σύστημα μπορεί να αρχίζουν να λύνονται, οι φόβοι και
προκαταλήψεις να ξεπερνιούνται με αλματώδεις ρυθμούς. Αν οι εργαζόμενοι /ες
αρχίσουν να θεωρούν ότι έχουν το πάνω χέρι, μπορούν να αρχίσουν και να
οργανώνονται παντού χωρίς την άδεια ακόμη και «της κυβέρνησής τους». Αλλά
υπάρχει και η τελείως αντίθετη, επίφοβη πιθανή προοπτική: κάθε ένδειξη
υποχωρητικότητας και αδυναμίας να δώσει στη διεθνή και εγχώρια αστική τάξη το
περιθώριο να περάσει στην αντεπίθεση: πάγωμα δανεισμού, φυγή κεφαλαίων,
εξοβελισμός από ευρωζώνη, άτακτη χρεοκοπία, διεθνή απομόνωση, εσωτερική
«απεργία» από το κεφάλαιο, αποσταθεροποίηση με μια «κυβερνητική» αριστερά
πανικόβλητη, απροετοίμαστη, ανίκανη να αντιμετωπίσει τα αντίποινα του κεφαλαίου
ακόμη και για μια ήπια αναθεώρηση της πολιτικής του μνημονίου.
Η κοινωνία είναι αδύνατο
να κυβερνηθεί με τους παλιούς όρους. Αυτό ισχύει και για το ρεφορμισμό. Η εποχή
των ισορροπιών μέσα στην παγκόσμια αβεβαιότητα φαίνεται ξεπερασμένη. Η κοινωνική
Ευρώπη μέσα στην Ε.Ε. και το ευρώ είναι μια εμμονή μόνο στα μυαλά μιας ορισμένης
ευρωπαϊστικής αριστεράς. Η ανταγωνιστική Ελλάδα της δραχμής είναι μόνο ένα
φάντασμα στα μυαλά του αριστερού πατριωτισμού. Η επίτευξη κοινωνικών συμβιβασμών
εξαρτάται σε συνθήκες ομαλότητας της καπιταλιστικής οικονομίας από τη
μαχητικότητα των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης. Σε συνθήκες κρίσης, όμως η
μαχητικότητα των καταπιεζόμενων πρέπει να γίνει επικίνδυνη για την ίδια την
κοινωνική εξουσία των καπιταλιστών προκειμένου να αποσπάσει και τις ελάχιστες
παραχωρήσεις. Η σημερινή άνοδος του αριστερού ρεφορμισμού στην Ελλάδα σαν πρώτης
«ρεαλιστικής» άμυνας των εργαζομένων απέναντι στην κρίση και το μνημόνιο πρέπει
να αντιμετωπιστεί σαν ένα πρελούδιο ενός νέου σκληρού γύρου ταξικής
αντιπαράθεσης, γιατί η αστική τάξη δεν έχει περιθώρια για παραχωρήσεις, επομένως
και τα πολιτικά εργαλεία για να αμβλύνει τις κοινωνικές συγκρούσεις.
Η Χρυσή Αυγή και η φασιστική
απειλή
Η περίοδος που διανύσαμε
δεν είχε μόνο αγωνιστικές παρακαταθήκες. Το 7% της Χρυσής Αυγής είναι ο σωρός με
τα απορρίμματα, ο βόθρος που άφησαν πίσω τους τα τρία χρόνια εφαρμογής των πιο
βάρβαρων και καταστροφικών αντικοινωνικών πολιτικών.
Η εκτόξευση του ποσοστού
της είναι τελείως δυσανάλογη με το πραγματικό αριθμητικό και στελεχιακό δυναμικό
της. Σε καμία περίπτωση αυτοί που την ψήφισαν δεν είναι στην πλειοψηφία τους,
δηλωμένοι, συνειδητοί οπαδοί του Χίτλερ. Αυτή η διαπίστωση μόνο εφησυχασμό δεν
επιτρέπει. Υπάρχει μια διάχυτη, αντιπολιτική-αντικοινοβουλευτική τάση σε
μικροαστικά στρώματα κατεστραμμένα από την κρίση αλλά και σε μερίδες
εξαθλιωμένων εργαζομένων/ανέργων και ειδικά νεώτερων ηλικιών χωρίς συλλογικές
εμπειρίες αγώνα στα αστικά κέντρα. Σ’ αυτό το κοινωνικό ρεύμα συσπειρώνονται
πλέον και οι υπαρκτές παραδοσιακές δυνάμεις της άκρας δεξιάς προηγούμενων γενεών
(«βασιλοχουντικοί»), ειδικά στην επαρχία, κάτω από την κρίση των δύο βασικών
δεξιών κομμάτων του προηγούμενου κοινοβουλίου, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ αλλά και
μεμονωμένοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης που διαβλέπουν ήδη από σήμερα την
ανάγκη να στηριχτούν στα «παλληκάρια της Χρυσής Αυγής» για να αναχαιτίσουν την
άνοδο της αριστεράς.
Η υποτιθέμενη
«αντισυστημική» δημαγωγία των Νεοναζί στις σημερινές συνθήκες της κρίσης και της
κατάρρευσης παραδοσιακών πολιτικών εκπροσωπήσεων αντλεί στην πραγματικότητα
δύναμη από το πιο βαθύ και στέρεο ιδεολογικό πυρήνα της κρατικής ιδεολογίας και
του συστήματος: τον εθνικισμό, το ρατσισμό και το σεξισμό. Η νεοναζιστική
ρητορεία εμφανίζεται πρωτίστως ως «εθνικιστική» και ακουμπά μ’ αυτό τον τρόπο σε
στοιχεία «ταυτότητας» μεγάλων τομέων της κοινωνίας που έχει διαμορφωθεί από την
επίσημη κρατική ιδεολογία. Αν λάβουμε υπόψη και τη σημασία της διάκρισης /
διαίρεσης ανάμεσα στον «έλληνα» και το «μετανάστη» εργαζόμενο για το σύνολο των
κατεχουσών τάξεων την τελευταία εικοσαετία στην Ελλάδα, οι φασιστές στηρίζονται
σ’ ένα έτοιμο και βαθύτατα συστημικό ιδεολογικό υπόστρωμα.
Από την παραπάνω άποψη, η
κοινωνική τάση που αποτυπώθηκε εκλογικά πρέπει να χαρακτηριστεί ως
πρωτο-φασιστική. Έχει δηλαδή δημιουργηθεί μια πραγματική κοινωνική βάση για την
ανάπτυξη ενός μαζικού φασιστικού κινήματος το οποίο βρίσκεται στα πρώτα στάδια
της ανάπτυξής του. Αντισυστημικό προσωπείο σε μια εποχή κρίσης του συστήματος, η
επίκληση και επίδειξη «σκληρής πυγμής» - εικονικής ή μη - σε μια εποχή που οι
γόνοι των μικροαστών αισθάνονται αδύναμοι και μια «φυλετική ιδεολογία» που
ωστόσο εγκολπώνεται βασικά στοιχεία της κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας και των
αντιλήψεων του κοινού νου, εξηγούν γιατί η Χρυσή Αυγή πήρε υψηλά ποσοστά ακόμα
και εκεί που δεν έχει οργανωμένες δυνάμεις ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν
μετανάστες, ο κύριος στόχος της εγκληματικής της δράσης. Το γεγονός ότι οι
αστυνομικοί και ένας μεγάλος αριθμός από στρατιωτικούς ψήφισαν την Χρυσή Αυγή
είναι ένας ακόμη πιο επικίνδυνος δείκτης. Η ψήφος των σωμάτων ασφαλείας έχει
παίξει σημαντικό ρόλο στην καταγραφή υψηλών ποσοστών της Χρυσής Αυγής σ’ εθνικό
επίπεδο. Η διείσδυση στα σώματα ασφαλείας και η στρατολόγηση ανάμεσα στους
στρατιωτικούς σημαίνουν τεράστια διευκόλυνση στην εγκληματική της δράση, τον
επιχειρησιακό σχεδιασμό της, τον υπονομευτικό της ρόλο.
Ανάγκη η συντριβή των
νεοναζιστών
Οι νεοναζί παρά τις
εκατοντάδες χιλιάδες των ψήφων που πήραν ούτε παρελάσεις με πυρσούς το βράδυ των
εκλογών έκαναν ούτε κυκλοφορούν άνετα σε κάθε γειτονιά της Αθήνας και ούτε προς
το παρόν μπορούν «να κάνουν με τα κρεμμυδάκια» κανένα Τσίπρα και Γλέζο καθώς οι
τελευταίοι διεκδικούν πλέον να σχηματίσουν κυβέρνηση. Οι Χρυσαυγίτες
αναγκάστηκαν να βγουν από το ημίφως για να φωτιστεί η πνευματική μηδαμινότητα, ο
αποκρουστικός αυταρχισμός τους, ο ηθικός τους βόρβορος. Μ’ αυτό τον τρόπο
ξεσκεπάζονται σε μαζικό επίπεδο και ανακόπτεται η ανάπτυξη της επιρροής τους σε
νέα κοινωνικά στρώματα, που διατηρούν έστω και τις ελάχιστες αγωνιστικές
διαθέσεις και ελπίδες από την άνοδο της αριστεράς. Είναι σωστό να εκτιμάμε ότι
μόνο η αποτυχία και η ήττα της αριστεράς και του εργατικού κινήματος σε ιστορική
κλίμακα θα ανοίξει διάπλατα την πόρτα σε μια νέα δραματική άνοδο της φασιστικής
απειλής. Παρολαυτά, θα ‘ταν λάθος να δώσουμε ένα μοιρολατρικό χαρακτήρα σ’ αυτή
τη διαπίστωση: για να νικήσει η αριστερά και το εργατικό κίνημα πρέπει να
τσακίσει σήμερα τις φασιστικές συμμορίες. Η υποτίμηση της Χρυσής Αυγής από την
αριστερά τη βοήθησε να αποκτήσει τα πρώτα κοινωνικά τους ερείσματα που
αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την εκλογική της άνοδο, όταν οι κοινωνικές συνθήκες
το επέτρεψαν. Γι’ αυτό το λόγο απαιτείται η κοινή δράση της αριστεράς, του
εργατικού κινήματος, των αντιεξουσιαστών, χρειάζεται δηλαδή ένα αντιφασιστικό
κίνημα με εθνική εμβέλεια και τοπική δικτύωση με αντικειμενικό στόχο τη διάλυση
της Χρυσής Αυγής και των άλλων μικρότερων φασιστικών συμμοριών. Απαραίτητο
στήριγμα της άμεσης αντιφασιστικής πάλης είναι τα δίκτυα αυτό-οργάνωσης και
αλληλεγγύης που μπορούν να αντισταθμίσουν την κοινωνική περιθωριοποίηση και τη
βαρβαρότητα που φέρνει η κρίση του συστήματος και πάνω στην οποία βρίσκει έδαφος
το ρατσιστικό δηλητήριο και η φασιστική δημαγωγία.
Είναι ακόμη νωρίς να
εξετάσουμε τη δυνατότητα ν’ αποδυναμωθεί η φασιστική απειλή και «από τα πάνω» με
πίεση για χαλάρωση του ρατσιστικού και κατασταλτικού νομοθετικού οπλοστασίου.
Δεν θα εμμείνουμε στην προφανή σημασία της ανατροπής του μνημονίου και των
πολιτικών του, τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής στο συνολικό κοινωνικό
συσχετισμό. Η άμεση απαλλαγή από τις
υγειονομικές βόμβες του Λοβέρδου και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Χρυσοχοΐδη
αλλά και από την παρουσία καραμπινάτων ακροδεξιών όπως ο Άδωνης Γεωργιάδης και ο
Βορίδης σε κυβερνητικούς θώκους ενδέχεται να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση της
καθοδηγούμενης από το κράτος ρατσιστικής εκστρατείας. Η πάλη για την κατάργηση
των ειδικών σωμάτων ασφαλείας τα οποία αλληλοτροφοδοτούνται με τους φασίστες
πρέπει να μπει στην ημερήσια διάταξη. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να
έχουμε αυταπάτες ότι οποιαδήποτε «αριστερή κυβέρνηση» δεν θα χρειαστεί να δεχτεί
ισχυρή κινηματική πίεση. Οτιδήποτε μπορεί να κατοχυρωθεί «από τα πάνω», πρέπει
να επιβληθεί πρωτίστως «από τα κάτω» από ένα μαζικό, εργατικό, αντιρατσιστικό
και αντιφασιστικό κίνημα.
Η αντιμνημονιακή δεξιά, εφεδρεία του
αστικού συστήματος
Η αντιμνημονιακή
κολυμβήθρα είναι αλήθεια ότι έχει χωρέσει πολλούς. Η μαζική καταστροφή των
«μικρομεσαίων» της χώρας, των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων που
αποτελούσαν το κοινωνικό μαξιλάρι του κατ’ εξοχήν κόμματος του κεφαλαίου, της
Νέας Δημοκρατίας αλλά και της νεότερης μεσαίας τάξης που αναπτύχθηκε κατά το
μεσουράνημα του ΠΑΣΟΚ, προκαλεί σπασμούς και αποβολές προς όλες τις
κατευθύνσεις. Η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος συνοδεύεται από αναμόχλευση
και επαναπροσδιορισμό όλων των πολιτικών ταυτοτήτων. Η ριζοσπαστικοποίηση της
δεξιάς βάσης από πολλές απόψεις είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή και από την
μετακίνηση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ. Ο λόγος του Πάνου Καμμένου με μια
ρητορεία που θα ζήλευαν ακόμη και «αριστεροί πατριώτες» («Ευρώπη των τοκογλύφων
τραπεζιτών», «η Ελλάδα δεν είναι αποικία», «λογιστικός έλεγχος του χρέους» κτλ)
και η πολυσυλλεκτικότητά του (Δημαράς, μέχρι και με το ΕΠΑΜ του Καζάκη
προσπάθησε να κάνει «προεκλογική μεταγραφή») επικαλύπτει
ένα ουσιαστικά άκρως επιθετικό αστικό πρόγραμμα που συνδυάζει νεοφιλελεύθερα,
συντηρητικά, ακροδεξιά στοιχεία (έλεγχος της μετανάστευσης με καθαρά ρατσιστικά
κριτήρια, επιθετικότητα με Τουρκία, αθρόες ιδιωτικοποιήσεις κοκ). Πράγματι, το
κόμμα των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» είναι καθαρό «πλουτοκρατικό» κατασκεύασμα που
στήθηκε χάρη σε τεράστιους πόρους των υποστηρικτών του Πάνου Καμμένου. Εκφράζει
μια πρώτη αρκετά μειοψηφική προς το παρόν αντίθεση από μερίδες της αστικής τάξης
στην πολιτική του μνημονίου που αδυνατεί όμως να προβάλλει αυτή τη στιγμή
αξιώσεις για μια πραγματική εναλλακτική εξουσίας απέναντι στην άνοδο της
αριστεράς, ενώ αποδείχτηκε κατά τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών ότι
απέχει πολύ από το να κόβει κάθε γέφυρα με το φθαρμένο μνημονιακό μπλοκ.
Η αριστερή ηγεμονία στο αντιμνημονιακό
τόξο
Είναι
καθαρό ότι αυτή τη στιγμή η ηγεμονία στο αντιμνημονιακό μπλοκ είναι αριστερή
λόγω ιστορικών συσχετισμών, όχι μόνο αυτών που κρατούν από την εποχή
«Αντιφασιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα» και του Εμφυλίου, αλλά πάνω απ’ όλη
από τη σύγχρονη και ζωντανή ιστορία των κοινωνικών στη χώρα: στη ρίζα της
σημερινής πολιτικής δυναμικής της αριστεράς είναι μεγάλοι αγώνες των
προηγούμενης δεκαετίας από τα αντιπολεμικό κίνημα, τις γενικές απεργίες κατά των
ασφαλιστικών αντιμεταρρυθμίσεων, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα μέχρι την
εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Η ίδια περίοδος κοινωνικών αγώνων που
συγκρότησε/ενδυνάμωσε αντικαπιταλιστικές πρωτοπορίες είναι η ίδια περίοδος
αγώνων που ανέκοψε την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον κεντροαριστερό κυβερνητισμό
αντίθετα από την πορεία κομμάτων όπως η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία ή
το ΚΚΓ, παραδείγματα μάλιστα αριστερών κομμάτων που εκκινούσαν από ένα πολύ
μεγαλύτερο ρίζωμα στην ίδια την οργανωμένη εργατική τάξη.
Αυτή η πορεία
επισφραγίστηκε από την εσωτερική εξέλιξη του μαζικού κινήματος αντίστασης κατά
των μνημονίων που εδραίωσε την αριστερή ηγεμονία στο δρόμο ακόμη κι όταν οι
«γαλανόλευκες σημαίες» πλημμύρισαν τις πλατείες της χώρας και πάνω απ’ όλα το
Σύνταγμα ακριβώς ένα χρόνο πριν. Η αστυνομική καταστολή αδιάκριτα πάνω στους
χιλιάδες διαδηλωτές και η εδραίωση της Αριστεράς στη Λαϊκή Συνέλευση του
Συντάγματος έδωσαν τη θέση τους στον μεγάλο απεργιακό αγώνα του Οκτώβρη και στα
ποτάμια των διαδηλωτών του Φλεβάρη, κορυφώσεις του μαζικού κινήματος με κυρίαρχο
τον εργατικό τους χαρακτήρα. Η αριστερά στάθηκε απέναντι στο μαύρο μπλοκ της
κυβέρνησης Παπαδήμου και στη Βουλή αλλά και στο δρόμο. Κι αν είναι αλήθεια ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ πάτησε πάνω τελικά όχι μόνο στους δικούς του αγώνες αλλά κι εκείνους που
έδωσαν όλες οι εκδοχές της αριστεράς, της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής
αλλά ακόμη και του αντεξουσιαστικού χώρου, καμία πολιτική πρόταση της αριστεράς,
όποια κριτική και να της ασκούμε, δεν θα γινόταν στις σημερινές συνθήκες
αποδεκτή στην κάλπη, αν δεν είχε πίσω αμέτρητες μέρες απεργίας και παρουσίας των
αριστερών αγωνιστών/τριών στο δρόμο.
Η ανάγκη για εναλλακτική πολιτική
διέξοδο
Το σημείο-κλειδί που έδωσε
απ’ όλες τις δυνάμεις της αριστεράς εκλογικό προβάδισμα στο ΣΥΡΙΖΑ, ένα
προβάδισμα όμως που μπορεί να έχει υπό όρους σοβαρές κοινωνικές και οργανωτικές
συνέπειες, ήταν η διατύπωση ως ρεαλιστικής δυνατότητας της πρότασης για
συγκρότηση «κυβέρνησης της αριστεράς». Παρότι από τη σκοπιά της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς η προεκλογική απεύθυνση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ
στους Ανεξάρτητους Έλληνες του Καμμένου για ψήφο ανοχής σε μια αριστερή
κυβέρνηση δικαίως αναγνωριζόταν σαν μια ένδειξη οπορτουνισμού, στην
πραγματικότητα ήταν θρυαλλίδα που όταν έσπασε απελευθερώθηκε το ρεύμα των
παραδοσιακών ψηφοφόρων της σοσιαλδημοκρατίας προς το ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να
εννοεί τόσο σοβαρά την κυβερνητική του πρόταση ώστε να είναι διατεθειμένος «να
λερώσει τα χέρια του» για να «απαλλάξει» τη χώρα από το μνημόνιο. Αντίθετα, η
άρνηση του ΚΚΕ να δώσει οποιαδήποτε μάχη για την εξουσία παρά τη ρητή του
προσήλωση στο κοινοβουλευτικό δρόμο προς αυτή και η αφηρημένη για το επίπεδο
συνείδησης της πλειοψηφίας των εργαζομένων πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν λέει
πώς, πότε και ποιος θα εφαρμόσει τα 4-5 βασικά μεταβατικά της αιτήματα, δεν
φαίνονταν πειστικές.
Επί τρία χρόνια στην
πραγματικότητα το κίνημα σταματούσε κυριολεκτικά και μεταφορικά έξω από το
κοινοβούλιο μπροστά στην απουσία ρεαλιστικής εναλλακτικής διακυβέρνησης: Στις 5
Μάη του 2010, παρά τις κραυγές «κλέφτες» και τη διάθεση να ξηλωθούν τα πλακάκια,
η ρεαλιστική προσδοκία του κόσμου ήταν μια «μαζική ανταρσία» των βουλευτών του
ΠΑΣΟΚ που δεν ήρθε.
Τον Ιούνιο του 2011 παρότι
οι συζητήσεις για την «πραγματική δημοκρατία» ήταν ήδη αρκετά προχωρημένες στην
«κάτω βουλή» του Συντάγματος, όταν η «πάνω και παλαιά» Βουλή ψήφισε το
Μεσοπρόθεσμο, το κίνημα ξεφούσκωσε από τις αμέσως επόμενες μέρες. Οι
εργαζόμενοι/ες δοκίμασαν τις πιο προωθημένες μορφές οργάνωσης στις
κινητοποιήσεις στο δημόσιο τομέα τον προηγούμενο Οκτώβρη, με καταλήψεις δημόσιων
κτιρίων, αμφισβήτηση του διευθυντικού δικαίωμα και, γενικά, μπλοκάρισμα της
λειτουργίας του κράτους. Με την ψήφιση των μέτρων του Οκτωβρίου, το κίνημα
εκτονώθηκε αμέσως, παρότι οδήγησε σε παραίτηση την κυβέρνηση Παπανδρέου ενώ
αναδρομικά μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι πέτυχε μια από τις μεγαλύτερες νίκες
των αγώνων της τριετίας: την de facto
εξουδετέρωση της εφεδρείας στο Δημόσιο.
Οι κινητοποιήσεις των
εργαζομένων περιορίζονταν μόνιμα μέσα στα πλαίσια τελικά πολιτικών και
κοινοβουλευτικών λύσεων, με έντονη πίεση μέχρι και άσκηση τρομοκρατίας πάνω
στους βουλευτές κύρια του ΠΑΣΟΚ αλλά στη συνέχεια και των άλλων κομμάτων που
στήριξαν την κυβέρνηση Παπαδήμου· λύσεων που η παλιά σύνθεση της Βουλής ήταν
αδύνατο να προσφέρει. Αυτός ο συνδυασμός άγριας κοινωνικής σύγκρουσης και
σκλήρυνσης των κομμάτων εξουσίας μέσα στο κοινοβούλιο έφτασε στο απόγειο του
στις 12 του Φλεβάρη. Οι στρατιές των εργαζόμενων και ανέργων δεν συμμετείχαν
μαζικά στην 48ώρη που προηγήθηκε, μετά από τόσες άκαρπες 24ώρες χωρίς προοπτική
κλιμάκωσης, αλλά συνέρευσαν από παντού την ημέρα ψήφισης της νέας δανειακής
σύμβασης, ενώ τις προηγούμενες μέρες είχαν μετατραπεί σε κόλαση τα γραφεία των
βουλευτών των κομμάτων του μνημονίου. Το πολιτικό σύστημα έγινε «γυαλιά και
θρύψαλα» με την έγκριση της νέας δανειακής σύμβασης. Ωστόσο το κίνημα υποχώρησε
παρά την ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων. Το αποτέλεσμα της κοινωνικής έκρηξης του
Φλεβάρη ήταν η επιβολή των εκλογών μέχρι την διεξαγωγή των οποίων η μεγάλη
πλειοψηφία των εργαζομένων, πάρα τους παραδειγματικούς αγώνες στον ιδιωτικό
τομέα (Χαλυβουργία, ALTER κ.α.), τηρούσε στάση αναμονής.
Αν η άνοδος της άκρας δεξιάς ή επιμονή της μεγάλης αποχής, φανερώνουν
πραγματικές τάσεις απαξίωσης του κοινοβουλευτικού συστήματος, η μάζα των
αγωνιζομένων δεν έχει ξεπεράσει ακόμα τον κοινοβουλευτικό ορίζοντα και επομένως
τη λογική της επίσημης κοινοβουλευτικής αριστεράς που διαχωρίζει τον οικονομικό
από τον πολιτικό αγώνα.
Απέναντι στην κοινοβουλευτικές
αυταπάτες
Μετά από 40 χρόνια, σε
γενικές γραμμές ομαλής λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, παρά τις
διακοπές από ορισμένα εξεγερσιακά γεγονότα τύπου Δεκέμβρη, το εργατικό
συνδικαλιστικό κίνημα, οι κύριες δυνάμεις της αριστεράς και πάνω απ’ όλα η
ψυχολογία συντριπτικών τμημάτων της εργατικής τάξης είναι εμποτισμένα με
κοινοβουλευτικές αυταπάτες οι οποίες δεν ξεπερνιούνται με βολονταρισμό και
νουθεσίες αλλά με ιστορικές εμπειρίες κλίμακας.
Οι αυταπάτες ότι με τις
εκλογές μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα συνοδεύονται μ’ εκείνες στο οικονομικό
και κοινωνικό επίπεδο όπου η κύρια διεκδίκηση είναι η επιστροφή στο βιοτικό
επίπεδο και τις κοινωνικές κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου ή έστω η
διατήρηση ενός σεβαστού μέρους τους. Οι αδράνειες αυτές θα εξακολουθούν να
επιδρούν το επόμενο χρονικό διάστημα παρά τις βίαιες ρήξεις στους υλικούς όρους
διαβίωσης που μεταφράζονται σε άλματα στο επίπεδο της ταξικής συνείδησης. Ωστόσο
η εκτόξευση της αριστεράς μέχρι του σημείου της διεκδίκησης της κυβερνητικής
εξουσίας θα δοκιμάσει γρήγορα τις προσδοκίες.
Υπ’ αυτό το πρίσμα
μπορούμε να καταλάβουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια μεταβατική αντίληψη
στο ζήτημα της εξουσίας σε σχέση με την κλασική περίοδο διατύπωσης (δεκαετίες
του ’20 και ’30) κατηγοριών του μεταβατικού προγράμματος όπως εκείνη της
«εργατικής κυβέρνησης». Η διαφορά με το Μεσοπόλεμο δεν είναι μόνο η απουσία
πολιτικών αντιστοιχήσεων (κομμουνιστικά κόμματα – σοσιαλδημοκρατία, αλλά και
πολλών ιστορικών ιδιαιτεροτήτων), δεν είναι μόνο η απουσία μιας ιστορικής
αισιοδοξίας (παράδειγμα Οκτωβριανής Επανάστασης τότε / κρίση του σοσιαλισμού
μετά το ’89 σήμερα) αλλά και το τελείως διαφορετικό βάρος των κοινοβουλευτικών
θεσμών.
Όμως η σημερινή και η
κοινωνική κρίση είναι δυνατό να παραγάγει δύο διαφορετικού είδους εξελίξεις που
μπορούν να συνδυαστούν.
Ριζοσπαστικές προτάσεις
διακυβέρνησης (ακόμη και πιο αριστερές από το ΣΥΡΙΖΑ) μπορούν να «εκτιναχθούν»
κοινοβουλευτικά. Κοινωνικοί πειραματισμοί μπορούν να αναπτύσσονται σε σύγκρουση
ή μη με τον κοινοβουλευτισμό. Πρέπει να αξιοποιήσουμε όλες τις δυνατότητες που
προσφέρει η περίοδος αναπτύσσοντας και εφαρμόζοντας μια προσέγγιση στη βάση του
μεταβατικού προγράμματος.
Δυνατότητα για «κοινοβουλευτική αφετηρία»
επαναστατικών διεργασιών
Η εργατική τάξη δοκιμάζει
πρώτη την πιο οικεία, εύκολη και κοινοβουλευτική λύση μιας αριστερής κυβέρνησης.
Το βάθος της κρίσης και του ταξικού πολέμου είναι σήμερα τόσο μεγάλο ώστε οι
μηχανισμοί του κοινοβουλευτισμού δεν θα μπορούν να απορροφήσουν τους κραδασμούς
τους. Η κρίση του πολιτικού κομματικού συστήματος θα τείνει ολοένα και
περισσότερο να εξελιχθεί σε κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ωστόσο η
συνειδητοποίηση ότι οι αγώνες πρέπει να οδηγούν σε μια πολιτική λύση και θέτουν
το ζήτημα της εξουσίας είναι μια φάση ωρίμανσης. Το γεγονός ότι η εργατική τάξη
διαλύει τα παλιά κόμματα που την εξέφραζαν και τείνει να επιλέξει μια κυβέρνηση
που θεωρεί ότι θα υπερασπιστεί έστω και με κοινοβουλευτικό δρόμο τα συμφέροντά
της δημιουργεί σήμερα μια πρωτοφανή ταξική πολιτική πόλωση. Οι ιστορικές
εξελίξεις δεν αναπτύσσονται πάντα σύμφωνα μ’ ένα γνωστό και προδιαγεγραμμένο
μοντέλο. Μπορούμε τελικά να δούμε την εργατική τάξη να αναπτύσσει την
αυτενέργεια της, να αυτό-οργανώνεται, να διεκδικεί διαφορετικό ρόλο στην
παραγωγή και σ’ όλες τις πλευρές της ζωής με την ασφάλεια ότι διαθέτει μια δική της
κυβέρνηση ακόμα κι αν αυτή στην πραγματικότητα δεν θα λειτουργεί παρά κάτω
από το συντριπτικό βάρος του εργατικού κινήματος. Μπορούμε όμως να δούμε τελικά
μια εργατική τάξη (και αυτός είναι ο κανόνας) να αποθαρρύνεται επειδή θα προδίδεται από τη δική της κυβέρνηση.
Τα δικά μας καθήκοντα σε κάθε περίπτωση σχετίζονται με την ανάπτυξη της
επαναστατικής αυτενέργειας των μαζών κάτω από νέες και διαρκώς μεταλλασσόμενες
συνθήκες.
Εργατική κυβέρνηση και κυβέρνηση της
αριστεράς
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν
έχει ούτε κατά διάνοια κάτι που μπορεί να προσομοιάζει με επαναστατική
στρατηγική. Ο προγραμματικός του λόγος, εδικά στην προεκλογική περίοδο, έμοιαζε
ολοένα και περισσότερο με την διατύπωση του προγράμματος μιας «νέας
σοσιαλδημοκρατίας». Μετά τις εκλογές ο νέος προσανατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται
να αποκρυσταλλώνεται στο σχέδιο της συγκρότησης μιας «νέας μαζικής αριστερής
δημοκρατικής παράταξης». Υποχώρησε σταδιακά στη θέση του για τη διαγραφή του
μεγαλύτερου μέρους του χρέους, ενώ υπέστειλε ακόμη και τη σημαία της υπεράσπισης
των μεταναστών ζητώντας απλά την αναθεώρηση του Δουβλίνο 2 ώστε να μπορούν να
φεύγουν εύκολα από τη χώρα μας.
Συνολικά, προτείνει ένα ευρωπαϊκά προσανατολισμένο κεϋνσιανισμό, μια κοινωνική
δημοκρατία της αγοράς, ένα κοινοβουλευτικό στάδιο «αριστερής φιλολαϊκής
διαχείρισης» με παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας εντός της
ευρωζώνης και των θεσμών της ΕΕ.
Ήδη μετά τις εκλογές «τα 5
σημεία» του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιέκλειαν σαφή και κατηγορηματική καταγγελία του
μνημονίου (αλλά «την αναγνώριση της ανάγκης ακύρωσης του» και ουσιαστικά
συνιστούσαν ένα πρόγραμμα αναδιαπραγμάτευσης, επιβολής μορατόριουμ στην εφαρμογή
των όρων της νέας δανειακής σύμβασης και, τελικά, διαχείρισης του μνημονίου με
εγκατάλειψη μόνο μερικών από τις πιο αποκρουστικές πλευρές του.
Η πολυφωνία («αποκήρυξη
μονομερών ενεργειών» από Δραγασάκη, «αναγκαστικό δάνειο στα υψηλά εισοδήματα»
από Γλέζο, «επιστολή σε Μπαρόζο» και «επανεξέταση των όρων εφαρμογής του
μνημονίου» από τον ίδιο τον Τσίπρα κοκ) φανερώνει αυτή τη στιγμή την απουσία
προγράμματος και στρατηγικής, την ασυμφωνία ανάμεσα σε διακηρύξεις και προθέσεις
και σε τελευταία ανάλυση την απουσία οποιασδήποτε «ρεαλιστικής» προοπτικής στην
καταγγελία του μνημονίου με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Ο σημερινός τακτικισμός
ανοίγει το δρόμο στον πραγματισμό την ώρα που η αστική τάξη εναλλάσσει το
μαστίγιο (τρομοκρατία της εξόδου από την ευρωζώνη) με το καρότο (ενσωμάτωση του
ΣΥΡΙΖΑ και της αντιμνημονιακής ψήφου σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας σήμερα,
σε μια εναλλακτική εθνική στρατηγική διαχείρισης του μνημονίου αύριο).
Το πρόγραμμα λοιπόν της
και οι μέθοδοι μιας «κυβέρνησης της αριστεράς», όπως προεικονίζονται σήμερα στο
πρόγραμμα και στις μεθόδους της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, σε καμία περίπτωση δεν
μπορεί να ταυτιστεί με τη μεταβατική επιδίωξη συγκρότησης μιας εργατικής
κυβέρνησης ταξικού πολέμου σε ρήξη με τον καπιταλισμό και βασισμένης στα
συμβούλια και τα άλλα όργανα δυαδικής εξουσίας που μπορούν μέσα σε μια
επαναστατική περίοδο να αναπτυχθούν. Δεν πρέπει ωστόσο να αντιμετωπίσουμε μια
ενδεχόμενη «κυβέρνηση της αριστεράς» σαν ήταν μια οποιαδήποτε κυβέρνηση. Η
διαμόρφωση ενός συσχετισμού στο μαζικό κίνημα και στην κάλπη που θα επιβάλλει
μια κυβέρνηση που θα καταγγείλει το μνημόνιο είναι μια προοπτική που μας αφορά.
Θα στηρίξουμε οποιαδήποτε ενέργειά της που είναι υπέρ των εργαζομένων και
διευκολύνει την πάλη τους στις σημερινές συνθήκες. Θα αντιπαλέψουμε ο,τιδήποτε
στρέφεται ενάντια της, εκλαμβάνεται ως υπαναχώρηση ή προσαρμογή. Ο βασικός μας
πολιτικός στόχος είναι πώς στη φάση μιας τέτοιας πιθανής διακυβέρνησης, θα
βραχυκυκλώσουμε όλες τις πολιτικές του κεφαλαίου, θα απομονώσουμε τους φασίστες,
θα διαμορφώσουμε συσχετισμούς για μια πλήρη ανάπτυξη των αγωνιστικών διαθέσεων
των καταπιεζομένων και μαζικά όργανα, προπλάσματα της δυαδικής εξουσίας.
Η σημασία μιας ανεξάρτητης
αντικαπιταλιστικής αριστεράς
Μόνο μια ισχυρή
αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στην υποχωρητικότητα
και τις τάσεις προσαρμογής της ρεφορμιστικής αριστεράς. Απ’ αυτή τη σκοπιά η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει καταφέρει στο κίνημα και τις εκλογές πολλά πράγματα που της
επιτρέπουν να παίξει αυτό το ρόλο την επόμενη περίοδο. Πρέπει να έχουμε ένα
ρεαλιστικό μέτρο ακόμη και για την εκλογική επιτυχία της (1,2% και 75.000
ψήφους) λαμβάνοντας υπόψη τις αφετηρίες της, τους όρους του εκλογικού παιχνιδιού
αλλά και τη δυναμική της συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης. Το εκλογικό
ποσοστό είναι μικρότερο απ’ αυτό που διαφαινόταν ότι μπορούσε να πετύχει στη
διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ενώ μετεκλογικά δεν της επιτρέπει να ασκήσει
την πίεση που θα ήταν αναγκαία πάνω στο ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά. Παρ’ όλα αυτά,
αυτό το εκλογικό ποσοστό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρά τη συμπίεσή του δείχνει ότι η
δυναμική των περιφερειακών εκλογών δεν ήταν περιστασιακή. Είναι λίγο αλλά αρκετό
για να υποβαστάξει την προγραμματική ιδιαιτερότητα του χώρου της
αντικαπιταλιστικής αριστεράς.. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η μόνη ορατή, κινηματικά αλλά
και εκλογικά, δύναμη που υποστηρίζει έστω έναν «πυρήνα» βασικών μεταβατικών
διεκδικήσεων που κατευθύνουν την πάλη των καταπιεζομένων στη ρήξη με το
καπιταλισμό. Είναι η μόνη δύναμη στην αριστερά και το εργατικό κίνημα που
προβάλει σ’ αυτή την έκταση ένα τέτοιο πρόγραμμα και συνειδητοποιεί την ανάγκη
του. Η κοινωνική της απήχηση δεν μετριέται αποκλειστικά σε ψήφους και ποσοστά.
Αυτό που γράψαμε στην πρώτη ανακοίνωσή μας είναι πραγματικότητα: Πολλοί και πολλές εργαζόμενοι και
εργαζόμενοι που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί μέσα στους τελευταίους μαζικούς αγώνες
βρέθηκαν πολύ κοντά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εξέφρασαν ακόμη και διάθεση να την ψηφίσουν
αλλά προτίμησαν τη «χρήσιμη ψήφο» προς το ΣΥΡΙΖΑ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει χάσει
αυτούς τους εργαζόμενους και εργαζόμενες αλλά και δεν τους έχει κερδίσει.
Οι εσωτερικές αδυναμίες της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Μολονότι δεν αποτέλεσαν
τους βασικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν την εκλογική απήχησή της στις εκλογές
της 6ης Μαΐου, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει εγγενείς πολιτικές αδυναμίες οι οποίες
μεταφράζονται βεβαίως και σε οργανωτικές.
- Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποτίμησε την
ανάδειξη των πιο καυτών και άμεσων ζητημάτων που απορρέουν από την εφαρμογή των
μνημονίων όπως η πάλη για τους μισθούς, τις συντάξεις, τις εργασιακές σχέσεις
(π.χ. μετενέργεια), την ανεργία· δεν ξεκινούσε δηλαδή από τις πιο άμεσες και
εκρηκτικές εκφάνσεις του κοινωνικού ζητήματος για να εξηγεί το πρόγραμμά της και
όχι φυσικά για να υπόσχεται εύκολες και ρεαλιστικές κοινοβουλευτικές λύσεις.
- Παρότι, έριξε πολύ
μεγάλες δυνάμεις στην προεκλογική καμπάνια, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είχε δουλέψει στις
γειτονιές και σε χώρους μ’ ανάλογη συστηματικότητα την περίοδο πριν από την
έκρηξη του Φλεβάρη.
- Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως και η
υπόλοιπη αριστερά – αν και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ λιγότερο κατά την προεκλογική περίοδο -
υποτίμησε την πάλη κατά του φασισμού και για την υπεράσπιση των μεταναστών, την
ώρα που οι νεοναζί δουλεύουν βάσει σχεδίου σε γειτονίες και το κυριότερο στα
σχολεία και ανάμεσα στη νεολαία. Εντούτοις δεν είναι σωστή η κριτική που
διατυπώνεται από ορισμένες αντικαπιταλιστικές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ότι η «άκρα
αριστερά» έπρεπε να αυξηθεί ανάλογα με την «άκρα δεξιά». Εκτός από το γεγονός
που δείχθηκε ότι η αντισυστημικότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς
συνεπάγεται βαθιές ρήξεις της συνείδησης με το σύστημα, ενώ η ψευδεπίγραφη
αντισυστημικότητα της άκρας δεξιάς αντλεί από την έτοιμη δεξαμενή των
αντιδραστικών ιδεολογιών που συνδέονται με την ίδια τη συγκρότηση του αστικού
εθνικού κράτους και την καπιταλιστική κοινωνία, στην Αριστερά δεν υπήρξε καμία
καθίζηση των κυριότερων κοινοβουλευτικών της εκφράσεων αλλά το αντίθετο. Στη
δεξιά και την άκρα δεξιά κατέρρευσαν κομματικές εκπροσωπήσεις (ΝΔ και ΛΑΟΣ).
- Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει
πολιτικές αντιφάσεις που αναδείχτηκαν στις εκλογές με την αδυναμία διατύπωσης
μιας μεταβατικής αντίληψης για το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Ο «άλλος
δρόμος», «η εξουσία και ο πλούτος στα χέρια των εργαζομένων», «η εργατική
εξουσία και η σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική» γίνονται αφηρημένες και
διακηρυκτικές επικλήσεις. Έτσι το αγωνιστικό δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είτε μένει σε
μια αφηρημένη επίκληση των «εργατικών συμβουλίων» που παραπέμπει την πρόταση της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις ελληνικές καλένδες σαν μια πιο επαναστατική εκδοχή του σχεδίου για
«λαϊκή εξουσία» του ΚΚΕ είτε διολισθαίνει σ’ ένα μισοσυνειδητό ή μισοασύνειδητο
«ρεαλιστικό» αριστερό σχέδιο «κυβέρνησης της αριστεράς που θα βγάλει το χώρα από
το ευρώ» μ’ ένα πρόγραμμα αριστερού πατριωτικού ρεφορμισμού/κευνσιανισμού
(παραγωγική ανασυγκρότηση) που είναι στην πραγματικότητα ένα πρόγραμμα εθνικού
προστατευτισμού κοντά στις αντιλήψεις της «αντιμονοπωλιακής συμμαχίας» και της
«λαϊκής εξουσίας» του ΚΚΕ με τη διαφορά ότι θα εφαρμόζονταν όχι σ’ ένα μακρινό
μέλλον αλλά στο σήμερα.
- Παρά τα οργανωτικά
βήματα με την πρώτη συνδιάσκεψή της, η μετωπική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
παραμένει χαλαρή, κάτι που αποτυπώθηκε και στην προεκλογική περίοδο με φαινόμενα
«παράλληλων προεκλογικών εκστρατειών» αλλά και στην μικροκομματική πολωτική
διαχείριση πολιτικών διαφορών σε ορισμένες τοπικές επιτροπές και σ’ άλλες
πλευρές της εσωτερικής της ζωής. Αυτό αντανακλά και τις παραπάνω σημαντικές
πολιτικές διαφορές αλλά και γενικότερα τις διαφορετικές αντιλήψεις «οικοδόμησης»
των βασικών συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που επιμένουν να φαντασιώνονται ότι
αποτελούν τα επαναστατικά κόμματα ή τα προπλάσματα των «κομμουνιστικών φορέων».
Στην αντίληψή τους η οικοδόμηση του κόμματος έχει πάρει διαζύγιο από την
οικοδόμηση μιας πραγματικής πολιτικής οργάνωσης και εκπροσώπησης της εργατικής
τάξης και των καταπιεζομένων και έχει πάρει τη θέση μιας λίγο-πολύ αόρατης
ιδεολογικής ζύμωσης ή ενός παράλληλου σχεδίου για την οικοδόμηση ενός club
prive μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Οι δυνατότητες της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Παρά τις αδυναμίες και τις
αντιφάσεις της, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένας υπαρκτός, αγωνιστικός και προγραμματικός
πόλος στην αριστερά. Οι δυσκολίες της σήμερα απορρέουν από το γεγονός ότι
απολογείται και λογοδοτεί σε πολλές δεκάδες χιλιάδες αγωνιστών/ τριών που την
ψήφισαν αλλά και σε πολλές άλλες που την αντιμετωπίζουν θετικά και περιμένουν να
ακούσουν την πρότασή της. Δεν είναι οι δυσκολίες μας πολιτικά περιθωριοποιημένης
και αδύναμης να εκφραστεί πολιτικά σε εθνικό επίπεδο πρωτοπορίας της
αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς όπως ήταν μερικά χρόνια πριν.
Παρολαυτά, η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι απροετοίμαστη για τις αυξημένες
πολιτικές ευθύνες της περιόδου. Προσπαθώντας να περιγράψουμε τα δύσκολα
καθήκοντα που της αναλογούν θα ‘λέγαμε τα εξής: από τη μία, δεν πρέπει να γίνει
το «αριστερό άλλοθι», να εμφανιστεί ως μια συμπληρωματική δύναμη του «αριστερού
κυβερνητισμού», να υποχωρήσει κάτω από το βάρος μιας δυναμικής της πρότασης του
ΣΥΡΙΖΑ που δεν προσφέρει όμως καμία προγραμματική διασφάλιση, δεν στηρίζεται
κοινωνικά σε ένα ρεύμα αυτό-οργάνωσης και είναι από την πρώτη στιγμή (και στην
πραγματικότητα πολύ πριν τις εκλογές) υπόλογη στις αστικές πιέσεις· από την
άλλη, δεν πρέπει να ξεπέσει στο σεκταρισμό, πρέπει να αγγίξει τη συνείδηση αυτών
που σήμερα έχουν αναθαρρήσει από την προοπτική μιας αριστερής κυβερνητικής λύσης
στα αδιέξοδα του μνημονίου, να παλέψει σε ζωντανό πολιτικό χρόνο για την
παραπέρα ριζοσπαστικοποίηση αυτής της δυναμικής και όχι να περιμένει στη «γωνία»
την «καταστροφή» ισχυριζόμενη «ότι εμείς τα λέγαμε». Από τη μία, τις συνέπειες
των ηττών θα τις υποστούμε όλοι και όλες, ανεξάρτητα αν τα λέγαμε σωστά ή όχι
(βλέπε παράδειγμα του ’89)· από την άλλη, αν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες
έφτασαν μέχρι αυτό το σημείο, να επιβάλλουν πολιτικές επιλογές (όπως τελικά ήταν
η παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου και η αθέλητη καταφυγή στην κάλπη από την
κυβέρνηση Παπαδήμου) στην αστική τάξη, να σαρώσουν τα πολιτικά κόμματα του
κεφαλαίου, να κάνουν συντρίμμια το πολιτικό σύστημα, μπορούν και πρέπει να
προχωρήσουν παραπέρα. Η σημερινή ιστορική περίοδος δεν ανοίγει τη δυνατότητα για
μια φιλολαϊκή διαχείριση της κρίσης, αλλά χαράζει δρόμους ώστε μ’ αυξημένη
αυτοπεποίθηση οι ίδιοι καταπιεζόμενοι να
διεκδικήσουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Αυτή η διεκδίκηση,
πρέπει να το πούμε, με βεβαιότητα, έχει ήδη εκφραστεί σε κινηματικό και πολιτικό
επίπεδο και ευτυχώς η επαναστατική και αντικαπιταλιστική αριστερά είναι ήδη ένα
αναπόσπαστο μέρος αυτής της ριζοσπαστικής διαδικασίας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να
κρατήσει το μέγιστο δυνατό εύρος όλων των σημερινών της δυνάμεων. Κανένα κομμάτι
της να μην αποσπαστεί από την αντικαπιταλιστική αριστερά και να περιστρέφεται
γύρω από το ρεφορμισμό. Απεναντίας πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες για συσπείρωση
ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού αγωνιστικού δυναμικού, κύρια στο χώρο της
εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που πιθανά κατανοεί ότι οι μοναχικοί δρόμοι των
μικρών ξεχωριστών προπαγανδιστικών ομάδων δεν επαρκούν.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει
προπάντων όμως να συνεχίσει να αλληλεπιδρά και να επιχειρήσει μόνιμα να συνδεθεί
με τις σημερινές και με ακόμη μεγαλύτερες πρωτοπορίες που αναδεικνύονται μέσα
στην κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση. Η επιτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κριθεί από την
ικανότητα να απαντήσει χωρίς σεκταρισμό αλλά και χωρίς προγραμματική διολίσθηση
στην απαίτηση των εργαζομένων για «άλλο δρόμο» και απέναντι στις ελπίδες που
δημιουργεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ρίχνοντας κύρια τις δυνάμεις της στο πεδίο που θα κριθεί
τελικά το ζήτημα της εξουσίας: στην αυτό-οργάνωση των εκμεταλλευομένων μαζών από
τις ΔΕΚΟ μέχρι και τη βαριά βιομηχανία του ιδιωτικού τομέα, από τα ΜΜΕ μέχρι και
τα νοσοκομεία, σε κάθε πόλη, γειτονιά και σχολείο φράζοντας την ίδια στιγμή το
δρόμο στην άνοδο των φασιστών και της ρατσιστικής και εθνικιστικής άκρας δεξιάς.
Εκεί βρίσκεται η δύναμη που μπορεί κάνει εφικτά τα ανέφικτα, εκεί βρίσκεται η
δύναμη που μπορεί να ανατρέψει μονόδρομους και εκβιαστικά διλήμματα, Τρόικες και
μνημόνια.
Θα πρέπει να αποφύγει την
σημερινή «απαξίωση» από μια μηδενιστική και σεκταριστική στάση σαν κι αυτή του
ΚΚΕ και από μια πιθανή αυριανή «απαξίωση» από μια ευκαιριακή ταύτιση με
πολιτικές αριστερής διαχείρισης της κρίσης. Πρέπει να πείσει ακόμη και αν δεν
ψηφιστεί σήμερα ότι η παρουσία της είναι αναγκαία ως αριστερού αντίβαρου, ως
συνεπούς αντικαπιταλιστικής δύναμης στις παλινδρομήσεις και στην πίεση πάνω στον
κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ από τα δεξιά και από το σύστημα.
Τα βασικά στοιχεία της
τακτικής σ’ αυτή την περίοδο που σηματοδοτείται από τις ελπίδες μιας
εναλλακτικής αριστερής διακυβέρνησης:
1. Κάλεσμα για
αυτό-οργάνωση σε κάθε χώρου δουλειάς ξεκινώντας από το πάγωμα και την de
facto ανατροπή του μνημονίου με κατεύθυνση τη γενική εφαρμογή του
εργατικού ελέγχου και της εργατικής αυτοδιαχείρισης.
2. Επιμονή σε μια
αποφασιστική «χωρίς μεν αλλά» ανατροπή όλων των μνημονίων και των νόμων που τα
συνοδεύουν.
3. Οργάνωση της
αυτοάμυνας των αγωνιζομένων ενάντια στη φασιστική απειλή σε κάθε πόλη, γειτονιά
και σχολείο στη βάση ενός ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου όλων των δυνάμεων του
εργατικού κινήματος και της αριστεράς.
4. Επιμονή σ’ ένα
μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που θα θέτει μεταβατικά και το ζήτημα της
εξουσίας: ρητή διατύπωση της ανάγκης για συγκρότηση μιας «εργατικής κυβέρνησης
ταξικού πολέμου» που θα πατάει πάνω στην ενιαιομετωπική δράση της εργατικής
τάξης, από την πάλη κατά της επίθεσης των αφεντικών μέχρι τις πιο προωθημένες
μορφές της: τις εργατικές επιτροπές, τις λαϊκές συνελεύσεις, τα όργανα του
εργατικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης σ’ όλους τους στρατηγικούς τομείς της
παραγωγής και των υπηρεσιών. Θα στηρίζεται σ’ αυτά τα όργανα και ταυτόχρονα θα
ενισχύει το άπλωμά τους.
5. Καθαρή τακτική
απέναντι στο ρεφορμισμό: καμία συμμετοχή σε κυβέρνηση αριστερής διαχείρισης του
συστήματος και των μνημονίων. Όχι συνολική κριτική ψήφος στο πρόγραμμα του
ρεφορμισμού. Αυτόνομη, πολιτική και εκλογική παρουσία της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς στη βάση των πραγματικών συσχετισμών μέσα στο κίνημα και όχι των
γκάλοπ. Στήριξη εκτός κοινοβουλίου ή και με ψήφο ανοχής εντός κοινοβουλίου (αν
αυτό ήταν δυνατό) σ’ όλα τα μέτρα μιας αριστερής κυβέρνησης που έρχονται σε ρήξη
με την πολιτική του κεφαλαίου και κοινή δράση απέναντι στην εκδικητικότητα της
άρχουσας τάξης. Αδιάλλακτη κριτική, αποκάλυψη και εναντίωση σε οποιαδήποτε
προσαρμογή στην αστική διαχείριση, υποχώρηση και προδοσία των συμφερόντων των
εργαζομένων και των καταπιεζομένων.
Κ.Ε. της ΟΚΔΕ
Σπάρτακος
12/5/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου