των
Βασίλη Γάτσιου, Τάσου Κατιντσάρου
Για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, λόγω της όξυνσης και του βαθέματος της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για μια ιστορική περίοδο όπου θα επικρατεί μια γενικευμένη, παρατεταμένη, όσο και αντιφατική-παλινδρομική επαναστατική κατάσταση, που θα μετατρέπει τους ισχυρούς κρίκους του διεθνούς καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού πλέγματος σε αδύναμους και θα συγκλονίζει τα βασικά πεδία των ταξικών σχέσεων παραγωγής.....
Από αυτή τη σκοπιά, η πορεία προς την επανάσταση θα είναι περισσότερο μια κοινωνική περιπέτεια διαρκείας και λιγότερο ένα πολιτικο-στρατιωτικό μονόπρακτο. Πάνω σ’ αυτή τη γενικότερη δυναμική της ιστορικής περιόδου που ανοίγει, η νέα κατάσταση που ωριμάζει σημαίνει τη μετάβαση από το ανώτερο μέχρι τώρα επίπεδο κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης των εργαζομένων από το κεφάλαιο σε μια νέα φάση, που θα προσδιορίζεται από την αυτοτελή δράση των τάσεων εργατικής χειραφέτησης. Σημαίνει τη μετάβαση από τη φθίνουσα περίοδο “αγοραπωλησίας” της εργατικής δύναμης και των εργατικών αγώνων σε μια περίοδο που θα συνοδεύεται από μεγάλες, πρωτόγνωρες και παρατεταμένες κινητοποιήσεις γύρω από την ουσία και τον πυρήνα της εκμετάλλευσης. Πρόκειται για την προοπτική μιας ιστορικής αντιστροφής, που θα σημαδεύεται από τα επιτακτικά αιτήματα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της κομμουνιστικής διεθνιστικής απελευθέρωσης.
Προβάδισμα της τάσης χειραφέτησης
Αυτή η δυναμική της νέας κατάστασης αποτελεί τη βασική πλευρά για ένα νηφάλιο υπολογισμό του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων και τον καθορισμό των στόχων που βάζουν μπροστά τους τα επαναστατικά εγχειρήματα της εποχής μας. Με… συγκρατημένη επαναστατική αισιοδοξία και χωρίς απογείωση στην πολιτική ονειροπόληση, από τη μια, αλλά και χωρίς υπόκλιση στο δύσκολο ακόμη συσχετισμό δύναμης, από την άλλη, οι κομμουνιστές πρέπει να διαχωρίζονται από τις τάσεις που βλέπουν σαν αιώνια τη σημερινή πραγματικότητα και αγνοούν την αντιφατική δυναμική της.
Πρέπει να υπερασπίζονται, να αναδεικνύουν και να μετασχηματίζουν τις επαναστατικές τάσεις της πραγματικότητας και στις πιο δύσκολες στιγμές που μπορεί να βρεθούν. Όχι για να απομονώνεται η τάση της εργατικής ενσωμάτωσης μέσα στους εργαζόμενους, αλλά για να ηγεμονεύει πάνω της η τάση της εργατικής χειραφέτησης. Για να μπορεί η τάση της εργατικής χειραφέτησης να αποκτά το προβάδισμα και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κατάλυση της ραγισμένης αλλά ακόμη υπαρκτής αστικής ηγεμονίας μέσα στο εργατικό κίνημα και στο σύνολο της κοινωνίας. Σ’ αυτές τις νέες συνθήκες, ο πυρήνας του κομμουνισμού (η αυτοανάπτυξη της κάθε κοινωνικής προσωπικότητας), που πηγάζει από τις ανάγκες και τις δυνατότητες της σημερινής πραγματικότητας, μπορεί να μετατρέπεται σε καθοριστικό μέτρο και οδηγό της επαναστατικής κίνησης.
Αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης με επαναστατικό δρόμο και τρόπο
Με την παραπάνω λογική, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέτουν ως κεντρικό πολιτικό στόχο της περιόδου την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου. Η θετική και αρνητική ιστορική εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος δείχνει ότι η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου μπορεί να επιβληθεί με μαζικό πολιτικό αγώνα, με επαναστατικό δρόμο και τρόπο. Γιατί είναι ο μόνος δρόμος και τρόπος που απαντά συγκεκριμένα στη συγκεκριμένη ανάγκη των εργαζομένων, να αμυνθούν, να αντεπιτεθούν, να πετύχουν καίρια ρήγματα και κατακτήσεις, να ανατρέψουν την επίθεση. Να συγκροτηθούν πολιτικά σε ανώτερο επίπεδο, ικανό να επιβάλλει την αντικαπιταλιστική επανάσταση προς τον κομμουνισμό. Έτσι, οι στόχοι του άμεσου προγράμματος πάλης που προτείνουμε έρχονται σε σύγκρουση με το νόμο της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης καθώς και την αστική πολιτική ηγεμονία, και προωθούν τη συνδυασμένη πάλη κατά της εθνικής και διεθνικής στρατηγικής του κεφαλαίου.
Βασικοί του άξονες: Πρώτο, ανατροπή της πολιτικής που επιβάλλουν η κυβέρνηση του μαύρου μετώπου (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ), η ΕΕ, το ΔΝΤ και το κεφάλαιο. Ανατροπή των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και της ίδιας της κυβέρνησης, καθώς και κάθε άλλου κυβερνητικού διαχειριστή, από τα “κάτω και αριστερά”. Δεύτερο, ριζική αλλαγή της σχέσης μισθών-κερδών υπέρ των μισθών και σε βάρος των κερδών, με απαγόρευση των απολύσεων, κατάργηση των ελαστικών μορφών εργασίας, μείωση του χρόνου εργασίας, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, δραστική αύξηση της φορολόγησης του κεφαλαίου και ταυτόχρονη μείωση για τους εργαζόμενους. Τρίτο, διαγραφή του χρέους, πέρασμα στο δημόσιο των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό-κοινωνικό έλεγχο, με προοπτική την κοινωνικοποίησή τους. Τέταρτο, έξοδος από ευρώ-ΟΝΕ, αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΕΕ, έξοδος από το ΝΑΤΟ.
Αυτοί οι στόχοι, στο σύνολό τους, δεν μπορούν να υλοποιηθούν από καμιά αστική κυβέρνηση. Δεν μπορούν, επίσης, να επιβληθούν από καμιά –παρά τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους– «προοδευτική», «λαϊκή», «αριστερή» ή, ακόμα, και «εργατική» κυβέρνηση, πριν την επανάσταση και χωρίς την επαναστατική εξουσία.
Συνδέονται με την αναγκαιότητα της επαναστατικής εξουσίας, χωρίς όμως να ταυτίζονται μηχανιστικά μαζί της. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δεν θεωρούμε την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης ή, πολύ περισσότερο, την ύπαρξη της επαναστατικής εξουσίας ως προϋπόθεση για την πάλη και τη σχετική επιβολή ρηγμάτων-κατακτήσεων με βάση αυτούς τους στόχους. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, παρά τη θέλησή τους, «καθηλώνουν» την πάλη του κινήματος στα όρια του συστήματος, αφού υιοθετούν τη λογική του «ανέφικτου». Ενώ τα ρεύματα που υποστηρίζουν πως η πάλη για την επιβολή τέτοιων κατακτήσεων οδηγεί το κίνημα στο «να διαπαιδαγωγηθεί σε αυταπάτες αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων από αστικές κυβερνήσεις», κατανοούν με γραμμικό-εξελικτικό τρόπο την ταξική πάλη. Αποδέχονται τη μη διαλεκτική και γι’ αυτό μη επαναστατική άποψη για το «σιδερένιο» χαρακτήρα των νόμων της ταξικής πάλης.
Τέτοιες απόψεις δεν κατανοούν με μαχόμενο υλιστικό τρόπο τη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ αντικειμενικού-υποκειμενικού, τη μετατροπή του ενός στο άλλο, χωρίς να υποτιμάται το ειδικό βάρος της κάθε ξεχωριστής πλευράς. Έτσι, καταλήγουν να αντιμετωπίζουν τους αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης του εργατικού κινήματος σαν “μη εφικτούς” και “μη υλοποιήσιμους” χωρίς την “εργατική -λαϊκή εξουσία”, ή χωρίς την “επαναστατική κατάληψη της εξουσίας” για τις πιο αριστερές εκδοχές.
Η ουσία είναι πως οι παραπάνω απόψεις αρνούνται τη δυνατότητα επιβολής πανεθνικού χαρακτήρα κατακτήσεων, έστω σχετικά, προσωρινά και ανολοκλήρωτα, μετατρέποντας –στην καλύτερη περίπτωση– τους αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης σε στόχους ζύμωσης και προπαγάνδας και όχι σε στόχους υλικής-πολιτικής σύνδεσης με την επαναστατική στρατηγική. Η αντιμετώπιση των αντικαπιταλιστικών στόχων πάλης αποκλειστικά και μόνο ως στόχων ζύμωσης όχι μόνο δεν αρκεί για να έρθει πιο κοντά ούτε η αυταπάτη για μια λαϊκή εξουσία, ούτε η “επαναστατική κατάληψη της εξουσίας», αλλά, αντίθετα, οδηγεί στην πράξη στην απομάκρυνσή τους, γιατί αποκόβει την αντικαπιταλιστική πάλη, άρα και την πάλη για την επαναστατική εξουσία, από τη δράση των εργαζομένων.
Γι’ αυτό, οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι πάλης δεν αποτελούν μόνο, ή κυρίως, στόχους «ζύμωσης», αλλά οδηγό για τη δράση και την επιβολή κατακτήσεων προς όφελος των εργαζομένων και για την υλική προσέγγιση της επανάστασης από τις ίδιες τις μάζες. Υποστηρίζουμε ότι: ένα ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό-λαϊκό κίνημα, τόσο από την άποψη του περιεχομένου των στόχων όσο και από την άποψη των μορφών πάλης, έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να πετύχει κάποιες «μικροκατακτήσεις» ή να “καθυστερήσει”, “να βάλει εμπόδια”, όπως ισχυρίζονται διάφορα ρεύματα, αλλά και να πραγματοποιήσει σχετικά, προσωρινά τακτικά ρήγματα στους νόμους της αστικής κυριαρχίας, πριν την επανάσταση και χωρίς την επαναστατική εξουσία, αλλά με την επιδίωξη της επανάστασης και της επαναστατικής εξουσίας. Ρήγματα που κλονίζουν την αστική κυριαρχία, χωρίς όμως να την καταργούν, με στόχο να την καταργήσουν. Που δεν ανατρέπουν ταυτόχρονα, σταθερά και μόνιμα όλες τις εκφράσεις της αστικής στρατηγικής. Πρόκειται για αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις και ανατροπές, που δεν ταυτίζονται με το στρατηγικό στόχο της επανάστασης, η οποία θα αποτελέσει το πρώτο στρατηγικό ρήγμα στη συνέχεια των καπιταλιστικών νόμων. Αλλά που θα βελτιώνουν προσωρινά τις συνθήκες ζωής των εργαζομένων, θα δίνουν στο κίνημα τη χαμένη του αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να νικήσει! Κανείς εκ των προτέρων δεν μπορεί να γνωρίζει ποιος αντικαπιταλιστικός στόχος πάλης θα αποτελέσει τον κρίκο που θα σπάσει την αλυσίδα και θα δημιουργήσει –υλικά και όχι φαντασιακά– το πρώτο τακτικό ρήγμα στους νόμους της αστικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι του άμεσου προγράμματος πάλης που προτείνουμε αφορούν όλες τις πλευρές της αστικής κυριαρχίας. Με βάση αυτούς τους στόχους πάλης κάθε πρακτικό ρήγμα σε πλευρές της αστικής κυριαρχίας θα επιδρά καταλυτικά στο σύνολο της αστικής πολιτικής και θα συνιστά μια σχετική αντικαπιταλιστική ανατροπή της συγκεκριμένης στρατηγικής του κεφαλαίου.
Δεν καλλιεργούμε αυταπάτες ότι το κίνημα μπορεί να επιβάλλει στην πράξη, και πριν την επαναστατική εξουσία, το σύνολο των στόχων πάλης που προτείνουμε. Ούτε ότι ένα ρήγμα θα δημιουργηθεί σήμερα, ένα αύριο, ένα μεθαύριο και έτσι, σταδιακά και βαθμιαία, μέσα από αλλεπάλληλα ρήγματα, θα φτάσουμε στην κατάκτηση της εξουσίας, χωρίς επανάσταση και μέσα από περισσότερο ή λιγότερο ήρεμες κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Η επιβολή τέτοιων κατακτήσεων θα κινείται ενάντια και θα υπερβαίνει τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, που βρίσκονται σε αξεπέραστη κρίση και ιστορικό εκφυλισμό. Θα υπερβαίνει τον αδιέξοδο και αναποτελεσματικό δρόμο, τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα, των ΠΑΜΕ/ΚΚΕ και ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Η επιβολή τέτοιων κατακτήσεων απαιτεί την αυτοτελή πολιτική συγκρότηση του μαζικού κινήματος και την οικοδόμηση οργάνων εργατικής-λαϊκής πάλης, ανεξάρτητων και σε σύγκρουση με το αστικό κράτος, από το επίπεδο του μεμονωμένου εργοδότη μέχρι και σε πανεθνικό επίπεδο, με την εκλογή αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων ανά πάσα στιγμή, που θα αμφισβητούν τον αστικό κοινοβουλευτισμό.
Πρόκειται για τη δημιουργία εμβρυακών οργάνων της μελλοντικής δυαδικής εξουσίας, που μπορούν να επιβάλλουν κατακτήσεις πανεθνικού χαρακτήρα (π.χ. ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής) στις κυβερνήσεις και στο κεφάλαιο, με μορφές μαζικού πολιτικού εκβιασμού και υπό την απειλή της ανατροπής της αστικής εξουσίας. Κατακτήσεις αναστρέψιμες και διαρκώς αμφισβητούμενες από το κεφάλαιο. Κατακτήσεις που, από τη μια, θα πείθουν το μαζικό πολιτικό κίνημα –μέσα από την ίδια του την εμπειρία– για τη σχετικότητα, τα όρια και την προσωρινότητα των κατακτήσεών του. Και, από την άλλη, θα το οδηγούν, μέσα από τις ποιοτικά ανώτερες καμπές της ταξικής πάλης, στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας και κυρίως της πολιτικής δυνατότητας για την επιβολή της επαναστατικής εξουσίας σε συνθήκες δημιουργίας γενικής επαναστατικής κρίσης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ταξική πάλη θα έχει υποχρεωτικά αυτή την εξέλιξη. Οι κατακτήσεις τέτοιου είδους δεν είναι νομοτέλεια της ταξικής πάλης. Μπορεί να εμφανιστούν συνθήκες επαναστατικής κρίσης και να οδηγήσουν ακόμα και στη νίκη της αντικαπιταλιστικής επανάστασης προς τον κομμουνισμό, χωρίς την ύπαρξη τέτοιων κατακτήσεων. Όμως, η πολιτική πάλη του κινήματος για διεκδικήσεις και επιβολή τέτοιων κατακτήσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνειδητοποίηση των εργαζομένων στο δύσκολο και επίπονο δρόμο προς την επανάσταση. Γιατί, όσο βέβαιο είναι ότι κανένα κίνημα και καμιά επαναστατική τάξη δεν μαθαίνει χωρίς μικρές ή μεγάλες ήττες, είναι ακόμα πιο βέβαιο ότι κανένα κίνημα και καμιά επαναστατική τάξη δεν συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα και κυρίως την πολιτική δυνατότητα της επαναστατικής εξουσίας μόνο μέσα από ήττες.
Ποιοτική αναβάθμιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Κοινή δράση της αριστεράς σε αντι-ΕΕ, αντικυβερνητική, αντικαπιταλιστική βάση
Η επιβολή κατακτήσεων, εκτός από την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και την ανάδειξη των δικών του οργάνων, απαιτεί και την αναβάθμιση της αντικαπιταλιστικής αριστερής πολιτικής ενότητας. Απαιτεί την ισχυροποίηση μαζί με τον ποιοτικό μετασχηματισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έτσι ώστε να εμφανιστεί με υπολογίσιμους όρους ένα τρίτο ρεύμα μέσα στην Αριστερά με επαναστατικά χαρακτηριστικά. Να διαμορφωθεί ένας πόλος-μέτωπο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που θα υπερβαίνει τον κομμουνιστικό ρεφορμισμό και την αριστερή σοσιαλδημοκρατική λογική διαχείρισης.
Η κατοχύρωση της πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας, σε όλα τα επίπεδα, ενός τέτοιου ρεύματος είναι όρος όχι μόνο για να απαντιέται το κύριο πρόβλημα της στρατηγικής και τακτικής επάρκειας της Αριστεράς. Αλλά και για να εξασφαλίζεται η ευρύτερη, αποτελεσματικότερη και προωθητική κοινή δράση των δυνάμεων της Αριστεράς. Η αναγκαία κοινή δράση της Αριστεράς, για να είναι αποτελεσματική και χρήσιμη για τους εργαζόμενους και το κίνημα, πρέπει πριν και πάνω απ’ όλα να πάρει οριστικό διαζύγιο από τον κυβερνητισμό και τον φιλο-ΕΕ προσανατολισμό.
Η ίδια η ταξική πάλη επιβάλλει ένα περιεχόμενο που θα ανταποκρίνεται στις εργατικές ανάγκες και θα αντιπαρατίθεται στους βασικούς πυλώνες της επίθεσης. Ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να είναι αντικυβερνητικό, αντι-ΕΕ, αντιιμπεριαλιστικό-αντικαπιταλιστικό. Η κοινή δράση με ένα τέτοιο περιεχόμενο πριν απ’ όλα πρέπει να γίνει στο μαζικό κίνημα. Στους αγώνες που αναπτύσσονται στους χώρους δουλειάς, σπουδών, στις γειτονιές. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο (όπως οι πρωτοβουλίες κατά ευρώ-ΕΕ, για τις δημοκρατικές ελευθερίες της εποχής μας κλπ.).
Αυτό σημαίνει ότι η κοινή δράση δίνει την πρωτοκαθεδρία στις διαδικασίες και τα όργανα του κινήματος. Συμβάλλει στην ενίσχυση και διαμόρφωση νέων, διαφοροποιείται από τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό, συμβάλλει στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κέντρου αγώνα. Κοντολογίς, ρίχνει το βάρος της στον εξωκοινοβουλευτικό μαζικό-λαϊκό αγώνα. Η αναγκαιότητα της κοινής δράσης της Αριστεράς όχι μόνο δεν πρέπει να “κρύβει” τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές των ρευμάτων της, αλλά, αντίθετα, απαιτεί και την ανοιχτή συναγωνιστική αντιπαράθεση μέσα στο κίνημα, ώστε αυτό το ίδιο το μαζικό κίνημα να κρίνει και να αποφασίζει για τις διαφορετικές απόψεις όλων των τάσεων και των ρευμάτων.
Αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής
Ταξική ανασυγκρότηση
Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκουν να συμβάλουν στην προσπάθεια ταξικής ανασυγκρότησης του μαζικού κινήματος, έτσι ώστε ίδιο το κίνημα να αποτελέσει το αντίπαλο δέος απέναντι στις αστικές κυβερνήσεις. Για να γίνουν οι αγώνες του ανατρεπτικοί και νικηφόροι.
Απ’ αυτή τη σκοπιά, πρέπει να προωθήσουμε το συντονισμό και την ενοποίηση των αγώνων και των μορφών πάλης, εργατικών επιτροπών, εκατοντάδων αγωνιστικών και ταξικών πρωτοβάθμιων σωματείων, μαχόμενων ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων, πέρα από και ενάντια στις αστικοποιημένες και γραφειοκρατικές ηγεσίες των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Σε αυτά καθοριστική συμβολή πρέπει να έχει η πρακτική αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων σε τοπικό, περιφερειακό και πανελλαδικό επίπεδο από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Η πρότασή μας απευθύνεται σε μεμονωμένους συνδικαλιστές, σε εργατικά σχήματα και συσπειρώσεις, σε πρωτοβάθμια σωματεία, ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα, στο “συντονισμό των πρωτοβάθμιων σωματείων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα”, στο ΠΑΜΕ κ.α.
Απ’ αυτή τη σκοπιά, οι «λαϊκές συνελεύσεις», οι “λαϊκές επιτροπές”, οι “επιτροπές δεν πληρώνω” κ.α, χρειάζεται να ξεπεράσουν την κατακερματισμένη συσπείρωση ανά πρόβλημα (π.χ. χαράτσι, διόδια κλπ.), να αποκτήσουν πιο συνεκτικό και συνολικό πρόγραμμα αντιστάσεων και διεκδικήσεων. Να εντάξουν στη δράση τους την οργάνωση της λαϊκής αυτοάμυνας απέναντι στην πολύμορφη και επικίνδυνη κλιμάκωση της αστικής βίας και καταστολής. Την άμυνα απέναντι στις ακροδεξιές, φασιστικές και ρατσιστικές προκλήσεις. Να μετατραπούν σε ενωτικούς μαζικούς “συλλόγους”, υπερβαίνοντας θετικά την πρακτική των «αμεσοδημοκρατικών» αέναων διαδικασιών και τις «κλειστές» επιτροπές αγώνα κομματικών συνεννοήσεων. Να συντονιστούν μεταξύ τους σε τοπικό, περιφερειακό και πανελλαδικό επίπεδο.
Το ίδιο πρέπει να γίνει και στο κίνημα νεολαίας, με κρίκο το φοιτητικό κίνημα και μια ανασυγκρότησή του με βάση τις γενικές συνελεύσεις και τους αιρετούς κι ανακλητούς αντιπροσώπους.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η δημιουργία αντίπαλων προς τον αστικό συνασπισμό εξουσίας, πολύμορφων μέσων ενημέρωσης του εργατικού και ευρύτερα του λαϊκού κινήματος, με την αναζωογόνηση, αναγέννηση και στήριξη των μορφών και εκφραστών του εργατικού και λαϊκού πολιτισμού και αντίστοιχα όλων των ρευμάτων απελευθερωτικής θεωρίας. Και αυτό σημαίνει ενότητα και συμμαχία, πρώτα απ’ όλα με τους εργαζόμενους στη βιομηχανία της ενημέρωσης και του πολιτισμού, αλλά και με τη ριζοσπαστική διανόηση.
Οι μορφές αγώνα πρέπει να περιλαμβάνουν όλη την «γκάμα», από την απλή διαδήλωση, τα μπλόκα και την απεργία, μέχρι τις καταλήψεις, τη γενική πολιτική απεργία διαρκείας και την παλλαϊκή εξέγερση. Η απόφαση, ο έλεγχος και η εφαρμογή γι’ αυτές, όπως και για την οργάνωση της εργατικής και λαϊκής αυτοάμυνας, πρέπει να είναι έργο και πτέρυγα του ίδιου του μαζικού κινήματος. Μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες του ίδιου του μαζικού κινήματος και, πάνω απ’ όλα, των συνελεύσεών του. Και όχι κάποιων «πολιτικών γραφείων», συνδικαλιστικών γραφειοκρατικών «κορυφών», ούτε ανεξέλεγκτων και αυτόκλητων ομάδων, έξω και, τελικά, σε βάρος του κινήματος.
Μέσα από μια τέτοια «γραμμή» μπορούμε να οικοδομήσουμε το ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΡΗΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ. Η οικοδόμηση ενός τέτοιου μετώπου απαιτεί και προϋποθέτει, μαζί με την κοινή δράση, την ελεύθερη, αυτοτελή και αγωνιστική παρουσία όλων των πολιτικών και θεωρητικών ρευμάτων. Έτσι ώστε το ίδιο το μαχόμενο μαζικό κίνημα να κρίνει, μέσα από την αγωνιστική εμπειρία του, τα ιδιαίτερα προγράμματα και την προοπτική που δίνει η καθεμιά από τις «πρωτοπορίες». Ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να επιβάλλει κατακτήσεις κάτω από την απειλή της ανατροπής των κυβερνήσεων και της αστικής εξουσίας. Κατακτήσεις “σχετικές” και “προσωρινές”, που θα βοηθούν τους εργαζόμενους και το λαό να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα και την πολιτική δυνατότητα για την επιβολή της επαναστατικής εξουσίας των ίδιων των οργάνων του μαχόμενου μαζικού κινήματος, σε συνθήκες δημιουργίας γενικής επαναστατικής κρίσης.
(ΠΡΙΝ 22/1/12) via ΛΕΣΧΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου