του Σίμου Ανδρονίδη* |
Η
πρόσφατη εκλογική νίκη του κόμματος
του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς
(ΣΥΡΙΖΑ) θέτει επί τάπητος σημαντικά
ζητήματα. Η άνοδος ενός αριστερού-ριζοσπαστικού
κόμματος στην κυβερνητική εξουσία
οφείλει να αποτελέσει την εκκίνηση της
δομικής διαδικασίας αναδιανομής πλούτου
από τα ‘άνω’ προς τα ‘κάτω’. Ο ΣΥΡΙΖΑ
δεν έχει στόχο τον ριζικό και δομικό
μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής,
καθότι το δικό του πολιτικό σημαίνον
συγκροτείται πάνω σε δύο άξονες:
1. Στην
άμεση αντιμετώπιση των συνεπειών της....
ανθρωπιστικής κρίσης (βλέπε εφαρμογή
του περιώνυμου προγράμματος της
Θεσσαλονίκης), και,
2. Στην επιδίωξη
εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που θα αλλάξουν
και θα μεταβάλουν την ίδια την δομή του
κράτους. Αντιστρέφοντας τους όρους, θα
μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι το ευρύτερο
μεταρρυθμιστικό πρόσημο συγκροτεί τον
πολιτικό-κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ.
Η
κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αποκτήσει
μία άμεση και ταξική «υλικότητα», ήτοι
την «υλικότητα» της εκπροσώπησης και
της συνάρθρωσης συγκεκριμένων
κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων. Η
φορτισμένη και «ποιοτική» ταξική
«υλικότητα», σε συνδυασμό με την άμεση
ώσμωση και με τα προτάγματα των «από
κάτω», δύνανται να μεταβάλλουν το ίδιο
το πλαίσιο άσκησης κυβερνητικής-κρατικής
πολιτικής. Το αριστερό κόμμα στην
κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί με γνώμονα
τις σχέσεις εκπροσώπησης που έχει
αποκτήσει με ένα σημαντικό κομμάτι του
μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων.
Αυτή
η ταξική κοινωνική συμμαχία αποτελεί
μία σύνθεση μεταξύ της «υλικότητας»
των συμφερόντων και των αιτημάτων και
της «περιοδικότητας» των πολιτικών
προταγμάτων και των οικονομικών
περιορισμών που θα θέσει η νέα κυβέρνηση.
Όμως, η «περιοδικότητα» δεν πρέπει επ’
ουδενί να αντικαταστήσει την φορτισμένη
και επείγουσα «υλικότητα» των κοινωνικών
συμφερόντων των «από κάτω».
Κατά
τη διάρκεια της ανάγνωσης των προγραμματικών
δηλώσεων της νέας κυβέρνησης στη Βουλή,
ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έδωσε
έμφαση στη σταδιακή αποκατάσταση των
αδικιών που έχουν επέλθει λόγω της
Μνημονιακής διαχείρισης των «ροών» της
βαθιάς οικονομικής-καπιταλιστικής
κρίσης. Έτσι, η πολιτική και οικονομική
διαδικασία (procedure) της
αποκατάστασης θα επέλθει σε βάθος και
σε ορίζοντα διετίας-τετραετίας. Η έμφαση
που έδωσε ο πρωθυπουργός στη χρονική
επέκταση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ,
προτάσσει το επίδικο της «διαρκούς
περιοδικότητας»: με αυτόν τον τρόπο
η εφαρμογή και η υλοποίηση των βασικών
προγραμματικών κατευθύνσεων του ΣΥΡΙΖΑ
«εκδιπλώνεται» σε βάθος χρόνου. Άρα, η
σταδιακή (και σε βάθος χρόνου), βελτίωση
των οικονομικών δεικτών, οδηγεί σε μία
«περιοδική» αποκατάσταση των αδικιών,
ήτοι σε μία ενίσχυση της ισχύος και της
κοινωνικής «ενέργειας» των λαϊκών-υποτελών
τάξεων.
Όμως,
η ίδια η άμεση «υλικότητα» συμφερόντων
των λαϊκών τάξεων οφείλει να προταχθεί
ως ο θεμελιώδης «οδικός χάρτης» της
νέας κυβέρνησης, την στιγμή που η
διαχείριση και η ρύθμιση των «ροών» της
οικονομικής κρίσης έχει συμβάλλει στην
δομική άρση των προϋποθέσεων απρόσκοπτης
αναπαραγωγής των υποτελών τάξεων. Οι
έκτακτες και «κρισιακές» κοινωνικές
και οικονομικές συνθήκες απαιτούν
έκτακτες πολιτικές δράσεις που θα
αποκρυσταλλώνουν στο πεδίο της κοινωνικής
ολότητας την «υλικότητα» των εργατικών
συμφερόντων.
Η
επίκληση της «διαρκούς περιοδικότητας»
και της σταδιακής αποκατάστασης των
αδικιών παραπέμπει στην περίοδο χάριτος
που ζητούσαν και αναζητούσαν οι
μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Το
πρόγραμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής
Αριστεράς είναι ο συνδετικός του κρίκος
με ένα σημαντικό τμήμα του λαϊκού
κοινωνικού μπλοκ. Η εφαρμογή του
προγράμματος της Θεσσαλονίκης είναι
μία σημαντική αλλά όχι μείζονα προϋπόθεση
για την ανασυγκρότηση του όλου πλαισίου
δραστηριοποίησης της λαϊκής-εργατικής
τάξης. Η στοχοπροσήλωση στην άμεση
«υλικότητα» λαϊκών-ταξικών συμφερόντων,
ήτοι στην υιοθέτηση και εφαρμογή
πολιτικών που θα τείνουν να ανασυγκροτούν
τις λαϊκές τάξεις, αποτελεί την εκ των
ουκ άνευ προϋπόθεση για την πρόκληση
μίας αριστερής κοινωνικής και πολιτικής
τομής. Το κόμμα οφείλει να γίνει ο
εμβρυουλκός αυτής της δύσκολης και
επίπονης προσπάθειας.
Όπως
τονίζει χαρακτηριστικά ο Χριστόφορος
Βερναρδάκης: «Η συζήτηση περί σχέσεων
Κόμματος-Κυβέρνησης δεν πρέπει να γίνει
με παλαιές και ξεπερασμένες θεωρητικές
προσεγγίσεις. Συνήθως η συζήτηση αυτή
εξαντλείται σε διαπιστώσεις δεοντολογίας:
«το κόμμα (πρέπει να) σπρώχνει την
κυβέρνηση», «(να) κριτικάρει την
κυβέρνηση», «(να) ελέγχει την κυβέρνηση»,
κοκ. Είναι κατά τη γνώμη μου λάθος μέθοδος
συζήτησης, λάθος σημείο αφετηρίας. Το
κόμμα για να κάνει όλα αυτά και πολύ
περισσότερα πρέπει να αλλάξει το πεδίο
της δραστηριότητας του. Το κόμμα δεν
πρέπει να «βλέπει» προς την Κυβέρνηση,
αλλά προς την κοινωνία και το κοινωνικό
σώμα. Να οργανώσει και να κάνει συνεκτική
την κοινωνική συμμαχία που σήμερα
κτίζεται. Έχει το δικό του πεδίο βολής,
τον δικό του ορίζοντα. Θα ήταν δομικό
λάθος να εξαρτήσει την δουλειά του και
το χώρο του από την Κυβέρνηση. Ούτε μπρος
ούτε πίσω από την Κυβέρνηση. Κανένας
ετεροκαθορισμός από την Κυβέρνηση.
Στροφή προς το κοινωνικό σώμα, με μαζικό
προσανατολισμό, στρατηγική συγκρότησης
κοινωνικών μετώπων και ανάδειξη μαζικών
κοινωνικών στελεχών. Αφού τα κάνει όλα
αυτά, τότε η επίδραση προς την «Κυβέρνηση»
θα είναι αυτονόητη και πολύ σημαντική.
Γιατί, απλούστατα, δεν θα είναι
παρακολούθημα του κράτους αλλά «κόμμα
της κοινωνίας».1
Και
το κόμμα οφείλει να λειτουργήσει ως
παραγωγός πολιτικής και ιδεολογίας,
απαιτώντας την κυβερνητική εφαρμογή
του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόγραμμα
της Θεσσαλονίκης είναι η αρχή αλλά όχι
και το τέλος. Απαιτούνται πολύ περισσότερα
να γίνουν. Θεωρούμε πως η «περιοδική»
κατάτμηση των προγραμματικών κατευθύνσεων
και αξόνων δράσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν βοηθά
στην επιδίωξη ανασυγκρότησης του πεδίου
και του πλαισίου κοινωνικής και
οικονομικής «ενεργητικότητας» των
λαϊκών-καταπιεσμένων τάξεων. Το κόμμα
του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς και δεν θα κριθεί
στο πεδίο της σταδιακής εγκαθίδρυσης
και οικοδόμησης των σοσιαλιστικών
σχέσεων κοινωνικής οργάνωσης και
παραγωγής.
Αντιθέτως,
θα κριθεί αυστηρά στο πεδίο της «ζώσας»
εφαρμογής και υλοποίησης πολιτικών που
θα συμβάλλουν αφενός μεν στην άρση της
ολικής Μνημονιακής «κανονικότητας»,
αφετέρου δε θα στοχεύσουν και θα
συμβάλλουν στην δομική μετατόπιση
κοινωνικής ισχύος προς την πλευρά των
λαϊκών-εργατικών στρωμάτων. Οπότε, το
πεδίο κοινωνικής και πολιτικής δράσης
είναι ήδη καθορισμένο και συγκροτημένο.
Ο πρωθυπουργός μίλησε για μία κυβέρνηση
«όλων των Ελλήνων».
Η
συγκεκριμένη αντίληψη και θέση που
προτάσσει το εθνικό όλον ως συμφέρον,
και που αίρει ταυτόχρονα το πεδίο
άσκησης, ιεράρχησης και διαπάλης μεταξύ
αντιτιθέμενων κοινωνικών-ταξικών
συμφερόντων είναι «συγκροτησιακά»
εσφαλμένη. Το μείζον διακύβευμα είναι
ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να
λειτουργήσει και να δράσει ως κυβέρνηση
των λαϊκών-υποτελών τάξεων, των τάξεων
που υφίστανται τις συνέπειες από την
διαχείριση της οξυμμένης
οικονομικής-καπιταλιστικής κρίσης.
Με
αυτόν τον τρόπο, μία αριστερή κυβέρνηση
αίρει την δεδομένη και «αταξική» εθνική
«ουδετερότητα» λειτουργώντας ταξικά
και «μεροληπτικά» υπέρ των κοινωνικών
τάξεων και των μερίδων τάξεων με τις
οποίες έχει αποκτήσει δεσμούς κοινωνικής
και πολιτικής εκπροσώπησης. Η ταξική
«μεροληψία» ισοδυναμεί με την πρόκληση
τομών και εγκάρσιων ρήξεων παντού. Οι
υποτελείς κοινωνικές τάξεις οφείλουν
να επανακτήσουν τον «υλικό» τους
προσδιορισμό.
1
Βλ. σχετικά, Βερναρδάκης
Χριστόφορος, ‘Το Κόμμα, η Κυβέρνηση
και το Κράτος’, rednotebook,
08/02/2015, rednotebook.gr
*πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου