|
του . Σ. Ανδρονίδη* |
«Πέτρα στην πέτρα, ο άνθρωπος που ήταν;
Αγέρας στον αγέρα, ο άνθρωπος που ήταν; Χρόνος στο χρόνο, ο άνθρωπος που ήταν;
Τάχα δεν υπήρξες, σπασμένο κομματάκι του ανολοκλήρωτου ανθρώπου, του άδειου
αητού, που απ’ τους σημερινούς δρόμους, που απ’ τ’ αχνάρια, που απ’ τα φύλλα
του νεκρού φθινόπωρου πορεύεται ταλανίζοντας την ψυχή ως τον τάφο; Το χέρι το
πτωχό, το πόδι, η φτωχιά ζωή… Οι μέρες του φωτός που ξέφτυσε μέσα σου, όπως η
βροχή πάνω στις μπαντερίγιες της γιορτής, σάμπως δε δώσανε φύλλο φύλλο τη μαύρη τροφή στο άδειο στόμα;» (Pablo Neruda, ‘Υψώματα του Μάτσου Πίτσου’).
Το κείμενο αφιερώνεται στην ζώσα μνήμη των θυμάτων των
Ναζί
Η
Καταλανή συγγραφέας Μaria Angels Anglada, στο....
εξαιρετικό της βιβλίο που έχει τον τίτλο ‘Το βιολί του Άουσβιτς’ τέμνει και
ανατέμνει την ζωή στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Στην αφήγηση της η
συγγραφέας «παντρεύει» τα ιστορικά στοιχεία με την ατομική-προσωπική ιστορία
του Εβραίου Ντάνιελ, ενός κατασκευαστή εγχόρδων. Ουσιαστικά, η «μικροϊστορία»
του Ντάνιελ αντανακλά την «μακροϊστορία» των εκατομμυρίων Εβραίων που
οδηγήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου, εκεί όπου η εκμηδένιση της
ζωής και της αξίας της έγινε ο κυρίαρχος κανόνας. Ο Ντάνιελ διατρέχει τον χώρο
του στρατοπέδου προκειμένου να κατασκευάσει ένα βιολί υψηλής αξίας που θα ηχεί
σαν στραντιβάριους. Ο ίδιος δεν γνωρίζει τον χρόνο που έχει στη διάθεση του για
την κατασκευή του βιολιού. Η μάχη με τον χρόνο είναι, ουσιαστικά, η μάχη με την
ανελέητη «μηχανική» του θανάτου και της εξόντωσης. Η ίδια η διάσταση του
«χωροχρόνου» συστέλλεται στα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου.
Ο
χρόνος μπορεί να κυλά αργά και βασανιστικά, «περνώντας» μέσα από τα χαλάσματα
της ναζιστικής βαρβαρότητας και της φρίκης. Η συγγραφέας «εγκιβωτίζει» τον
χρόνο στο δοσμένο περιβάλλον του στρατοπέδου. Και είναι αυτός ο χρόνος που
«κυνηγά» τον Ντάνιελ με την «μορφή» του θανάτου. Η Maria Angels Anglada παραδίδει ένα υψηλό δείγμα μαχόμενης αντιφασιστικής
λογοτεχνίας, μίας λογοτεχνίας που εμποτίζεται από την θέληση υπέρβασης της
ναζιστικής φρίκης και βαρβαρότητας.
Στο
περιβάλλον του στρατοπέδου ο άνθρωπος, ο «ενεργός» άνθρωπος εκμηδενίζεται ως
βίωμα, ως υπόσταση και ως ύπαρξη. Μία παγερή «μηχανική» του θανάτου στέκει
παγερή, μία «μηχανική» που αφαιρεί τις ζωές των «διαφορετικών». Κι ο Ντάνιελ
στέκει εκεί, όρθιος, αν και ιδιαίτερα καταβεβλημένος, επιδιώκοντας να
επαναπροσδιορίσει το ίδιο το «ύψος» και την αξία της ζωής. Η Maria Angels Anglada ενσωματώνει στην λογοτεχνική
της τεχνική και αφήγηση τον ζόφο, την φρίκη και τον θάνατο, τον θάνατο τον
σωματικό, που όμως είναι και ένας καθημερινός «λεκτικός» θάνατος. Η συγγραφέας
πλάθει τον ήρωα της ανθρώπινα, του προσδίδει βάθος, διάρκεια και «ποιοτική»
ένταση.
Το
μυθιστόρημα της αρθρώνεται γύρω από την επίπονη και σκληρή προσπάθεια του
Ντάνιελ να κατασκευάσει ένα βιολί υψηλής αξίας. Παράλληλα, «ξεδιπλώνονται» οι
εικόνες της καθημερινότητας στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, κάτι που
επιτρέπει στον αναγνώστη να αποκτήσει «γνώση» της βαρβαρότητας. Με αυτόν τον τρόπο
γίνεται μία έξοχη χρήση των επιπέδων της «μικροϊστορίας» και της «μακροϊστορίας», της μικρής και της
μεγάλης εικόνας. Και ακριβώς αυτές οι ιστορίες και οι εικόνες συμφύονται,
ανασύροντας στην επιφάνεια το καθημερινό πεδίο του στρατοπέδου, εκεί όπου η ζωή
διατηρείται μέσα σε μνήμες, σε λέξεις, σε ατομικές και συλλογικές πρακτικές συνύπαρξης και
αλληλεγγύης. Είναι πρόθεση της συγγραφέως να διατηρήσει άσβεστο τον πόθο για
ζωή, να τον αποκρυσταλλώσει στις σελίδες του βιβλίου της και από εκεί στη
συνείδηση του αναγνώστη. Το βιολί γίνεται το «εργαλείο» αναψηλάφησης της ζωής
και του κόσμου. Το βιολί που θα καταλήξει στα χέρια κάποιου ναζί αξιωματούχου,
στην καθημερινότητα του οποίου ο θάνατος και η «μηχανική» του θανάτου
«ενυπάρχουν» μαζί με την τέχνη.
Το
ερώτημα είναι πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Σε αυτό το ερώτημα απάντησε η
Χάνα Άρεντ, με το βιβλίο της ‘Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μια έκθεση για την
κοινοτοπία του κακού’. Η Χάνα Άρεντ μας
λέει ότι το κακό είναι «κοινότοπο», καθημερινό, απλό. Ο αξιωματούχος των Ναζί
που προτιμά την υψηλή τέχνη, ενσωματώνει, την ίδια στιγμή, την «μηχανική» του
θανάτου, με τέτοιο φρικτό τρόπο, ώστε η καθημερινότητα του να «παράγει» τον
θάνατο και την φρίκη. Η συγγραφέας κάθε στιγμή μας υπενθυμίζει ότι η επιμονή
και η θέληση για ζωή υπερβαίνουν κάθε εμπόδιο.
Το
βιβλίο της αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μαχόμενης αντιφασιστικής λογοτεχνίας
και διατήρησης της «ζώσας» αντιφασιστικής μνήμης και πράξης. Συγκινεί και
προβληματίζει, αναλύει και εμβαθύνει, με κεντρικό άξονα την προσπάθεια
επιβίωσης του Ντάνιελ. Κύρια όμως υπενθυμίζει την φρίκη και την ναζιστική
βαρβαρότητα, τον θάνατο και το μίσος για καθετί «διαφορετικό». Μας υπενθυμίζει
το γεγονός της εξόντωσης έξι εκατομμυρίων Εβραίων στα στρατόπεδα του θανάτου,
καθώς και την εξόντωση χιλιάδων Ρομά,
ομοφυλόφιλων και κομμουνιστών. Το βιβλίο της λειτουργεί ως μια πολιτική
καταγγελία του φασισμού και του ναζισμού. Και με τον δικό της λογοτεχνικό τρόπο
μας λέει: ποτέ ξανά! Ας «ενταφιάσουμε» οριστικά τον ναζισμό και τον φασισμό.
Και το βιβλίο της αποκτά ιδιαίτερη αξία και σήμερα, καθώς οι εγχώριο
ιδεολογικοί επίγονοι του ναζισμού αποκτούν κοινωνική επιρροή.
Το
βιβλίο της διαβάζεται και ως μια πράξη καταγγελίας ενάντια στο νεοναζιστικό
μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, ενάντια στους διάφορους αναθεωρητές που αρνούνται την
ύπαρξη του ολοκαυτώματος. Χρέος δικό μας, πολιτικό και λογοτεχνικό, είναι να
πούμε: ποτέ ξανά! Ας κλείσουμε το παρόν σημείωμα με τα τελευταία λόγια από το
βιβλίο: «Αύριο θα έπαιζε το μέρος του βιολιού στο Τρίο της Μυτιλήνης, ο Κλίμεντ του είχε χαρίσει την παρτιτούρα, αλλά
αν ήθελε μπορούσε και τώρα αμέσως να το παίξει από μνήμης. Απόψε δεν θα
επέστρεφε ο παλιός εφιάλτης, που κάθε τόσο τον πήγαινε στο Στρατόπεδο των Τριών
Ποταμών. Όχι, δεν ήταν αλήθεια, -έτσι δεν είναι, Ντάνιελ;- πως η μουσική
εξημερώνει τα θηρία. Όμως, τελικά, τα πάντα είναι τραγούδι…».[1]
Να
το τραγούδι, το αιώνιο και αναλλοίωτο τραγούδι που καταγγέλλει την ναζιστική
θηριωδία και βαρβαρότητα, το τραγούδι της τέχνης που διατηρεί όρθιο και ακέραιο
τον άνθρωπο. Ο Ντάνιελ στέκεται όρθιος υπενθυμίζοντας μας το ύψος του μαχόμενου
ανθρώπου, και, μέσω αυτού, η Maria Angels Anglada μας υπενθυμίζει το ύψος της λογοτεχνίας ως άμεσης και μαχόμενης μορφής τέχνης. Η
αισιοδοξία πηγάζει από την ακατάβλητη θέληση του ανθρώπου να υπερπηδήσει όλα τα
εμπόδια που εγείρονται στο διάβα του. Αυτό το «πολιτικό-λογοτεχνικό ζώον»
χαράζει στην πορεία του τις «έξεις» ενός μαχόμενου στοχασμού και αναστοχασμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου